Συνέχεια από:Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2019
Ολοκληρώνοντας αυτή την σύντομη εξέταση τού Εγελιανού δόγματος τής αντιφάσεως, δεν μπορούμε να μην τονίσουμε-δεν είναι ένα παιχνίδι λέξεων-μία εσωτερική αντίφαση στην ίδια την θέση τού Χέγκελ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θέλει να σταθεροποιεί την αποφασιστικότητα αυτού που λέει, δηλαδή την συνθήκη τού νοήματος, και επομένως τής επικοινωνίας. “Μόνο αυτό το οποίο είναι τελείως καθορισμένο- δηλώνει στην φαινομενολογία τού πνεύματος- είναι και εξωτερικό, κατανοητό από όλους και ικανό να γίνει γνωστό από όλους και ιδιοκτησία όλων. Η οδός τής επιστήμης είναι η νοητή μορφή, μία οδός ανοιχτή σε όλους και ίση με όλους”. Σε αυτό αντιτίθεται στον Σελλινγκ, για τον οποίο δηλώνει: “ Βλέπουμε τώρα να προσδίδεται κάθε αξία στην καθολική ιδέα σε αυτή τη μορφή τής μή πραγματικότητος, και γινόμαστε μάρτυρες στην διάλυση όλου αυτού που είναι διαφοροποιημένο και καθορισμένο ...ο υπολογισμός τού καθορισμένου οποιουδήποτε υπάρχοντος όντος όπως δίδεται στο Απόλυτο, μειώνεται δηλώνοντας ότι έχει γίνει λόγος παρόλα αυτά σαν κάποιου τινός. Αλλά εν τω μεταξύ στο απόλυτο, στο A = Α, δεν υπάρχουν κάποιες δυνατότητες, διότι το όλον είναι Ένα,αντιθέτοντας στην διακεκριμένη και ολοκληρωμένη γνώση, ή στην γνώση η οποία προσπαθεί και απαιτεί την ολοκλήρωσή της, αυτή την ράτσα τής γνώσης, ότι δηλαδή στο Απόλυτο το παν είναι ίσο- ή να επινοηθεί ένα δικό του Απόλυτο για τη νύχτα στην οποία, όπως λέγεται, όλες οι αγελάδες είναι μαύρες, όλο αυτό είναι η αθωότης μιας μοιραίας γνώσης”.
Επιπλέον δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Χέγκελ θεωρεί αναγκαίο, για να δώσει μία καθορισμένη και συγκεκριμένη σημασία σε αυτό που λέγεται, να αποφύγει την αντίφαση. Μία από τις πλέον σκληρές κριτικές, για παράδειγμα που απευθύνει σε έναν αντίπαλο, είναι η ακόλουθη! “ Βεβαιώνεται συγχρόνως (στον μοντέρνο σκεπτικισμό τού Schulze) μία γνώση σύμφωνα με την οποία η ύπαρξη και η φύση τών πραγμάτων είναι καθαυτές προφανείς, και μία άλλη σύμφωνα με την οποία αυτή η ύπαρξη και η φύση δεν είναι καθόλου προφανείς καθαυτές. Δεν είναι δυνατόν να φανταστούμε καμία αντίφαση πιο πλήρη και κανένα πέρασμα στη μεταφυσική πιο στραβό “ για αυτό υπογραμμίστηκε, δικαίως, ότι στον Χέγκελ υπάρχει μία “ πρόσληψη μη αντιφατική τής μη αντιφάσεως”, η οποία είναι διαφορετική από την “ αντιφατική πρόσληψη τής μή αντιφάσεως”, η οποία είναι εκείνη που διενεργεί η νόηση όταν βεβαιώνει την άγονη ταυτότητα κάθε πράγματος με τον εαυτό του ή την διαφοροποίησή του εν τη απουσία κάθε ποιοτικού καθορισμού!
Μόνο το γεγονός όμως ότι ο Χέγκελ προσθέτει και συγκεντρώνει , έστω και μη αντιφατικά, και την πραγματικότητα επίσης, δηλαδή την αλήθεια της αντιφάσεως, είναι ήδη καθαυτό, μία αντίφαση στους όρους, η οποία καταστρέφει την ίδια την μη αντιφατικότητα της συνθέσεως, της συγκεντρώσεως. Γιατί άραγε, η σύνθεση, η πρόσληψη αυτή πρέπει να είναι μη αντιφατική; Για να είναι καθορισμένη. Επομένως ή αντίφαση είναι το απροσδιόριστο. Όμως τότε προσλαμβάνοντας μη αντιφατικώς την πραγματικότητα τής αντιφάσεως σημαίνει να προσλάβουμε καθορισμένα την πραγματικότητα τού ακαθόριστου, και εάν “όλα τα πράγματα είναι καθαυτά αντιφατικά”, όλο αυτό με το οποίο προσλαμβάνεται καθορισμένως η πραγματικότης είναι ακαθόριστο, έτσι ώστε εν τέλει όλο αυτό που προσλαμβάνεται καθορισμένως είναι εντελώς ακαθόριστο και η καθοριστικότης χάνεται πλήρως. Δεν μπορούν δηλαδή να σταθούν μαζί η μη αντιφατικότης τής πρόσληψης και η αντιφατικότης τού προσλαμβανόμενου, εάν αυτό το τελευταίο υπολογίζεται αληθινό, δηλαδή πραγματικό, διότι οι λόγοι τού ενός καταστρέφουν το άλλο. Αυτή η πρόσληψη, επομένως, είναι πολύ διαφορετική από εκείνη, πλήρως νόμιμη, αυτού που προσλαμβάνει την αντίφαση σαν αντικείμενο ανάλυσης, χωρίς όμως να της αποδίδει πραγματικότητα ή αλήθεια: αυτή η τελευταία πρόσληψη, η οποία είναι εκείνη που επεξεργάστηκε ο Αριστοτέλης, είναι στ' αλήθεια μή αντιφατική, ενώ εκείνη του Χέγκελ, την στιγμή κατά την οποία επικαλείται την αντίφαση σαν κανόνα αληθείας ( regula veri), γίνεται, εάν θέλει να είναι αληθινή, αντιφατική αυτή η ίδια. Η αιτία αυτής της ασυνέπειας είναι προφανώς το γεγονός ότι παραμένει δεμένος, στην μονοσήμαντη και στατική λογική ελεατικής καταγωγής και μαζί η προσπάθειά του να την ξεπεράσει, προκειμένου να κερδίσει την πολυσημαντότητα και την κινητικότητα τοΎ πραγματικού, χωρίς να εγκαταλείπει την προϋπόθεση τής αντιφατικότητος τής πολλαπλότητας και τής κινήσεως.
Συνεχίζεται με την Διαλεκτική!
ΘΑ ΦΑΝΕΙ ΙΣΩΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑ ΑΛΛΑ ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΟΦΕΙΛΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ ΣΑΝ ΕΝΑ ΑΝΑΓΚΑΙΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ.
ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
Του Enrico Berti.
Αναγκαιότης τής αντιφάσεως στόν Χέγκελ ( συνέχεια).
Του Enrico Berti.
Αναγκαιότης τής αντιφάσεως στόν Χέγκελ ( συνέχεια).
Ολοκληρώνοντας αυτή την σύντομη εξέταση τού Εγελιανού δόγματος τής αντιφάσεως, δεν μπορούμε να μην τονίσουμε-δεν είναι ένα παιχνίδι λέξεων-μία εσωτερική αντίφαση στην ίδια την θέση τού Χέγκελ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θέλει να σταθεροποιεί την αποφασιστικότητα αυτού που λέει, δηλαδή την συνθήκη τού νοήματος, και επομένως τής επικοινωνίας. “Μόνο αυτό το οποίο είναι τελείως καθορισμένο- δηλώνει στην φαινομενολογία τού πνεύματος- είναι και εξωτερικό, κατανοητό από όλους και ικανό να γίνει γνωστό από όλους και ιδιοκτησία όλων. Η οδός τής επιστήμης είναι η νοητή μορφή, μία οδός ανοιχτή σε όλους και ίση με όλους”. Σε αυτό αντιτίθεται στον Σελλινγκ, για τον οποίο δηλώνει: “ Βλέπουμε τώρα να προσδίδεται κάθε αξία στην καθολική ιδέα σε αυτή τη μορφή τής μή πραγματικότητος, και γινόμαστε μάρτυρες στην διάλυση όλου αυτού που είναι διαφοροποιημένο και καθορισμένο ...ο υπολογισμός τού καθορισμένου οποιουδήποτε υπάρχοντος όντος όπως δίδεται στο Απόλυτο, μειώνεται δηλώνοντας ότι έχει γίνει λόγος παρόλα αυτά σαν κάποιου τινός. Αλλά εν τω μεταξύ στο απόλυτο, στο A = Α, δεν υπάρχουν κάποιες δυνατότητες, διότι το όλον είναι Ένα,αντιθέτοντας στην διακεκριμένη και ολοκληρωμένη γνώση, ή στην γνώση η οποία προσπαθεί και απαιτεί την ολοκλήρωσή της, αυτή την ράτσα τής γνώσης, ότι δηλαδή στο Απόλυτο το παν είναι ίσο- ή να επινοηθεί ένα δικό του Απόλυτο για τη νύχτα στην οποία, όπως λέγεται, όλες οι αγελάδες είναι μαύρες, όλο αυτό είναι η αθωότης μιας μοιραίας γνώσης”.
Επιπλέον δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Χέγκελ θεωρεί αναγκαίο, για να δώσει μία καθορισμένη και συγκεκριμένη σημασία σε αυτό που λέγεται, να αποφύγει την αντίφαση. Μία από τις πλέον σκληρές κριτικές, για παράδειγμα που απευθύνει σε έναν αντίπαλο, είναι η ακόλουθη! “ Βεβαιώνεται συγχρόνως (στον μοντέρνο σκεπτικισμό τού Schulze) μία γνώση σύμφωνα με την οποία η ύπαρξη και η φύση τών πραγμάτων είναι καθαυτές προφανείς, και μία άλλη σύμφωνα με την οποία αυτή η ύπαρξη και η φύση δεν είναι καθόλου προφανείς καθαυτές. Δεν είναι δυνατόν να φανταστούμε καμία αντίφαση πιο πλήρη και κανένα πέρασμα στη μεταφυσική πιο στραβό “ για αυτό υπογραμμίστηκε, δικαίως, ότι στον Χέγκελ υπάρχει μία “ πρόσληψη μη αντιφατική τής μη αντιφάσεως”, η οποία είναι διαφορετική από την “ αντιφατική πρόσληψη τής μή αντιφάσεως”, η οποία είναι εκείνη που διενεργεί η νόηση όταν βεβαιώνει την άγονη ταυτότητα κάθε πράγματος με τον εαυτό του ή την διαφοροποίησή του εν τη απουσία κάθε ποιοτικού καθορισμού!
Μόνο το γεγονός όμως ότι ο Χέγκελ προσθέτει και συγκεντρώνει , έστω και μη αντιφατικά, και την πραγματικότητα επίσης, δηλαδή την αλήθεια της αντιφάσεως, είναι ήδη καθαυτό, μία αντίφαση στους όρους, η οποία καταστρέφει την ίδια την μη αντιφατικότητα της συνθέσεως, της συγκεντρώσεως. Γιατί άραγε, η σύνθεση, η πρόσληψη αυτή πρέπει να είναι μη αντιφατική; Για να είναι καθορισμένη. Επομένως ή αντίφαση είναι το απροσδιόριστο. Όμως τότε προσλαμβάνοντας μη αντιφατικώς την πραγματικότητα τής αντιφάσεως σημαίνει να προσλάβουμε καθορισμένα την πραγματικότητα τού ακαθόριστου, και εάν “όλα τα πράγματα είναι καθαυτά αντιφατικά”, όλο αυτό με το οποίο προσλαμβάνεται καθορισμένως η πραγματικότης είναι ακαθόριστο, έτσι ώστε εν τέλει όλο αυτό που προσλαμβάνεται καθορισμένως είναι εντελώς ακαθόριστο και η καθοριστικότης χάνεται πλήρως. Δεν μπορούν δηλαδή να σταθούν μαζί η μη αντιφατικότης τής πρόσληψης και η αντιφατικότης τού προσλαμβανόμενου, εάν αυτό το τελευταίο υπολογίζεται αληθινό, δηλαδή πραγματικό, διότι οι λόγοι τού ενός καταστρέφουν το άλλο. Αυτή η πρόσληψη, επομένως, είναι πολύ διαφορετική από εκείνη, πλήρως νόμιμη, αυτού που προσλαμβάνει την αντίφαση σαν αντικείμενο ανάλυσης, χωρίς όμως να της αποδίδει πραγματικότητα ή αλήθεια: αυτή η τελευταία πρόσληψη, η οποία είναι εκείνη που επεξεργάστηκε ο Αριστοτέλης, είναι στ' αλήθεια μή αντιφατική, ενώ εκείνη του Χέγκελ, την στιγμή κατά την οποία επικαλείται την αντίφαση σαν κανόνα αληθείας ( regula veri), γίνεται, εάν θέλει να είναι αληθινή, αντιφατική αυτή η ίδια. Η αιτία αυτής της ασυνέπειας είναι προφανώς το γεγονός ότι παραμένει δεμένος, στην μονοσήμαντη και στατική λογική ελεατικής καταγωγής και μαζί η προσπάθειά του να την ξεπεράσει, προκειμένου να κερδίσει την πολυσημαντότητα και την κινητικότητα τοΎ πραγματικού, χωρίς να εγκαταλείπει την προϋπόθεση τής αντιφατικότητος τής πολλαπλότητας και τής κινήσεως.
Συνεχίζεται με την Διαλεκτική!
ΘΑ ΦΑΝΕΙ ΙΣΩΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑ ΑΛΛΑ ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΟΦΕΙΛΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ ΣΑΝ ΕΝΑ ΑΝΑΓΚΑΙΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου