Στη συζήτηση του προϋπολογισμού πρέπει να εξετάζεται κυρίως το οικονομικό μοντέλο της χώρας, το οποίο απαιτεί συχνά ανανέωση και κεντρικό σχεδιασμό – σημειώνοντας πως η Ελλάδα στηρίζεται λανθασμένα σε μεγάλο βαθμό στον τουρισμό, ο οποίος είναι κυκλικός (άρα υποφέρει σε περιόδους ύφεσης) και εντάσεως κεφαλαίου, ενώ καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών του (σχεδόν το 85%) με εισαγωγές, με αποτέλεσμα να επιδεινώνει τα ισοζύγια μας όταν είναι ανοδικός, εξανεμίζοντας τα όποια οφέλη μας.
Εν προκειμένω πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στον πρωτογενή μας τομέα με τη μεταποίηση του, κάτι που προϋποθέτει απαραίτητα κεντρικό σχεδιασμό, καθώς επίσης στη βιομηχανία, κυρίως στην ενεργειακή – μεταξύ άλλων επειδή προσφέρει περισσότερες, ασφαλέστερες και πιο αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας, στηρίζοντας έτσι τη ζήτηση, τις επενδύσεις και το ΑΕΠ. Επίσης στην υψηλή τεχνολογία και στη ναυτιλία, τουλάχιστον όσον αφορά τη διαχείριση πλοίων – η οποία μπορεί να αυξήσει κατά πολλά δις € το ΑΕΠ μας.
Εισήγηση στην επιτροπή οικονομικών
Ο προϋπολογισμός που καταθέσατε δεν έχει κανένα πολιτικό όραμα και κανέναν οικονομικό σχεδιασμό, αποτελώντας μόνο ένα διαχειριστικό εργαλείο για τον έλεγχο των εισπράξεων. Συνεχίζετε να τηρείτε τις προτεραιότητες των μνημονίων, όσον αφορά τη συρρίκνωση της χώρας και την υποταγή της στη Γερμανία, με κατεύθυνση την πλήρη αλλαγή της ιδιοκτησίας της.
Τεκμηριώνετε καθαρά πως έχετε την πρόθεση να συνεχίσετε το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας – ενώ ταυτόχρονα δρομολογείτε από τις αρχές του 2020 το ξεπούλημα της ιδιωτικής, με τους δεκάδες χιλιάδες πλειστηριασμούς που θα διενεργήσουν οι αφελληνισμένες τράπεζες.
Όσον αφορά τώρα τα οικονομικά προβλήματα, δυστυχώς, όπως διαπιστώσαμε κατά τη συζήτηση του απολογισμού του 2017, πιστεύετε απόλυτα λανθασμένα πως το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι ούτε το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος, ούτε το μοναδικό στην ιστορία κόκκινο ιδιωτικό – αλλά οι επενδύσεις και μάλιστα οι ξένες, παρά το ότι γνωρίζετε πως ποτέ δεν ξεπέρασαν το 2% του ΑΕΠ έναντι σχεδόν 25% των εγχωρίων.
Πιστεύετε δηλαδή στην προσφορά, όταν ακόμη και ένα μικρό παιδί γνωρίζει, το αργότερο μετά τη Μεγάλη Ύφεση στις ΗΠΑ το 1930 ότι, η ζήτηση είναι αυτή που μπορεί να διασώσει μία χώρα, από τη στιγμή εκείνη και μετά που έχει βυθιστεί στην ύφεση – η οποία μπορεί να τονωθεί μόνο με μία κατάλληλη δημοσιονομική πολιτική, αφού δεν υπάρχει η δυνατότητα της νομισματικής πολιτικής, λόγω της συμμετοχής μας στην Ευρωζώνη.
Ειδικότερα η ανταγωνιστική με τις γύρω χώρες φορολογία και οι δημόσιες επενδύσεις, έτσι ώστε να υπάρξουν δουλειές, να δημιουργηθεί εγχώρια ζήτηση και να ακολουθήσει ο ιδιωτικός τομέας – πόσο μάλλον όταν η ξένη ζήτηση είναι όνειρο θερινής νύχτας, αφενός μεν επειδή η ΕΕ οδηγείται ξανά σε ύφεση, αφετέρου λόγω του ότι η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας έχει χαθεί, παρά την κατακόρυφη μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος, εξαιτίας του ότι οι εγχώριες επενδύσεις μειώθηκαν πολύ περισσότερο.
Αναφέρετε λοιπόν πως το δημόσιο θα εισπράξει το 2020 ένα ποσόν της τάξης 2,44 δις € από τις ιδιωτικοποιήσεις που θα δρομολογήσει το ΤΑΙΠΕΔ – χωρίς όμως να μας λέτε πως το ΤΑΙΠΕΔ είναι μία ξένη επιχείρηση, ένας σύνδικος πτώχευσης των δανειστών, με την εντολή να ξεπουλήσει αυτά που του έχει μεταβιβάσει η Ελλάδα, χωρίς καν να εκτιμήσει την αξία τους.
Λιμάνια, μαρίνες, ενεργειακές εταιρείες, κοιτάσματα φυσικού αερίου, νερά, ηλεκτρισμό, αυτοκινητοδρόμους, τραίνα, λαχεία, ραδιοσυχνότητες, τράπεζες, ακίνητα και ότι άλλο διαθέτει η Ελλάδα – ενώ τα έσοδα θα οδηγηθούν στο εξωτερικό, στραγγαλίζοντας ακόμη περισσότερο τη ρευστότητα της Οικονομίας μας. Δεν διστάζετε ακόμη και να δημιουργήσετε μία αγορά χρηματιστηριακών παραγώγων στον τομέα της ενέργειας, παρά το ότι θα πρέπει να γνωρίζετε ότι, ακριβώς αυτά τα παράγωγα χρεοκόπησαν την Καλιφόρνια – την πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, η οποία ξεπερνάει τη Μ. Βρετανία.
Έτσι φυσικά θα έχει η Ελλάδα ανάπτυξη – αλλά τέτοια που δεν θα ωφελήσει καθόλου τους Έλληνες. Αντίθετα, θα τους οδηγήσει στον αφανισμό, χωρίς καμία διάθεση υπερβολής – αφού οι νέοι ιδιοκτήτες της χώρας θα έχουν κάθε συμφέρον να απασχολούν φθηνούς ξένους μετανάστες, οι οποίοι ήδη κατακλύζουν την Ελλάδα με ευθύνη σας, με κριτήριο το ότι οι μεταναστευτικές ροές έχουν αυξηθεί κατά 200% από τότε που αναλάβατε.
Ποιός ξένος αλήθεια θα επενδύσει σε μία χώρα που η ζήτηση έχει σε τέτοιο βαθμό συρρικνωθεί, μεταξύ άλλων επειδή τα νοικοκυριά είναι υπερχρεωμένα; Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να ισχυρίζεστε πως το υπέρογκο κόκκινο ιδιωτικό χρέος δεν είναι το πρόβλημα; Για ποιό λόγο, για παράδειγμα, να κατασκευάσει κανείς ένα νέο εργοστάσιο, όταν αυτά που ήδη υπάρχουν υπολειτουργούν κινδυνεύοντας να χρεοκοπήσουν;
Δεν είναι αυτονόητο πως οι όποιοι ξένοι «επενδυτές» θα αγοράσουν τα υφιστάμενα, κυρίως τις κοινωφελείς επιχειρήσεις του δημοσίου, σε εξευτελιστικές τιμές, οπότε απλά θα αλλάξουν χέρια και δεν θα δημιουργηθεί ούτε μία επί πλέον θέση εργασίας που θα είχε ως αποτέλεσμα νέα εισοδήματα και άνοδο της ζήτησης;
Ακόμη δε και στις περιπτώσεις των «εμβληματικών» επενδύσεων σας, όπως του Ελληνικού, εάν δεν υπάρχει επί πλέον ζήτηση, δεν θα δημιουργήσει απλά προβλήματα στις υπάρχουσες συναφείς επιχειρήσεις απομυζώντας την πελατεία τους, χωρίς να αυξήσει το πραγματικό ΑΕΠ της χώρας;
Από την άλλη πλευρά, πώς να επενδύσει το δημόσιο με το δικό του χρέος στη στρατόσφαιρα και με τους δανειστές να το απαγορεύουν; Δεν είναι επομένως παράλογο να θεωρείτε πως ούτε το δημόσιο χρέος είναι πρόβλημα, επειδή εξυπηρετείται συγκυριακά λόγω των τεχνητά χαμηλών επιτοκίων διεθνώς, συν την επιμήκυνση των 96 δις € από το ΣΥΡΙΖΑ για μετά το 2032; Εν τούτοις αυτό που πρέπει να κάνετε και να βρείτε λύση, είναι η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, παράλληλα φυσικά με τη μείωση των φόρων.
Να δρομολογήσετε δηλαδή μία ορθολογική δημοσιονομική πολιτική, βρίσκοντας τρόπους χρηματοδότησης της και όχι να μειώνετε ανεύθυνα το ΠΔΕ. Σύμφωνα δε με μία πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου DIW του Βερολίνου, κάθε 1 δις € που οδηγείται στις δημόσιες επενδύσεις, αυξάνει τις ιδιωτικές κατά 1,1 δις € μετά από πέντε χρόνια – οπότε είναι ξεκάθαρη η πολιτική που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα.
Συνεχίζοντας, το πρώτο που θα περιμέναμε από μία κυβέρνηση που θέλει να εξυγιάνει τα οικονομικά της Ελλάδας, θα ήταν η υιοθέτηση του διπλογραφικού λογιστικού συστήματος σε ολόκληρο το δημόσιο τομέα – έτσι ώστε να έχουμε κάθε φορά μία καθαρή εικόνα των πραγματικών οφειλών του και να μπορούμε να συγκρίνουμε τα έτη μεταξύ τους. Ρωτήσαμε σε ποιο βαθμό υπάρχει κατά τη διάρκεια της συζήτησης του απολογισμού του 2017, αλλά δεν πήραμε απάντηση.
Το αμέσως επόμενο θα ήταν ένας Ισολογισμός του κράτους, κατά το πρότυπο της Νέας Ζηλανδίας, αναρτημένος στο διαδίκτυο, με αυτά που χρωστάει, με τα ταμειακά του διαθέσιμα και με εκείνα τα πάγια περιουσιακά του στοιχεία που θα μπορούσαν να πουληθούν ή που σχεδιάζει να πουλήσει – κυρίως με τις επιχειρήσεις που έχει στην ιδιοκτησία του, εξ ολοκλήρου ή μέρος τους.
Κάθε φορά αξιολογημένες με τις τρέχουσες τιμές της αγοράς, όπως συμβαίνει με κάθε επιχείρηση που έχει υιοθετήσει τα διεθνή λογιστικά πρότυπα – έτσι ώστε να προκύπτει η καθαρή του θέση. Αυτό που διαπιστώσαμε πάντως, ξανά κατά τη συζήτηση του απολογισμού του 2017, είναι πως ο υφιστάμενος Ισολογισμός της Ελλάδας είναι χαοτικός – χωρίς καμία επαφή με την πραγματικότητα.
Εάν η Ελλάδα λειτουργούσε επιτέλους με σωστό τρόπο, ορθολογικά, τότε θα είμαστε πραγματικά σε θέση να συγκρίνουμε τον εκάστοτε προϋπολογισμό της μαζί με την εκάστοτε καθαρή της θέση, με τα αμέσως προηγούμενα – αξιολογώντας σωστά την κυβέρνηση. Διαφορετικά δεν έχει κανένα νόημα, αφού συγκρίνουμε ανόμοια πράγματα. Για παράδειγμα, όσον αφορά το δημόσιο χρέος, δεν μπορούμε να οδηγηθούμε σε ασφαλή συμπεράσματα, εάν ενδιάμεσα μειώθηκαν τα ταμειακά διαθέσιμα ή ξεπουλήθηκαν περιουσιακά στοιχεία του κράτους.
Το τρίτο που θα έπρεπε να συζητείται με τον προϋπολογισμό, είναι η κατάσταση των μεγάλων τουλάχιστον δημοσίων επιχειρήσεων και τα μερίσματα μίας προς μία που εισπράττονται από το δημόσιο – με τα ανάλογα επιχειρηματικά τους σχέδια (business plan) για το επόμενο έτος, έτσι ώστε να αποδίδουν μεγαλύτερα κέρδη. Άλλωστε τα έσοδα του κράτους δεν πρέπει να προέρχονται μόνο από τους φόρους αλλά, επί πλέον, από την κερδοφορία των εταιριών του – μέσω της οποίας μπορούν και πρέπει να μειώνονται οι φόροι.
Εκτός αυτού, οι επενδύσεις που τυχόν διενεργούνται σε αυτές τις επιχειρήσεις, με στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και την άνοδο κερδοφορίας τους, αυξάνουν το ΑΕΠ και μειώνουν την ανεργία – ενώ δίνουν ώθηση στον ιδιωτικό τομέα.
Το τέταρτο είναι η ανάλυση του ιδιωτικού τομέα – αφού αυτό που έχει σημασία είναι το συνολικό χρέος και η συνολική καθαρή θέση της χώρας. Εν προκειμένω, θα πρέπει να αναφέρεται επακριβώς η αξία των περιουσιακών του στοιχείων, οι καταθέσεις του και τα χρέη του – η καθαρή του θέση δηλαδή, αφού από αυτόν εξαρτάται η δυνατότητα του δημοσίου να εισπράττει φόρους.
Στο παράδειγμα της Ελλάδας, δεν έχει νόημα να υπερηφανευόμαστε για τη μείωση του δημοσίου χρέους, όταν εκτοξεύεται στα ύψη το κόκκινο ιδιωτικό, μειώνονται οι καταθέσεις και απαξιώνεται η ιδιωτική περιουσία. Οφείλουμε δε να τονίσουμε εδώ πως τα λελογισμένα ελλείμματα του κράτους είναι προς όφελος του ιδιωτικού του τομέα – ενώ με τα πλεονάσματα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Εν προκειμένω, μεταφέρεται ουσιαστικά η ιδιωτική περιουσία στο δημόσιο και από εκεί στους δανειστές – ενώ ξεπουλώντας τις δημόσιες επιχειρήσεις και δημεύοντας την ιδιωτική περιουσία, ενεργούμε όπως αυτός που πουλάει τα έπιπλα του σπιτιού του για να επιβιώσει βραχυπρόθεσμα, με αποτέλεσμα στο τέλος να χάσει ότι έχει και δεν έχει, χωρίς να έχει πετύχει απολύτως τίποτα.
Στην ανάλυση του ιδιωτικού τομέα τώρα πρέπει απαραίτητα να συμπεριλαμβάνεται η ανταγωνιστικότητα του, έτσι όπως αυτή προκύπτει από το εμπορικό ισοζύγιο και από το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – στην οποία δεν δίνεται σχεδόν καμία σημασία κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού. Επίσης η καθαρή εξωτερική θέση της Ελλάδας (αυτά που έχουν οι Έλληνες στο εξωτερικό μείον αυτά που έχουν οι ξένοι στην Ελλάδα), η οποία όπως γράφετε στον προϋπολογισμό είναι πλέον αρνητική – όταν στο παρελθόν ήταν θετική.
Τέλος στη συζήτηση του προϋπολογισμού πρέπει να εξετάζεται κυρίως το οικονομικό μοντέλο της χώρας, το οποίο απαιτεί συχνά ανανέωση και κεντρικό σχεδιασμό – σημειώνοντας πως η Ελλάδα στηρίζεται λανθασμένα σε μεγάλο βαθμό στον τουρισμό, ο οποίος είναι κυκλικός (άρα υποφέρει σε περιόδους ύφεσης) και εντάσεως κεφαλαίου, ενώ καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών του (σχεδόν το 85%) με εισαγωγές, με αποτέλεσμα να επιδεινώνει τα ισοζύγια μας όταν είναι ανοδικός, εξανεμίζοντας τα όποια οφέλη μας.
Εν προκειμένω πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στον πρωτογενή μας τομέα με τη μεταποίηση του, κάτι που προϋποθέτει απαραίτητα κεντρικό σχεδιασμό, καθώς επίσης στη βιομηχανία, κυρίως στην ενεργειακή – μεταξύ άλλων επειδή προσφέρει περισσότερες, ασφαλέστερες και πιο αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας, στηρίζοντας έτσι τη ζήτηση, τις επενδύσεις και το ΑΕΠ. Επίσης στην υψηλή τεχνολογία και στη ναυτιλία, τουλάχιστον όσον αφορά τη διαχείριση πλοίων – η οποία μπορεί να αυξήσει κατά πολλά δις € το ΑΕΠ μας.
Όσον αφορά τώρα το δανεισμό της χώρας, οι θριαμβολογίες περί μείωσης των επιτοκίων των 10ετών ομολόγων και των εντόκων γραμματίων είναι περιττές – αφού δεν οφείλονται στην οικονομία μας, αλλά στις διεθνείς συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί από τη μη συμβατική πολιτική των κεντρικών τραπεζών, με αποτέλεσμα ομόλογα της τάξης των 17 τρις $ να διαπραγματεύονται με αρνητικά επιτόκια.
Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο για τις υπερχρεωμένες και με διογκωμένους Ισολογισμούς τράπεζες της ΕΕ, για τα ασφαλιστικά και για τα συνταξιοδοτικά ταμεία που επενδύουν συνήθως σε κρατικά ομόλογα χαμηλού ρίσκου. Τα αρνητικά επιτόκια αποτελούν δε προειδοποίηση μίας επερχόμενης παγκόσμιας ύφεσης, για την οποία δεν λαμβάνονται μέτρα στον προϋπολογισμό – ενώ την ίδια στιγμή το ΔΝΤ προειδοποιεί για μία ωρολογιακή βόμβα στα εταιρικά χρέη του πλανήτη, τα οποία έχουν αυξηθεί στα 51 τρις $ από 34 τρις $ το 2009, με το ποσοστό υψηλού ρίσκου μεταξύ αυτών να πλησιάζει το 25%.
Η βόμβα αυτή, σε συνδυασμό με την παγκόσμια υπερχρέωση κρατών και νοικοκυριών, με τη μη ισορροπημένη αναδιανομή των εισοδημάτων που έχει φτάσει στα επίπεδα του 1929 και με την ανάλωση των νομισματικών όπλων των κεντρικών τραπεζών, θα μπορούσε να μετατρέψει την ύφεση σε κραχ – οπότε θα έπρεπε να λαμβάνεται υπ’ όψιν στον προϋπολογισμό.
Υπ’ όψιν θα έπρεπε να λαμβάνεται επίσης η πολιτική του μισθολογικού dumping και της φτωχοποίησης του γείτονα που εφαρμόζει η Γερμανία από το 2000, με αποτέλεσμα να παράγει τεράστια πλεονάσματα στα ισοζύγια της εις βάρος τόσο των αντίστοιχων ελλειμμάτων των εταίρων της (τα πλεονάσματα του ενός είναι ελλείμματα του άλλου), όσο και της ανταγωνιστικότητας τους – με κίνδυνο διάλυσης της Ευρωζώνης μέσω της εξόδου κάποιας χώρας που δεν θα έχει άλλη εναλλακτική δυνατότητα, όπως της Ιταλίας.
Εν προκειμένω, η Ελλάδα οφείλει να βρει τρόπους αντιμετώπισης του προβλήματος – καθώς επίσης να εκπονήσει ένα Σχέδιο Β για την περίπτωση διάλυσης της νομισματικής ένωσης. Στην εισηγητική έκθεση τώρα του προϋπολογισμού τα εξής:
(1) Σε αντίθεση με τα περί 4% ρυθμού ανάπτυξης και επαναδιαπραγμάτευσης των πλεονασμάτων που είχατε υποσχεθεί προεκλογικά, αναφέρατε στο προσχέδιο του προϋπολογισμού, πως ο ρυθμός ανάπτυξης θα είναι 2,9% το 2019 και 3,8% το 2020 σε τρέχουσες αξίες – με το ΑΕΠ να διαμορφώνεται στα 190 δις ευρώ το 2019 και στα 197 δις ευρώ το 2020, με βάση τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις του που μας είχατε παρουσιάσει και όχι με αυτές του βασικού σεναρίου του 2,9% και 3,3%.
Την ίδια στιγμή το ΔΝΤ, στην πρόσφατη έκθεση του, προβλέπει 2% για το 2019 και 2,2% για το 2020 – ενώ εσείς στην σελίδα 35 της εισηγητικής έκθεσης αναφέρετε εκτιμήσεις 2% και 2,8%. Δηλώνετε δε με τις προβλέψεις σας ότι θα σεβαστείτε τα πλεονάσματα του 3,5% μειώνοντας απλά τα επί πλέον. Τα ποσοστά αυτά υπολείπονται του Επικαιροποιημένου Μεσοπρόθεσμου που προέβλεπε 3,7% για το 2019 και 3,9% για το 2020.
Αυτό που θεωρούμε όμως ενδιαφέρον, είναι το τι συνέβη μεταξύ της σύνταξης του προσχεδίου και του σημερινού προϋπολογισμού – όπου αναφερόταν στο βασικό σενάριο πλεόνασμα 3,4% (σελ 23-24) και 3,5% (σελ 45-46). Τελικά φαίνεται πως υποχρεωθήκατε να υιοθετήσετε το σενάριο με τις κοινωνικές παροχές, αλλά με αυξημένα έσοδα από φόρους ύψους 52,1 δις ευρώ από 51,6 δις ευρώ στο προσχέδιο – όπως θα αναλύσουμε στη δεύτερη επιτροπή.
Εύλογα λοιπόν αναρωτιόμαστε, ρητορικά φυσικά, μήπως η Τρόικα είναι ακόμα εδώ και απαιτεί ισοδύναμα, παρά τη δήθεν έξοδο από τα μνημόνια. Περιμένουμε δε με ενδιαφέρον να δούμε από πού θα προέλθει αυτή η αύξηση των εσόδων στο νέο φορολογικό νομοσχέδιο – με το οποίο δηλώσατε πως θα δοθούν, αντίθετα, ελαφρύνσεις!
(2) Όσον αφορά τώρα τον πρώτο συντελεστή του ΑΕΠ, την ιδιωτική κατανάλωση που συμβάλλει με πάνω από 70% στο ΑΕΠ, γράφετε πως αυξήθηκε το 2018 μόλις κατά 1,1% – έναντι 0,9% το 2017. Οι προβλέψεις σας στον προϋπολογισμό είναι η άνοδος της κατά 1,8% λόγω (α) της αύξησης της απασχόλησης κατά 1,8% σε ετήσια βάση και (β) του διπλασιασμού του ρυθμού αύξησης του μέσου μισθού στο 1,2% έναντι του 2019.
Πώς είναι δυνατόν όμως να προβλέπετε μείωση της ανεργίας, όταν παραμένει στα υψηλά επίπεδα των 970.000 περίπου και μάλιστα αυξήθηκε κατά τον ΟΑΕΔ τον Ιούλιο;. Δεν θα επηρεαστεί από τη χρεοκοπία της Thomas Cook, από το BREXIT και από την προβλεπόμενη ευρωπαϊκή ύφεση, με την ενδεχόμενη μείωση του τουρισμού και των εξαγωγών;
Περαιτέρω αναφέρετε πως ο ρυθμός της πραγματικής ιδιωτικής κατανάλωσης αναμένεται να επιβραδυνθεί το τρέχον έτος σε 0,6% – ενώ θα ήταν ακόμη χαμηλότερος, εάν δεν τον αναμένατε στο 1,3% το δεύτερο εξάμηνο, από -0,1% στο πρώτο, εξαιτίας της πολιτικής σταθερότητας και της μείωσης των φορολογικών βαρών. Το βλέπουμε πολύ δύσκολο, ευχόμαστε όμως να έχετε δίκιο.
Τέλος, αναφέρετε πως ενώ ο όγκος της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης κατέγραψε οριακή μόνο αύξηση 0,2% έναντι του 2017, λόγω της συρρίκνωσης της πραγματικής δημόσιας κατανάλωσης κατά 2,5%, το 2019 θα στηριχθεί από την άνοδο της δημόσιας κατανάλωσης κατά 1,6% – επειδή η σημαντική μείωση της το 2018 διαμόρφωσε χαμηλή βάση για το τρέχον έτος. Παράδοξη αιτιολογία!
(3) Όσον αφορά τώρα το δεύτερο συντελεστή του ΑΕΠ, τις ιδιωτικές επενδύσεις, όπως αναφέρεται στον προϋπολογισμό «κινήθηκαν σημαντικά χαμηλότερα, στο 0,7% το πρώτο εξάμηνο του 2019, όταν είχε προβλεφθεί 11,9% αλλά αναμένεται να κινηθούν σημαντικά ανοδικότερα στο 2ο εξάμηνο, με τον ετήσιο ρυθμό τους να διαμορφώνεται μαγικά στο 8,8%»
Στην ουσία έχουν καταρρεύσει κάτω του 12% το 2018 σε σχέση με το 25% περίπου του 2007 ή με το μέσον όρο της Ευρώπης του 20% – ενώ οι καθαρές επενδύσεις, μετά δηλαδή την αφαίρεση των αποσβέσεων παγίου κεφαλαίου είναι της τάξης του 5%.
Παράλληλα έχουν μειωθεί και οι δημόσιες επενδύσεις, ενώ διαπιστώνεται πως παραμένουν μειωμένες στο ΠΔΕ του προϋπολογισμού στα 6,75 δις € από 7,35 δις € που προβλεπόταν στο Μεσοπρόθεσμο – ενώ μειώνεται το εθνικό τους μέρος στα 750 εκ. € από 800 εκ. € το 2019.
Είναι όμως αλήθεια αρκετά τα 750 εκ. € για να καλύψουν τις ανάγκες της χώρας, όταν ο κ. Χατζηδάκης δήλωσε πως θα συμπεριλάβουν και την ηλεκτρική διασύνδεση Αττικής-Κρήτης κόστους 900 εκ. € με ορίζοντα ολοκλήρωσης το 2022, οπότε θα απορροφά σχεδόν το μισό του εθνικού μέρους του ΠΔΕ; Θα προτιμούσαμε αντίθετα να χρησιμοποιούνταν για αμυντικές δαπάνες, δεδομένου ότι η χώρα μας αντιμετωπίζει πολλές απειλές είναι μόνη της και εξετάζει την προμήθεια εξοπλισμών – κάτι για το οποίο θα προκρίναμε την εγχώρια παραγωγή στο βαθμό που είναι δυνατή, έτσι ώστε να υπάρχει και αναπτυξιακό όφελος.
Από την άλλη πλευρά σημειώνεται κάποια κόπωση στην εκτέλεση των ΣΔΙΤ, για τα οποία ασκείται γενικότερη κριτική στην ΕΕ – επειδή αφορούν ακριβά έργα, όπως οι αυτοκινητόδρομοι που δεν απέδωσαν (για τα κράτη, όχι για τους εργολάβους) και τώρα επιχορηγούνται ή τον αγωγό TAP που έχει μικρό αποτύπωμα στην αγορά εργασίας. Εσείς όμως αναφέρετε πως τα ΕΣΠΑ και τα ΠΔΕ θα επικεντρωθούν στα μεγάλα έργα υποδομών και στην υποστήριξη της επιχειρηματικότητας – κυρίως στη μεταποίηση και στον τουρισμό.
Αντίθετα, εμείς υποστηρίζουμε τις ολοκληρωμένες αλυσίδες παραγωγής, με τη συμμετοχή του τουρισμού, της μεταποίησης και του πρωτογενούς τομέα – σημειώνοντας πως ήδη ο τουρισμός έχει σχεδόν μονοπωλήσει τις επενδύσεις, με αποτέλεσμα να εξαρτόμαστε υπερβολικά από ένα αδιέξοδο επιχειρηματικό μοντέλο.
Φαίνεται λοιπόν πως αναμένετε να προκύψει η άνοδος από τις ιδιωτικές επενδύσεις – οι οποίες στο παρελθόν αφορούσαν κυρίως την κατοικία. Όμως, αφενός μεν είναι κορεσμένη, αφετέρου ήταν το βασικό πρόβλημα που μας βύθισε στην κρίση τη δεκαετία 2000-2009, οπότε είναι λάθος.
Νομίζετε αλήθεια πως οι επενδύσεις στις κατοικίες και η ενεργειακή αναβάθμιση τους είναι αρκετές για να αναπτυχθεί η Οικονομία; Ότι το επιχειρηματικό ή το καταναλωτικό κλίμα είναι πρόσφορο για επενδύσεις, εν μέσω της πολιτικής λιτότητας που μας επιβάλλει η Γερμανία και εσείς την αποδέχεστε με σκυφτό το κεφάλι;
Εμείς, αντίθετα, πιστεύουμε πως είναι πιο ορθολογικό να επικεντρωθεί η ιδιωτική επένδυση στην παραγωγή. Όμως, βλέπουμε απουσία μέτρων για μικρομεσαίες επιχειρήσεις – εάν όχι μια διάθεση επιβάρυνσης του καθεστώτος λειτουργίας τους. Εκτός αυτού, το κόστος δανεισμού για νοικοκυριά και επιχειρήσεις έχει αυξηθεί σε σχέση με πέρυσι – ενώ είναι δεδομένο το ότι, πολλοί δεν έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση. Πώς λοιπόν θα επαληθευθούν οι προβλέψεις σας;
Εμείς υποστηρίζουμε την παραγωγική οικονομία. Προτείνουμε μέτρα για την αύξηση της παραγωγής του πρωτογενούς τομέα και της μεταποίησης – με την παράλληλη άνοδο της προστιθέμενης αξίας στον τουρισμό και με τη σύνδεση του με την παραγωγή, έτσι ώστε να μην καλύπτεται το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών του από τις εισαγωγές. Εσείς, αντίθετα, επικεντρώνεστε σε ορισμένα προβεβλημένα έργα κάποιων ισχυρών επενδυτών στον τομέα του τουρισμού. Είναι λάθος.
Κλείνοντας το θέμα των επενδύσεων, κατά την άποψη μας θεωρείτε σανίδα σωτηρίας και αυτοσκοπό τις ξένες επενδύσεις. Γιατί όμως αλήθεια υπολείπεται ως προς αυτές η Ελλάδα, σε σχέση με την υπόλοιπη ΕΕ; Εκτός αυτού, οι περισσότερες ξένες επενδύσεις που έχουν διενεργηθεί στην Ελλάδα αφορούν εξαγορές δημοσίων επιχειρήσεων, με δανεικά από τις αφελληνισμένες τράπεζες μας.
(4) Όσον αφορά τώρα τον τέταρτο συντελεστή του ΑΕΠ, αυτόν που θα μπορούσε να αλλάξει εντελώς την εικόνα του εάν γινόταν πλεονασματικός, το εμπορικό ισοζύγιο, παραμένουν τα ελλείμματα του – λόγω της ανόδου των εισαγωγών και της κάμψης των εξαγωγών, ως αποτέλεσμα της μείωσης ξανά της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας παρά την τεράστια πτώση των μισθών, αφού κατάρρευσαν οι επενδύσεις.
Είναι απότοκο του παράλογου οικονομικού μοντέλου της μεταπολίτευσης που πρέπει να αλλάξει και δεν το δρομολογείτε. Πολύ μικρή βιομηχανική παραγωγή, μόνο στο 8% τους ΑΕΠ σε σχέση με το 15% κατά μέσον όρο στην ΕΕ, μεγάλες εισαγωγές ακόμα και σε γεωργοκτηνοτροφικά προϊόντα και απώλεια του μεγαλύτερου μέρους των εσόδων του τουρισμού
Βασίλης Βιλιάρδος
https://analyst.gr/2019/11/25/o-proipologismos-tis-ntropis-a/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου