ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΔΙΕΞΟΔΙΚΩΤΕΡΑ
Προς τους νομίζοντες ότι δεικνύονται δύο θεοί εκ του ότι η θεοποιός δωρεά του Πνεύματος, της οποίας υπέρκειται κατ' ουσία ο Θεός, ονομάζεται από τους αγίους όχι μόνον αγένητος θέωσις άλλα και θεότης,
ή περί θείων ενεργειών και της κατ’ αυτές μεθέξεως.
Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΞΕΧΑΣΑΝ ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΥΝΤΕΣ
Συνέχεια από: Ιούνιος 2017
1. Εάν κάποιος από παραφροσύνη έχει εκτραπεί σε τόσο προχωρημένο σημείο τολμηρότητας, ώστε να αντιτάσσεται στους λόγους των αγίων πατέρων, αυτός ευρίσκεται οπωσδήποτε μακράν της ασφαλούς θεολογίας των Χριστιανών. Και εάν αυτός δεν θεωρεί σεβαστή και θαυμαστή την διδασκαλία εκείνων, πώς τότε εμείς θα επαινέσουμε, έστω και μετρίως, την δική του; Από που δε θα γίνει αυτός αξιόπιστος, αφού δεν θεωρεί τους αγίους αξιόπιστους; Εάν δε είναι πρόθυμος να ρυθμίσει τους λόγους σύμφωνα με την από τους πατέρες κηρυττομένη αλήθεια ως ορθή και απαρέγκλιτο στάθμη, από αυτή συν Θεώ καθοδηγούμενοι και εμείς και χρησιμοποιούντες εναρμονίως τον αδιάστροφο κανόνα της, και την εναντίον μας εξαπολυθείσα κατηγορία θα διαλύσουμε και όσον εξαρτάται από εμάς αυτούς που ματαίως μας κατηγορούν, παρεκτρεπόμενοι πολύ από την ευθεία οδό, θα τους επαναφέρουμε σε αυτήν.
2. «Η θεολογία λοιπόν άλλα μεν παραδίδει υπό μορφή ενώσεων, άλλα δε υπό μορφή διακρίσεων· και δεν είναι θεμιτό ούτε τα ενωμένα να διαιρούμε ούτε τα διακεκριμένα να συγχέουμε». Αυτός δε που τοποθετεί ταύτα εναντίον αλλήλων και επιχειρεί να τα αναίρεσει δι’ αλλήλων, και στους μεν ευσεβώς φρονούντες και λέγοντες ότι ο Θεός είναι ένας αντιθέτει την πολυτροπωτάτη διάκρισιν αυτού, στους δε προβάλλοντες τις διακρίσεις του Θεού αντεπιφέρει το ενιαίο και αδιαίρετο του Θεού, έτσι δε νομίζοντας ότι τους ελέγχει ως πολυθέους, αυτός ας γνωρίζει ότι χρησιμοποιεί τους λόγους του πνεύματος εναντίον του πνεύματος, όπως οι Έλληνες την κτίσιν κατά του κτίσαντος, και ότι αυτός είναι μάλλον ο διακρινόμενος δι’ αγνωσίαν κατά τον απόστολον του Θεού, ο οποίος ούτε εσκέφθη ποτέ ότι οι αφαιρέσεις δεν εναντιούνται προς τις θέσεις. Διότι ο Θεός είναι και ών και μη ών, πανταχού και πουθενά, πολυώνυμος και ακατονόμαστος, αεικίνητος και ακίνητος, και απλώς τα πάντα και τίποτε από τα πάντα· διότι τα φαινόμενα να αντιτίθενται προς άλληλα και κατά φύσιν απέχοντα πολύ απ' αλλήλων και απαρνούμενα κάθε συνδυασμό επί του Θεού συμφιλιώνονται και συνδυάζονται και συναληθεύουν πλήρως μεταξύ τους. Έτσι λοιπόν το θείον είναι και έν και μη έν, αμφότερα ευσεβώς και έκαστον τούτων κατά πολλούς και διαφόρους τρόπους.
3. Πράγματι ο Θεός είναι μη έν και κατά υπεροχήν, καθ' όσον είναι υπεράνω του ενός και ορίζει αυτό τούτο το έν. Είναι δε επίσης μη έν και ως διαιρούμενον, καθ’ όσον o ένας Θεός διαιρείται σε τρεις τέλειες υποστάσεις· διότι ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι διακεκριμένα πρόσωπα της μιας θεότητος, χωρίς έτσι να εισάγεται καμμία αντιστροφή ή κάποια κοινότης. Είναι δε πάλιν εκτός τούτου και κάτι το διακεκριμένο η κατά τα ανθρώπινα πλήρης και αναλλοίωτος ύπαρξις του Ιησού. Αυτός δηλαδή ο ένας Θεός, ο προσκυνούμενος σε τρεις υποστάσεις και μία ουσία αμερώς και αμερίστως, διαιρείται σε διαφόρους ενέργειες. Κατά τον θειο Μάξιμο «ο Θεός λέγεται ότι πληθύνεται διά του καθ' έκαστον προς παραγωγήν των όντων βουλήματος πολλαπλασιαζόμενος κατά προνοητικές προόδους». Και κατά τον απόστολον, «σε άλλον μεν δίδεται διά του πνεύματος λόγος σοφίας, σε άλλον δε κατά το ίδιον πνεύμα λόγος γνώσεως, σε άλλον δε πίστις, σε άλλον δέ κατά το ίδιον πνεύμα χαρίσματα ιαμάτων». Επομένως κατά τον μέγαν Διονύσιον, εάν «θεία διάκρισις είναι και η αγαθοπρεπής πρόοδος, δηλαδή ενέργεια, καθώς η θεία ένωσις από αγαθότητα πληθύνει και πολλαπλασιάζει εαυτήν υπερηνωμένως, ενωμένες μεν είναι κατά την θεία διάκρισιν οι άσχετες μεταδόσεις, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις», «διακρίνονται δε και κατά την αγαθοπρεπή ταύτη πρόοδον τα ιδιώματα της ανθρωπικής θεουργίας του Ιησού∙ διότι σε αυτά κατά κανένα τρόπον δεν μετέχει ο Πατήρ και το Πνεύμα, εκτός μόνον της ευδοκίας και φιλανθρωπίας και όλων όσα έπραξε ως Θεός». Εάν λοιπόν «εμείς σπεύδουμε και να ενώνουμε και να διακρίνουμε τα θεία με τον λόγο, όπως τα ίδια τα θεία ενώνονται και διακρίνονται», πρέπει να ομολογούμε ότι άλλο είναι ουσία επί του Θεού, άλλο δε υπόστασις δηλαδή πρόσωπον, μολονότι είναι ένας Θεός προσκυνούμενος σε μίαν ουσία και τρεις υποστάσεις· και άλλο μεν ουσία, άλλο δε πρόοδος δηλαδή ενέργεια ή θέλημα επί Θεού, μολονότι ένας Θεός είναι, ενεργής και θελητικός. Αλλά όπως ο λέγων αυτόν θελητικόν δηλώνει ότι έχει θέλημα, έτσι και ο αποκαλέσας αυτόν ενεργή υποδηλώνει ότι έχει ενέργειαν. Όποιος δε ισχυρίζεται ότι ο ενεργής είναι άμοιρος ενεργείας, είναι φανερό ότι θεωρεί αυτόν ανενέργητον, αποδίδοντας σε αυτόν το ενεργές ως γυμνόν ήχον λόγου∙ διότι, λέγει, «δεν είναι δυνατόν να ενεργεί χωρίς φυσική ενέργεια, όπως ούτε να υπάρχει χωρίς ουσία και φύσιν».
4. Όπως λοιπόν, ακούοντες τον Υιόν να λέγει «εγώ και ο Πατήρ είμεθα έν», δεν συγχέουμεν τις υποστάσεις, αλλά αναγόμεθα στο ενιαίο της ουσίας και στο ανεκφοίτητο του Υιού από τούς πατρικούς εκείνους κόλπους (διότι ως έν πράγμα αναγνωρίζουμε την προαιώνιο ουσία και την αγίαν και προσκυνητή από όλα τα κτίσματα Τριάδα, και μονάς μεν είναι αδιαίρετος κατά την ουσία ο Θεός, τριάς δε κατά τις υποστάσεις), έτσι και όταν λέγουμε ότι εν είναι η ουσία και η ενέργεια του Θεού, δεν αναιρούμε την θεία πρόοδο, ούτε παραγνωρίζουμεν την (θεία) ενεργητική φύσιν σε ενέργειαν, ούτε αναλύουμε αυτές σε αλλήλες. Αν πράγματι και επί της απλής και ασωμάτου φύσεως η ουσία και ενέργεια επιδέχονται την ιδίαν λογική, αλλά η καθεμία έχει ακινήτους τις καταλλήλους σε αυτή ιδιότητες, μένει η μεν μία ουσία η δε άλλη ενέργεια. Και με τον πατέρα ο υιός επιδέχεται τον ίδιον λόγον, επειδή πάσα γέννησις καθιστά τον γεννώμενον όμοιο με τον γεννώντα, μένει όμως υιός ο υιός, μή μεταποιούμενος σε πατέρα διά την ομοιότητα και την ταυτότητα τού κατά φύσιν λόγου. Όμως δεν πρέπει να δεχθεί κανείς εδώ τον λόγον ως όρον, αλλά απλώς υπό την έννοια των ονομάτων∙ διότι το θείον κατ’ ουσία είναι αόριστον. Επειδή δε ενίοτε η ουσία και η ενέργεια διαφέρουν μεταξύ τους, διά τούτο πάλιν δεν επιδέχονται τον ίδιον λόγον∙ και από αυτό δεν παραβλέπεται η απλότης του Θεού, όπως λέγει πάλι αλλού ο μέγας Βασίλειος. Και ο σοφός δε στα θεία Κύριλλος λέγει σαφώς ότι «της μεν θείας ουσίας ίδιον είναι να γεννά, της δε ενεργείας να ποιεί, φύσις δε και ενέργεια δεν είναι το ίδιον».
5. Δεν λέγουμε λοιπόν δια τούτο ταυτόν την θεία ουσία και ενέργεια, επειδή είναι εντελώς εν το υπό εκατέρου σημαινόμενο, αλλά δια το ότι πλην του ότι έχουν τον ίδιον λόγον, όπως ελέχθη, έχουν και το υπερφυώς μόνιμο και αχώριστο της ενεργείας, πράγμα το όποιον βεβαίως είναι ίδιον μόνον του Θεού· διότι μόνον αυτός κατ’ απόρρητο τρόπον είναι παντοτινά ενεργής αναλλοιώτως. (Δεν λέγομε λοιπόν αυτές το ίδιον) όχι διότι η ενέργεια δεν προέρχεται από την ουσία, αλλά διότι ο Θεός, έχοντας τα πάντα συγκεντρωμένα και ενιαία, ενεργεί έκαστον τούτων αμερίστως, και συνεστραμμένος ων εις εαυτόν πάντοτε και μη εγκαταλείπων ποτέ εαυτόν, δια τής προόδου εις έκαστον υποσημαίνεται μόνον αυτός και μάλιστα όλος, ως αμέριστος εις μεριστά.
Εάν δε επιστήμη και voυς είναι το ίδιον -μολονότι (ο νους) υπάρχει προηγουμένως δυνάμει και έπειτα προχωρεί εις τα ενεργεία και ωσάν να έχει επίκτητο το φρονείν βεβαίως και αληθώς- πόσον μάλλον τούτο συμβαίνει επί του Θεού, παρά τω οποίω δεν υπάρχει τίποτε νεώτερο, αφού καθόλου δεν επιγίνεται και απογίνεται σε αυτόν τίποτε.
Ο νους λοιπόν είναι ταυτόν (το ίδιον) με την επιστήμη. Άλλα επιστήμες μεν είναι πολλές, καθ’ όσον τα επιστητά είναι πολλά, ο δε voυς ο επενεργών σε όλα αυτά είναι εις. Και εκάστης επιστήμης αίτιος είναι αυτός, αλλ' όχι εκείνες τούτου, και κατ’ επιστήμην μέν ο νους των επιστημόνων είναι μεθεκτός από τους μανθάνοντες κατ' ουσίαν δέ είναι αμέθεκτος και αμετάβατος. Βλέπεις πάλι πώς διαφέρει; Εάν δε η επιστήμη και ο νους είναι έν και όχι έν, πώς επί του Θεού δεν θα είναι ταυτόν και μη ταυτόν η ουσία και ενέργεια, ως προς το όποιον και τα αντιτιθέμενα εγκαταλείπουν την μεταξύ τους πάλη κατά τούς πατέρες;
6. Αλλά το ότι αυτές είναι έν και το αυτό παραδέχονται και οι αντιλέγοντες με εμάς, μάλλον δε ούτε τούτο ορθώς. Διότι αυτοί μέν λέγουν ότι η θεία ουσία και ενέργεια είναι έν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα ονόματα να ισοδυναμούν μεταξύ τους, για να μην είναι πολλοί, λέγουν, θεοί ή σύνθετος ο ένας Θεός, έν πρόσωπον από διαφορετικά στοιχεία.
Και όμως τίποτε δεν είναι δυνατό να αποτελέσει ποτέ σύνθεσιν με την ενέργεια του· η ακτίνα επί παραδείγματι δεν είναι σύνθετος διά τον λόγον ότι φωτίζει. Οι μεν δεχόμενοι λοιπόν δύο ονόματα με μία σημασία παραπλανούν τους ακροατές ότι δέχονται και ουσία και ενέργεια εις τον Θεόν, ενώ αυτοί δεν φρονούν ότι ο Θεός είναι και τα δύο αυτά, αλλά δηλώνουν αποκλειστικώς έν δια περισσοτέρων ονομάτων, ώστε κατά τους διαλογισμούς αυτών ο Θεός να είναι ουσία ανενέργητος ή ενέργεια ανούσιος, όχι κατά υπεροχήν αλλά κατά έλλειψιν. Πράγματι, αν ουσία και ενέργεια είναι εντελώς ίδια, τότε το ένα από τα δύο είναι κενός ήχος ονόματος, το οποίο δεν έχει την σημασία καμιάς ιδιαίτερης έννοιας, ώστε να συμβαίνει αυτοί να χρησιμοποιούν τους περί Θεού όρους κατά τον Σαβέλλιον· διότι, όπως εκείνος δεχόταν τριώνυμο ουσία κακώς συνάγων σε αυτή τις υποστάσεις, έτσι και αυτοί μιλάνε για διώνυμο ουσία συμπεριλαμβάνοντες σε αυτήν τις φυσικές ενέργειες. Μάλιστα χαρακτηρίζουν ως γυμνό περιεχομένου τον όρο ενέργεια, λέγοντες ταύτη επί της θείας φύσεως χωρίς κανένα νόημα. Γι’ αυτό και δέχονται μίαν άκτιστον ενέργεια και δύναμιν επί Θεού, ως ταυτόν και αδιάφορον ούσα -κατ’ αυτούς- προς την ουσία του Θεού, όλες δε τις άλλες καταβιβάζουν στην κτίσιν.
Συνεχίζεται
.....μολονότι (ο νους) υπάρχει προηγουμένως δυνάμει και έπειτα προχωρεί εις τα ενεργεία και ωσάν να έχει επίκτητο το φρονείν βεβαίως και αληθώς-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου