Δευτέρα 19 Μαΐου 2025

Το στρεβλό υλικό της ανθρωπότητας - Isaiah Berlin (4)

 Συνέχεια από: Τετάρτη 14 Μαΐου 2025

Η αποθέωση της ρομαντικής βούλησης: Η εξέγερση ενάντια στον μύθο του ιδανικού κόσμου

ΙV

Κανένας στοχαστής δεν αντιτάχθηκε περισσότερο στον απειθάρχητο ενθουσιασμό, στη συγκινησιακή αναστάτωση, στη Schwärmerei -την ακαθόριστη, διάχυτη ζέση και λαχτάρα- απ' ό,τι ο Immanuel Kant. Σκαπανέας ο ίδιος της επιστήμης, μόχθησε να δώσει ορθολογική εξήγηση και δικαιολόγηση των μεθόδων των φυσικών επιστημών, τις οποίες δικαίως θεωρούσε ως το μείζον επίτευγμα της εποχής. Παρά ταύτα, στην ηθική φιλοσοφία του άνοιξε το κουτί της Πανδώρας, απελευθερώνοντας τάσεις που ο ίδιος μεταξύ των πρώτων, με απόλυτη ειλικρίνεια και σθένος, αποκήρυσσε και καταδίκαζε. Υποστήριζε, όπως γνώριζε κάθε γερμανός μαθητής, ότι η ηθική αξία κάποιας ενέργειας εξαρτάται από τη δυνατότητα του υποκειμένου να επιλέξει ελεύθερα· ότι αν ο άνθρωπος ενεργεί υπό την πίεση παραγόντων που δεν είναι δυνατόν να ελέγξει, και δεν τους ελέγχει, είτε εξωτερικών, όπως φυσικοί καταναγκασμοί, είτε εσωτερικών, όπως ένστικτα, επιθυμίες ή πάθη, τότε η ενέργεια, ανεξαρτήτως συνεπειών, είτε είναι καλές είτε κακές, είτε επωφελείς είτε επιβλαβείς για τους ανθρώπους, δεν έχει ηθική αξία, γιατί δεν έγινε ύστερα από ελεύθερη επιλογή, αλλά ήταν αποτέλεσμα μηχανικών αιτιών, ένα συμβάν της φύσης, και δεν είναι δυνατόν να κριθεί με ηθικούς όρους όπως ακριβώς και η συμπεριφορά κάποιου ζώου ή φυτού. Αν ο ντετερμινισμός που κυριαρχεί στη φύση -στον οποίο, πράγματι, βασίζεται το σύνολο της φυσικής επιστήμης- καθορίζει τις ενέργειες κάποιου ανθρώπου, τότε δεν είναι πράγματι ενεργός, γιατί ενεργώ σημαίνει ότι έχω τη δυνατότητα να επιλέξω ελεύθερα ανάμεσα σε εναλλακτικές λύσεις· και σ' αυτή την περίπτωση η ελευθερία της βούλησης δεν είναι πλασματική αλλά πραγματική. Εξ ου και το μεγάλο βάρος που δίνει στην ανθρώπινη αυτονομία – στην ικανότητα για ελεύθερη δέσμευση σε ορθολογικά επιλεγμένους σκοπούς. Το εγώ, μας λέει ο Kant, πρέπει να «υπερβαίνει τη φυσική αναγκαιότητα», γιατί αν οι άνθρωποι καθορίζονται από τους ίδιους νόμους που κυριαρχούν στον υλικό κόσμο, «η ελευθερία δεν μπορεί να διαφυλαχτεί» και χωρίς ελευθερία δεν υπάρχει ηθικότητα. 

Ο Kant τονίζει κατ' επανάληψη πως ό,τι διακρίνει τον άνθρωπο είναι η ηθική αυτονομία του σε αντίθεση προς τη φυσική ετερονομία του – μια και το σώμα του καθορίζεται από φυσικούς νόμους, οι οποίοι δεν προέρχονται από τον εσωτερικό εαυτό του. Αναμφίβολα, αυτό το δόγμα οφείλει πολλά στον Rousseau, για τον οποίο κάθε ακεραιότητα, κάθε αξιοπρέπεια εδράζεται στην ανεξαρτησία. Όποιος χειραγωγείται σημαίνει πως είναι υποδουλωμένος. Ένας κόσμος όπου ο άνθρωπος εξαρτάται από την εύνοια κάποιου άλλου είναι κόσμος κυρίων και δούλων, θρασυδειλίας, συγκατάβασης και πατρωνίας από τη μια πλευρά, και δουλοπρέπειας, χαμέρπειας, υποκρισίας και μνησικακίας από την άλλη. Ωστόσο, ενώ ο Rousseau εικάζει ότι μόνο η εξάρτηση από άλλους ανθρώπους είναι μειωτική, γιατί κανείς δεν εξανίσταται με τους νόμους της φύσης, μόνο άρρωστα μυαλά, οι Γερμανοί πήγαν παραπέρα. Για τον Kant, η απόλυτη εξάρτηση από τη μη ανθρώπινη φύση -η ετερονομία-[ΤΟ ΜΗ-ΕΓΩ] ήταν ασυμβίβαστη με την εκλογή, την ελευθερία, την ηθικότητα. Αυτό αναδεικνύει μια νέα στάση προς τη φύση, ή εν πάση περιπτώσει την αναζωπύρωση μιας αρχαίας χριστιανικής αντιπαλότητας προς αυτήν. Οι στοχαστές του Διαφωτισμού και οι πρόδρομοί τους στην Αναγέννηση (εκτός από μεμονωμένους αντινομιστές μυστικούς) θεωρούσαν ότι η φύση είναι θεϊκή αρμονία, οργανική ή καλλιτεχνική ενότητα, ή έξοχος μηχανισμός δημιουργημένος από τον θεϊκό ωρολογοποιό, ή αλλιώς αυθύπαρκτος και αιώνιος αλλά πάντοτε ένα πρότυπο από το οποίο οι άνθρωποι απομακρύνονται προς ζημίαν τους. Η κύρια ανάγκη του ανθρώπου είναι να κατανοεί τον εξωτερικό κόσμο και τον εαυτό του καθώς και τη θέση που καταλαμβάνει στη διάταξη των πραγμάτων: αν το κατορθώσει, δεν θα αποβλέπει σε σκοπούς ασυμβίβαστους με τις ανάγκες της φύσης του, σκοπούς που θά επιδιώκει επειδή έχει λανθασμένη ιδέα για τον εαυτό του, ή για τις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους ή τον εξωτερικό κόσμο. Αυτό ισχύει εξίσου για ορθολογιστές και εμπειριστές, χριστιανούς φυσιοκράτες, παγανιστές και αθεϊστές τόσο στην Αναγέννηση όσο και μεταγενέστερα για τους Pico και Marsilio Ficino, τον Locke και τον Spinoza, τον Leibniz και τον Gassendi· γι' αυτούς, ο Θεός είναι φύση και η φύση είναι Θεός, η φύση δεν βρίσκεται σε αντίθεση με το πνεύμα, δεν είναι πηγή πειρασμού και ευτέλειας, όπως στον Αυγουστίνο και στον Καλβίνο. Αυτή η κοσμοθεώρηση βρίσκει την εναργέστερη έκφρασή της στα έργα των γάλλων φιλοσόφων του 18ου αιώνα, στον Helvétius και τον Holbach, στον d'Alembert και στον Condorcet, στους φίλους της φύσης και των επιστημών, για τους οποίους ο άνθρωπος υπόκειται στους ίδιους αιτιώδεις νόμους με τα ζώα, τα φυτά και τον άψυχο κόσμο, στους φυσικούς και βιολογικούς νόμους, και επίσης στην περίπτωση των ανθρώπων σε ψυχολογικούς και οικονομικούς, που αποδεικνύονται με την παρατήρηση και το πείραμα, τη μέτρηση και την επαλήθευση. Ιδέες όπως η αθάνατη ψυχή, ο προσωπικός Θεός, ή η ελευθερία της βούλησης, είναι γι' αυτούς μεταφυσικές φαντασιώσεις και ψευδαισθήσεις. Όχι όμως και για τον Kant. 

Η γερμανική εξέγερση ενάντια στη Γαλλία και στον γαλλικό υλισμό έχει κοινωνικές και πνευματικές καταβολές. Η Γερμανία στο πρώτο ήμισυ του 18ου αιώνα, και για περισσότερο από 100 χρόνια πριν, πριν και από την καταστροφή του Τριακονταετούς Πολέμου, είχε ελάχιστη συμμετοχή στη μεγάλη αναγέννηση της Δύσης – τα πολιτικά επιτεύγματά της μετά τη Μεταρρύθμιση δεν συγκρίνονται μ' εκείνα των Ιταλών κατά τον 15ο και 16ο αιώνα, της Ισπανίας και της Αγγλίας την εποχή του Shakespeare και του Cervantes, των Κάτω Χωρών κατά τον 17ο αιώνα, πολύ δε περισσότερο της Γαλλίας, της Γαλλίας των ποιητών, των στρατιωτικών, των πολιτικών, των στοχαστών που κατά τον 17ο αιώνα δέσποζε στην Ευρώπη πολιτιστικά και πολιτικά, με μόνους ανταγωνιστές την Αγγλία και την Ολλανδία. Τι θα είχαν να προσφέρουν οι επαρχιακές γερμανικές αυλές και πόλεις, τι θα είχε να προσφέρει ακόμη και η αυτοκρατορική Βιέννη;

Αυτή η αίσθηση σχετικής καθυστέρησης, αυτή η αίσθηση των Γερμανών ότι αποτελούσαν αντικείμενο πατρωνίας ή περιφρόνησης για τους Γάλλους με το υπεροπτικό αίσθημα εθνικής και πολιτιστικής ανωτερότητάς τους, δημιούργησε ένα συναίσθημα συλλογικής ταπείνωσης που δεν άργησε να μετατραπεί σε αγανάκτηση και εχθρότητα, προερχόμενη από την πληγωμένη υπερηφάνεια. Στην αρχή, η γερμανική αντίδραση πάσχιζε να μιμηθεί τα γαλλικά πρότυπα, στη συνέχεια όμως στράφηκε εναντίον τους. Αφήστε τους ξιπασμένους αλλά άθεους Γάλλους να καλλιεργούν τον εφήμερο κόσμο τους, με τα υλικά κέρδη, την επιδίωξη δόξας, πολυτέλειας, επίδειξης, με την πνευματώδη ασήμαντη φλυαρία των σαλονιών του Παρισιού και τη δουλοπρεπή αυλή των Βερσαλλιών. Ποια είναι η αξία της φιλοσοφίας αθεϊστών, ή αβρών, κοσμικών abbés [αββάδων], οι οποίοι ούτε καν υποψιάζονται την αληθινή φύση, τους πραγματικούς στόχους των ανθρώπων, την εσωτερική ζωή τους, τα βαθύτερα ενδιαφέροντά τους τη σχέση με την ψυχή τους, τους αδελφούς τους και κυρίως με τον Θεό, τα βαθιά, αγωνιώδη ερωτήματα για την ύπαρξη και τον προορισμό του ανθρώπου; Οι εσωστρεφείς γερμανοί ευσεβιστές εγκατέλειψαν τα γαλλικά και τα λατινικά, στράφηκαν στη μητρική τους γλώσσα, και μιλούσαν με περιφρόνηση και απέχθεια για τις απαστράπτουσες γενικολογίες του γαλλικού πολιτισμού, τα βλάσφημα επιγράμματα του Βολταίρου και των μιμητών του. Ακόμη περισσότερο αξιοκαταφρόνητοι ήταν οι άψυχοι μιμητές της γαλλικής κουλτούρας, η καρικατούρα των γαλλικών εθίμων και του γαλλικού γούστου στα μικρά γερμανικά πριγκιπάτα. Οι άνθρωποι των γραμμάτων στη Γερμανία εξεγέρθηκαν αποφασιστικά ενάντια στην κοινωνική καταπίεση και στην αποπνικτική ατμόσφαιρα της γερμανικής κοινωνίας, των αυταρχικών και συχνά ηλίθιων και σκληρών γερμανών πριγκίπων, ηγεμόνων και αξιωματούχων τους, οι οποίοι καταρράκωναν ή διέφθειραν τους ανθρώπους ταπεινής καταγωγής, ιδίως τους περισσότερο έντιμους και χαρισματικούς, στις τριακόσιες αυλές και κυβερνήσεις στις οποίες ήταν τότε κατακερματισμένη η Γερμανία. 

Αυτό το κύμα αγανάκτησης διαμόρφωσε τον πυρήνα του κινήματος το οποίο πήρε από το έργο ενός εκ των μελών του την ονομασία Sturm und Drang. Τα έργα του κινήματος αυτού είναι γεμάτα κραυγές απελπισίας ή εκρήξεις οργής, αγανάκτησης και μίσους, αχαλίνωτα καταστροφικά πάθη, αδιανόητα εγκλήματα που επισκιάζουν τις σκηνές βίας ακόμη και του ελισαβετιανού δράματος· εξυμνούν το πάθος, την ατομικότητα, τη ρώμη, τη μεγαλοφυΐα, την αυτοέκφραση με οποιοδήποτε τίμημα, χωρίς να λογαριάζουν τις θυσίες, και συνήθως καταλήγουν στην αιματοχυσία και το έγκλημα, την αποκλειστική μορφή διαμαρτυρίας ενάντια σε μια τραγελαφική και αλλόκοτη κοινωνική τάξη. Εξ ου και όλοι αυτοί οι βίαιοι ήρωες -οι Kraftmenschen, or Kraftschreiber, or Kraftkerls, o Kraftknaben- οι οποίοι παρελαύνουν υστερικά μέσα από τις σελίδες του Klinger, του Schubart, του Leisewitz, του Lenz, αλλά και του μειλίχιου Carl Phillip Moritz· μέχρι που η ζωή άρχισε να μιμείται την τέχνη και ο σουηδός τυχοδιώκτης Christoph Kaufmann, αυτοτιτλοφορούμενος μαθητής του Ιησού και του Rousseau, ο οποίος τόσο εντυπωσίασε τον Herder, τον Goethe, τον Hamann, τον Wieland, τον Lavater, διέσχισε τις γερμανικές χώρες με μια παρέα ατημέλητων συντρόφων, καταγγέλλοντας την εκλεπτυσμένη κουλτούρα, και εξυμνώντας την αναρχική ελευθερία, συνεπαρμένος από μια σφοδρή και μυστικιστική δημόσια έξαρση της σάρκας και του πνεύματος. 

Ο Kant απεχθανόταν αυτό το είδος διαταραγμένης φαντασίας και, ακόμη περισσότερο, συγκινησιακής επιδειξιομανίας και βάρβαρης συμπεριφοράς. Μολονότι απέρριπτε, επίσης, τη μηχανιστική ψυχολογία των Γάλλων Εγκυκλοπαιδιστών ως καταστροφική για την ηθικότητα, η άποψή του για τη βούληση είναι η άποψη του πρακτικού Λόγου. Ο ίδιος διασώζεται από τον υποκειμενισμό, και βέβαια τον ανορθολογισμό, επιμένοντας ότι η βούληση είναι πραγματικά ελεύθερη καθόσον μόνο βούλεται ό,τι υπαγορεύει ο Λόγος, ο οποίος γεννά γενικούς κανόνες δεσμευτικούς για όλους τους έλλογους ανθρώπους. Όταν η έννοια του Λόγου γίνεται ασαφής (ο Kant ουδέποτε κατόρθωσε να διατυπώσει πειστικά τι σημαίνει αυτό στην πράξη) και η ανεξάρτητη βούληση παραμένει η μοναδική ιδιότητα του ανθρώπου που τον διαχωρίζει από τη φύση, το νέο δόγμα επηρεάζεται από την «stürmerisch» διάθεση [δηλαδή τη διάθεση που διέπει τα μέλη του ρεύματος Sturm und Drang]. Στον μαθητή του Kant, τον δραματουργό και ποιητή Schiller, η ιδέα της ελευθερίας αρχίζει να υπερβαίνει τα όρια του Λόγου. Η ελευθερία είναι η βασική έννοια των πρώιμων έργων του Schiller. Αναφέρεται «στον ίδιο τον νομοθέτη, τον Θεό εντός μας», στην «ύψιστη, δαιμονιακή ελευθερία», «στον υπερήφανο δαίμονα μέσα στον άνθρωπο». Ο άνθρωπος είναι περισσότερο μεγαλοπρεπής όταν αντιστέκεται στην πίεση της φύσης, όταν επιδεικνύει «ηθική ανεξαρτησία έναντι των νόμων της φύσης σε καταστάσεις συγκινησιακής έντασης». Είναι η βούληση, και όχι ο Λόγος -οπωσδήποτε όχι το αίσθημα, που μοιράζεται με τα ζώα-, ό,τι τον αίρει υπεράνω της φύσης, και η εν γένει δυσαρμονία που παρουσιάζεται ανάμεσα στη φύση και στον τραγικό ήρωα δεν θα πρέπει να αποδοκιμάζεται εξ ολοκλήρου, γιατί αφυπνίζει το ανθρώπινο αίσθημα ανεξαρτησίας. Τούτο αποτελεί σαφή απόσπαση από τις επικλήσεις του Rousseau στη φύση και στις αιώνιες αξίες, καθώς και από τις ριζικά διαφορετικές απόψεις του Burke, του Helvétius ή του Hume. Στα πρώιμα έργα του Schiller εξυμνείται η αντίσταση του ατόμου στην εξωτερική πίεση, είτε κοινωνική είτε φυσική. Τίποτε ίσως δεν είναι περισσότερο φανερό από την αντίθεση ανάμεσα στις αξίες του κορυφαίου υπέρμαχου του γερμανικού Aufklärung, του Lessing, στη δεκαετία 1760, και στις αξίες του Schiller στις αρχές της δεκαετίας το 1780. Ο Lessing, στο θεατρικό έργο του Minna von Barnhelm, γραμμένο το 1768, περιγράφει έναν υπερήφανο πρώσο αξιωματούχο, κατηγορούμενο για έγκλημα για το οποίο είναι αθώος, ο οποίος απαξιοί να υπερασπιστεί τον εαυτό του και προτιμά την ένδεια και τη δυσμένεια προκειμένου ν' αγωνιστεί για τα δίκαιά του· είναι υπερήφανος, αλλά και πεισματάρης η υπερηφάνειά του δεν τον αφήνει να ξεπέσει σε διαπληκτισμούς με εκείνους που τον συκοφαντούν, και είναι η ερωμένη του Μίνα, η οποία, με μια επίδειξη επιτηδειότητας, διπλωματικότητας και ευθυκρισίας, καταφέρνει να τον σώσει από την κατάστασή του, και γίνεται αιτία να αποκατασταθεί. Ο ταγματάρχης Τελχάιμ, λόγω της παράλογης αίσθησης του χιούμορ που διαθέτει, παρουσιάζεται ως ηρωική μορφή αλλά και κάπως γελοία· είναι η προσγειωμένη φρόνηση της Μίνας που τον σώζει και μετατρέπει ό,τι θα ήταν τραγικό τέλος σε ευχάριστη κωμωδία. Ωστόσο, ο Karl Moor στο έργο του Schiller “Ληστές” δεν είναι παρά ο Τελχάιμ που εξυψώνεται σε τραγικό ήρωα: προδόθηκε από τον ανάξιο αδερφό του, αποκληρώθηκε από τον πατέρα του και αποφασίζει, χάριν του εαυτού του και των υπόλοιπων θυμάτων της αδικίας, να εκδικηθεί τη μισητή, υποκριτική κοινωνία. Οργανώνει συμμορία, λεηλατεί και δολοφονεί, καταπνίγει την αγάπη για την ερωμένη του – πρέπει να είναι ελεύθερος για να ξεσπάσει το μίσος του, να σπείρει καταστροφή στον μισητό κόσμο που τον μετέτρεψε σε εγκληματία. Στο τέλος παραδίδεται στην αστυνομία για να τιμωρηθεί, όμως είναι ευγενής εγκληματίας, που ανορθώνεται υπεράνω της εκφυλισμένης κοινωνίας η οποία παραγνώρισε την προσωπικότητά του, και ο Schiller γράφει έναν συγκινητικό επιτάφιο πάνω στο μνήμα του.

Δεκαοκτώ χρόνια χωρίζουν τον Karl Moor από τον Τελχάιμ του Lessing. Τότε, η εξέγερση που είναι γνωστή ως Sturm und Drang έφτασε στο αποκορύφωμά της. Ο Schiller στα οψιμότερά του έργα, όπως και ο Coleridge, o Wordsworth και ο Goethe, συμφιλιώθηκε με τον κόσμο και πρέσβευε την πολιτική παραίτηση μάλλον παρά την εξέγερση. Παρά ταύτα, ακόμη και σε μια οψιμότερη φάση επιστρέφει στην ιδέα της βούλησης ως καθαρής απείθειας προς τη φύση και τις συμβάσεις. Έτσι, πραγματευόμενος τη “Μήδεια” του Corneille υποστηρίζει πως όταν η Μήδεια, για να εκδικηθεί τον Ιάσονα ο οποίος την εγκατέλειψε, σκοτώνει τα παιδιά τους, γίνεται γνήσια τραγική ηρωίδα γιατί με υπεράνθρωπη θέληση υπερνίκησε τη δύναμη των περιστάσεων και της φύσης, το φυσικό συναίσθημα, δεν άφησε τον εαυτό της να γίνει σκέτο ζώο, αγόμενη και φερόμενη από το αχαλίνωτο πάθος, αλλά, μέσα από το έγκλημά της, απέδειξε την ελευθερία μιας αυτοκαθοριζόμενης προσωπικότητας, θριαμβεύοντας πάνω στη φύση, έστω κι αν αυτή η ελευθερία στράφηκε σε εντελώς κακόβουλους σκοπούς. Πρωτίστως, πρέπει κανείς να είναι ενεργός και όχι ενεργούμενο· ο Φαέθοντας, μας λέει, οδήγησε τα άλογα του Απόλλωνα με έξαλλο τρόπο, στην καταστροφή του, όμως τα οδήγησε και δεν οδηγήθηκε. Όποτε εκχωρεί κανείς την ελευθερία του εκχωρεί τον εαυτό του, παραιτείται από την ανθρωπιά του. 

Ο Rousseau υποστηρίζει ακριβώς το ίδιο, όμως είναι σε τέτοιο βαθμό γόνος του Διαφωτισμού ώστε να πιστεύει ότι υπάρχουν αιώνιες αλήθειες χαραγμένες στην καρδιά των ανθρώπων και ότι ο διεφθαρμένος πολιτισμός τους στέρησε την ικανότητα να τις αναγνωρίζουν. Ο Schiller, επίσης, εικάζει ότι άλλοτε υπήρχε ενότητα σκέψης, βούλησης και αισθήματος -ότι ο άνθρωπος άλλοτε ήταν ακέραιος- και κατόπιν η ιδιοκτησία, ο πολιτισμός, η πολυτέλεια επέφεραν το μοιραίο πλήγμα. Πρόκειται και πάλι για τον μύθο του Παραδείσου απ' όπου εκδιωχθήκαμε εξαιτίας κάποιας καταστροφικής ρήξης με τη φύση, Παράδεισο στον οποίο οι Έλληνες βρίσκονταν πλησιέστερα απ' ό,τι εμείς. Και ο Schiller πασχίζει να συμφιλιώσει τη βούληση, την έμφυτη ελευθερία του ανθρώπου, την κλίση του να είναι κύριος του εαυτού του, με τους νόμους της φύσης και της ιστορίας· καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μόνη σωτηρία του ανθρώπου είναι η σφαίρα της τέχνης, όπου μπορεί να κερδίσει την ανεξαρτησία από το μάγγανο της αναγκαιότητας στο οποίο, σύμφωνα με τον Kant, ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένας τροχός, ο οποίος άγεται και φέρεται από εξωτερικές δυνάμεις. Η εκμετάλλευση είναι κάτι κακό εφόσον ο άνθρωπος γίνεται μέσον για αλλότριους σκοπούς, επειδή τα ελεύθερα όντα χρησιμοποιούνται σαν αντικείμενα, σαν εργαλεία, και έτσι αναιρείται εσκεμμένα η ανθρωπιά τους. Ο Schiller αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε εγκωμιαστικούς ύμνους για τη φύση, η οποία, στην ελληνική αφέλειά της, ήταν ένα με τον άνθρωπο, και σε μια δυσοίωνη σύλληψή της ως καταστροφέα· «ποδοπατεί το σπουδαίο και το κοινότοπο, το ευγενές και το πρόστυχο – διατηρεί έναν κόσμο μυρμηγκιών, όμως τους ανθρώπους, το πιο ένδοξο δημιούργημά της, το συντρίβει μέσα στα πελώρια χέρια της... σε μια στιγμή απερισκεψίας». 

Πουθενά ο γερμανικός amour propre [καθαρός έρωτας] δεν δέχτηκε πιο καίριο πλήγμα απ' αυτό που δέχτηκε στην Ανατολική Πρωσία, που ήταν ακόμη ημιφεουδαλική και βαθύτατα παραδοσιοκρατική· πουθενά δεν υπήρξε βαθύτερη δυσαρέσκεια για την πολιτική του εκμοντερνσμού που ο Μέγας Φρειδερίκος διηύθυνε μέσω εισαγόμενων Γάλλων αξιωματούχων, οι οποίοι έδειχναν απέναντι στους απλούς και καθυστερημένους υπηκόους του δυσφορία και ολοφάνερη περιφρόνηση. Δεν εκπλήσσει, λοιπόν, το γεγονός ότι τα πλέον χαρισματικά και αισθαντικά τέκνα αυτής της επαρχίας, ο Hamann, o Herder και ο Kant, αντιτάχθηκαν με σφοδρότητα στις ισοπεδωτικές δραστηριότητες αυτών των ηθικά τυφλών αξιωματούχων που επέβαλλαν αλλότριες μεθόδους σε μια θεοσεβή, εσωστρεφή κουλτούρα. Ο Kant και ο Herder τουλάχιστον θαύμαζαν τα επιστημονικά επιτεύγματα της Δύσης. Ο Hamann τα απέρριπτε κι αυτά. Στο ίδιο ακριβώς πνεύμα οι Τολστόι και Ντοστογιέφσκι, έναν αιώνα αργότερα, έγραφαν για τη Δύση και, συχνότατα, το πνεύμα αυτό είναι αντίδραση των ταπεινωμένων – μια εξευγενισμένη, ίσως, παραλλαγή αυτής της νοοτροπίας αλλά ουσιαστικά ταυτόσημη, ένας ισχυρισμός πως ό,τι δεν μπορεί κανείς να επιτύχει είναι ανάξιο λόγου. Αυτή είναι η οδυνηρή ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ο Herder γράφει: «Δεν είμαι εδώ για να σκέπτομαι αλλά για να υπάρχω, να αισθάνομαι, να ζω!». Οι σοφοί των Παρισίων ανάγουν τη γνώση και τη ζωή σε συστήματα επινοημένων κανόνων, σε κυνήγι εξωτερικών αγαθών, για τα οποία οι άνθρωποι εκπορνεύονται και εκποιούν την εσωτερική ελευθερία τους, την αυθεντικότητά τους· οι άνθρωποι, οι Γερμανοί, θα πρέπει να επιδιώκουν να είναι ο εαυτός τους, αντί να μιμούνται -να πιθηκίζουν- ξένους οι οποίοι δεν έχουν καμία επαφή με τις δικές τους πραγματικές φύσεις, τις δικές τους αναμνήσεις και τους δικούς τους τρόπους ζωής. Οι δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου είναι δυνατόν να ασκηθούν στο ακέραιο μόνο στον δικό του γενέθλιο τόπο, ζώντας ανάμεσα σε ανθρώπους που συγγενεύουν φυσικά και πνευματικά μαζί του, μιλούν τη γλώσσα του, και αισθάνεται άνετα ανάμεσά τους, αισθάνεται ότι ανήκει στον ίδιο περίγυρο. Μόνο έτσι δημιουργούνται γνήσιοι πολιτισμοί, μοναδικοί, καθένας με τις δικές του αξίες με τον δικό του τρόπο, ώστε να μη βυθιστεί σε κάποιο γενικό κοσμοπολίτικο ωκεανό που αποστερεί όλους τους γηγενείς πολιτισμούς από την ιδιαίτερη ουσία και μορφή τους, από το εθνικό πνεύμα και τη μεγαλοφυΐα τους, τα οποία ανθούν στο δικό τους έδαφος, από τις δικές τους ρίζες, και εκτείνονται στο μακρινό κοινό παρελθόν. Ο πολιτισμός είναι ένας κήπος ο οποίος γονιμοποιείται και ομορφαίνει από την ποικιλία των λουλουδιών του, ευαίσθητα φυτά τα οποία μεγάλες αυτοκρατορίες κατακτητών –Ρώμη, Βιέννη, Λονδίνο– ποδοπατούν και εξοντώνουν. Αυτή είναι η αφετηρία του εθνικισμού, κι ακόμη περισσότερο του λαϊκισμού. Ο Herder υπερασπίζεται την αξία της ποικιλομορφίας και της αυθορμησίας, των διαφορετικών, ιδιοσυγκρασιακών διαδρομών που ακολουθούν οι λαοί, καθένας με το δικό του ύφος, τους δικούς του τρόπους έκφρασης και ευαισθησίας, και απορρίπτει την αποτίμηση των πάντων με τα ίδια αιώνια κριτήρια – ουσιαστικά, τα κριτήρια της κυρίαρχης γαλλικής κουλτούρας, η οποία ισχυρίζεται ότι οι αξίες της είναι έγκυρες για κάθε εποχή, οικουμενικές και αμετάβλητες. Ένας πολιτισμός δεν είναι απλώς ένα σκαλοπάτι για τον επόμενο. Η Ελλάδα δεν αποτελεί τον προθάλαμο της Ρώμης. Τα έργα του Shakespeare δεν αποτελούν υποτυπώδη μορφή των τραγωδιών του Ρακίνα ή του Βολταίρου. Αυτή η αντίληψη έχει επαναστατικές συνέπειες. Αν κάθε πολιτισμός εκφράζει το δικό του όραμα και έχει το δικαίωμα να το κάνει, και αν οι στόχοι και οι αξίες διαφορετικών κοινωνιών και τρόπων ζωής δεν έχουν κοινό μέτρο, τότε έπεται ότι δεν υπάρχει κάποιο μοναδικό σύνολο αρχών, κάποια οικουμενική αλήθεια για όλους τους ανθρώπους, τις εποχές και τους τόπους. Οι αξίες ενός πολιτισμού θα είναι διαφορετικές και ίσως ασυμβίβαστες με τις αξίες κάποιου άλλου. Αν η ελεύθερη δημιουργία, η αυθόρμητη ανάπτυξη σύμφωνα με τις εγχώριες πεποιθήσεις, οι οποίες δεν αναχαιτίζονται ούτε καταστέλλονται από τις δογματικές διακηρύξεις κάποιας ελίτ αυτοδιορισμένων απόλυτων ρυθμιστών, ανεπηρέαστων από την ιστορία, πρόκειται να θεωρηθεί υπέρτατη αξία· αν η αυθεντικότητα και η ποικιλία δεν πρόκειται να θυσιαστούν στην εξουσία, την οργάνωση, τη συγκεντροποίηση, που αναπόφευκτα τείνουν στην ομοιομορφία και στην καταστροφή όσων οι άνθρωποι θεωρούν προσφιλή τη γλώσσα τους, τους θεσμούς τους, τις συνήθειες τους, τη μορφή ζωής τους, όσα τους έχουν κάνει να είναι ό,τι είναι, τότε η καθίδρυση ενός κόσμου οργανωμένου σύμφωνα με οικουμενικά αποδεκτές ορθολογικές αρχές –η ιδεώδης κοινωνία– δεν είναι αποδεκτή. Η προάσπιση της ηθικής ελευθερίας εκ μέρους του Kant και η συνηγορία του Herder για τη μοναδικότητα των πολιτισμών, παρά την εμμονή του πρώτου σε ορθολογικές αρχές και την πίστη του δεύτερου ότι οι εθνικές διαφορές δεν οδηγούν κατ' ανάγκην σε συγκρούσεις, κλόνισε -ορισμένοι ίσως θα έλεγαν υπονόμευσε- τους τρεις στυλοβάτες της Δυτικής παράδοσης που κατονόμασα. 

Υπέρ τίνος απέβη η ανατροπή αυτής της παράδοσης; Όχι υπέρ της κυριαρχίας του  αισθήματος, αλλά υπέρ της κατίσχυσης της βούλησης - η βούληση να πράττω ό,τι είναι οικουμενικά δίκαιο στην περίπτωση του Kant, αλλά και κάτι ακόμα βαθύτερο στην περίπτωση του Herder: η βούληση να ζει κανείς τη δική του περιφερειακή, τοπική ζωή, να αναπτύσσει τις δικές του eigentümlich [ιδιάζουσες] αξίες, να τραγουδά τα δικά του τραγούδια, να κυβερνάται από τους δικούς του νόμους στην πατρίδα του, να μην αφομοιώνεται σε κάποια μορφή ζωής που ανήκει στους πάντες και άρα σε κανέναν. Ελευθερία, επισήμανε κάποτε ο Hegel, σημαίνει bey sich selbst seyn - να είναι κανείς στο σπίτι του, να μην παρεμποδίζεται απ' ό,τι δεν είναι δικό του, από αλλότρια εμπόδια που παρεμβάλλονται στην αυτοπραγμάτωση ατόμων ή πολιτισμών. Η ιδέα του επίγειου παραδείσου, μιας χρυσής εποχής για το σύνολο της ανθρωπότητας, μιας ζωής στην οποία όλοι οι άνθρωποι ζουν ειρηνικά και αδελφωμένα, το ουτοπικό όραμα μιας σειράς στοχαστών από τον Πλάτωνα μέχρι τον Η. G. Wells, δεν συμβιβάζεται μ' αυτή την άποψη. Αυτή η απόρριψη του μονισμού επρόκειτο να οδηγήσει, με τον καιρό, από τη μια πλευρά στον συντηρητισμό του Burke και του Möser, ενώ από την άλλη στη ρομαντική αυτεπιβολή, στον εθνικισμό, στη λατρεία των ηρώων και στην καταπίεση των μειονοτήτων. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν είχε ακόμη συμβεί κατά τον 18ο αιώνα, η προάσπιση της ποικιλομορφίας, η αντίθεση στον οικουμενισμό, παραμένει πολιτιστική, φιλολογική, ιδεαλιστική και ανθρώπινη. 

Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ. 

ΜΙΑ ΓΙΓΑΝΤΙΑΙΑ ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΠΟΛΗ, ΜΕ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΣΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΗΣ.  

Η ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΟΡΟΥ ΔΥΣΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΦΡΑΓΚΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΕΚΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΙΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ.

 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠΙΓΕΙΑΣ ΖΩΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΜΠΡΑΞΗ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ ΤΗΣ ΓΗΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: