Συνέχεια από: Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2019
ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
Του Enrico Berti.
Αναγκαιότης τής αντιφάσεως στόν Χέγκελ ( συνέχεια).
Σχετικά με την αντίθεση, ο Χέγκελ συζητά τήν αρχή στην οποία εκφράσθηκε, η οποία κατά την γνώμη του είναι η αρχή του τρίτου αποκλειομένου: «Κάτι είναι ή Α ή μη-Α, δεν δίνεται ένα τρίτο». Αυτό μπορεί να κατανοηθεί με δύο τρόπους, δηλαδή με την έννοια ότι «το πάν είναι ένα αντίθετο, καθορισμένο δηλαδή ή σαν θετικό ή σαν αρνητικό», και μ’αυτή την έννοια αυτό-βεβαιώνει ο Χέγκελ-είναι μία σημαντική αρχή, καθότι εκφράζει τον καθορισμό όλων των πραγμάτων, «σαν όμως-συνεχίζει ο Χέγκελ-δεν κατανοηθεί μ’αυτή την σημασία, μόνο που πρωτογενώς δεν πρέπει να σημαίνει κάτι άλλο, ένα όμως από όλα τα κατηγορήματα συμφέρει σε ένα πράγμα ή αυτό το ίδιο κατηγόρημα ή το δικό του μη-είναι. Τότε το αντίθετο εδώ θέλει να πεί απλώς την έλλειψη ή καλύτερα την αοριστία και η πρόταση έτσι δεν έχει νόημα, σημαίνει ότι δηλαδή δεν αξίζει να την ανακοινώσουμε. Εάν λάβουμε τούς καθορισμούς γλυκό, πράσινο, τετράγωνο (και πρέπει να λάβουμε όλα τα κατηγορήματα) και στην συνέχεια λέγεται για το πνεύμα ότι είναι ή γλυκό ή δεν είναι γλυκό, πράσινο ή όχι πράσινο, κ.τ.λ. αυτή είναι μία βαρβαρότητα η οποία δεν οδηγεί πουθενά».
Ας σημειώσουμε πώς εδώ ο Χέγκελ, παρότι κατανοεί με ακρίβεια την σημασία τής αριστοτελικής αρχής του τρίτου αποκλειόμενου σαν αρχής προσδιορισμού, δεν σκέφτεται καθόλου στις εφαρμογές που μπορεί να έχει σαν νόμος στο πρόβλημα τού αληθούς και τού ψεύδους, δηλαδή δεν υπολογίζει καθόλου την δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί για αποδεικτικό ή αναιρετικό σκοπό. Προφανώς ο Χέγκελ δεν γνωρίζει τον σύνδεσμο τον οποίο δημιούργησε ο Αριστοτέλης ανάμεσα σ’αυτή την αρχή και την διάκριση ανάμεσα στο αληθινό και το ψευδές τα οποία κατανοούνται σαν αντιστοιχία ή τουλάχιστον ανάμεσα σε σκέψη και πραγματικότητα, αλλά έχει υπ’όψιν του μόνον την μοντέρνα ορθολογιστική έννοια τού αληθούς σαν κρίση ταυτόσημη και τού ψεύδους σαν κρίση αντιφατική. Έτσι πιστεύει ότι η α.τ.τ.α. χρειάζεται μόνον για να εξασφαλίσει ότι σε ένα υποκείμενο δεν μπορεί να ανήκει ένα τρίτο κατηγόρημα, διαφορετικό από δύο κατηγορήματα αντιφατικά μεταξύ τους. Έτσι κατανοείται επίσης και η επόμενη παρατήρηση, σύμφωνα με την οποία το «τρίτο», αδιάφορο σε σχέση με την αντίθεση, δίνεται, και είναι ακριβώς το «κάτι», δηλαδή Α, το οποίο δεν είναι ούτε +Α ούτε -Α, και είναι τόσο +Α όσο και -Α. Αυτό, το οποίο στην παραδοσιακή διατύπωση έχει ως εξής: «η μορφή ενός νεκρού κάτι τις, είναι θεωρημένη πιο βαθιά, η ενότης της σκέψης, στην οποία η αντίθεση επιστρέφει στο θεμέλιό της».
Αυτή την φορά ο όρος «θεμέλιο» (Grund) δείχνει όχι μόνον την «επαρκή νόηση», όσο και αυτό που βρίσκεται κάτω, δηλαδή το υποκείμενον, δηλαδή το υποκείμενο των αντιθέτων, που ο Χέγκελ, όπως είδαμε ήδη, εννοεί σαν την ενότητά τους την ίδια, το ίδιο τους το χάσιμο, τον θάνατό τους. Μόνο που στην αριστοτελική θεωρία τα αντίφατικά αντίθετα στα οποία εφαρμόζεται η α.τ.τ.α. δεν έχουν αναγκαίως κοινό υποκείμενο, όπως το έχουν αντιθέτως η αφαίρεση και η κατοχή ή τα αντίθετα, και έτσι δεν είναι αλήθεια ότι Α είναι κάτι τρίτο ανάμεσα στο +Α και το -Α, αλλά η εναλλαγή είναι ανάμεσα σε Α και μη-Α, δηλαδή ανάμεσα σ’ένα συγκεκριμένο αντικείμενο και στην άρνησή του!
Τέλος στην σημείωσή του η οποία είναι αφιερωμένη ολοκληρωτικά στην αντίφαση, ο Χέγκελ δηλώνει ότι αυτή είναι η πιο βαθιά και ουσιώδης από τους προσδιορισμούς τής ουσίας και ότι όχι μόνον δεν είναι αλήθεια ότι αυτή είναι ανύπαρκτη ή ακόμη και αδιανόητη, όπως ισχυρίζεται η «παλιά λογική», αλλά αυτή είναι παντού, έτσι ώστε πρέπει να πούμε ότι «όλα τα πράγματα είναι καθαυτά αντιφατικά». Η αντίφαση είναι η ρίζα κάθε κινήσεως και ζωτικότητος. Κάτι κινείται, έχει ένα ένστικτο και μία δραστηριότητα, μόνον καθόσον έχει στον εαυτό του μία αντίφαση»! Για να παρουσιάσει αυτή την καθολική παρουσία τής αντιφάσεως, επικαλείται την περίπτωση τού απείρου, όπως το σχεδίασε στο δόγμα τού Είναι (και ήδη, όπως είδαμε στην Λογική και την Μεταφυσική της Ιένας) και προσθέτει σαν ένα παράδειγμα ιδιαιτέρως προφανές στην εμπειρία, την περίπτωση τής κινήσεως. Ακόμη και η εξωτερική αισθητή κίνηση δεν είναι παρά η άμεση παρουσία του. Κάτι κινείται, όχι καθόσον σ’αυτό το Τώρα είναι εδώ και σε ένα άλλο Τώρα είναι εκεί, αλλά μόνον καθόσον σε ένα μοναδικό και ίδιο τώρα είναι εδώ και όχι εδώ, καθότι ταυτοχρόνως είναι και δεν είναι σ’αυτό το Εδώ «Ακόμη και σχετικά με την κίνηση, όπως επίσης και σχετικά με το άπειρο, ο Χέγκελ επικαλείται σαν απόδειξη τής πραγματικότητος τής αντιφάσεως τα επιχειρήματα τού Ζήνωνος της Ελέας, δηλαδή της Ελεατικής λογικής, τού συστήματος της «ταυτότητος». Η επίκληση τού Ζήνωνος είναι προφανής: «οφείλουμε να αναγνωρίσουμε στους αρχαίους διαλεκτικούς τις αντιφάσεις που φανερώνουν στην κίνηση, αλλά από αυτό δεν συνεπάγεται ότι η κίνηση δεν είναι, δεν υπάρχει, αλλά ότι η κίνηση είναι η αντίφαση η ίδια στην μορφή τού τρόπου που είμαστε».
Είναι περίεργο που ο Χέγκελ, παρότι γνώριζε καλώς και μάλιστα συμφωνούσε, όπως συνεπάγεται από τα Μαθήματα στην ιστορία της φιλοσοφίας τις αναιρέσεις τις οποίες επεξεργάστηκε ο Αριστοτέλης απέναντι στα επιχειρήματα τού Ζήνωνος, δεν υπολογίζει το γεγονός ότι αυτές καταργούν την αντιφατικότητα τής κινήσεως. Ο Αριστοτέλης όπως είναι γνωστό, βασίζεται στην διάκριση ανάμεσα στο δυνάμει και ενεργεία, όπως επίσης στον συνεχή χαρακτήρα τής κινήσεως, του χρόνου και του χώρου, βασίζεται δηλαδή σε μία μη-αφηρημένη λογική, όπως είναι η Ελεατική, της καθαρής ταυτότητος, αλλά σε συγκεκριμένη, δυναμική, ικανή να ερμηνεύσει την πραγματικότητα όπως της κινήσεως, της ζωής, της πράξεως, την οποία εκτιμά τόσο πολύ ο Χέγκελ και για να εξηγήσει τις πραγματικότητες αυτές βρέθηκε υποχρεωμένος να δεχθεί την αντίφαση.
ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
Του Enrico Berti.
Αναγκαιότης τής αντιφάσεως στόν Χέγκελ ( συνέχεια).
Σχετικά με την αντίθεση, ο Χέγκελ συζητά τήν αρχή στην οποία εκφράσθηκε, η οποία κατά την γνώμη του είναι η αρχή του τρίτου αποκλειομένου: «Κάτι είναι ή Α ή μη-Α, δεν δίνεται ένα τρίτο». Αυτό μπορεί να κατανοηθεί με δύο τρόπους, δηλαδή με την έννοια ότι «το πάν είναι ένα αντίθετο, καθορισμένο δηλαδή ή σαν θετικό ή σαν αρνητικό», και μ’αυτή την έννοια αυτό-βεβαιώνει ο Χέγκελ-είναι μία σημαντική αρχή, καθότι εκφράζει τον καθορισμό όλων των πραγμάτων, «σαν όμως-συνεχίζει ο Χέγκελ-δεν κατανοηθεί μ’αυτή την σημασία, μόνο που πρωτογενώς δεν πρέπει να σημαίνει κάτι άλλο, ένα όμως από όλα τα κατηγορήματα συμφέρει σε ένα πράγμα ή αυτό το ίδιο κατηγόρημα ή το δικό του μη-είναι. Τότε το αντίθετο εδώ θέλει να πεί απλώς την έλλειψη ή καλύτερα την αοριστία και η πρόταση έτσι δεν έχει νόημα, σημαίνει ότι δηλαδή δεν αξίζει να την ανακοινώσουμε. Εάν λάβουμε τούς καθορισμούς γλυκό, πράσινο, τετράγωνο (και πρέπει να λάβουμε όλα τα κατηγορήματα) και στην συνέχεια λέγεται για το πνεύμα ότι είναι ή γλυκό ή δεν είναι γλυκό, πράσινο ή όχι πράσινο, κ.τ.λ. αυτή είναι μία βαρβαρότητα η οποία δεν οδηγεί πουθενά».
Ας σημειώσουμε πώς εδώ ο Χέγκελ, παρότι κατανοεί με ακρίβεια την σημασία τής αριστοτελικής αρχής του τρίτου αποκλειόμενου σαν αρχής προσδιορισμού, δεν σκέφτεται καθόλου στις εφαρμογές που μπορεί να έχει σαν νόμος στο πρόβλημα τού αληθούς και τού ψεύδους, δηλαδή δεν υπολογίζει καθόλου την δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί για αποδεικτικό ή αναιρετικό σκοπό. Προφανώς ο Χέγκελ δεν γνωρίζει τον σύνδεσμο τον οποίο δημιούργησε ο Αριστοτέλης ανάμεσα σ’αυτή την αρχή και την διάκριση ανάμεσα στο αληθινό και το ψευδές τα οποία κατανοούνται σαν αντιστοιχία ή τουλάχιστον ανάμεσα σε σκέψη και πραγματικότητα, αλλά έχει υπ’όψιν του μόνον την μοντέρνα ορθολογιστική έννοια τού αληθούς σαν κρίση ταυτόσημη και τού ψεύδους σαν κρίση αντιφατική. Έτσι πιστεύει ότι η α.τ.τ.α. χρειάζεται μόνον για να εξασφαλίσει ότι σε ένα υποκείμενο δεν μπορεί να ανήκει ένα τρίτο κατηγόρημα, διαφορετικό από δύο κατηγορήματα αντιφατικά μεταξύ τους. Έτσι κατανοείται επίσης και η επόμενη παρατήρηση, σύμφωνα με την οποία το «τρίτο», αδιάφορο σε σχέση με την αντίθεση, δίνεται, και είναι ακριβώς το «κάτι», δηλαδή Α, το οποίο δεν είναι ούτε +Α ούτε -Α, και είναι τόσο +Α όσο και -Α. Αυτό, το οποίο στην παραδοσιακή διατύπωση έχει ως εξής: «η μορφή ενός νεκρού κάτι τις, είναι θεωρημένη πιο βαθιά, η ενότης της σκέψης, στην οποία η αντίθεση επιστρέφει στο θεμέλιό της».
Αυτή την φορά ο όρος «θεμέλιο» (Grund) δείχνει όχι μόνον την «επαρκή νόηση», όσο και αυτό που βρίσκεται κάτω, δηλαδή το υποκείμενον, δηλαδή το υποκείμενο των αντιθέτων, που ο Χέγκελ, όπως είδαμε ήδη, εννοεί σαν την ενότητά τους την ίδια, το ίδιο τους το χάσιμο, τον θάνατό τους. Μόνο που στην αριστοτελική θεωρία τα αντίφατικά αντίθετα στα οποία εφαρμόζεται η α.τ.τ.α. δεν έχουν αναγκαίως κοινό υποκείμενο, όπως το έχουν αντιθέτως η αφαίρεση και η κατοχή ή τα αντίθετα, και έτσι δεν είναι αλήθεια ότι Α είναι κάτι τρίτο ανάμεσα στο +Α και το -Α, αλλά η εναλλαγή είναι ανάμεσα σε Α και μη-Α, δηλαδή ανάμεσα σ’ένα συγκεκριμένο αντικείμενο και στην άρνησή του!
Τέλος στην σημείωσή του η οποία είναι αφιερωμένη ολοκληρωτικά στην αντίφαση, ο Χέγκελ δηλώνει ότι αυτή είναι η πιο βαθιά και ουσιώδης από τους προσδιορισμούς τής ουσίας και ότι όχι μόνον δεν είναι αλήθεια ότι αυτή είναι ανύπαρκτη ή ακόμη και αδιανόητη, όπως ισχυρίζεται η «παλιά λογική», αλλά αυτή είναι παντού, έτσι ώστε πρέπει να πούμε ότι «όλα τα πράγματα είναι καθαυτά αντιφατικά». Η αντίφαση είναι η ρίζα κάθε κινήσεως και ζωτικότητος. Κάτι κινείται, έχει ένα ένστικτο και μία δραστηριότητα, μόνον καθόσον έχει στον εαυτό του μία αντίφαση»! Για να παρουσιάσει αυτή την καθολική παρουσία τής αντιφάσεως, επικαλείται την περίπτωση τού απείρου, όπως το σχεδίασε στο δόγμα τού Είναι (και ήδη, όπως είδαμε στην Λογική και την Μεταφυσική της Ιένας) και προσθέτει σαν ένα παράδειγμα ιδιαιτέρως προφανές στην εμπειρία, την περίπτωση τής κινήσεως. Ακόμη και η εξωτερική αισθητή κίνηση δεν είναι παρά η άμεση παρουσία του. Κάτι κινείται, όχι καθόσον σ’αυτό το Τώρα είναι εδώ και σε ένα άλλο Τώρα είναι εκεί, αλλά μόνον καθόσον σε ένα μοναδικό και ίδιο τώρα είναι εδώ και όχι εδώ, καθότι ταυτοχρόνως είναι και δεν είναι σ’αυτό το Εδώ «Ακόμη και σχετικά με την κίνηση, όπως επίσης και σχετικά με το άπειρο, ο Χέγκελ επικαλείται σαν απόδειξη τής πραγματικότητος τής αντιφάσεως τα επιχειρήματα τού Ζήνωνος της Ελέας, δηλαδή της Ελεατικής λογικής, τού συστήματος της «ταυτότητος». Η επίκληση τού Ζήνωνος είναι προφανής: «οφείλουμε να αναγνωρίσουμε στους αρχαίους διαλεκτικούς τις αντιφάσεις που φανερώνουν στην κίνηση, αλλά από αυτό δεν συνεπάγεται ότι η κίνηση δεν είναι, δεν υπάρχει, αλλά ότι η κίνηση είναι η αντίφαση η ίδια στην μορφή τού τρόπου που είμαστε».
Είναι περίεργο που ο Χέγκελ, παρότι γνώριζε καλώς και μάλιστα συμφωνούσε, όπως συνεπάγεται από τα Μαθήματα στην ιστορία της φιλοσοφίας τις αναιρέσεις τις οποίες επεξεργάστηκε ο Αριστοτέλης απέναντι στα επιχειρήματα τού Ζήνωνος, δεν υπολογίζει το γεγονός ότι αυτές καταργούν την αντιφατικότητα τής κινήσεως. Ο Αριστοτέλης όπως είναι γνωστό, βασίζεται στην διάκριση ανάμεσα στο δυνάμει και ενεργεία, όπως επίσης στον συνεχή χαρακτήρα τής κινήσεως, του χρόνου και του χώρου, βασίζεται δηλαδή σε μία μη-αφηρημένη λογική, όπως είναι η Ελεατική, της καθαρής ταυτότητος, αλλά σε συγκεκριμένη, δυναμική, ικανή να ερμηνεύσει την πραγματικότητα όπως της κινήσεως, της ζωής, της πράξεως, την οποία εκτιμά τόσο πολύ ο Χέγκελ και για να εξηγήσει τις πραγματικότητες αυτές βρέθηκε υποχρεωμένος να δεχθεί την αντίφαση.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου