Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2019

Αντίφαση και διαλεκτική στους αρχαίους και στους μοντέρνους (71)

Συνέχεια από: Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2019

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
Του Enrico Berti.
Αναγκαιότης τής αντιφάσεως στόν Χέγκελ ( συνέχεια).    

3.  Μάς μένει τώρα λοιπόν να δούμε, εν συντομία, τι πράγμα εννόησε ο Χέγκελ για διαλεκτική και σε τι συνίσταται ακριβώς η προσφορά του στην ανανέωσή της. Δηλαδή πώς γεννήθηκε η νέα διαλεκτική, η οποία έμελλε να γίνει τυπικώς μοντέρνα. Για να εκτιμήσουμε αυτή την τελευταία, είναι αναγκαίο να την θέσουμε σε αντιπαράθεση με την αρχαία διαλεκτική. Μάλιστα δε μέ την αξιολόγηση τήν οποία ο ίδιος ο Χέγκελ έδωσε στην αρχαία διαλεκτική! Είναι ενδιαφέρον πράγματι να δούμε ότι ο Χέγκελ υπολογίζει σαν διαλεκτική ακόμη και αυτή που προηγήθηκε και επομένως δεν υπολογίζει τον εαυτό του σαν τον θεμελιωτή τής διαλεκτικής, παρότι διακρίνει στην προηγούμενη δύο πλευρές, τις οποίες ονομάζει αντιστοίχως εξωτερική και immanente, και πότε αρνητική και θετική, θεωρώντας τον εαυτό του κληρονόμο της δεύτερης. Θα στηριχθούμε στην έκθεση αυτής τής ανανέωσης τής διαλεκτικής, σε μεγάλο μέρος, στα μαθήματα τής ιστορίας τής φιλοσοφίας!

Η διαλεκτική γεννήθηκε, σύμφωνα με τον Χέγκελ, στην Ελεατική σχολή, η οποία ανέπτυξε πρώτη “ τήν καθαρή κίνηση τής σκέψης σε “έννοιες”, αντιπαραθέτοντάς την στο αισθητό φαινόμενο: αυτή η διαλεκτική όμως πήρε μορφή όχι τόσο από τον Ξενοφάνη, στον οποίο ο Χέγκελ αποδίδει την διάσημη αρχή ex nihil, η οποία υπολογίζεται από αυτόν σαν έκφραση μιας “ διαλεκτικής τής ταυτότητος” αλλά ούτε και από τον Παρμενίδη, ο οποίος είχε την έμπνευση να ταυτίσει το Είναι με την σκέψη, όσο με τον Ζήνωνα τής Ελέας, ο οποίος πρώτος ανακάλυψε την διαλεκτική. Ενώ ο Παρμενίδης, πράγματι, περιοριζόταν στην επιβεβαίωση τής θέσεώς του απορρίπτοντας αυτό που τής αντιστεκόταν, ο Ζήνων αντιθέτως, έφτανε στην απόδειξη τής θέσεως τού Παρμενίδη αναιρώντας αυτό που τής αντιτίθετο,  αποδεικνύοντας δηλαδή τήν εσωτερική αντίφαση. Αυτή για τον Χέγκελ δέν αποδεικνύει ότι το λάθος είναι λάθος καθότι αντίθετο στο αληθές, δηλαδή μέσω μίας εξωτερικής προόδου, αλλά ότι το λάθος είναι λάθος καθαυτό, μέσω μίας προόδου εσωστρεφούς σ ’αυτό!

Σ ’αυτό το σημείο ο Χέγκελ εισάγει την διάκριση ανάμεσα στην εξωτερική διαλεκτική ή υποκειμενική, κατά την οποία η κίνηση τής σκέψης, δηλαδή η απόδειξη, λαμβάνει χώρα μόνον “στην κατανόησή μας”, χρησιμοποιώντας υπολογισμούς, εξωτερικούς στο αντικείμενο, και την αντικειμενική διαλεκτική (ή immanente), κατά την οποία αντιθέτως η απόδειξη αντλείται από την ουσία την ίδια τού πράγματος, δηλαδή από την “καθαρή έννοια τού περιεχομένου” και δεν χρησιμοποιεί σχέσεις, νόμους, εξωτερικούς λόγους. Η πρώτη, σύμφωνα με τον Χέγκελ, χρησιμοποιήθηκε ιδίως από τους Σοφιστές, ενώ η δεύτερη, η οποία είναι η αληθινή διαλεκτική, από τους Ελεάτες, ιδιαιτέρως από τον Ζήνωνα, και είναι η ίδια η οποία θα είχε παρουσιαστεί στην συνέχεια από τον Πλάτωνα στόν Παρμενίδη. Αυτή η δεύτερη διαλεκτική παρόλα αυτά, τουλάχιστον αυτό προκύπτει από το κείμενο τού Michelet, έχει με την σειρά της μία πλευρά αρνητική και μία θετική. Η πρώτη συνίσταται στην φανέρωση τής αντιφάσεως ενός αντικειμένου και στον ισχυρισμό ότι αυτή είναι η απόδειξη τού λάθους της, δηλαδή τής μηδενικότητός της, όπως έκανε ο Ζήνων σχετικά με την κίνηση. Η δεύτερη όμως συνίσταται στη φανέρωση τής αντιφατικότητος ενός αντικειμένου και στον ισχυρισμό ότι αυτή είναι η απόδειξη τής πραγματικότητάς του, τής αλήθειας του, όπως έκανε πάντοτε σε σχέση με την κίνηση ο Ηράκλειτος. Αυτή η δεύτερη διάκριση, παρόλα αυτά μοιάζει να συγχέεται με την πρώτη, όπως για παράδειγμα όταν ο Χέγκελ, παρομοιάζοντας τον Ζήνωνα με τον Ηράκλειτο, δηλώνει: “Η διαλεκτική τού Ζήνωνος αρπάζεται σε καθορισμούς οι οποίοι βρίσκονται μέσα στο ίδιο το περιεχόμενο, παρόλα αυτά μπορεί να ονομασθεί και υποκειμενική διαλεκτική καθώς τελείται στο σκεπτόμενο υποκείμενο”. Και πράγματι ο Ζήνων, αφού απέδειξε την αντιφατικότητα τής κινήσεως, την υπολόγισε μόνον σαν φαινομενική, δηλαδή υποκειμενική, ενώ ο Ηράκλειτος την κατέστησε τήν αληθινή και μοναδική αντικειμενική πραγματικότητα. Μοιάζει λοιπόν να καταλαβαίνουμε ότι ο Χέγκελ θεωρεί την διαλεκτική τού Ζήνωνος αντικειμενική, διότι αποδεικνύει την αντίφαση ενυπάρχουσα (immanente) στην κίνηση και υποκειμενική διότι δηλώνει αυτή την αντίφαση αιτία τού καθαρού φαινομενικού χαρακτήρος τής κινήσεως! Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Χέγκελ, εκθέτοντας εκτεταμένα τα διάσημα επιχειρήματα τού Ζήνωνος ενάντια στην κίνηση, τα οποία αποδεικνύουν τήν αντίφαση , φαίνεται να υπολογίζει σαν ισχύουσα “ τήν γενική λύση τήν οποία έδωσε ο Αριστοτέλης σε αυτή τήν αντίφαση” και η οποία συνίσταται στον υπολογισμό τού απείρου μόνον εν δυνάμει: τήν υπερασπίζεται μάλιστα από τις κατηγορίες τού Bayle. Προφανώς για τον Χέγκελ, η “λύση” τής αντιφάσεως δεν σημαίνει τήν καταστροφή της, όπως για τον Αριστοτέλη, αλλά  δείχνει τήν δυνατότητα, μάλιστα δε την ανάγκη: και αυτό για τους λόγους που είδαμε στις προηγούμενες σελίδες!

 Συνεχίζεται. 
 Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου