Συνέχεια από: Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2019
Η ώρα τού κόσμου
Η ώρα τού κόσμου
Του
Frank Schirrmacher
Αφιερωμένος
στο φως και όμως καλούσε τούς αρουραίους*
Τα
βάσανα και ο έρωτας τού Gottfried
Benn στά κρίσιμα χρόνια
1930-1937 (γ)
Η
κατονομή τής εργασίας του είναι ιδιαίτερα
οικονομική. Στις 12 Ιουνίου του 1935 είχε
ενημερώσει την Tilly Wedekind:
«Χθες βράδυ ήταν πιο άνετα. Στις 11:45
διαλύθηκε η παρέα, στις 12:30 ήμουν σπίτι.
Ήπια λίγο, δεν είχα πονοκέφαλο σήμερα.
Το περιβάλλον αρκετά πιο απλό σε σχέση
με αυτό τής Πέμπτης». Και δίνει στην
παραλήπτη μια ακατανόητη συμβουλή, να
κάψει αμέσως τα γράμματα του, «αν και
τίποτα κακό ή πολιτικό δεν βρίσκεται
εκεί μέσα». Η συμβουλή του αυτή γίνεται
κατανοητή, αν διαβάσουμε το γράμμα που
έστειλε την ίδια μέρα στην Elinor
Büller. Το
γράμμα είναι ταυτόσημο, μόνο που στην
Elinor δεν γράφει πως ήπιε
«λίγο», αλλά «πολύ λίγο».
Είναι
πολύ συχνά έτσι. «Morchen»
και «Tillerchen» λαμβάνουν
σχεδόν πάντα ταυτόσημες επιστολές, αν
και απέναντι στον Oelze τίς
διακρίνει: η μια είναι «ουράνιος», η
άλλη «γήινος» έρωτας. Όταν αισθάνεται
μοναξιά προσκαλεί την Elinor,
και την ίδια μέρα, εξορκίζει την Tilly,
που δεν ξέρει τι γίνεται: «Σου επιτρέπω
να έρθεις μετά από 14 μέρες!» Όταν τον
επισκέπτεται μια από τις ερωμένες, ο
επίατρος είναι προσεκτικός: «Θα έρθω
να σε πάρω. Μόνο τσάντα. Θα πάμε με τα
πόδια!»
Αλλά
χρησιμοποιεί και τον Oelze.
«Αν θα έρθω, αμφίβολο», του γράφει όσο
ο Oelze ήταν στην περιοχή
Harz. «Σας παρακαλώ, γράψτε
μου αναλυτικά πως είναι εκεί, γιατί
πρέπει να πω πως είχα πάει». Ταυτόχρονα
πρέπει να κατευθύνει κάπου την ζήλια
της Elinor Büller
που έχει κατά του φίλου του, γιατί
αφιέρωσε σε αυτόν, και όχι σε εκείνην
την νέα του συλλογή ποιημάτων. Της
γράφει, προσπαθώντας να την εξευμενίσει,
«πως δια των επιστολών θα κρατήσει τον
Oelze σε απόσταση. Αρχίζει
να μου γίνεται βαρετός. Ότι είχε να με
διδάξει για τον εαυτό μου, με δίδαξε».
Όταν το 1937 εξομολογείται στην άναυδη
φίλη του τον προκείμενο γάμο του με την
Herta von
Wedemeyer, ακολουθούν εκτενείς
δικαιολογίες, γιατί πρέπει να παντρευτεί,
παραγνωρίζοντας πλήρως την κατάσταση.
«Γιατί αν την απορρίψω, θα ξεκινήσει
πάλι η ίδια μιζέρια, όπως πριν, η πλήρης
μοναξιά, η οικονομική ανέχεια με σκισμένα
ρούχα, λεκέδες στην στολή».
Όλα
αυτά είναι μια φάρσα, και με ευχαρίστηση
αναλαμβάνει τον περίεργο ρόλο του. Τα
βράδια κάθεται ο Gottfried
Benn με τις κυρίες τών
αξιωματικών και μιλά για «την στοργική
οικογενειακή ζωή τού Hans
Albers με την μητερούλα του»,
οργανώνει βραδιές για κυρίους στο
κρασοπωλείο Wolf και εκδρομές
στην περιοχή. Όλα αυτά τα περιγράφει.
Αλλά αυτό που όλοι θέλουν να ακούσουν
, δεν το γράφει ποτέ: πότε και πως βρίσκει
το δρόμο προς στα ποιήματα του, τα οποία
γράφει στους κενούς χώρους αυτής της
ύπαρξης, τι πετάχτηκε, τι ξεκίνησε, τι
ολοκληρώθηκε. Τι πραγματικά κάνει, τα
βράδια, όταν προσκαλεί σφυρίζοντας τους
αρουραίους, τι οικοδομείται και
σχηματίζεται στο μυαλό του- γι’ αυτά
τίποτα.
Ο
πενηντάρης Benn ισχυρίζεται
στις επιστολές αυτές, πως όλα αυτά είναι
αποχαιρετισμός, τέλος, εξάντληση τών
τελευταίων του δυνάμεων. «Γράφω λίγο»,
αναφέρει στον Oelze τον
Απρίλιο του 1936 και προσθέτει: «Κλαίω
μέσα στο όνειρο». Με απίστευτη όμως
αντοχή περιμένει να συμβεί κάτι.
Διερωτάται συχνά, σε μια απελπισμένη
επιστολή προς την Elinor
Büller, «αν
το νέο θα αναδυθεί». Με ικανοποίηση
διαπιστώνει τα χτυπήματα, τις δυσκολίες,
το υφέρπον δηλητήριο τής δυστυχισμένης
ζωής. Η αντι-διανοουμενίστικη στάση την
οποία επέλεξε, τον εμποδίζει να γίνει
πιο σαφής. Από τους αποδέκτες όμως τών
επιστολών του δεν μπορούσε να ξεφύγει πως αποσιωπούσε την μεγάλη καταστροφή
της ζωής του. Αυτός που με ικανοποιημένη
αηδία μιλά για τον Hans
Albers και τις παρδαλές
βραδιές, είχε τρία χρόνια πριν χαιρετίσει
τον εθνικοσοσιαλισμό με τα εξής λόγια:
«Ο άνθρωπος θέλει να είναι μεγάλος, αυτό
είναι το μεγαλείο του. Η εσωτερική του
προσπάθεια είναι αφιερωμένη αναπόφευκτα
στο απόλυτο.» Ήταν σαφές σε όλους τούς
συμμετέχοντες, πώς ως κοινωνική παρουσία,
αυτός που κάποτε θριάμβευε, τώρα ήταν
πια γελοίος.
Χωρίς
να το παραδέχεται, είχε αναμφίβολα
τύψεις. Και στους υπερβολικούς του
φόβους πως τον καταδιώκουν, που φτάνουν
μέχρι τις φαντασιώσεις πως τον εκτελούν,
μιλά και η νοσταλγία για την χαμένη
ακεραιότητα. Ντρεπόταν που πήρε το μέρος
ενός ταξικού κινήματος, και κάποτε θα
πρέπει να κατάλαβε πως δεν ήταν μόνο
θέμα γούστου, αλλά πως διαπράττονταν
εγκλήματα. Αυτό το γεγονός είχε καταστρέψει
την προηγούμενη καισαρική-μηδενιστική
στάση. Από τούδε και στο εξής κατέστησε
τον εαυτό του θύμα τών κοσμικών εξελίξεων:
ένα θύμα που έφερε μέσα του τις τύψεις
τού δράστη. Και πάνω ακριβώς σε αυτό το
σημείο θλάσης αναδύθηκε εκείνη η
επιδεικτική αδιαφορία, που φάνταζε
σχεδόν παθολογική, με την οποία οπλίστηκε,
πάνω απ’ όλα εναντίον τού εαυτού του.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου