Συνέχεια από: Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019
ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
Του Enrico Berti.
Αναγκαιότης τής αντιφάσεως στόν Χέγκελ ( συνέχεια).
Ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος είναι και η διαπραγμάτευση τού Αριστοτέλη από τον Χέγκελ, παρότι σ’αυτή δεν γίνεται ποτέ λόγος για διαλεκτική: προφανώς η αριστοτελική διαλεκτική, η οποία εκτίθεται στα Τοπικά και στους Σοφιστικούς ελέγχους, στον Χέγκελ φάνταζε ολωσδιόλου εξωτερική, υποκειμενική και τυπική! Δεν μπορούμε βεβαίως να ισχυρισθούμε τα ίδια για την επιρροή την οποία άσκησε ο Αριστοτέλης στήν διαλεκτική δημιουργία ολόκληρης τής φιλοσοφίας του, την οποία αντιθέτως ο Χέγκελ εκτιμά υπερβολικά, μέχρι του σημείου να δηλώνει πώς «εάν η φιλοσοφία υπολογιζόταν στα σοβαρά, δεν θα υπήρχε πράγμα πιό άξιο από μία σειρά μαθημάτων στον Αριστοτέλη, τον σπουδαιότερο ανάμεσα στούς αρχαίους φιλοσόφους». Ο Χέγκελ ενδιαφέρεται πρώτα απ’όλα να διευκρινίσει ότι, παρότι ο Αριστοτέλης χρησιμοποιήθηκε πολύ από τούς Σχολαστικούς, «όλες οι προεκτάσεις τού Σχολαστικισμού και το σύνολο τής νοητικής μεταφυσικής και τής τυπικής λογικής δεν έχουν σχέση με τον Αριστοτέλη». Στήν συνέχεια δηλώνει ότι υπολογίζει τήν μεταφυσική ή τήν οντολογία τού Αριστοτέλη, σαν αυτό πού ο ίδιος ο Χέγκελ ονομάζει «λογική» δηλαδή τήν διαλεκτική λογική, τήν θεωρητική, τήν πραγματική και εγκωμιάζει σαν σοβαρές εκφράσεις, βαθύτατες αυτής τής λογικής, έννοιες όπως η ύλη και η μορφή, δυνάμει και ενεργεία, τέλος, ζωή και πάνω απ’όλα ενέργεια. Μάλιστα δε φθάνει στο σημείο να εγκωμιάσει την κριτική τού Αριστοτέλη στον Ηράκλειτο. «Το γίγνεσθαι τού Ηράκλειτου-δηλώνει-είναι ένας προσδιορισμός ουσιαστικώς σωστός, αλλά στήν αλλαγή λείπει ακόμη ο προσδιορισμός τής ενότητος με τόν εαυτό της…Από όπου διακρίνεται αμέσως ότι ο Αριστοτέλης (Μετφ. IV, 3-6) προτίθεται να πολεμήσει ιδιαιτέρως με τον Ηράκλειτο και με άλλους, όταν λέει ότι το είναι και το μη-είναι δεν είναι το ίδιο πράγμα…καί σ’αυτό θεμελιώνει τήν διάσημη αρχή τής μη-αντιφάσεως: ένας άνθρωπος δεν είναι ταυτοχρόνως ένα πλοίο. Φαίνεται καθαρά ότι δεν έχει κατά νού να μιλήσει για το καθαρό Είναι ή το καθαρό μη-Είναι, γι’αυτήν την αφαίρεση η οποία είναι ουσιωδώς μόνον το πέρασμα, από το ένα στο άλλο : αυτό που είναι, είναι γι’αυτόν ουσιωδώς η ουσία, η ιδέα, η νόηση, κάποτε σάν τελική κίνηση».
Εδώ ο Χέγκελ δέχεται, μέ τόν Αριστοτέλη τήν αρχή τής μη-αντιφάσεως σαν συνθήκη τού καθορισμού και δηλώνει ότι αυτή δεν ισχύει για το καθαρό Είναι και το καθαρό μη-Είναι, δηλαδή για το απολύτως ακαθόριστο, αλλά ισχύει μόνον για την ουσία, δηλαδή για το καθορισμένο Είναι. Είναι η ανάγκη, την οποία συναντήσαμε ήδη, τού προσδιορισμού, και επομένως τής μη-αντιφάσεως. Μόνον πού στην συνέχεια, όπως είναι γνωστό, επειδή omnis determinatio est negatio, στον Αριστοτέλη υπεισέρχεται ο Σπινόζα και επιστρέφει σ’εκείνη τήν διανοητική λογική η οποία υποχρεώνει να θεωρήσουμε τον προσδιορισμό σάν αντίφαση.
Έκφραση αυτής τής τελευταίας τάσης είναι η αξιολόγηση, ολότερα αντίθετη με όσα δήλωσε στην αρχή, την οποία δίνει ο Χέγκελ τής λογικής τού Αριστοτέλη. Από το ένα μέρος ανανωρίζει ότι «ούτε ο Αριστοτέλης εννοεί μία ξερή ταυτότητα τής αφηρημένης νοήσεως...μία παρόμοια νεκρή ταυτότης δεν είναι ότι πιο αξιοπρεπές να αποδώσουμε στον Θεό. Αυτό ακριβώς είναι η ενέργεια. Εάν ο Αριστοτέλης είχε θέσει σαν αρχή τήν ευτελέσταση και κενή ταυτότητα τής νοήσεως…δεν θα είχε φθάσει ποτέ στην θεωρητική ιδέα να θέσει την ατομικότητα και την δραστηριότητα (ενέργεια) πάνω από την καθολική δυνατότητα». Αλλά από το άλλο, υπολογίζει την λογική τού Αριστοτέλη σαν επιστήμη τής «αφηρημένης σκέψης», την συνείδηση «τής αφηρημένης δραστηριότητος τής καθαρής νοήσεως». Κρίνει σαν παντελώς διανοητικές τις αριστοτελικές θεωρίες τών κατηγοριών, τής κρίσεως, τού συλλογισμού και κρίνει τα "τοπικά" σαν μία εργασία «πολύτιμη και χρήσιμη, ιδιαιτέρως για τήν μόρφωση τών ρητόρων και για την εκμάθηση τής αργολογίας, καθότι…θέτει εις θέσιν να γίνουν αντιληπτές αμέσως σε ένα αντικείμενο διάφορες πλευρές και να μακρηγορούν πάνω σ’αυτές τις πλευρές. Έτσι λοιπόν αυτή η τέχνη σύμφωνα με τον Αριστοτέλη περιέχεται στην διαλεκτική, την οποία ονομάζει όργανο για την αλίευση από τις αληθοφανείς προτάσεις και συμπεράσματα». Ας παρατηρήσουμε την τέλεια σύμπτωση ανάμεσα σ’αυτή την ερμηνεία της διαλεκτικής τού Αριστοτέλη και εκείνη που έδωσε ο Κάντ.-
Ο Χέγκελ αναγνωρίζει, άλλη μία φορά ότι ο Αριστοτέλης «διακρίνοντας και ορίζοντας» έλυσε τις αντιφάσεις που διατύπωσαν οι Μεγαρείς. Αλλά αμέσως προσθέτει : «οι διάσημοι νόμοι της αντιφάσεως… έτσι χωρισμένοι δεν έχουν αλήθεια!» Και εισέρχεται σε πολεμική με τα εγχειρίδια τής λογικής, αναφέροντάς τα ρητώς, όπως και με τον Κάντ, τον οποίο υπονοεί, επειδή θεώρησαν τήν αριστοτελική λογική σαν απλώς τυπική, ενώ κατά την άποψή του έχει το αντίθετο λάθος, δηλαδή τής λείπει η μορφή, έχοντας πάρα πολύ περιεχόμενο, με την έννοια ότι δεν επανέφερε σε ενότητα τήν πολλαπλότητα τών ξεχωριστών περιεχομένων τής σκέψης. Μιλώντας δε για τις κατηγορίες δηλώνει: «ακόμη και στα αριστοτελική βιβλία αυτές οι μορφές εκτίθενται μόνον σαν γενικοί καθορισμοί τής σκέψης, τις οποίες απομονώνει η αφηρημένη διάνοια. Αυτή όμως δεν είναι η λογική τής θεωρητικής σκέψης, δηλαδή τής νοήσεως καθότι διαφορετική θεωρητικής σκέψης, δηλαδή της νοήσεως καθότι διαφορετική από την διανόηση. Διότι αυτή βασίζεται στην ταυτότητα τής διάνοιας, σύμφωνα με την οποία τίποτε δεν μπορεί να είναι σε αντίφαση με τον εαυτό του». Και μιλώντας για τον συλλογισμό: «αυτός ο συλλογισμός διαπραγματευόμενος νοητικά, όπως συναντάται στην συνηθισμένη λογική μορφή είναι μόνον η διανοητική μορφή τής νοήσεως, πολύ διαφορετική όπως θα δούμε από τον αληθινό νοητικό συλλογισμό. «Αυτός ο τελευταίος, όπως φαίνεται από την παραπομπή, είναι η πρόταση α: b = b: c, την οποία ο Πλάτων στον Τίμαιο όρισε σαν τον πιο όμορφο από τους δεσμούς, καθότι δένει τόν εαυτό του με τα πράγματα πού δένονται από αυτόν. Ο Χέγκελ ερμηνεύει αυτή την πρόταση σαν ταυτότητα η οποία καθορίσθη μέσω τού μέσου, ανάμεσα στα αντίθετα άκρα, άρα σαν αντίφαση, ενώ είναι ξεκάθαρο ότι ο Πλάτων αναφερόταν μόνον στην εναλλαγή μεταξύ τους, έτσι ώστε είναι αλήθεια ότι b:a= c:b, χωρίς να υπάρχει καμία αντίφαση σ’αυτό.
Ο Αριστοτέλης λοιπόν-ολοκληρώνει ο Χέγκελ-είναι ο θεμελιωτής της διανοητικής λογικής. Οι τύποι τής οποίας περιέχουν μόνον τις αμοιβαίες σχέσεις τού πεπερασμένου, ούτε δε μπορούν να δεχθούν την αλήθεια! Αλλά αμέσως μετά προσθέτει : «παρ’όλα αυτά οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι η φιλοσοφία τού Αριστοτέλη δεν στηρίζεται κατ’ελάχιστον σ’αυτή την διανοητική πλευρά. Δεν πρέπει λοιπόν να πιστέψουμε ότι αυτοί είναι, οι τύποι τού συλλογισμού μέσω τών οποίων αυτός σκέφτηκε! Εάν τούς είχε ακολουθήσει δεν θα ήταν εκείνος ο θεωρητικός φιλόσοφος που αναγνωρίσαμε σ’αυτόν, δεν θα είχε κατορθώσει να διατυπώσει καμία από τις θεωρίες του, ούτε να έχει κάποια πρόοδο, εάν είχε περιοριστεί στις μορφές αυτής της συνηθισμένης λογικής». Μ’αυτόν τον τρόπο ο Χέγκελ βλέπει στον Αριστοτέλη μία αντίθεση ανάμεσα στην λογική του και την οντολογία του, κάτι που είναι δύσκολο να υποστηριχθεί ιστορικά, διότι οι κατηγορίες της λογικής είναι οι θεμελιώδεις σημασίες του Είναι, και οι δεσμοί οι οποίοι εκφράζονται στις κρίσεις και στους συλλογισμούς δεν είναι άλλο παρά οι σχέσεις συμπερίληψης ή αποκλεισμού που υπάρχουν ανάμεσα στα γένη και τα είδη ή ανάμεσα στις ιδιότητες τους, όπως ακριβώς η αρχή τής μη-αντιφάσεως και τού τρίτου αποκλειομένου δεν είναι άλλο παρά η έκφραση τής μη-αντιφάτικότητος και τής αντιθέσεως του πραγματικού. Παρά την εισαγωγική προειδοποίηση στην αρχή τής εκθέσεώς του, ο Χέγκελ έπεσε και αυτός, σχετικά με την αριστοτελική λογική, στο λάθος το οποίο επέκρινε ο ίδιος σχετικά με τα άλλα μέρη της αριστοτελικής φιλοσοφίας, εκείνο δηλαδή το οποίο απέδιδε στον Αριστοτέλη τα δόγματα τής Σχολαστικής, τής μεσαιωνικής και τής μοντέρνας, την διανοουμενίστικη δηλαδή λογική τής αφηρημένης ταυτότητος!
ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
Του Enrico Berti.
Αναγκαιότης τής αντιφάσεως στόν Χέγκελ ( συνέχεια).
Ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος είναι και η διαπραγμάτευση τού Αριστοτέλη από τον Χέγκελ, παρότι σ’αυτή δεν γίνεται ποτέ λόγος για διαλεκτική: προφανώς η αριστοτελική διαλεκτική, η οποία εκτίθεται στα Τοπικά και στους Σοφιστικούς ελέγχους, στον Χέγκελ φάνταζε ολωσδιόλου εξωτερική, υποκειμενική και τυπική! Δεν μπορούμε βεβαίως να ισχυρισθούμε τα ίδια για την επιρροή την οποία άσκησε ο Αριστοτέλης στήν διαλεκτική δημιουργία ολόκληρης τής φιλοσοφίας του, την οποία αντιθέτως ο Χέγκελ εκτιμά υπερβολικά, μέχρι του σημείου να δηλώνει πώς «εάν η φιλοσοφία υπολογιζόταν στα σοβαρά, δεν θα υπήρχε πράγμα πιό άξιο από μία σειρά μαθημάτων στον Αριστοτέλη, τον σπουδαιότερο ανάμεσα στούς αρχαίους φιλοσόφους». Ο Χέγκελ ενδιαφέρεται πρώτα απ’όλα να διευκρινίσει ότι, παρότι ο Αριστοτέλης χρησιμοποιήθηκε πολύ από τούς Σχολαστικούς, «όλες οι προεκτάσεις τού Σχολαστικισμού και το σύνολο τής νοητικής μεταφυσικής και τής τυπικής λογικής δεν έχουν σχέση με τον Αριστοτέλη». Στήν συνέχεια δηλώνει ότι υπολογίζει τήν μεταφυσική ή τήν οντολογία τού Αριστοτέλη, σαν αυτό πού ο ίδιος ο Χέγκελ ονομάζει «λογική» δηλαδή τήν διαλεκτική λογική, τήν θεωρητική, τήν πραγματική και εγκωμιάζει σαν σοβαρές εκφράσεις, βαθύτατες αυτής τής λογικής, έννοιες όπως η ύλη και η μορφή, δυνάμει και ενεργεία, τέλος, ζωή και πάνω απ’όλα ενέργεια. Μάλιστα δε φθάνει στο σημείο να εγκωμιάσει την κριτική τού Αριστοτέλη στον Ηράκλειτο. «Το γίγνεσθαι τού Ηράκλειτου-δηλώνει-είναι ένας προσδιορισμός ουσιαστικώς σωστός, αλλά στήν αλλαγή λείπει ακόμη ο προσδιορισμός τής ενότητος με τόν εαυτό της…Από όπου διακρίνεται αμέσως ότι ο Αριστοτέλης (Μετφ. IV, 3-6) προτίθεται να πολεμήσει ιδιαιτέρως με τον Ηράκλειτο και με άλλους, όταν λέει ότι το είναι και το μη-είναι δεν είναι το ίδιο πράγμα…καί σ’αυτό θεμελιώνει τήν διάσημη αρχή τής μη-αντιφάσεως: ένας άνθρωπος δεν είναι ταυτοχρόνως ένα πλοίο. Φαίνεται καθαρά ότι δεν έχει κατά νού να μιλήσει για το καθαρό Είναι ή το καθαρό μη-Είναι, γι’αυτήν την αφαίρεση η οποία είναι ουσιωδώς μόνον το πέρασμα, από το ένα στο άλλο : αυτό που είναι, είναι γι’αυτόν ουσιωδώς η ουσία, η ιδέα, η νόηση, κάποτε σάν τελική κίνηση».
Εδώ ο Χέγκελ δέχεται, μέ τόν Αριστοτέλη τήν αρχή τής μη-αντιφάσεως σαν συνθήκη τού καθορισμού και δηλώνει ότι αυτή δεν ισχύει για το καθαρό Είναι και το καθαρό μη-Είναι, δηλαδή για το απολύτως ακαθόριστο, αλλά ισχύει μόνον για την ουσία, δηλαδή για το καθορισμένο Είναι. Είναι η ανάγκη, την οποία συναντήσαμε ήδη, τού προσδιορισμού, και επομένως τής μη-αντιφάσεως. Μόνον πού στην συνέχεια, όπως είναι γνωστό, επειδή omnis determinatio est negatio, στον Αριστοτέλη υπεισέρχεται ο Σπινόζα και επιστρέφει σ’εκείνη τήν διανοητική λογική η οποία υποχρεώνει να θεωρήσουμε τον προσδιορισμό σάν αντίφαση.
Έκφραση αυτής τής τελευταίας τάσης είναι η αξιολόγηση, ολότερα αντίθετη με όσα δήλωσε στην αρχή, την οποία δίνει ο Χέγκελ τής λογικής τού Αριστοτέλη. Από το ένα μέρος ανανωρίζει ότι «ούτε ο Αριστοτέλης εννοεί μία ξερή ταυτότητα τής αφηρημένης νοήσεως...μία παρόμοια νεκρή ταυτότης δεν είναι ότι πιο αξιοπρεπές να αποδώσουμε στον Θεό. Αυτό ακριβώς είναι η ενέργεια. Εάν ο Αριστοτέλης είχε θέσει σαν αρχή τήν ευτελέσταση και κενή ταυτότητα τής νοήσεως…δεν θα είχε φθάσει ποτέ στην θεωρητική ιδέα να θέσει την ατομικότητα και την δραστηριότητα (ενέργεια) πάνω από την καθολική δυνατότητα». Αλλά από το άλλο, υπολογίζει την λογική τού Αριστοτέλη σαν επιστήμη τής «αφηρημένης σκέψης», την συνείδηση «τής αφηρημένης δραστηριότητος τής καθαρής νοήσεως». Κρίνει σαν παντελώς διανοητικές τις αριστοτελικές θεωρίες τών κατηγοριών, τής κρίσεως, τού συλλογισμού και κρίνει τα "τοπικά" σαν μία εργασία «πολύτιμη και χρήσιμη, ιδιαιτέρως για τήν μόρφωση τών ρητόρων και για την εκμάθηση τής αργολογίας, καθότι…θέτει εις θέσιν να γίνουν αντιληπτές αμέσως σε ένα αντικείμενο διάφορες πλευρές και να μακρηγορούν πάνω σ’αυτές τις πλευρές. Έτσι λοιπόν αυτή η τέχνη σύμφωνα με τον Αριστοτέλη περιέχεται στην διαλεκτική, την οποία ονομάζει όργανο για την αλίευση από τις αληθοφανείς προτάσεις και συμπεράσματα». Ας παρατηρήσουμε την τέλεια σύμπτωση ανάμεσα σ’αυτή την ερμηνεία της διαλεκτικής τού Αριστοτέλη και εκείνη που έδωσε ο Κάντ.-
Ο Χέγκελ αναγνωρίζει, άλλη μία φορά ότι ο Αριστοτέλης «διακρίνοντας και ορίζοντας» έλυσε τις αντιφάσεις που διατύπωσαν οι Μεγαρείς. Αλλά αμέσως προσθέτει : «οι διάσημοι νόμοι της αντιφάσεως… έτσι χωρισμένοι δεν έχουν αλήθεια!» Και εισέρχεται σε πολεμική με τα εγχειρίδια τής λογικής, αναφέροντάς τα ρητώς, όπως και με τον Κάντ, τον οποίο υπονοεί, επειδή θεώρησαν τήν αριστοτελική λογική σαν απλώς τυπική, ενώ κατά την άποψή του έχει το αντίθετο λάθος, δηλαδή τής λείπει η μορφή, έχοντας πάρα πολύ περιεχόμενο, με την έννοια ότι δεν επανέφερε σε ενότητα τήν πολλαπλότητα τών ξεχωριστών περιεχομένων τής σκέψης. Μιλώντας δε για τις κατηγορίες δηλώνει: «ακόμη και στα αριστοτελική βιβλία αυτές οι μορφές εκτίθενται μόνον σαν γενικοί καθορισμοί τής σκέψης, τις οποίες απομονώνει η αφηρημένη διάνοια. Αυτή όμως δεν είναι η λογική τής θεωρητικής σκέψης, δηλαδή τής νοήσεως καθότι διαφορετική θεωρητικής σκέψης, δηλαδή της νοήσεως καθότι διαφορετική από την διανόηση. Διότι αυτή βασίζεται στην ταυτότητα τής διάνοιας, σύμφωνα με την οποία τίποτε δεν μπορεί να είναι σε αντίφαση με τον εαυτό του». Και μιλώντας για τον συλλογισμό: «αυτός ο συλλογισμός διαπραγματευόμενος νοητικά, όπως συναντάται στην συνηθισμένη λογική μορφή είναι μόνον η διανοητική μορφή τής νοήσεως, πολύ διαφορετική όπως θα δούμε από τον αληθινό νοητικό συλλογισμό. «Αυτός ο τελευταίος, όπως φαίνεται από την παραπομπή, είναι η πρόταση α: b = b: c, την οποία ο Πλάτων στον Τίμαιο όρισε σαν τον πιο όμορφο από τους δεσμούς, καθότι δένει τόν εαυτό του με τα πράγματα πού δένονται από αυτόν. Ο Χέγκελ ερμηνεύει αυτή την πρόταση σαν ταυτότητα η οποία καθορίσθη μέσω τού μέσου, ανάμεσα στα αντίθετα άκρα, άρα σαν αντίφαση, ενώ είναι ξεκάθαρο ότι ο Πλάτων αναφερόταν μόνον στην εναλλαγή μεταξύ τους, έτσι ώστε είναι αλήθεια ότι b:a= c:b, χωρίς να υπάρχει καμία αντίφαση σ’αυτό.
Ο Αριστοτέλης λοιπόν-ολοκληρώνει ο Χέγκελ-είναι ο θεμελιωτής της διανοητικής λογικής. Οι τύποι τής οποίας περιέχουν μόνον τις αμοιβαίες σχέσεις τού πεπερασμένου, ούτε δε μπορούν να δεχθούν την αλήθεια! Αλλά αμέσως μετά προσθέτει : «παρ’όλα αυτά οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι η φιλοσοφία τού Αριστοτέλη δεν στηρίζεται κατ’ελάχιστον σ’αυτή την διανοητική πλευρά. Δεν πρέπει λοιπόν να πιστέψουμε ότι αυτοί είναι, οι τύποι τού συλλογισμού μέσω τών οποίων αυτός σκέφτηκε! Εάν τούς είχε ακολουθήσει δεν θα ήταν εκείνος ο θεωρητικός φιλόσοφος που αναγνωρίσαμε σ’αυτόν, δεν θα είχε κατορθώσει να διατυπώσει καμία από τις θεωρίες του, ούτε να έχει κάποια πρόοδο, εάν είχε περιοριστεί στις μορφές αυτής της συνηθισμένης λογικής». Μ’αυτόν τον τρόπο ο Χέγκελ βλέπει στον Αριστοτέλη μία αντίθεση ανάμεσα στην λογική του και την οντολογία του, κάτι που είναι δύσκολο να υποστηριχθεί ιστορικά, διότι οι κατηγορίες της λογικής είναι οι θεμελιώδεις σημασίες του Είναι, και οι δεσμοί οι οποίοι εκφράζονται στις κρίσεις και στους συλλογισμούς δεν είναι άλλο παρά οι σχέσεις συμπερίληψης ή αποκλεισμού που υπάρχουν ανάμεσα στα γένη και τα είδη ή ανάμεσα στις ιδιότητες τους, όπως ακριβώς η αρχή τής μη-αντιφάσεως και τού τρίτου αποκλειομένου δεν είναι άλλο παρά η έκφραση τής μη-αντιφάτικότητος και τής αντιθέσεως του πραγματικού. Παρά την εισαγωγική προειδοποίηση στην αρχή τής εκθέσεώς του, ο Χέγκελ έπεσε και αυτός, σχετικά με την αριστοτελική λογική, στο λάθος το οποίο επέκρινε ο ίδιος σχετικά με τα άλλα μέρη της αριστοτελικής φιλοσοφίας, εκείνο δηλαδή το οποίο απέδιδε στον Αριστοτέλη τα δόγματα τής Σχολαστικής, τής μεσαιωνικής και τής μοντέρνας, την διανοουμενίστικη δηλαδή λογική τής αφηρημένης ταυτότητος!
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου