Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2019

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ (67).

Συνέχεια από: Tρίτη 19 Νοεμβρίου 2019

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
Του Enrico Berti.

Αναγκαιότης τής αντιφάσεως στόν Χέγκελ ( συνέχεια).  

Η κριτική τού Χέγκελ συνίσταται ουσιαστικώς στην ανάκληση τής αριστοτελικής θεωρίας κατά την οποία δύο πράγματα μπορεί να είναι μαζί ίσα και άνισα. Προσθέτει όμως ότι είναι κάτω από την ίδια αναφορά, διότι ο στοχασμός «σε μία και μόνη δραστηριότητα διακρίνει τις δύο πλευρές της ισότητος και της ανισότητος, και… επί πλέον σε μία μοναδική δραστηριότητα τα περιέχει αμφότερα και εμφανίζει και αντικατοπτρίζει το ένα από αυτά μέσα στο άλλο». Εδώ το γεγονός ότι η διάκριση των πλευρών είναι έργο μιας και μόνης δραστηριότητος, δηλαδή του αντικατοπτρισμού, του εικονισμού, αντικαθίσταται υπέρ μιας δικής τους αδιακρισίας και το γεγονός ότι οι δύο πλευρές εμπλέκονται αμοιβαίως ανταλλάσσεται υπέρ μιας δικής τους ταυτότητος, έτσι ώστε σε κάθε περίπτωση να δημιουργείται, στην διαφορά, μία αντίφαση.
Η καθορισμένη διαφορά, η οποία μ’αυτόν τον τρόπο αποκτάται σαν τρίτος προσδιορισμός της ουσίας, ονομάστηκε από τον Χέγκελ «αντίθεση». Αυτή όμως συλλαμβάνεται μ’έναν πολύ άκαμπτο τρόπο, δηλαδή μ’έναν τέτοιο τρόπο ώστε οι δυό της όροι, ή στιγμές, δεν έχουν άλλον προσδιορισμό από την διαφορά, δηλαδή την σχέση με το άλλο. «Καθένα αναφέρεται στον εαυτό του, μόνον καθόσον αναφέρεται στο άλλο του! Καθένα είναι μόνον το αντίθετο του άλλου. Σε κάθε πλευρά ανήκει βεβαίως ένας από τους προσδιορισμούς τού θετικού και τού αρνητικού, αλλά αυτοί μπορούν να ανταλλαχθούν και κάθε πλευρά είναι έτσι κατασκευασμένη, ώστε μπορεί να είναι εξίσου τόσο σαν θετική, όσο και σαν αρνητική, έτσι εκείνο που είναι απλώς αντίθετο δεν είναι απλώς μία στιγμή, ούτε ανήκει στην αντιπαράθεση, αλλά είναι ο δικός της προσδιορισμός τών πλευρών τής αντιθέσεως. Θετικό και αρνητικό καθαυτά δεν είναι λοιπόν έξω από την αναφορά στο άλλο, αλλά διότι αυτή η αναφορά, και ακριβώς σαν αποκλειστική, συστήνει τον προσδιορισμό τους ή το είναι εις εαυτόν. (Επιστήμη της λογικής 470-477. Όπου στην συνέχεια αναδεικνύει αυτή την αντίθεση με παραδείγματα όπως αρετή και πάθος, καλό και κακό, αλήθεια και λάθος, όρους δηλαδή που έχουν σημασία μόνο σε αντίθεση ο ένας από τον άλλον ή επίσης (492-493) με τους προσδιορισμούς των συσχετισμών, δηλαδή πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά, πατέρας-γιός. Γι’αυτό όπως είδαμε για τον Χέγκελ όλες οι σχέσεις είναι 1) Δυαδικές, 2) συμμετρικές και 3) ή της έλξης ή της απώθησης. Σύμφωνα με την λογική του XVI με την οποία κατανοεί τις σχέσεις).
Όπως βλέπουμε εδώ ο Χέγκελ μειώνει το σύνολο των αντιθέσεων που διέκρινε ο Αριστοτέλης μόνο σε μία, εκείνη ανάμεσα σε όρους σχετικούς τον έναν με τον άλλον. Ταυτίζοντας στην συνέχεια, την «διαφορά» με την αντίθεση, καταστρέφει πρακτικώς την αριστοτελική διάκριση ανάμεσα στην ουσία, η οποία δεν έχει αντίθετο, και τις κατηγορίες οι οποίες έχουν ένα αντίθετο, ιδιαιτέρως ανάμεσα στην ουσία και την κατηγορία τής σχέσης. Είναι η μόνη τάση να συλλαμβάνουμε μονοσήμαντα το Είναι.
Αλλά αυτή η εργασία φυσικά, δεν είναι αυτοσκοπός,  έχει τον σκοπό να φανερώσει ότι η διαφορά, δηλαδή η αντίθεση, γεννά αναγκαίως την αντίφαση. Σαν παραδείγματα, όρων αντιθέτων ανάμεσά τους ο Χέγκελ χρησιμοποιεί τα ίδια τα οποία είχε χρησιμοποιήσει ο Κάντ σαν παραδείγματα πρακτικής αντιθέσεως, δηλαδή τις θετικές και αρνητικές ποσότητες τής άλγεβρας, το περπάτημα προς ανατολάς ή προς δυσμάς, βάσει τής παρατηρήσεως πώς έχουν κοινό το γένος (για παράδειγμα το μέγεθος ή το χρήμα ή το κομμάτι του δρόμου) και είναι «αδιάφορο ποιο από τα δύο θέλουμε να σημειώσουμε σαν το θετικό ή σαν το αρνητικό».
Έτσι λοιπόν επειδή οι όροι τής πραγματικής αντιθέσεως τού Κάντ ήταν, όπως είδαμε ανεξάρτητοι οι μεν από τους δε (αυτοί είναι κυρίως οι δυνάμεις της μηχανικής τού Νεύτωνος), ο Χέγκελ, ταυτίζοντας την πραγματική, αντίθεση του Κάντ με την αντίθεση ανάμεσα σε σχετικότητες του Αριστοτέλη, αποκτά μία αληθινή και πραγματική αντίφαση. Έχουμε πράγματι, μία σχέση στην οποία δύο όροι είναι, ταυτοχρόνως ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλον, δηλαδή προσδιορισμένοι από τον εαυτό τους, αδιάφοροι μεταξύ τους, και εξαρτημένοι ο ένας από τον άλλον, δηλαδή προσδιοριζόμενοι ο ένας μέσω του άλλου, σχετικοί ο ένας με τον άλλον. Φυσικά ο σκοπός λόγω του οποίου αποκλείονται είναι ο ίδιος λόγω του οποίου εμπλέκονται, διότι ο Χέγκελ ταυτίζει ανεξαρτησία και εξάρτηση, δηλαδή αποκλεισμό και εμπλοκή, αντιστοίχως με διαφορά και ταυτότητα, τά οποία ήδη προηγουμένως είχαν υπολογισθεί μία και ίδια σχέση, η διαφορά εννοημένη σαν απλή σχέση, δηλαδή μονοσήμαντη. Εδώ πρέπει να πούμε ότι η εργασία είναι πιο κατανοητή, διότι σαν παράδειγμα διαφορετικών όρων ελήφθησαν γένη της πραγματικότητος που δεν είναι ουσιώδη (μεγέθη, δυνάμεις κ.τ.λ.) τα οποία στην επιστήμη του Νεύτωνος (αντιστοίχως τα μαθηματικά και η φυσική υπολογίσθηκαν σαν ουσιώδης οντότητες, δηλαδή ενυπάρχουσες με ανεξάρτητο τρόπο). Ο Χέγκελ λοιπόν εύκολα δείχνει ότι από μία φιλοσοφική άποψη, δηλαδή ορθολογική, όλο αυτό φέρει σε αντιφάσεις. Είμαστε λοιπόν σε μία κατάσταση ανάλογη με εκείνη που είχαμε ήδη συναντήσει σχετικά με την απειροστή ανάλυση. Μόνο που η λύση που προτείνει, δηλαδή εκείνη που ονομάζει «η αντίφαση που λύνεται» δεν είναι η διαγραφή της αντιφάσεως, αλλά η πρόσληψη της, μάλιστα δε η αναγωγή της σε μία μοναδική συγκεκριμένη αλήθεια.
Αφού μας παρουσίασε λοιπόν την ανάγκη της αντιφάσεως, ο Χέγκελ δηλώνει «η αντίφαση λύνεται» και εξηγεί ότι αυτή η λύση συνίσταται στο γεγονός ότι η άρνηση, χρησιμοποιημένη από κάθε αντίθετο απέναντι στο άλλο, αφαιρεί την ανεξαρτησία του καθενός, η οποία «πέφτει κάτω». Μ’αυτόν τον τρόπο «η αντίθεση όχι μόνον έπεσε, αλλά επανήλθε στο θεμέλιό της (Grund). Η λυμένη αντίφαση είναι λοιπόν το θεμέλιο, η ουσία σαν ενότης του θετικού και του αρνητικού». Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει αντίφαση, ότι δηλαδή η αντίφαση τελείωσε; Μάλλον όχι, διότι ο ίδιος ο Χέγκελ τονίζει: η αντίθεση και η αντίφαση της είναι επομένως μέσα στο θεμέλιο τελειωμένες αλλά και διατηρημένες». Η «λύση» δηλαδή συνίσταται στο γεγονός ότι «καθένα από τα ανεξάρτητα αντίθετα αφαιρεί τον εαυτό του και κάνει τον εαυτό του το δικό του άλλο, αλλά όμως πέφτει κάτω και επομένως στην πτώση του δεν είναι τίποτε άλλο από την ουσία, αντικατοπτριζόμενη εις εαυτόν, ταυτόσημη με τον εαυτό της».
Ενάντια στην φυσική του Νεύτωνος ο Χέγκελ δίνει αξία στην φιλοσοφία της φύσης η οποία ανεπτύχθη ανάμεσα στο ‘700 και το ‘800, όπου μία από τις θεμελιώδεις έννοιες είναι η αντίθεση της πολικότητος. (Εγκυκλοπαίδεια σ. 119). Η αναπαράσταση τής πολικότητος η οποία είναι τόσο χρήσιμη στην φυσική, περιέχει εις εαυτήν τον ακριβέστερο καθορισμό της αντιθέσεως». Το γεγονός ότι στην πολικότητα (αντίθεση θετικού πόλου και αρνητικού πόλου στον μαγνητισμό ή στον ηλεκτρισμό) είναι παρόντα ταυτόχρονα, έλξη και αμοιβαία απώθηση ανάμεσα στα δύο αντίθετα, αποτελεί για τον Χέγκελ, μία αντίφαση. Της ίδιας γνώμης, όπως θα δούμε, θα είναι στην συνέχεια ο Ένγκελς, ο Λένιν και ο Μάο.
Αυτό σημαίνει ότι για τον Χέγκελ, με την «λύση» της αντιφάσεως, η οποία είναι έργο της νοήσεως, αφαιρείται μεν η ανεξαρτησία των αντιθέτων την οποία βεβαιώνει η νόηση, αλλά μέσω τού «πέφτω κάτω» δηλαδή του θανάτου καθενός από αυτά, δηλαδή η επαναφορά στο θεμέλιο, όπου το θεμέλιο (Grund) δεν είναι το «υπόστρωμα» των αντιθέτων με την αριστοτελική έννοια (υποκείμενον) αλλά είναι το ίδιο «κάτω», δηλαδή η ενότης των αντιθέτων πραγματοποιημένη από την κατάργησή τους, από το πέρασμά τους. Και επειδή το πέρασμα είναι για τον Χέγκελ, όπως θα δούμε, αυτό το ίδιο μία αντίφαση, στο πέρασμα η αντίφαση παραμένει, διατηρείται και ταυτοχρόνως η αντίφαση φανερώνεται σαν πρόοδος, κίνηση, ζωή.
Η διαφορά ανάμεσα στην στάση της νοήσεως και εκείνης της διανοίας απέναντι στην αντίφαση συνίσταται σύμφωνα με τον Χέγκελ, στο γεγονός ότι η νόηση η οποία την δημιουργεί, την παράγει στην συνέχεια δε την ανέχεται, μάλιστα δε την προσλαμβάνει και την δηλώνει αληθινή. Ίσως στο γερμανικό ρήμα aufherben,το οποίο σημαίνει ουσιωδώς «αφαιρώ», «ξεπερνώ», παραμένει όχι μόνον η σημασία του «διατηρώ», ακριβώς σαν την σημασία του λατινικού tollere (ανέχομαι), αλλά και η σημασία του «υποστηρίζω» δηλαδή προσλαμβάνω!
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: