του Luigi Copertino
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Ποια Philosophia Perennis;
Σύμφωνα με την Treccani, η έκφραση «Philosophia perennis» επινοήθηκε από τον αυγουστινιανό θεολόγο Agostino Steuco, στο έργο του «De perenni philosophia» (1540). Ο Στέουκο, αντλώντας στοιχεία από τον Μαρσίλιο Φιτσίνο και τον Τζοβάνι Πίκο ντέλα Μιράντολα, και ιδίως από την ιδέα της συμφωνίας ανάμεσα στην “αρχαία θεολογία” (prisca theologia) και τον Χριστιανισμό, επεδίωξε να δηλώσει την παρουσία ενός κοινού πυρήνα αληθειών – που συνίσταται στην αναζήτηση της αρχής των όντων και στην επακόλουθη λαχτάρα για τη γνώση του Θεού – σε ολόκληρη την ιστορία της φιλοσοφίας και σε όλες τις θρησκείες, από τα κείμενα της ερμητικής παράδοσης, μέχρι τον Πλάτωνα και τους Χριστιανούς θεολόγους.
Θεμελιωμένο πάνω στην ανάμιξη φιλοσοφίας και θρησκείας, χαρακτηριστική του αναγεννησιακού πλατωνισμού, το θέμα της Philosophia perennis αποσκοπούσε κυρίως στο να τεκμηριώσει την αλήθεια και την ανωτερότητα του Χριστιανισμού, του οποίου – σύμφωνα με την αντίληψη αυτή – μεγάλο μέρος της προηγούμενης σκέψης, και ιδιαίτερα εκείνη του Πλάτωνα, είχε ήδη συλλάβει τον βαθύτερο και ουσιώδη πυρήνα, που στη συνέχεια εκφράστηκε με σαφήνεια μόνο από τους Χριστιανούς θεολόγους και φιλοσόφους.
Για την αλήθεια, όμως, στην ανθρωπιστική και αναγεννησιακή εποχή, η επανεισαγωγή του πατερικού θέματος των semina Verbi (σπερματικοί Λόγοι) δεν κατόρθωσε να αποτρέψει, σε αυτό που – αναφερόμενος στον Πίκο ντέλα Μιράντολα – ο πατέρας Henri de Lubac ονόμασε «η ανολοκλήρωτη αυγή της Αναγέννησης», τη διάσταση ανάμεσα στη Χριστιανική Πίστη και τον πλατωνισμό, με επακόλουθη απόκλιση μεταξύ πίστης και λόγου (fides et ratio), που στη συνέχεια οδηγήθηκε σε ριζική αντιπαράθεση από τον Λούθηρο.
Την αντιπαράθεση αυτή είχε καταφέρει να αποφύγει η προσεκτική και αιώνια εργασία των Πατέρων της Εκκλησίας, η οποία κορυφώθηκε στη λατινική Δύση με τον Αυγουστίνο και τον Ψευδο-Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, διακρίνοντας μεταξύ του «χριστιανικού Πλάτωνα» και του «μη χριστιανικού Πλάτωνα».
Είναι πάντως αληθές ότι οι βασικές προθέσεις του Agostino Steuco, και ίσως και των Pico della Mirandola και Marsilio Ficino, ήταν να αποδείξουν και να επαναβεβαιώσουν την ανωτερότητα και την κεντρικότητα του Χριστιανισμού, προτείνοντάς τον ως την αληθινή και αυθεντική Philosophia Perennis.
Ο όρος Philosophia perennis επαναχρησιμοποιήθηκε αργότερα από τον Gottfried Leibniz, ο οποίος τον χρησιμοποίησε για να δηλώσει τη διαχρονική φιλοσοφία που υποβόσκει και είναι κοινή σε όλες τις θρησκείες, εφόσον εξεταστούν υπό το μυστικιστικό και όχι απλώς τό θεολογικό τους πρίσμα.
Αν ο Steuco επεδίωκε ακόμη να αποδείξει ότι Philosophia perennis και Χριστιανική Αλήθεια όχι μόνο ταυτίζονται, αλλά και ότι ο Χριστιανισμός είναι ο ίδιος η πρωταρχική Αποκάλυψη, ήδη μερικούς αιώνες αργότερα, στον Leibniz επικρατεί μια latitudinarista ερμηνεία [σημείωση: μια ερμηνεία που θεωρεί πως όλες ή πολλές θρησκευτικές παραδόσεις εμπεριέχουν κάποια μορφή αλήθειας, και πως η σωτηρία ή η πνευματική γνώση δεν περιορίζεται σε μία μόνο οδό ή θρησκεία.] – εκείνη που αργότερα υιοθετήθηκε από τη μασονική θεοσοφία – σύμφωνα με την οποία ο Χριστιανισμός, πολύ μακριά από το να μπορεί να διεκδικήσει οποιοδήποτε πρωτείο, είναι απλώς μία από τις πολλές θρησκείες, μια από τις ακτίνες ενός τροχού που όλες οδηγούν σε ένα και μοναδικό κέντρο, το οποίο δεν ταυτίζεται πλέον με τη Χριστιανική Αλήθεια.
Ο «περενιαλισμός» μετατράπηκε έτσι σε δρόμο σχετικισμού, χάνοντας τον χαρακτήρα του ως μυστικής οδού προς το Ον.
Σε πιο πρόσφατους χρόνους, ο Aldous Huxley επέλεξε, για ένα δοκίμιό του που δημοσιεύτηκε το 1945, τον τίτλο The Perennial Philosophy. Η βασική θέση αυτού του δοκιμίου συνεχίζει τη γραμμή του Leibniz και είναι ότι σε κάθε, λίγο ή πολύ αναπτυγμένη, μορφή θρησκείας υπάρχουν ρεύματα καθαρά μυστικιστικής σκέψης που αναγνωρίζουν – προσοχή στον όρο που χρησιμοποιείται εδώ! – μία και την αυτή “Θεία Πραγματικότητα ομοούσια με τον κόσμο”.
Καθώς βρίσκεται σε αναζήτηση του θείου που είναι consustanziale (ομοούσιο) με τον κόσμο, η philosophia perennis ορίζεται από τον Huxley ως μια ψυχολογική προσέγγιση που ανακαλύπτει την ταυτότητα ανάμεσα στην ψυχή και στη Θεία Πραγματικότητα.
Μεταξύ των μυστικιστών συγγραφέων που ο Huxley συγκαταλέγει ως «πατέρες» του περενιαλισμού, έτσι όπως τον εννοεί, περιλαμβάνονται – κατά τη γνώμη του – στον χριστιανικό χώρο οι Augustinus, Bernard de Clairvaux, Meister Eckhart, François de Sales. Το «διδασκαλικό έργο» τους αναγιγνώσκεται από τον Huxley μέσα από το φίλτρο ενός ανατολισμού αντλημένου από τη Bhagavad Gītā, τις Upaniṣad, τον Βουδισμό και τους διδασκάλους Lao Tzu, Chuang-tzu και Huineng.
Πρόκειται, ωστόσο, για μια ερμηνευτική επιβολή χωρίς αυθεντικό θεμέλιο, εκτός – ίσως – από την περίπτωση του Eckhart. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο κεφάλαιο του δοκιμίου του Huxley φέρει ως τίτλο το ινδουιστικό tat tvam asi, δηλαδή «Εσύ είσαι Εκείνο», δηλώνοντας την πανθεϊστική ταύτιση του Ātman (του αιώνιου Εαυτού) με το Brahman, δηλαδή την απόλυτη αρχή κάθε ύπαρξης.
Η μεταχριστιανική εκδοχή της philosophia perennis κατέστη, τον 20ό αιώνα, εκείνη που υιοθετήθηκε από τη λεγόμενη «παραδοσιοκρατική σχολή» ή «Σχολή Παραδοσιακής Μεταφυσικής», η οποία έχει ως γνωστότερους εκπροσώπους τους René Guénon, Ananda Coomaraswamy, Frithjof Schuon και Elémire Zolla.
Εκείνο, όμως, που θέλουμε να τονίσουμε και να υπενθυμίσουμε – ιδίως στους καθολικούς που έλκονται από τον μεταχριστιανικό περενιαλισμό – είναι ότι, επειδή υπάρχει στο θρησκευτικό τοπίο της ανθρωπότητας μια ανυπέρβλητη εξαίρεση, δηλαδή αυτή η αβρααμικο-μωσαϊκή παράδοση (η οποία ξεκινά από την Αποκάλυψη του Απροσδιόριστου Όντος στον Αβραάμ και στον Μωυσή, ως συνέχεια της αδαμικής, νοαχικής και μελχισεδεκικής), ο όρος philosophia perennis, χωρίς τους αναγκαίους διαχωρισμούς, είναι ασαφής και διφορούμενος, και μπορεί να γίνει αποδεκτός από χριστιανική σκοπιά μόνο υπό τον όρο ότι εννοείται σύμφωνα με τις προθέσεις του Agostino Steuco. Δηλαδή, μόνο εφόσον αναγνωρίζεται ότι δεν υπάρχει αληθινός περενιαλισμός χωρίς την κεντρικότητα του Λόγου του Θεού – και προσοχή! – όχι του Λόγου μόνον ως αρχής (principium), αλλά του ενσαρκωμένου Λόγου.
Η χριστιανική αλήθεια είναι, ταυτόχρονα, υπερ-ιστορική και ιστορική, ενώνει την αιωνιότητα με τον χρόνο και δεν υφίσταται χωρίς αυτό το αδιάσπαστο «και – και» (et – et). Η θεολογία, στην ανάπτυξή της, έχει ιστορία, επειδή η ιστορική εξέλιξη είναι απαραίτητη για να κατανοηθούν σωστά οι θεολογικές κατηγορίες. Δεν υπάρχει, ωστόσο, αυθεντικά χριστιανική θεολογία χωρίς την Πίστη, που προκύπτει από την αποδοχή της αβρααμικο-μωσαϊκής Αποκάλυψης, η οποία ολοκληρώθηκε στον Χριστό.
Ωστόσο, η Πίστη, θεμελιωμένη στην Αποκάλυψη, είναι μία και η αυτή διαχρονικά, σε όλους τους αιώνες και σε κάθε τόπο. Με βάση αυτή τη διαπίστωση, ήταν ήδη σαφές από την αρχή για τους πλέον καλλιεργημένους χριστιανούς – ας σκεφτούμε τους Πατέρες της Εκκλησίας ή τους μεσαιωνικούς Διδασκάλους – ότι δεν είναι δυνατόν να διατυπωθεί σωστά η χριστιανική Αλήθεια χωρίς την προσφυγή σε κατηγορίες των οποίων η “αφαίρεση” να εξασφαλίζει την υπερχρονικότητά της.
Αυτές οι κατηγορίες δεν μπορεί παρά να είναι μεταφυσικές. Μόνον η Μεταφυσική υπερβαίνει την ιστορία χωρίς όμως να την αρνείται, και αποτρέπει τον χριστιανό από το να πέσει στο ιστορισμό – και πνευματικά να πεθάνει μέσα του – κάτι που συνέβη σε όσους έκαναν ένα ορισμένο τύπο ιστορικο-κριτικής μεθόδου το μοναδικό, υποτιθέμενα επιστημονικό, κριτήριο ερμηνείας.
Μόνο η Μεταφυσική επιτρέπει να ασχοληθούμε με αυτό που υπερβαίνει τις «επιληπτικές κινήσεις» των γήινων γεγονότων και να ανακαλύψουμε εκ νέου μια philosophia perennis συνεπή προς την αποκεκαλυμμένη Αλήθεια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο – και μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπο – η Μεταφυσική και ο Περενιαλισμός μπορούν να καταστούν προνομιακοί σύμμαχοι της Πίστης, προσφέροντας στη θεολογία κατηγορίες (ουσία, συμβεβηκός, μορφή ή ύλη, κ.λπ.) χωρίς ιστορία, αλλά ταυτόχρονα «ζωντανές» μέσα στην ιστορία.
Το να αναγνωρίσει κανείς ότι σε πολλές πνευματικές εμπειρίες μπορεί να εντοπιστούν στοιχεία Αλήθειας, δεν είναι καθόλου το ίδιο πράγμα με το να ισχυριστεί ότι η ίδια η Αλήθεια εκδηλώνεται σε όλες τις πνευματικές εμπειρίες. Γι' αυτόν τον λόγο, από τους Πατέρες της Εκκλησίας έως και τον Agostino Steuco, ποτέ δεν υπήρξε περεννιαλισμός που να μην αναγνώριζε στον Χριστό την Πληρότητα της Αλήθειας.
Αυτή η αναγνώριση της Πληρότητας κόβει αμέσως τα πόδια από την εξήγηση που προτείνει η λεγόμενη «Σχολή της Παραδοσιακής Μεταφυσικής» για να δικαιολογήσει τον θρησκευτικό πλουραλισμό έναντι της Καθολικής Μοναδικότητας της Αλήθειας. Η εξήγηση της εν λόγω Σχολής βασίζεται στην –ποτέ αποδεδειγμένη– ύπαρξη δύο επιπέδων στο εσωτερικό κάθε θρησκείας: ενός «εξωτερικού», που αφορά τον πλουραλισμό των θρησκευτικών εκφράσεων και χαρακτηρίζει τη λαϊκή πίστη, και ενός «εσωτερικού», που σχετίζεται με τη μυητική Αλήθεια, η οποία υποτίθεται ότι είναι κοινή σε όλα τα πνευματικά μονοπάτια και προσβάσιμη μόνο στους «μυημένους».
Είναι φανερό ότι ο μεταχριστιανικός, πλατειαστικός περεννιαλισμός μειώνει και σχετικοποιεί τη μοναδικότητα της αβρααμικής εξαίρεσης, και ιδιαίτερα την Καθολική και Σωτήρια Μοναδικότητα του Χριστού, του Θεού-Ανθρώπου. Η αποκαλούμενη «υπέρβαση των θρησκειών» (unité transcendante des religions) συγκρούεται κατά μέτωπο με αυτήν τη χριστιανική Μοναδικότητα, η οποία είναι αδιαπραγμάτευτη, ακόμη και αν, όπως είναι ορθό υπό το φως της ανανεωμένης γνώσης της Πατερικής παράδοσης, το «nulla salus extra Ecclesiam» (δεν υπάρχει σωτηρία εκτός της Εκκλησίας) δεν μπορεί πλέον να ερμηνεύεται όπως στο παρελθόν – και όπως συνεχίζουν να κάνουν σήμερα οι «καθολικο-ταλιμπάν» – δηλαδή ως όριο απόλυτα ταυτισμένο με τα θεσμικά τείχη.
Δεδομένου ότι μόνο ο Χριστός γνωρίζει πού ακριβώς βρίσκονται αυτά τα όρια, σε κανέναν όμως δεν επιτρέπεται να πιστεύει ότι μπορεί – όπως στην προτεσταντική οπτική – να παρακάμψει την ιεραρχική Εκκλησία, το Μυστικό Σώμα του Ίδιου του Χριστού.
Η ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (25 Μαρτίου 1347 – 29 Απριλίου 1380)
Προς το τέλος της επίγειας ζωής της, η αγία Αικατερίνη της Σιένας, όπως μαρτυρεί ο εξομολόγος και βιογράφος της Ραϊμόνδος της Κάπουα (Raimondo da Capua) στη Legenda Maior, ανέμενε με ανυπομονησία τη στιγμή – την οποία ήδη γνώριζε – κατά την οποία θα πετούσε στον Ουρανό μέσα στην Αγάπη του Κυρίου της, του Χριστού. Η Αικατερίνη επιθυμούσε να θεωρήσει (contemplare) επιτέλους απευθείας την Αλήθεια. Ακριβώς όμως σε εκείνα τα τελευταία χρόνια, η μυστικίστρια της Σιένας ευεργετήθηκε με μια ιδιαίτερη αποκάλυψη για την Αλήθεια, με τη ρητή εντολή να τη μεταδώσει σε όλη την ανθρωπότητα.
Όπως συνήθιζε, λοιπόν, κάλεσε κοντά της τους μαθητές της, ώστε εκείνοι, κατά τη διάρκεια των εκστάσεών της, να καταγράφουν όλα όσα θα έλεγε ή θα επαναλάμβανε έχοντάς τα ακούσει από τον Χριστό-Αγάπη. Έτσι γεννήθηκε ο «Διάλογος» ή «Διάλογος περί Θείας Πρόνοιας», που έχει ως κύριο θέμα του την Αλήθεια. Στην Αικατερίνη αυτή (η πρόνοια;) αποκαλύφθηκε, όπως αναφέρει ο Ραϊμόνδος της Κάπουα, μέσα σε ένα εξαιρετικό Φως σχεδόν δύο χρόνια πριν από την εκδημία της από τη γη.
Ερχόταν έτσι σε ολοκλήρωση μια μυστική πορεία που είχε αρχίσει χρόνια πριν, όταν ο Ιησούς την εισήγαγε στο μονοπάτι που οδηγεί στην Αλήθεια, θέτοντάς της μια ερώτηση. Ο Ραϊμόνδος της Κάπουα διηγείται ακόμη (στη Βίος, §92) ότι στις πρώτες ημέρες της ένταξης της Αικατερίνης στο Τάγμα της Μετάνοιας του Αγίου Δομίνικου, ο Κύριος της εμφανίστηκε και τη ρώτησε: «Ξέρεις ποια είσαι εσύ και ποιος είμαι εγώ; Αν μάθεις αυτά τα δύο, θα είσαι μακάρια». Μια ερώτηση, επομένως, που ενέχει μια υπόσχεση: εκείνη του να είσαι μακάρια μέσω της πρόσβασης στη γνήσια Γνώση του Μυστικού της Αλήθειας.
Ο Κύριός μας δεν της άφησε χρόνο να προσπαθήσει να απαντήσει – σχεδόν σαν να μην μπορεί το πλάσμα, χωρίς αποκάλυψη, να δώσει σαφή και αληθινή απάντηση – και συνέχισε αμέσως: «Εσύ είσαι αυτή που δεν είναι· εγώ, αντιθέτως, Είμαι Αυτός που Είναι».
Το Μυστικό της Αλήθειας, επομένως, βρίσκεται στο Άγιο Όνομα του Θεού, που ήδη είχε αποκαλυφθεί στον Μωυσή (Έξ. 3,14). Ένα Μυστικό στο οποίο αποκτά κανείς πρόσβαση μόνο όταν ο αποφατικός Θεός – αποφατικός είναι πράγματι το νόημα του «Εγώ Είμαι Αυτός που Είμαι» – αποκαλύπτεται, δείχνεται και ως καταφατικός Θεός, ώστε το πλάσμα του να μπορέσει να εισέλθει μέσα Του, μέσα στο ίδιο το Μυστήριο της Αλήθειας, που αλλιώς παραμένει απρόσιτο σε κάθε ανθρώπινη προσπάθεια.[ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ, ΠΑΛΙΟΙ ΑΣΚΟΙ]
Ωστόσο είναι δύσκολο να αποδεχτούμε την ιδέα ότι ο καθένας από εμάς «δεν είναι». Είμαστε ζωντανοί, εργαζόμαστε, κινούμαστε, υποφέρουμε, απολαμβάνουμε, χαιρόμαστε, σπουδάζουμε· πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, να μην «είμαστε»;
Η Αικατερίνη, αφού έγινε δεκτή πλέον στο Μυστικό της Αλήθειας, κατανόησε τέλεια τι σήμαινε αυτό που της είχε αποκαλύψει ο Χριστός, ο γλυκύς Ιησούς, όπως αποκαλούσε τον Κύριό μας. Η δημιουργημένη ύπαρξη δεν μπορεί από μόνη της να αιτιολογήσει την ύπαρξή της· πρέπει να βρει την αρχή της έξω από τον εαυτό της. Το τίποτα του κάθε όντος καθίσταται φανερό όταν συγκριθεί με την Πληρότητα της Ύπαρξης, με Αυτόν που είναι η Ύπαρξη καθαυτή και η αιτία της ύπαρξης όλων όσων υπάρχουν.
Η Γνώση της Αλήθειας είναι, επομένως, το αποτέλεσμα της Γνώσης του Θεού και της Γνώσης του εαυτού. Δύο Γνώσεις που δεν μπορούν να διαχωριστούν, διότι καθεμία μόνη της δεν οδηγεί στην πλήρη Αλήθεια. Η γνώση μόνο του Θεού οδηγεί, σε μια υπερβολική αποφατικότητα, στην ταύτιση – που είναι αδύνατη – με τη Θεία Ουσία, η οποία πάντοτε παραμένει κάτι άλλο από εμάς, παρόλο που βρισκόμαστε εν Αυτή. Η γνώση μόνο του εαυτού, χωρίς τη συνείδηση ότι το «μηδέν» μας μπορεί να στηριχθεί σε Εκείνον που είναι, οδηγεί στην απελπισία, στη μηδενιστική θλίψη, στην περιφρόνηση του δημιουργήματος ή, αντίθετα, στην αλαζονεία της δήθεν οντολογικής ανεξαρτησίας.
Αφού της αποκάλυψε το Μυστικό της Αλήθειας, ο Κύριος υποσχέθηκε στην Αικατερίνη πως, αν παρέμενε πιστή σε αυτό, θα διέσχιζε, με τη βοήθειά Του, τη Βασιλική Οδό που οδηγεί στην Πληρότητα της Χάριτος και του Μεταφυσικού Φωτός.
Διανύοντας αυτήν την οδό, η Αικατερίνη κατανόησε, σταδιακά και εμπνεόμενη από τον Χριστό-Αγάπη, τον λόγο για τον οποίο Εκείνος που είναι – και που δεν έχει ανάγκη κανενός έξω από τον Εαυτό Του – εκάλεσε στην ύπαρξη τον κόσμο και τον άνθρωπο. Σε μια μυστική πρόσβαση στην Αλήθεια, δόθηκε στην Αικατερίνη να κατανοήσει ότι τίποτε άλλο πέρα από την Αγάπη δεν ώθησε το «Εγώ Είμαι» να δημιουργήσει τα πάντα.
Η δημιουργία ως πράξη αγάπης είναι, επομένως, η τρίτη Γνώση μετά από εκείνη του Θεού και του εαυτού, που οδηγεί την καρδιά στη χαρά και στην ευχαριστία.
Η Αικατερίνη εξέφρασε αυτόν τον μυστικό θαυμασμό σε μια προσευχή:
«Λοιπόν, Πατέρα αιώνιε, πώς έπλασες αυτό το πλάσμα σου; Για τούτο είμαι βαθειά κατάπληκτη· και πράγματι βλέπω, όπως μου δείχνεις, ότι για κανέναν άλλο λόγο δεν το έκανες, παρά μόνο επειδή, μέσα στο φως σου, είδες τον εαυτό σου να εξαναγκάζεται από τη φωτιά της αγάπης σου να μας δώσεις την ύπαρξη» (Προσευχές, IV).
Η γλώσσα της αγίας είναι τολμηρή. Λέει στον Θεό ότι Εκείνος «εξαναγκάστηκε» να μας δώσει την ύπαρξη από την ασυγκράτητη Φλόγα της Φιλανθρωπίας Του, της Αγάπης Του.
Η Αγάπη του Θεού γίνεται έπειτα, στη θεόπνευστη στοχαστική σκέψη της μυστικίστριας της Σιένας, ο μόνος λόγος για τη δημιουργία του ανθρώπου, του ζωντανού ειδώλου του Ζώντος Θεού. Η Αικατερίνη δεν παραλείπει, πράγματι, να παρατηρήσει ότι, στην αφήγηση της Γένεσης, ο Θεός, κατά τη δημιουργία των άψυχων και έμψυχων όντων, λέει απλώς: «Γενηθήτω...», ενώ κατά τη δημιουργία του Αδάμ λέει: «Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν». Έτσι σχολιάζει:
«Και τούτο έπραξες, εσύ, αιώνια Τριάδα, θέλοντας ο άνθρωπος να συμμετάσχει εξ ολοκλήρου σε εσένα, υψηλή και αιώνια Τριάδα. (…). Ποιος ήταν η αιτία ώστε να θέσεις τον άνθρωπο σε τόση αξιοπρέπεια; Η ανεκτίμητη αγάπη με την οποία κοίταξες μέσα σου το δημιούργημά σου και ερωτεύτηκες αυτό· και για τον λόγο αυτό τον έπλασες από αγάπη και του έδωσες την ύπαρξη, ώστε να γευθεί το υπέρτατο αιώνιο αγαθό σου» (Διάλογος, XIII).[ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΔΕΝ ΕΠΑΡΚΕΙ Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ. ΚΑΘΟΤΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΤ' ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ, Η ΑΥΤΟΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΑΠΩΛΕΣΘΗ., Άγιος Μάξιμος ομολογητής, ambigua, 23: «Πώς εξηγείται το γραφέν υπό Γρηγορίου; Διά τούτο μονάς απ’ αρχής εις δυάδα κινηθείσα μέχρι Τριάδος έστη!; Κινείται (απαντά ο Άγιος Μάξιμος) μέσα στον Νου που είναι άξιος να την κατανοήσει, ο οποίος μέσω της Μονάδος και μέσα στην Μονάδα ολοκληρώνει κάθε έρευνα του σ’ αυτή ή για να το πούμε διαφορετικά, ολόκληρη η Μονάς αχώριστη διδάσκει και φανερώνει στον Νου, στην πρώτη του επαφή μαζί Της, την αλήθεια γύρω από την Μονάδα, έτσι ώστε να μην εισαχθεί χωρισμός στην πρώτη Αιτία. Μετά όμως προχωρά στην φανέρωση της θείας και απόρρητης Θεογονίας αυτής της πρώτης Αιτίας, αποκαλύπτοντας του Μυστικά και κρυφά ότι δεν πρέπει να σκεφτεί ποτέ πως αυτό το Υπερούσιο Αγαθό μπορεί να είναι άγονο, στείρο Λόγου και Σοφίας ή Αγιαστικής Δυνάμεως, ομοουσίους και υπαρκτές σαν υποστάσεις, για να μην διατρέξει τον κίνδυνο, αυτός ο Νους, να εννοήσει πως ο Θεός είναι Σύνθεση αυτών, ωσάν να επρόκειτο για τυχαία κατηγορήματα, αντί να πιστεύει δια της πίστεως ότι Αυτοί συνυπάρχουν, συναιωνίως. Λέγεται λοιπόν πως ο Θεός κινείται, καθώς είναι Αιτία της έρευνας του τρόπου με τον οποίον συνυπάρχει. Διότι είναι αδύνατον χωρίς θεϊκό φωτισμό να κατανοήσουμε κάτι από τον Θεό. Διότι ο Θεός που δεν έχει την ίδια φύση με τους ανθρώπους, έχει ασφαλώς και διάφορον τρόπον γεννήσεως.» Η ΕΚΦΡΑΣΗ ΜΕΧΡΙ ΤΡΙΑΔΟΣ ΕΣΤΗ, ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΤΗΝ ΑΥΤΟΚΥΡΙΑΡΧΙΑ, ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΚΑΤ'ΕΙΚΟΝΑ].
Ο Αδάμ, ωστόσο, δεν μπορούσε να παραμείνει μόνος σε έναν κόσμο που ρυθμίζεται από τον φυσικό δυϊσμό που ενώνει τα αντίθετα: νύχτα και ημέρα, ψύχος και θέρμη, άρρεν και θήλυ. Ο Αδάμ όμως, ως Εικόνα του Θεού, δεν θα έβρισκε ποτέ μέσα στην εμμένεια «την ίδια του τη σάρκα». Ήταν αναγκαίο αυτή να αναβλύσει από τη δική του προνομιούχα φύση. Η Εύα πλάθεται, από την Αγάπη του Δημιουργού, από τον Αδάμ, διότι:
«δεν είναι καλό να είναι ο άνθρωπος μόνος· θα του κάνω βοηθό που να του ταιριάζει» (Γέν. 2,18).
Όχι, λοιπόν, διαίρεση ενός ασεξουαλικού Αδάμ σε Άνδρα και Γυναίκα, αλλά μάλλον η Εύα ως θηλυκότητα ενυπάρχουσα εντός του Αδάμ – δηλαδή η Γυναίκα ως alter ego του Άνδρα.
Η Γυναίκα έπρεπε να προέλθει από τον Αδάμ, διότι θα ήταν Εκείνη που θα επέτρεπε την Ενσάρκωση του Λόγου, του Νέου Αδάμ. Συλλογιζόμενη το Μυστήριο της Ενσάρκωσης, η Αικατερίνη επικαλείτο τη Μαρία ως «Ναό της Τριάδας».
Ο τριαδικός Θεός είναι, στη μυστική όραση της Αικατερίνης, και ο Αιώνιος Κήπος, επάνω στον οποίο διαμορφώθηκε αρχικά ο κήπος της Εδέμ, για τη μακάρια ζωή του Αδαμιαίου Ανθρώπου:
«Ω αιώνια Τριάδα, ω αιώνια Τριάδα, μέσα στο φως σου αναγνωρίζεται ότι εσύ είσαι εκείνος ο ύψιστος και αιώνιος κήπος, που κρατάς μέσα σου κλειστά τα άνθη και τους καρπούς, γιατί εσύ είσαι άνθος δόξας που επιστρέφεις δόξα στον εαυτό σου, προσφέρεις καρπό στον εαυτό σου (...). Στον κήπο της μήτρας σου ήταν κλεισμένος ο άνθρωπος, ω Πατέρα αιώνιε: τον έβγαλες από την αγία σου διάνοια σαν άνθος διακεκριμένο μέσα στις δυνάμεις της ψυχής, και σε καθεμία έχεις φυτέψει το φυτό ώστε να μπορούμε να καρποφορούμε στον κήπο σου επιστρέφοντας σε σένα με τον καρπό που μας έδωσες» (Προσευχές, XIII).
Αλλά ο Θεός Δημιουργός είναι επίσης υπέρτατα Πρόνοια και δεν εγκαταλείπει τη δημιουργία και τον άνθρωπο χωρίς την αναγκαία φροντίδα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ραϊμόνδου της Κάπουα, η Αικατερίνη είχε απεριόριστη εμπιστοσύνη στη θεία Πρόνοια· και αυτή η εμπιστοσύνη της προερχόταν από το ότι είχε μυστικώς γίνει δεκτή στη διπλή γνώση – του Θεού και του ανθρώπου – της Αλήθειας που της είχε αποκαλυφθεί. Ο ίδιος ο Κύριος της είπε: «Κόρη μου, σκέψου εμένα· αν το κάνεις, εγώ αμέσως θα σκέφτομαι για εσένα» (Βίος, §97).
Ο υπέρτατος βαθμός της θείας Πρόνοιας αποκαλύφθηκε στην Αικατερίνη στην κένωση του Θεού, στο σκύψιμο του Δημιουργού πάνω στις πληγές του δημιουργήματος:
«...έχοντας χάσει το ένδυμα της αθωότητας – λέει ο Θεός Πατέρας στη μυστικίστρια για τον Αδάμ – και γυμνωμένος από κάθε αρετή, πέθαινε από την πείνα και πέθαινε από το κρύο (...). Αλλά εγώ, η υπέρτατη πρόνοια, πρόβλεψα για αυτήν την ανάγκη. Έτσι, όχι εξαναγκασμένος από τις δικαιοσύνες σας ή τις αρετές σας, αλλά από την αγαθότητά μου, σας έδωσα το ένδυμα μέσω αυτού του γλυκού και στοργικού Λόγου, του μονογενούς Υιού μου. Ο οποίος, απογυμνώνοντας τον εαυτό του από τη ζωή, σας έντυσε με αθωότητα και χάρη (...). Και τον θέρμανα, αποκαλύπτοντάς σας τον μονογενή Υιό μου, μέσω των πληγών του σώματός του, με τη φωτιά της αγάπης μου (...). Η πρόνοιά μου του έδωσε τροφή για να τον ενισχύσει όσο είναι οδοιπόρος και προσκυνητής σε αυτή τη ζωή (...) και αποδυνάμωσε τους εχθρούς του, ώστε κανείς να μην μπορεί να τον βλάψει παρά μόνο ο ίδιος. Ο δρόμος έχει ανοίξει με το αίμα της Αλήθειάς μου, ώστε να μπορεί να φτάσει στον σκοπό του, στον τελικό προορισμό για τον οποίο τον δημιούργησα. Και ποια είναι αυτή η τροφή; (...) είναι το σώμα και το αίμα του Χριστού Εσταυρωμένου, ολοκληρωτικά Θεός και ολοκληρωτικά άνθρωπος (...). Έτσι βλέπεις ότι η πρόνοιά μου φρόντισε να του παράσχει ενίσχυση» (Διάλογος, CXXXV).
Έτσι, για τον Αδάμ, τον αληθινό άνθρωπο κατά πνεύμα, ψυχή και σώμα, η πείνα και το ψύχος, δηλαδή η υποταγή στις σκληρές χωροχρονικές συνθήκες, επήλθαν με την απώλεια της αρχέγονης αγιότητας, δηλαδή της μυστικής ένωσης με τον Θεό. Πριν από την αμαρτία, η οντολογική διάσταση του ανθρώπου ήταν τέτοια ώστε, μολονότι είχε σώμα όπως και το σημερινό – δηλαδή βιολογικό –, δεν υπέφερε από πείνα, κρύο, ασθένειες, θάνατο.
«Σας προσκαλώ» – γράφει η Αικατερίνη σε επιστολή προς τον αδελφό Βαρθολομαίο Ντομένικι (Bartolomeo Domenici) – «να εισέλθετε σε μια ειρηνική θάλασσα, μέσω αυτής της φλογερής αγάπης, και μιας βαθιάς θάλασσας: αυτή βρήκα εκ νέου... σε εκείνον τον λόγο “Ο Θεός είναι αγάπη” (...) τόσο πολύ εμφανίζεται στην ψυχή μου, ώστε όλες οι ενέργειές του να είναι μόνο αγάπη, γιατί δεν είναι φτιαγμένος από τίποτε άλλο παρά από αγάπη· και γι' αυτό λέει: “Εγώ είμαι ο Θεός αγάπη”» (Επιστολές, 146).
Ο Θεός είναι ένας Ωκεανός, μια Άβυσσος, άπειρης Αγάπης, μέσα στην οποία είναι γλυκό για το πλάσμα να χαθεί, διότι τελικά εκεί ξαναβρίσκει τον εαυτό του:
«Ω αιώνια Τριάδα, ω θεότητα! (...) Εσύ, αιώνια Τριάδα, είσαι μια βαθιά θάλασσα, όσο περισσότερο εισέρχομαι, τόσο περισσότερο σε βρίσκω, και όσο περισσότερο σε βρίσκω, τόσο περισσότερο σε αναζητώ. Είσαι ακόρεστη, διότι ενώ η ψυχή χορταίνει μέσα στην άβυσσό σου, δεν χορταίνει, γιατί πάντα διατηρεί την πείνα για σένα, διψά για σένα (...). Ω άβυσσε, ω αιώνια θεότητα, ω βαθιά θάλασσα!» (Διάλογος, CLXVII).
Η απόσταση ανάμεσα στην Απειρότητα του Θεού και στα όρια του ανθρώπου είναι το θεμέλιο της κοινωνίας μεταξύ Δημιουργού και δημιουργήματος: ο Θεός είναι Αγάπη και το δημιούργημα αυτής της Αγάπης είναι κι αυτό αγάπη, έτσι ώστε να είναι οντολογικά καλό:
«Και είδε ο Θεός όλα όσα είχε κάνει, και ιδού, ήσαν πολύ καλά» (Γέν. 1,31).
Αυτό είναι το μυστήριο που αποκαλύφθηκε στην Αικατερίνη από την «Πρώτη Γλυκιά Αλήθεια». Σε αυτό συνίσταται η Γνώση της Αλήθειας.
Συνεχίζεται με το κεφάλαιο
ΚΑΘΑΡΗ ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΝΟΘΑ ΓΝΩΣΗ
ΣΧΟΛΙΟ:
από Francesco Lamendola
Ποιο είναι το πρόβλημα που θέτει στον εαυτό του ένας στοχαστής όταν πρόκειται να επεξεργαστεί μια φιλοσοφική εξήγηση της πραγματικότητας;
primum vivere, deinde philosophari. Πιο συγκεκριμένα, η κοινωνία θα είναι όλο και πιο υγιής και ευτυχισμένη όσο περισσότερο εμπνέεται από μια υγιή φιλοσοφία, η οποία πηγάζει από τη σωστή χρήση της φυσικής λογικής.Αυτή ήταν η μεγάλη ανακάλυψη του Αγίου Θωμά του Ακινάτη: ότι ο άνθρωπος, ο φυσικός άνθρωπος, δηλαδή πριν από την Αποκάλυψη, μπορεί και πρέπει να αναζητήσει στον εαυτό του τον σωστό τρόπο για να χρησιμοποιήσει με τον πιο ακριβή, δίκαιο και συνεπή τρόπο, το μεγαλύτερο δώρο που έχει στη διάθεσή του: την υγιή φυσική λογική.Η θεία χάρη θα προσθέσει την τελειότητά της σ' αυτήν, χωρίς όμως να την εξαναγκάσει, χωρίς να την αλλοιώσει. Θα ήταν λοιπόν τεράστια σπατάλη αν έπρεπε να πετάξουμε όλα όσα η ανθρώπινη λογική μπόρεσε να επεξεργαστεί ανά τους αιώνες: όχι αποδεχόμενη τα πάντα, φυσικά, αλλά με το καλύτερο που έχει παράγει, επιλέγοντας προσεκτικά και χρησιμοποιώντας αυτό που είναι έγκυρο που είναι σε θέση να προσφέρει.
Ο άγιος Θωμάς αναζητούσε στους αρχαίους φιλοσόφους, και ιδιαίτερα στον Αριστοτέλη, όχι έτοιμες λύσεις, για να προσαρμοστούν, κατά κάποιο τρόπο, στη χριστιανική νοοτροπία και τη χριστιανική θεώρηση της πραγματικότητας,αλλά στον πιο σωστό τρόπο συλλογιστικής, δηλαδή στα όργανα της λογικής μέσω των οποίων μπορεί κανείς να προχωρήσει μόνος του.
Με άλλα λόγια, το έργο που ο άγιος Θωμάς έθεσε να φέρει εις πέρας δεν ήταν ασφαλώς, όπως μερικοί εξακολουθούν να πιστεύουν χυδαία, να «εκχριστιανίσει» τον Αριστοτέλη, αλλά να αναζητήσει στον Αριστοτέλη εκείνες τις πτυχές της philosophia perennis, εκείνες τις αιώνιες μεταφυσικές και θεολογικές αλήθειες, και πάνω απ' όλα εκείνη την υγιή και σωστή άσκηση της σκέψης, που επιτρέπουν στη φυσική λογική να τείνει μέχρι τέλους ανάλογη με αυτήν, Δηλαδή, η ενατένιση της αλήθειας. Δηλαδή, να φθάσουμε στην αλήθεια της Ύπαρξης, στον Θεό, ακολουθώντας τον πιο ταπεινό, μακρύ, ανώμαλο δρόμο της φυσικής λογικής, όχι σε ανταγωνισμό ή εναλλακτικό, αλλά σε αρμονία με τον άλλο, τον άμεσο γιατί είναι υπερφυσικός, τον οποίο ο Θεός χαρίζει στους ανθρώπους δια της χάριτος, για να τους οδηγήσει στον εαυτό Του, ως την τελική Αιτία της ύπαρξής τους και τού Είναι τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου