Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2019

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ (65)

Συνέχεια από: Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2019


ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
Του Enrico Berti.

Αναγκαιότης τής αντιφάσεως στόν Χέγκελ ( συνέχεια).    


Δίπλα στήν κριτική στήν «αρχή τής ταυτότητος ή τής αντιφάσεως» η Λογική και μεταφυσική τής Ιένας παρουσιάζει επίσης, για πρώτη φορά, την κριτική στην αρχή τοή τρίτου αποκλειομένου (α.τ.τ.α.) προορισμένη και αυτή να αναπτυχθεί περισσότερο στην Επιστήμη τής Λογικής. Σαν συνέπεια τής αποδοχής τής αντιφάσεως, ο Χέγκελ δέχεται και την δυνατότητα ενός «τρίτου» ανάμεσα στα δύο μέλη τής αντιφάσεως, το οποίο είναι «η απόλυτη, άμεση ενότητα, και τών δύο»[Κάτι σαν το Άγιο Πνεύμα τού Παπισμού]!

Η πιο διάσημη διατύπωση τής συλλήψεως, ας πούμε, τής «προκατηγορικής», τής αντιφάσεως στον Χέγκελ, υπάρχει στην διάσημη αρχή τής Επιστήμης τής λογικής, όπου φανερώνεται η αμοιβαία μετατρεψιμότητα τού καθαρού Είναι και του καθαρού Τίποτα και η "ένωση τους στο γίγνεσθαι"! Είναι πολύ γνωστές σελίδες και δεν θα τις μεταφέρουμε: γύρω από αυτές έγιναν αναρίθμητες κριτικές, ιδιαιτέρως από τους αριστοτελικούς τύπου Trendelenburg. Ας περιοριστούμε λοιπόν να παρατηρήσουμε ότι το «είναι και το μηδέν», τα οποία καθιστά ο Χέγκελ σαν πρώτους κατηγοριακούς προσδιορισμούς, δηλαδή σαν «ξεκίνημα» τής λογικής του χαρακτηρίζονται αποκλειστικώς από την ταυτότητα με τον εαυτό τους, που είναι ένα με την απροσδιοριστία τους και με την αμεσότητά τους, και είναι η αιτία τής μεταστροφής, τής μεταβολής τού καθενός από τα δύο στο άλλο, δηλαδή στο αντίθετό του! Ακριβώς λοιπόν επειδή καθένα από τα δύο το Είναι και το Μηδέν (το τίποτα) είναι μόνον ταυτόσημα με τον εαυτό τους, το «είναι….είναι… ούτε λίγο ούτε πολύ παρά το μηδέν» και «το μηδέν»…είναι…το ίδιο, δέν είναι παρά το καθαρό Είναι». Ξαναβρίσκουμε εδώ, σχεδόν με τους ίδιους όρους, την κριτική τού Γοργία στον Παρμενίδη, πλήρως δικαιωμένη από τον αφηρημένο χαρακτήρα, δηλαδή απροσδιόριστο, κενό, που είναι ακριβώς η ιδιότητα τού καθαρού Είναι (και του καθαρού Μηδενός) που είναι το τυπικό σημάδι τής λογικής τής ταυτότητος τού Παρμενίδη!

Ο ίδιος ο Χέγκελ, εξάλλου, δείχνει αμέσως συμμορφούμενος με την ταύτισή του τής λογικής τάξης των κατηγοριών με την χρονολογική τάξη τής ανακάλυψής τους, την ιστορική έκφραση αυτών των εννοιών: Οι Ελεάτες, και ιδιαιτέρως ο Παρμενίδης, για το καθαρό είναι και ο ανατολικός μηδενισμός, ιδιαιτέρως του Βουδισμού, για το απλό μηδέν. Και προσθέτει δοθείσης τής ευκαιρίας! «Η φιλοσοφική άποψη, λόγω τής οποίας ισχύει σαν μία αρχή ότι το Είναι είναι μόνον Είναι και το Μηδέν μόνον Μηδέν, αξίζει το όνομα τού συστήματος τής ταυτότητος! Αυτή η αφηρημένη ταυτότης είναι η ουσία τού πανθεϊσμού». Αλλά ο ίδιος ο Χέγκελ είναι σύμφωνος κατά βάθος με τους Ελεάτες, δηλαδή με το σύστημα τής ταυτότητος, αναγνωρίζοντας ότι δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε παρά μόνον από το απλό Είναι, για το οποίο δεν μπορούμε να βεβαιώσουμε παρά μόνον την ταυτότητα με τον εαυτό του! Αλλ’όμως καταλαβαίνει ότι αυτή η θέση είναι αδύνατον να υποστηριχθεί, καθότι οδηγεί αυτή η ίδια στην άρνηση της, δηλαδή στην ταύτιση τού Είναι με το μηδέν, δηλώνει αμέσως ότι σ’αυτή την νέα βάση είναι αναγκαία η αντίφαση! «Επειδή όμως η πρόταση: το Είναι και το Μηδέν είναι το ίδιο, εκφράζει την ταυτότητα αυτών των δύο ορισμών, αλλά στην πραγματικότητα τούς περιέχει και τούς δύο σαν διαφορετικούς, αυτή η πρόταση αντιφάσκει με τον εαυτό της και καταργείται». Και εδώ εμφανίζεται σχετικώς, εκ νέου η κριτική στην λογική μορφή τής προτάσεως, η οποία δεν «προορίζεται να εκφράσει τις θεωρητικές αλήθειες», διότι «η κρίση είναι μία σχέση ταυτότητος ανάμεσα στο υποκείμενο και το κατηγορούμενο» και αφήνει κατά μέρος το γεγονός ότι το υποκείμενο έχει άλλους ορισμούς πέραν αυτού του κατηγορουμένου, κ.τ.λ. Είναι περιττό να σημειώσουμε ότι και εδώ η αντίφαση κατέστη αναγκαία-και γι’αυτή την αναγκαιότητα δεν υπάρχουν αμφιβολίες- από το γεγονός ότι έχουν προσληφθεί σαν ξεκίνημα το ακαθόριστο Είναι και σαν μοναδικά δυνατή λογική μορφή της προτάσεως η κρίση τής ταυτότητος, θέσεις και οι δύο οι οποίες είναι χαρακτηριστικές τού «συστήματος τής ταυτότητος», στις εκφράσεις του τόσο τις αρχαίες (Ελεάτες) όσο και στίς μοντέρνες (ορθολογική φιλοσοφία).

Ενώ όμως «ο Παρμενίδης κρατούσε σταθερό και ακίνητο το Είναι» και «σύμφωνα με τον Παρμενίδη, όπως και με τον Σπινόζα, δεν θα έπρεπε να προχωρήσουμε από το είναι ή από την απόλυτη ουσία, στο αρνητικό, στο πεπερασμένο»,
χάρη στην αντίφαση μπορούμε να κινηθούμε, μάλιστα πρέπει να κινηθούμε, αλλά όχι όπως έκανε ο Φίχτε, ο οποίος περιορίστηκε να αντιθέσει στην καθαρή ταυτότητα του Α=Α την καθαρή αντίθεση, αλλά όπως έκανε στην αρχαιότητα ο Ηράκλειτος και όπως κάνει τώρα και ο Χέγκελ, βεβαιώνοντας το γίγνεσθαι σαν σύνθεση, δηλαδή ενότητα, ενυπάρχουσα και σταθερή τού είναι και του μηδενός. Όπως η λογική τής ταυτότητος οδηγεί στο ακραίο αντίθετό της, δηλαδή στην λογική τής καθαρής αντιφάσεως, έτσι και η φιλοσοφία τού καθαρού Είναι οδηγεί στο καθαρό αντίθετό του, δηλαδή στην φιλοσοφία τού καθαρού γίγνεσθαι.

Στην Επιστήμη τής λογικής, τέλος, αναπτύσσεται εκτενώς η κριτική στις αρχές τής μη-αντιφάσεως και του τρίτου αποκλειομένου, στο πλαίσιο εκείνου «τού δόγματος τής ουσίας» το οποίο πήρε την θέση εκείνης η οποία στην περίοδο της Ιένας ονομαζόταν ακόμη «μεταφυσική». Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε πλέον με το καθαρό είναι, δηλαδή με το άμεσο είναι, αλλά με την αλήθεια του Είναι, δηλαδή με το επινοηθέν είναι, μεσολαβημένο και επομένως καθορισμένο. Οι ορισμοί τής ουσίας ή τού ουσιώδους, είναι για τον Χέγκελ ξανά, η ταυτότης, η διαφορά (η οποία από αόριστη ή διαφορά, γίνεται ορισμένη ή αντίθεση) και την αντίφαση! Αυτές είναι το περιεχόμενο, δηλώνει ο Χέγκελ, εκείνων οι οποίοι, στην ορθολογική μοντέρνα φιλοσοφία ονομαζόταν «γενικοί νόμοι τής σκέψης», δηλαδή οι αρχές τής ταυτότητος, τής μη αντιφάσεως, τής διαφοράς (Λάϊμπνιτς) τού τρίτου αποκλειομένου και τής επαρκούς νοήσεως (ή του Θεμελίου).

Ο πρώτος ορισμός, δηλαδή η ταυτότης, συλλαμβάνεται από τον Χέγκελ σαν αφηρημένη ταυτότης, αποκλείουσα κάθε διαφορά, η οποία καταλήγει αναπόφευκτα στην άρνησή της, διότι η ταύτιση ενός πράγματος σημαίνει την διάκρισή του από τα άλλα (omnis determinatio est negatio). Αυτός ο προσδιορισμός εκφράζεται από την «αρχή τής ταυτότητος», η οποία παρατηρεί ο Χέγκελ «στην θετική της έκφραση τής Α=Α δεν είναι τίποτε άλλο παρά η έκφραση τής κενής ταυτολογίας». Αυτή εκφράζει έναν μονοσήμαντο ορισμό, δηλαδή διαθέτει μία τυπική αλήθεια, αφηρημένη, ατελή, διότι «η αλήθεια είναι πλήρης μόνον στην ενότητα τής ταυτότητος με την διαφορά». Είναι ακριβώς η ίδια η κριτική την οποία συναντήσαμε στην Διαφορά! Ακόμη και τα παραδείγματα τού Χέγκελ, «ένα δένδρο είναι ένα δένδρο» κ.τ.λ. είναι τα ίδια τής Λογικής και μεταφυσικής τής Ιένας, στα οποία τώρα προστίθεται «ο Θεός είναι-Θεός».
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου