Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2019

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (98)

Συνέχεια από Σάββατο, 9 Νοεμβρίου 2019
                                                             PAUL FRIEDLȀNDER
                                                                      ΠΛΑΤΩΝ
                                                               ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
                                                      ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
                                                  ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                                                   ΔΕΥΤΕΡΗ, ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
                                                             21. ΠΟΛΙΤΕΙΑ
                                                              (5η συνέχεια)
Αρχές τής πολιτειακής κοινότητας
Ακόμα και η μικρότερη ανθρώπινη κοινότητα προέρχεται απ’ την ανάγκη τού ανθρώπου πού δεν αρκείται στον εαυτό του. Τέσσερις ή πέντε αλληλοσυμπληρούμενοι στην τέχνη τους άνθρωποι αποτελούν την πρωταρχική, περιορισμένη στα πιο απαραίτητα, πόλη (Polis) (αναγκαιοτάτη πόλις). Που μεγαλώνει σύμφωνα με άλλα απαραίτητα και περαιτέρω αλληλοσυμπληρούμενα επαγγέλματα. Παραμένοντας ωστόσο ‘απλή’, τόσο απλή, ώστε η χαριτωμένα αστεία εικόνα τής καθημερινής ζωής και των εορτών της να προκαλή την αντίθεση του Γλαύκωνα. Για να αναπτυχθή απ’ την «υγιά» πόλη, όπως την ονομάζει ο Σωκράτης, ή απ’ τη «γουρουνίσια πόλη», όπως την καθυβρίζει ο Γλαύκων, μια δεύτερη, η «ηδυπαθής» (τρυφώσα) ή «φλεγμαίνουσα» πόλη. Χαρακτηριστικά είναι καί τα καινούργια επαγγέλματα που προστίθενται εδώ: μουσικοί, ποιητές, ραψωδοί, τεχνίτες, τροφοί και παραμάνες, κουρείς, μάγειροι, εκπρόσωποι με δυό λόγια εκείνων τών τεχνών, τις οποίες ο «Γοργίας» είχε ονομάσει «κολακευτικές τέχνες» και είχε αναγάγει στην αρχή τής απόλαυσης (464 C κ.ε.). Υπάρχουν όμως και οι γιατροί (373 D – «Ζώντας μ’ αυτόν τον τρόπο θα χρειαστούμε λοιπόν και γιατρούς, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι προηγουμένως; - Ασφαλώς.»), σε μια χειρότερη απ’ ό,τι στον «Γοργία» κοινότητα: στη φλεγμαίνουσα πόλη τούς χρειαζόμαστε πράγματι πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στην υγιά, στην οποία δεν είχαν αναφερθή μάλιστα καθόλου. Η γη καθίσταται για πολλούς απ’ τους κατοίκους πολύ μικρή· και διεκδικούν έτσι τη γη του γείτονα. Το πόσο κοντά βρίσκονται η απόλαυση και η πλεονεξία (Pleonexie), μας το είχε διδάξει ήδη ο «Γοργίας». Έτσι γεννιέται ο πόλεμος, και μ’ αυτόν αποκτούν οι πολεμιστές ή «φύλακες» μιαν ιδιαίτερη κοινωνική θέση. Τίθεται δε και το ερώτημα για το πώς «πρέπει να είναι η φύση τους», ώστε να είναι «καλοί» φύλακες· ο συνδυασμός «ανδρισμού» και «ηπιότητας» (πραότης) αποδεικνύεται εδώ αναγκαίος.
Εδώ λοιπόν που ξεκινά η αγωγή τών φυλάκων (376 C – «Φιλόσοφος δή καί θυμοειδής καί ταχύς καί ισχυρός ημίν τήν φύσιν έσται ο μέλλων καλός καγαθός έσεσθαι φύλαξ πόλεως»), και καθίσταται επί μακρόν συνομιλητής ο Αδείμαντος αντί για τον Γλαύκωνα, υπάρχει μια φυσική ‘στάση’, μια ανάπαυλα, όπου και αναρωτιόμαστε, τί να σημαίνη άραγες αυτή η αποκάλυψη των ‘αρχών’ για το σύνολο του διαλόγου.
«Αν θεωρήσουμε πως γεννάται, όχι στην εμπειρική πραγματικότητα αλλά στην ανώτερη πραγματικότητα του λόγου και της σκέψης η Πολιτεία (γιγνομένην λόγω), τότε θα διακρίνουμε πως γεννιούνται επίσης η δικαιοσύνη και η αδικία που συναρτώνται μαζί της» (369 Α – «Άρα λοιπόν, είπα εγώ, αν θεωρήσουμε πως γίγνεται η πόλη με τον λόγο, δεν θα δούμε να γίγνεται και η δικαιοσύνη και η αδικία της;»). Καλούμαστε λοιπόν να αντιληφθούμε την ύπαρξη (τη φύση, την ουσία) παρατηρώντας το γίγνεσθαι «απ’ το ξεκίνημα και την αρχή του»: μια αναγκαία και καθεαυτή πολυσήμαντη ανάπτυξη συμβαίνει μπροστά μας, που εκφράζεται καθώς κυριαρχεί για πρώτη φορά στην περιγραφή, επαναλαμβανόμενη συνεχώς, η λέξη φύσις (Physis), μαζί με το αντίστοιχό της ρήμα τής πρωτογενούς ανάπτυξης (κατά φύσιν, φύεσθαι) (370 Α κ.ε. – «Γιατί κατανοώ κι εγώ αυτό που είπες, ότι κατ’ αρχάς δεν είναι ο καθένας μας εκ φύσεως εντελώς όμοιος με τον άλλον, αλλά διαφορετικός ως προς τη φύση του, με σκοπό να πράττη ο καθένας ένα άλλο έργο· ή δεν έχεις και συ την ίδια γνώμη; - Την ίδια γνώμη έχω κι εγώ»). Ενώ προστίθενται, επίσης συνεχώς επαναλαμβανόμενες, εκφράσεις τού χρέους, της υποχρέωσης (χρεία, δείσθαι, προσδείσθαι, ενδεής) και της αναγκαιότητας (δεί). Γιατί έχουν τεθή στη «φύση», στην ύπαρξη ‘απαιτήσεις’, που πρέπει να εκπληρωθούν, για να φτάση το κάθε τι «στη φύση του». Τί μπορεί να σημαίνη όμως αυτή η ‘ανάπτυξη’ στη δομή τού σύνολου πλατωνικού έργου, εφ’ όσον δεν αναρωτιέται για τη γένεση της ανθρώπινης κοινότητας με την έννοια μιας οποιασδήποτε σύγχρονης, σημερινής κοινωνιολογίας ή προϊστορίας ο Πλάτων; Σημαίνει περίπου το εξής: Ότι απ’ αυτές τις αρχές αναπτύσσεται τελικά η πλατωνική πόλη (Polis), που είναι άρα ένα προϊόν, και όχι μια μηχανή. Και όπως καθορίζει πάντοτε κάθε γνήσια αρχή αυτό, του οποίου είναι αρχή, έτσι πρέπει να παραμένουν κι αυτές οι αρχές στην τέλεια πολιτεία.
Πρέπει ωστόσο να δούμε καλύτερα αυτό το γίγνεσθαι τής δικαιοσύνης. Εκεί απευθύνεται λοιπόν, μόλις υπάρξει η «υγιής πόλη», εκ νέου το ερώτημα: πού είναι, πού βρίσκεται η δικαιοσύνη (371 Ε 12 – «Πού βρίσκεται λοιπόν, αν υπάρξη κάποτε σ’ αυτήν (την πόλη), η δικαιοσύνη και η αδικία; Και με τί συνυπάρχει απ’ όσα ως τώρα είπαμε»); Η απάντηση δεν ακούγεται και τόσο ‘αποτελεσματική’: ο τόπος τής δικαιοσύνης βρίσκεται στην αμοιβαία χρεία και συναλλαγή (εν χρεία) εκείνων τών αλληλοσυμπληρουμένων επαγγελμάτων. Κι αυτό είναι λιγότερο μάλλον απ’ ό,τι έχει ήδη ειπωθή στον «Θρασύμαχο»: όπου αποτελούσαν οι συναλλαγές, η κοινότητα και η ανάγκη (συμβόλαια, κοινωνία, χρεία Ι 333 Α κ.ε.) την ‘περιοχή’ τής δικαιοσύνης. Δεν είμαστε στην πραγματικότητα ακόμα στο σημείο, όπου μπορούν να ειπωθούν περισσότερα. Γιατί δικαιοσύνη με την αυστηρή έννοια υπάρχει κατ’ αρχάς, όταν υπάρχη λόγος (Logos). Γιατί όμως τίθεται ήδη εδώ γενικώς το ερώτημα για τον ‘τόπο’ τής δικαιοσύνης και απαντάται κιόλας, έστω και τόσο προσωρινά ακόμα; - Ως αρχή τής δικαιοσύνης θα αποδειχθή αργότερα ο αυτοπεριορισμός κάθε κοινωνικής θέσης στην πολιτεία, αλλά και κάθε ‘περιοχής’ στην ψυχή στη δική της, ιδιαίτερη ‘σφαίρα επιρροής’. Υπάρχει λοιπόν ήδη εδώ σ’ ένα πρώιμο σχήμα η ίδια αυτή αρχή, ότι «πράττει ο καθένας το δικό του». Τα χειροτεχνικά προϊόντα είναι αφθονώτερα και ομορφώτερα, όταν μετέρχεται ο καθένας μόνον αυτό που αντιστοιχεί στη φύση του (370 C – «Γι’ αυτό λοιπόν κάθε πράγμα παράγεται αφθονώτερα και καλύτερα και ταχύτερα, όταν ο καθένας πράττη αυτό που ανήκει στη φύση του, και στον κατάλληλο καιρό, χωρίς να ασχολείται με όλα τα άλλα»). Είναι φυσικώς εμφυτευμένο λοιπόν και γι’ αυτό ανήκει ουσιαστικά σε κάθε γνήσια ανθρώπινη κοινότητα το «να πράττης το ‘δικό’ σου», που θα αναπτυχθη μετά, στην πλατωνική μορφή τής ιδανικής πολιτειακής κοινότητας, ως την ωριμότητα.
Αυτή η αρχή, ότι «ο καθένας πράττει το δικό του», μπορεί να παρερμηνευτή βέβαια κακόβουλα ως φιλαυτία ή υπερήφανη ανεξαρτησία. Ο καθένας όμως μπορεί «να πράττη το δικό του» είτε για το δικο του όφελος είτε για το κοινό καλό: έτσι διακρίνει ο Σωκράτης, σχεδόν απ’ την αρχή, αυτές τις δυό δυνατότητες (369 Ε 2 – 370 Α 4: «ένα έκαστον τούτων δεί τό αυτού έργον άπασι κοινόν κατατιθέναι. οίον τόν γεωργόν ένα όντα παρασκευάζειν σιτία τέτταρσιν και τετραπλάσιον χρόνον τε καί πόνον αναλίσκειν επί σίτου παρασκευή καί άλλοις κοινωνείν…»). Κατόπιν επαναλαμβάνεται συνεχώς η λέξη «κοινός» και οι διαιρέσεις της (369 Ε 5 – 370 D 6 – 371 B 5 – E 2)· η έκφραση «συμμερίζομαι» αναφέρεται στην ίδιαν αρχή (371 Β 4 – «Τί θα γίνη λοιπόν; Πώς θα μεταδώσουν μέσα στην ίδια την πόλη ο ένας στον άλλον αυτό που κατασκευάζουν, που γι’ αυτό φτιάξαμε κοινωνία και κατοικήσαμε την πόλη;»)· ενώ η έκφραση «όχι για τον εαυτό μου» είναι το αρνητικό της αντίστοιχο (370 C 9 – «Δεί δή τά οίκοι μή μόνον εαυτοίς ποιείν ικανά, αλλά καί οία καί όσα εκείνοις (τοίς ξένοις) ών άν δέωνται»). Μόνον όταν συμμορφώνεται προς το κοινό καλό είναι το «να πράττης το δικό σου» μια αρχή που διαπλάθει κοινότητα, και παραμένει έτσι σε συνεχώς ανώτερα βαθμό. Ακριβώς εκεί όπου θα έχουν ‘παρελάσει’ από μπροστά μας ο «μύθος τού σπηλαίου» και η ερμηνεία του και θα ‘εντεταλθή’ τότε το έργο τού φιλοσόφου στην αληθινή πολιτεία, θα ακουστούν και οι φράσεις: «θα συμμεριστούν ο ένας τον άλλον» (VII 519 E 4 – «ποιών μεταδιδόναι αλλήλοις τής ωφελείας, ήν άν έκαστοι τό κοινόν δυνατοί ώσιν ωφελείν…»), κι ότι «πρέπει να φροντίζουν για τους άλλους» (520 Α 8 – «αλλά δίκαια πρός αυτούς ερούμεν, προσαναγκάζοντες τών άλλων επιμελείσθαι τε και φυλάττειν…»), κι ότι θα απαγορευθή «να στραφή ο καθένας όπου επιθυμεί» (520 Α 3 – «ουχ ίνα αφίη τρέπεσθαι όπη έκαστος βούληται…»). Ας σκεφτούμε λοιπόν, πόσο ‘πολύ’ απ’ αυτό το «ύψιστο» υπάρχει ήδη στην πιο πρώιμη βαθμίδα οικοδομής τής πόλης.
Αυτό που ανακαλύπτει εδώ ο πλατωνικός Σωκράτης, ανήκει στο πλατύ ρεύμα αναζήτησης (αναλογισμού) τών αρχών τού ανθρώπινου πολιτισμού (Kultur). Αναζήτηση που ξεκινά στους Έλληνες με τους μύθους τού Ησιόδου για τις εποχές και τους αιώνες και για τον Προμηθέα, και συνεχίζεται στα ποιήματα, που κατέστησαν φορέα πολιτισμού τον Ορφέα. Ο Αισχύλος στον «Προμηθέα» κι ο Σοφοκλής στο μεγάλο χορικό τής «Αντιγόνης» μετατρέπουν αυτό το αρχέγονο γεγονός σε τραγικό. Αυτό που υπήρξε προϊστορικός μύθος στο έπος (Epos) και την τραγωδία, γίνεται στον Αναξαγόρα και τον Αρχέλαο ένα μέρος ορθολογικής προϊστορίας, και ο Δημόκριτος συνεχίζει αυτήν τη γραμμή, μπορεί και ο Πρωταγόρας πριν απ’ αυτόν, παρ’ όλο που παραμένει αμφίβολο, πόσα πράγματι ανάγονται σ’ αυτόν, απ’ όσα αφηγείται ο πλατωνικός Πρωταγόρας. Γιατί ακόμα κι αν υφίσταται ένα απροσδιόριστο μέτρο παραδοσιακού Αγαθού στη μυθική, πρώιμη ιστορία τού Πρωταγόρα, το Αγαθό κατέστη ωστόσο πλατωνική ‘περιουσία’. Και πόσο πλησιάζει σ’ αυτόν τον μύθο (τού Πρωταγόρα) το οικοδόμημα της αρχικής πόλης, καθώς εμφανίζονται τα ίδια πέντε πρωτογενή επαγγέλματα κι εδώ κι εκεί, συνδεδεμένα μάλιστα κατά την ίδια σχεδόν διαδοχική σειρά!
Ας παρατηρήσουμε τώρα, με ποιον τρόπο παρουσιάζει ο Σωκράτης αυτήν την ανθρώπινη προϊστορία, και πώς ‘ελέγχουν’ αυτήν την ‘επινόησή’ του οι ακροατές του. «Ίσως είναι έτσι», απαντά ο Αδείμαντος (370 Α 5), μπροστά σε κείνην την ελάχιστη κοινότητα, τη βασισμένη στην αρχή τού επιμερισμού τής εργασίας· και το ίδιο «ίσως» επαναλαμβάνεται, καθώς ερμηνεύει από εδώ και πέρα ως «τέλεια» την κάπως διευρυμένη, πρωτογενή κοινότητά του ο Σωκράτης (371 Ε 9). Αποδέχεται μάλιστα ο ίδιος ο Σωκράτης το δεύτερο «ίσως», για να θυμηθούμε τότε, ότι ξεκίνησε ολόκληρη την ‘κατασκευή’ του μ’ ένα τέτοιο «ίσως» (368 Ε 7 – «Ίσως τοίνυν πλείων άν δικαιοσύνη εν τώ μείζονι ενείη καί ράων καταμαθείν…»). Δεν εμφανίζεται άρα τόσο ξαφνικά η σφοδρή αντίρρηση του Γλαύκωνα, όπως θα μπορούσε να φανή, αν δεν ‘ακούσουμε’ εκείνο το επαναλαμβανόμενο «ίσως».
Κοιτάζοντας προς το παρελθόν τής σωκρατικής κατασκευής τής αρχέγονης πολιτείας, αποδείχθηκε ως πρώιμη βαθμίδα ο μύθος που αφηγείται ο Πρωταγόρας. Κοιτάζοντας προς το μέλλον, δημιουργείται απ’ την πρωτογενή κοινότητα της πόλης, που γεννάται αναγκαίως κατά τον Σωκράτη, η ιδανική πόλη, που διαφυλάσσει τον εκτεταμένο πια διαχωρισμό τών επαγγελμάτων, και ανυψώνει τη δικαιοσύνη, που έχει ήδη εγκθιδρυθή σε μια πρώιμη μορφή, ως την κυρίαρχη αρετή. Καθώς κορυφώνεται το σύνολο, θα χαρακτηρίση ο Σωκράτης τον τρόπο ύπαρξης αυτής τής ιδανικής πόλης με μιαν εξίσου απέριττα επιτυχημένη όσο και αμετάφραστη (απ’ τα ελληνικά σε άλλη γλώσσα) έκφραση, όπου συνενώνονται ο μύθος και ο λόγος (ήν μυθολογούμεν λόγω 501 Ε 4). «Αλληλοεισχωρούν» λοιπόν ήδη στην κατώτατη βαθμίδα ο μύθος και ο λόγος ή η σοβαρότητα και το παιχνίδι, κι εκείνο το επαναλαμβανόμενο «ίσως» είναι ένα σύμβολο γι’ αυτήν την «αλληλοεισχώρηση». Μετά απ’ όλ’ αυτά έχει σχεδόν ήδη απαντηθή το πολυσυζητημένο ερώτημα, τί σημαίνει τελικά αυτή η «υγιής πολιτεία», που την αποκαλεί μια «πολιτεία χοίρων» ο Γλαύκων. Το να έχη δη σε μιαν οποιαδήποτε εποχή τής ζωής του ο Πλάτων, κάτι σαν μιαν ‘επιθυμητή μορφή’ πολιτειακής κοινότητας – με την έννοια μιας ουτοπίας ή ενός κοινωνικού συμβολαίου – σ’ αυτήν την αρχέγονη συνένωση ανθρώπων, είναι εξίσου αδιανόητο, όσο και η οποιαδήποτε αναφορά στο ότι περιγελούσε ή περιελάμβανε (αντίθετα) στην κατασκευή του την πολιτειακή ουτοπία ενός στοχαστή ή ποιητή. Τέτοιες υποθέσεις μάς αποπλανούν μόνον απ’ το να κατανοήσουμε, ότι γεννιέται εδώ μπροστά μας, φυσικώς αναπτυσσόμενη, η πρώιμη μορφή τής δίκαιης πολιτείας, έτσι όπως έχει «ίσως» υπάρξει. Κι όταν μιλά ‘χονδροειδώς’ για μια «πόλη χοίρων» ο Γλαύκων, κατονομάζει την υγιή πολιτειακή κοινότητα μέσα απ’ τη διάθεση ή το φρόνημα εκείνης τής ‘ευχαρίστησης’ ή ‘απόλαυσης’, που θα ‘κατασκευάση’, μέσα απ’ την υγιά, την ‘αναφλεγμένη’ κοινότητα.
Τί δηλώνει όμως τελικά αυτή η αλληλουχία τών δύο σταδίων ανάπτυξης; Πρέπει να εκφράζη κι εδώ κάτι βασικό, και όχι ιστορικό ή μάλιστα πολεμικό ο Πλάτων. Η υγιής πολιτεία περιέχει σε μιαν πρώιμη μορφή την αρχή τής «δικαιοσύνης», χωρίς όμως ακόμα τον λόγο (Logos), άρα όχι ως αρετή, με την έννοια του ολοκληρωμένου Είναι. Είναι λοιπόν «φυσικό» το ότι επιβάλλεται η αρχέγονη ορμή τής σωματικής ύπαρξης, η «απόλαυση», απ’ την οποίαν προέρχεται τελικά η «αδικία», σε κείνην την ανασφαλή (ακόμα) μορφή τής κοινότητας. Είναι (μάλιστα) η ίδια περίπτωση, που θα οδηγήση αργότερα, στη βαθμίδα του λόγου, απ’ την αληθινή πολιτεία στις αποτυχημένες πολιτειακές μορφές! (( Δεν υφίσταται φιλοσοφία, φιλόσοφος βίος, χωρίς αυτοκυριαρχία… )) Στηρίζεται άρα κι αυτή η αντίθεση στη «φύση». Όπως όμως ακόμα ζη, και η χειρότερη ανάμεσα στις αποτυχημένες μορφές, απ’ την τελευταία αναλαμπή τής καθαρής μορφής, έτσι δεν είναι και στη δική μας βαθμίδα ‘κενή’ κάθε υγιούς υποστάσεως η «ασθενής» πολιτειακή κοινότητα. Ο πόλεμος γεννιέται απ’ το Κακό. Αλλά είναι και σ’ αυτόν αμφίβολο, αν επενεργή μόνον το Κακό (373 Ε). Και επιπλέον, ενεργοποιείται πάλι αμέσως κατά την επιλογή τών φυλάκων η αρχή τής υγιούς πολιτείας. Δεν γίνεται π.χ. – όπως συμβαίνει ωστόσο στις περισσότερες εμπειρικές πολιτείες - ο αγρότης ή ο τσαγκάρης ταυτόχρονα πολεμιστής. Αλλά διαχωρίζεται η θέση τού πολεμιστή, για να μην πράττη ο Ένας Πολλά. Εφαρμόζονται τελικά στους φύλακες εκείνα τα αντίθετα, και είναι αναγκαίο ακριβώς γι’ αυτό να συνενωθούν στην «πολικότητά» τους χαρακτηριστικά, τα οποία καθίστανται «αρετές» στην ύψιστη βαθμίδα, το γενναίο φρόνημα κι ο ζήλος τής μαθήσεως, παρ’ όλο που η ‘σύγκριση’ με τον οικιακό σκύλο μάς διδάσκει, πόσο πολύ κινούμαστε (ακόμα) στο πεδίο τών πρώιμων μορφών (375 Ε – «Γιατί γνωρίζεις για τα γενναία σκυλιά, ότι είναι από τη φύση τους πάρα πολύ ήσυχα στους φίλους και γνωστούς, ενώ προς τους αγνώστους είναι το αντίθετο. – Και βέβαια το γνωρίζω. – Δεν είναι άρα αδύνατο, ούτε παρά φύσιν να ζητάμε να είναι έτσι και ο φύλακας. – Έτσι φαίνεται.»). Βλέπουμε έτσι πως επενεργεί στις ηδυπαθείς ή ασθενείς και άρρωστες πολιτειακές κοινότητες εκείνη η αντίθετη δύναμη, που πρέπει να κατασταλή, για να μπορή να θεμελιωθή το πλατωνικό βασίλειο. ‘Ομως η ορμή, η επιθυμία που σκοπεύει στην απόλαυση, και η ενέργεια (Energie), η τάση να κινηθούμε προς τα εμπρός (θυμοειδές), δεν μπορούν άρα και δεν πρέπει μάλιστα να εξολοθρευτούν, αλλά πρέπει να καθοδηγηθούν μάλλον στη θέση τους, ώστε να τελειοποιηθή το σύνολο.
Δεν ‘τελειούται’ άρα μόνον η «υγιής» στην «αληθινή» πολιτειακή κοινότητα, αλλά και η «ηδυπαθής», απογυμνωμένη βέβαια αυτή απ’ τα σφάλματά της, «κεκαθαρμένη» (399 Ε 5).
( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου