Του Γιώργου Καραμπελιά
Πολύ νεαρός ακόμα, μαθητής των τελευταίων τάξεων του λυκείου, διαβάζοντας για τον Λόρκα, είχα εντυπωσιαστεί ιδιαίτερα με το σύνθημα των Ισπανών φρανκιστών φαλαγγιτών, «Ζήτω ο θάνατος». Αργότερα, γνωρίζοντας την ιστορία και τα σήματα των SS με τις νεκροκεφαλές, κατανόησα την παρουσία του ενστίκτου του θανάτου που υπέφωσκε πίσω από το φασιστικό φαινόμενο. Πολύ-πολύ αργότερα, συνειδητοποίησα πως το ίδιο ένστικτο, άλλοτε ανοικτά και άλλοτε συγκεκαλυμμένα, τροφοδοτούσε ένα μεγάλο μέρος του σουρεαλισμού και της «αντισυμβατικής αριστεράς», στη λατρεία της για τον μαρκήσιο Ντε Σαντ, την κοπρολαγνεία και τον συνδυασμό ερωτικής πράξης και θανάτου, καθώς και την «μοντέρνα τέχνη», που επιδίδεται σε συστηματικούς αυτο-ακρωτηριασμούς. Όλα αυτά μου ξανάρθαν στη σκέψη, διαβάζοντας ένα τρικάκι που κυκλοφόρησαν οι «Antifa Χαλανδρίου», επ’ ευκαιρία του δημοψηφίσματος, με το σύνθημα «Να πεθάνει η Ελλάδα να ζήσουμε εμείς». Εδώ, το ένστικτο του θανάτου (για τον συλλογικό εαυτό, τη χώρα τους) συνδυάζεται με τον ακραίο ατομικισμό («να ζήσουμε εμείς»).
Έτσι, από βήμα σε βήμα, με μια αφετηρία που πάει πολύ μακριά, τουλάχιστον τριάντα πέντε χρόνια πίσω, σταδιακώς, ο μηδενισμός κατέκτησε τα μυαλά και τις ψυχές ενός μεγάλου αριθμού Ελλήνων (όπως τόσο εύστοχα το ’χε δείξει σε φιλοσοφικό πεδίο ο Θεόδωρος Ζιάκας).
Με αφετηρία τη σοσιαλιστική επαγγελία (στις «18 σοσιαλισμός» του Ανδρέα Παπανδρέου), η οποία μεταβλήθηκε πολύ σύντομα σε σοσιαλισμό για τις τσέπες τους και σε εκτεταμένους διορισμούς στο δημόσιο με δανεικά, άρχισε η βαθύτατη αλλοτρίωση του πιο αντιστασιακού τμήματος του ελληνικού λαού, μια και ο ατομισμός κυριαρχούσε ήδη στα διαμορφωμένα από τη χούντα μικροαστικά στρώματα. Σταδιακώς, τα λόγια και τα συνθήματα έχασαν κάθε νόημα, μετατρεπόμενα συχνά στο αντίθετό τους: αντί για σοσιαλισμό, είχαμε τα «νέα τζάκια» του Κόκκαλη, του Μπόμπολα και του Κοσκωτά, και η μόνη κοινωνικοποίηση, την οποία επέτυχε ο οπαδός του «τρίτου δρόμου προς τον σοσιαλισμό», ήταν η κοινωνικοποίηση του αμοραλισμού και της διαφθοράς, που μέχρι τότε έθαλλε στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Και βέβαια, η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, που ακολούθησε μερικά χρόνια μετά, ολοκλήρωσε την ήττα και την έκπτωση οραμάτων και προσδοκιών γενεών και γενεών.
Παράλληλα, η νέα πλουτοκρατία, που θα φθάσει στο απόγειό της στη δεκαετία του 2000, θα επιβάλει τον απόλυτο εγωτισμό, το ξεπούλημα κάθε συλλογικής αντίληψης, λογική που διοχετεύθηκε από τα πάνω προς τα κάτω, και κατ’ εξοχήν στις νεότερες γενιές που δεν είχαν ζήσει ποτέ συλλογικές εξάρσεις και οράματα.
Την ίδια στιγμή που οι νεοφιλελεύθεροι, νεοδημοκράτες ή πασόκοι, μέσα από τα χρηματιστήρια και τα ιδιωτικά κανάλια, αποσυνέθεταν εν τοις πράγμασι τα συλλογικά εγώ και τις ταυτότητες των Ελλήνων, η αριστερά, από την πλευρά της, πραγματοποιούσε το άλλο μισό του έργου αποσυνθέτοντας στο ιδεολογικό πεδίο κάθε έννοια συλλογικού υποκειμένου, εθνικού ή κοινωνικού. Πριν από όλα, ως προς το εθνικό πεδίο, ο συστηματικός εθνομηδενισμός, που αρχίζει στη δεκαετία του ’80 και κορυφώνεται μετά το ’95, κατέκλυσε ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα, τα ΜΜΕ, τα πολιτιστικά ένθετα των εφημερίδων και σταδιακώς το διαδίκτυο. Οι γιάπηδες του νεοφιλελευθερισμού τίναζαν στον αέρα κάθε παραγωγική ικμάδα της χώρας, επενδύοντας στα χρηματιστήρια και τον «αέρα», ενώ οι γιάπηδες του πολιτισμικού και ιδεολογικού φιλελευθερισμού της αριστεράς, κατακρεουργούσαν ιδεολογικά κάθε συλλογική ταυτότητα, και όχι μόνο εκείνη του έθνους τους αλλά και των κοινωνικών τάξεων. Πλέον, η «μοντέρνα» αριστερά έπαψε να ταυτίζεται με κάποιο συλλογικό όραμα και πρόταγμα, μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, και μεταβλήθηκε πριν από όλα σε υπερασπιστή των “ατομικών δικαιωμάτων”, του πολυπολιτισμού και των μειονοτήτων.
Γι’ αυτό και, στα πανεπιστήμια ή τους νεολαιίστικους χώρους, θα κυριαρχήσει μια ατομικιστική ψευδο-«εξέγερση», με βασικά αιτήματα τη διάλυση κάθε αξιοκρατίας (χαρακτηριστική ήταν η λοιδορία του συνθήματος «πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στον αγώνα» και η αντικατάστασή του με μια ακραία λογική μηδενιστικής αναξιοκρατίας, «το πτυχίο μου και ό,τι νάναι»), που ερχόταν να συναντήσει την ΔΑΠίτικη ιδεολογία, «Αράχωβα από Δευτέρα». Γι’ αυτό και, στην αριστερά, θα κυριαρχήσει σταδιακώς ο εθνομηδενισμός, θα εξορισθεί ως παρωχημένη η αναφορά στην πατρίδα ή τον λαό, και θα γίνει κυρίαρχη στη νεολαία η ιδιαίτερη ιδεολογία του ελληνικού αναρχισμού (δηλαδή, μια ιδεολογία που δεν παραπέμπει στον Κροπότκιν και τα εργατικά συμβούλια, αλλά στον Στίρνερ, τον Νετσάγιεφ και στο «ζήτω εγώ»).
Για δεκαετίες ολόκληρες, παρακολουθούμε αυτή τη γενικευμένη καταστροφή αξιών και προτύπων, σε μια κοινωνία παιδοκεντρική που, για να καλύψει τη διαφθορά της, ανέτρεφε και τους νέους της ως την περιούσια γενιά, χωρίς καμία υποχρέωση, αποκλειστικά με δικαιώματα. Αν εμείς, στις γενιές του ’50 και του ’60, είχαμε ανατραφεί κάτω από ένα καθεστώς καταστολής, στην οικογένεια και το σχολείο, οι νέες γενιές του ελληνικού παιδοκεντρισμού ανατρέφονταν στο αντίστροφο μοντέλο που κατέληξε να επιβάλει την τρομοκρατία των νεοτέρων στους πιο ηλικιωμένους.
Σταδιακώς, αυτό το νέο ήθος του μηδενισμού άρχισε να διαβρώνει και την παλαιά αριστερά. Ακόμα και εκείνη που έμενε προσκολλημένη λεκτικά σε μια παλαιοκομμουνιστική φρασεολογία. Η οικολογία, ο φεμινισμός και τα «νέα κινήματα» δεν λειτούργησαν ως ο εμπλουτισμός μιας παραδοσιακής εθνικοαπελευθερωτικής και ταξικής ιδεολογίας, αλλά ως υποκατάστατά τους. Μεταβλήθηκαν στο άλλοθι της καταστροφής του λόγου, της εξαφάνισης κάθε προτάγματος, της βύθισης σε έναν απόλυτο ανορθολογισμό του ατομικού δικαιώματος.
Και βέβαια, αυτή η ιδεολογική πραγματικότητα ακουμπούσε και εξέφραζε τις σαρωτικές κοινωνικές αλλαγές που επιτελούνταν στην ελληνική κοινωνία. Η αγροτιά συρρικνώθηκε στο 15% του πληθυσμού (που παράγει το 3,5% του εθνικού προϊόντος), που επιβιώνει κατ’ εξοχήν μέσω επιδοτήσεων και με την εκτεταμένη εκμετάλλευση των μεταναστών. Η ελληνική εργατική τάξη, στους τομείς μιας διαρκώς συρρικνούμενης βιομηχανικής παραγωγής και της οικοδομής, υποκαταστάθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από τους μετανάστες εργάτες. Η ελληνική κοινωνία μεταβλήθηκε σε μια παρασιτική, ατομοκεντρική, καταναλωτική κοινωνία δημοσίων υπαλλήλων, ξενοδοχοϋπαλλλήλων, μικροϊδιοκτητών και μικροραντιέρηδων, κάτω από την ηγεμονία μιας μαφιόζικης “λούμπεν μεγαλοαστικής τάξης”. Πάνω σε αυτή την πραγματικότητα, ήρθαν να ακουμπήσουν και να κυριαρχήσουν τα πολιτικά και ιδεολογικά φαινόμενα που περιγράψαμε.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, και κατ’ εξοχήν στη δεκαετία του 2000, ολοκληρώθηκε προς αυτή την κατεύθυνση και η μετάλλαξη της αριστεράς. Με κύρια έκφρασή του, στο κοινοβουλευτικό πεδίο, τον ΣΥΡΙΖΑ και, στο εξωκοινοβουλευτικό, τον αριστερισμό, και το μαζικό πλέον αναρχικό φαινόμενο στο εσωτερικό της νεολαίας. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, είχαμε επισημάνει πως η έλλειψη μιας κριτικής του ολοκληρωτισμού, του σοβιετικού μοντέλου, εγκυμονούσε τεράστιους κινδύνους για την αριστερά, στο εσωτερικό της οποίας, η λογική μιας «ρεβάνς» για τη Βάρκιζα και τον εμφύλιο ερχόταν να συναντήσει την ανορθολογική και ατομικιστική βία των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών (από τους χούλιγκαν μέχρι την αυξημένη βία της νέας εγκληματικότητας).
Η κριτική μας ενάντια στις τρομοκρατικές οργανώσεις, τη «17 Νοέμβρη» και τον ΕΛΑ, από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, επικεντρωνόταν ήδη στο γεγονός ότι, σε μια εξαιρετικά «πολιτική κοινωνία», όπως η ελληνική, με τα μέσα που χρησιμοποιούσαν, πραγματοποιούσαν έναν γενικευμένο εθισμό στη χρήση της βίας, ακόμα και σε ό,τι αφορά στους ποινικούς «εγκληματίες». Τις ληστείες των τραπεζών και τα καλάσνικοφ, τις εγκαινίασαν πρώτοι οι τρομοκράτες και μετά ακολούθησαν οι Έλληνες ποινικοί, προτού βέβαια εισβάλουν, στη δεκαετία του 90, Αλβανοί, Γεωργιανοί κ.ά. ενώ, καθόλου τυχαία, σήμερα, τρομοκράτες και σκληροί ποινικοί συνεργάζονται ανοιχτά. Ομοίως, από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, κριτικάραμε ορισμένες βίαιες αναρχικές και αριστερίστικες ομάδες μέσα στα πανεπιστήμια, υποστηρίζοντας ότι η χρησιμοποίηση βίας απέναντι στους αντιπάλους, έναντι επιχειρημάτων, εθίζει μια κοινωνία όπως η ελληνική, όπου το επίπεδο της διαπροσωπικής βίας ήταν κατώτερο από όλο τον δυτικό κόσμο, στη γενικευμένη εξάπλωση των βίαιων μεθόδων. Μάλιστα, όταν αυτό το φαινόμενο γενικεύθηκε, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 2000, τονίζαμε μονότονα πως αυτές οι πρακτικές ανοίγουν τον δρόμο στη γενίκευση και μιας ακροδεξιάς φασιστικής βίας. Πράγμα που επιβεβαιώθηκε μετά το 2010.
Από το 2006-2007, κριτικάραμε έντονα τον νεοπαγή τότε ΣΥΡΙΖΑ και τον τότε ηγέτη του, Αλέκο Αλαβάνο, για το ότι επέτρεπε, μέσα από τις επαναλαμβανόμενες σχεδόν κάθε Πέμπτη διαδηλώσεις, να γίνεται κομμάτια η Αθήνα από ομάδες που, με λοστούς, μπαλτάδες και βαριές, έσπαγαν συστηματικά τράπεζες, μαγαζιά και αυτοκίνητα. Τέλος, αποκορύφωμα αυτής της λογικής, που πήρε τα χαρακτηριστικά μιας μηδενιστικής πρόβας τζενεράλε, υπήρξε ο Δεκέμβρης του 2008. Τότε, με πρωτοπόρο ιδεολογικά τη νεολαία των Βορείων Προαστίων και εκτελεστές τη λουμπενοποιημένη νεολαία, εκτυλίχτηκε, για μια βδομάδα σχεδόν, μια εξέγερση χωρίς άλλο νόημα και χωρίς άλλο στόχο εκτός από την καταστροφή, διαστρέφοντας έτσι το δικαιο αίσθημα αγανάκτησης για την δολοφονία του Γρηγορόπουλου. Τότε, μόνοι εμείς, αποκλεισμένοι μάλιστα στα γραφεία μας, στα Εξάρχεια τότε, μέσα σε αποκαΐδια και φωτιές, είχαμε στραφεί ενάντια σε ολόκληρη σχεδόν την αριστερά, εκτός ΚΚΕ, και σε μεγάλο μέρος των Πασόκων και των καναλιών, που υποδαύλιζαν αυτή την εξέγερση χωρίς να αναλογίζονται όχι μόνον τις υλικές συνέπειες αλλά κυρίως τις ιδεολογικές και τις πολιτικές ενός τέτοιου φαινομένου.
Αξίζει να θυμηθούμε ότι, τότε, σε εκατοντάδες σχεδόν πόλεις και κωμοπόλεις της Ελλάδας, ρίζωσε ένα φαινόμενο μετατροπής του διάχυτου ατομικισμού της νεολαίας σε πολιτικό μηδενισμό. Τότε, ολοκληρώθηκε και η μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ, από τον παλιό “καθωσπρεπισμό” του ΚΚΕεσωτ. και του Συνασπισμού, σε ένα σχήμα πρόσφορο για οποιαδήποτε μηδενιστική επιλογή. Εξάλλου, σε τεράστια έκταση –χιλιάδων ανθρώπων–, ήταν οι νεαροί βλαστοί των πολιτικοποιημένων πατεράδων τους που τους επέβαλαν την ατζέντα τους, εκμεταλλευόμενοι συχνά και τις τύψεις και τις ενοχές τους για τον τρόπο που (δεν) είχαν αναθρέψει τα παιδιά τους. Αυτό που προείπαμε, το ότι ζούμε δηλαδή σε μια κοινωνία όπου έχει αντιστραφεί η κλίμακα των αξιών και της ιεραρχίας και όπου οι νεώτεροι κάνουν κουμάντο στους μεγαλύτερους, σε αντίθεση με όλες τις παλαιότερες ανθρώπινες κοινωνίες, επιβεβαιώθηκε με τον πλέον δραματικό τρόπο. Όταν ανήκεις σε μεσαία ή ανώτερα μεσοστρώματα και έχεις την αίσθηση ότι έχεις εγκαταλείψει τα οράματα της νιότης σου, ότι έχεις βουτηχτεί στα παιχνίδια του χρηματιστηρίου, ότι έχεις χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα για να ανέβεις και πλέον δεν πιστεύεις σε τίποτα κατά βάθος, είναι πολύ εύκολο εν τέλει να προσποιηθείς τη νεολαγνεία και να ακολουθήσεις δήθεν τους νέους, αποσιωπώντας ότι είσαι εσύ που τους έχεις κατασκευάσει.
Θυμάμαι την τεράστια έκπληξη που δοκίμαζα όταν έβλεπα εκατοντάδες αριστερούς, και όχι μόνο, μεσοαστούς και μεγαλοαστούς να συντάσσονται με την «εξέγερση» χωρίς να μπορώ να κατανοήσω τα κίνητρά τους. Σταδιακώς μόνον άρχισα να βλέπω τι είχε συμβεί. Για να μην αντιταχθούν στα ίδια τα παιδιά τους, που οι ίδιοι είχαν στείλει στον δρόμο του μηδενισμού, συντάσσονταν δήθεν πίσω από την εξέγερσή τους, η οποία παρότι αυθεντική ήταν δυστυχώς απολύτως μηδενιστική, μια και οι πατεράδες τους και η κοινωνία στην οποία ζούσαν δεν μπορούσαν να τους προσφέρουν κάποια αιτία για να επαναστατούν. Και έγιναν κυριολεκτικώς επαναστάτες χωρίς αιτία. Όμως, πάνω σε αυτή την έκρηξη της νεολαίας, που θα μπορούσε να παραμείνει απλώς μια μηδενιστική εκτόνωση, οικοδομήθηκε ένα ολόκληρο πολιτικό εγχείρημα.
Όσο η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα παρέμενε λίγο πολύ αδιατάρακτη, αυτός ο κυρίαρχος μηδενισμός στα εξεγερμένα κομμάτια της νεολαίας, στη χειρότερη περίπτωση, τροφοδοτούσε απλώς την άνοδο του ΓΑΠ στην εξουσία και την κυριαρχία της Ρεπούση και των συν αυτή στα πανεπιστήμιά μας. Όταν όμως άρχισε η κατάρρευση και τα μνημόνια, άρχισε να παρουσιάζει το αποτρόπαιο και επικίνδυνο πρόσωπό του και μάλιστα όχι μόνο στη νεολαία. Στις πλατείες της αγανάκτησης, εκτός από μια εξαιρετικά συγκεχυμένη και ακαθόριστη ακόμα πρόταση αλλαγής του παρασιτικού οικονομικού και πολιτικού προσώπου της χώρας, κυριάρχησε εν τέλει το μηδενιστικό τέρας το οποίο εξέτρεφε ο εγωτισμός της ελληνικής κοινωνίας. Το οποίο ανέδειξε ως κυρίαρχα πολιτικά φαινόμενα τη Χ.Α., τους ΑΝΕΛ και τον ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με άλλες δευτερεύουσες αλλά ιδεολογικά σημαντικές συνιστώσες (όπως π.χ. το ΕΠΑΜ).
Το κεντρικό επιχείρημα ήταν πως θα έπρεπε να τα καταστρέψουμε όλα, «σκίζοντας τα μνημόνια», άσχετα και πέρα από το τι θα συνέβαινε στη συνέχεια. Επί πέντε χρόνια, επαναλαμβάνουμε μονότονα πως πρέπει να έχουμε ένα σχέδιο, μία πρόταση για να αντιμετωπίσουμε την παρακμή και την κρίση. Και παρότι, μέχρι σήμερα, κανένας δεν μπόρεσε και δεν τόλμησε να μας απαντήσει, ακόμα και σε δημόσιες αντιπαραθέσεις, φαινόταν ότι χτυπούσαμε στου κουφού την πόρτα. Πόσες εκατοντάδες φορές (με ιδιαίτερη ένταση στη διάρκεια του ψευδο-δημοψηφίσματος) δεν ακούσαμε το επιχείρημα «δίκιο έχεις, αλλά…». Και πράγματι, απέναντι σε ένα τέτοιο επιχείρημα, που κάνει Κυπρίους πατριώτες να υποστηρίζουν τη ρήξη με την Ε.Ε. –παρότι αυτό θα σημάνει παραπέρα απομάκρυνση της Ελλάδας από την Κύπρο– Θρακιώτες να συμπαρατάσσονται με τα ενεργούμενα του προξενείου, αντιφασίστες να μην ενοχλούνται από τη συμπόρευσή τους με τους ναζί, πατριώτες να συμπορεύονται με τους εθνομηδενιστές, τον Ζουράρι να υπερψηφίζει το νομοσχέδιο για την ιθαγένεια, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει λογική ερμηνεία παρά μόνον εάν εισαγάγουμε την παράμετρο του μηδενισμού.
Αυτόν τον μηδενισμό έβλεπα με τρόμο να κυριαρχεί μετά τις ευρωεκλογές του 2014: στα επιχειρήματα όλων των σοβαρών αντιμνημονιακών, πως θα ήταν εγκληματικό λάθος να πυροδοτηθούν εκλογές με την ευκαιρία της προεδρικής εκλογής, γιατί θα οδηγούσε τους αντιμνημονιακούς στο να επιλέξουν μεταξύ υπογραφής μνημονίων και καταστροφικού grexit, η απάντηση ήταν στερεότυπα η ίδια: «Τώρα είναι η ευκαιρία και πρέπει να την αδράξουμε». Οι πιο «επαναστάτες» μάλιστα το καρύκευαν και με ολίγον Λένιν, Μάο, Γκράμσι και άλλα ηχηρά παρόμοια περί επαναστατικής συγκυρίας. Γι’ αυτό και όλα τα μέσα ήταν θεμιτά: Και η ανοιχτή εξαπάτηση με τα 12 «κοστολογημένα» (!) δισεκατομμύρια της Θεσσαλονίκης, και η εξαπάτηση του Κουβέλη, και η απάτη που στήθηκε από τον Λαζόπουλο, τον Καμμένο, τον Τσίπρα και τον Παπαδάκη, με όργανο τον Χαϊκάλη. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Δηλαδή, τι κι αν όλες οι δημοσκοπήσεις κατεδείκνυαν πως η βούληση του ελληνικού λαού ήταν να μην γίνουν άμεσα εκλογές; Εν τέλει, όμως, εμείς χάσαμε για μια ακόμα φορά, και μέσω των εκλογών πυροδοτήθηκε η τελική πράξη του δράματος.
Ο τρόμος μου, από τον Νοέμβριο του 2014, μετά τον οποίο δεν έχω κατορθώσει να κοιμηθώ καμία νύχτα κανονικά (αν αυτό κάτι σημαίνει για τους «επαναστάτες» που αδιαφορούν για τις προσωπικές τοποθετήσεις) ήταν –μπορώ σήμερα να το πω ανοιχτά– πως θα αναδείκνυε τον μηδενισμό από σημαντική, αλλά δευτερεύουσα, πλευρά της πραγματικότητας σε κυρίαρχη. Δηλαδή, πώς είναι δυνατόν, όταν εκλέγεις μία κυβέρνηση η οποία ψευδώς διατείνεται ότι θα κάνει παροχές και θα σκίσει τα μνημόνια, να δεχθείς μετά να καταβάλεις τους φόρους στην εφορία, να πληρώσεις τις ασφαλιστικές σου εισφορές, να συνεχίσεις να πληρώνεις ΦΠΑ, ΕΝΦΙΑ και όλα τα άλλα; Δεν είναι άραγε προτιμότερο να τα τινάξεις όλα στον αέρα και να έρθεις στην ωραία δραχμούλα, πιστεύοντας πως έτσι θα καταργηθούν όλα τα χρέη, δημόσια και ιδιωτικά; Και μάλιστα, ξεσκολισμένος στην απάτη, σύμφωνα με το σύνθημα που εκπορεύεται από τις κορυφές του κράτους, να ισχυρίζεσαι ψευδώς πως είσαι και ενάντια στην έξοδο της χώρας από το ευρώ, ενώ γνωρίζεις πολύ καλά πως αυτό διακυβεύεται στην πραγματικότητα τους έξι τελευταίους μήνες; Πώς να μην κυριαρχήσει ο μηδενισμός όταν ένα μεγάλο μέρος εκείνων που ζουν από τον τουρισμό, πιστεύουν πως θα βρεθούν χωρίς φόρους, χωρίς ΦΠΑ και μ’ ένα πολύ φτηνό νόμισμα που θα τους επιτρέπει να δέχονται πολύ περισσότερους τουρίστες; Και, in extremis, κάποιοι από αυτούς μπορεί να κάνουν και «ανεξάρτητο» κράτος για να μην πληρώνουν φόρους στην κεντρική διοίκηση; Πώς να μην κυριαρχήσει ο μηδενισμός όταν ένα μεγάλο κομμάτι των αγροτών πιστεύει πως, με τη δραχμή, θα επιβληθεί εκ νέου απαγόρευση εισαγωγών και θα μπορεί να πουλάει πιο ελεύθερα τα προϊόντα του; Πώς εν τέλει και κυρίως να μην είσαι με τη «φωτιά στα τόπια» όταν είσαι άνεργος, απελπισμένος, όταν η κοινωνική σου ζωή έχει υποβαθμισθεί δραματικά; Όταν βέβαια, δεν υπάρχει τίποτα που να συνέχει πλέον αυτό το έθνος, ούτε ιδεολογία και οράματα, ούτε, πάνω απ’ όλα, πατρίδα και αίσθηση του συνανήκειν. Τότε, μπορείς να φθάσεις σε αυτό το ακραίο, «να πεθάνει η Ελλάδα για να ζήσουμε εμείς».
Φοβόμουν λοιπόν από τον Γενάρη πως αυτή η εκλογή, με τα χαρακτηριστικά που διαθέτουν οι ηγεσίες και των δύο κομμάτων της εξουσίας, τυχάρπαστων και εξουσιομανών, θα αποτελούσε το τελικό σύνθημα για την πλειοψηφική απελευθέρωση του μηδενιστικού δυναμικού που αναπτυσσόταν τα προηγούμενα χρόνια. Και νά λοιπόν, ΣΥΡΙΖΑ, Χ.Α. και ΑΝΕΛ, φονταμενταλιστικές, παραθρησκευτικές οργανώσεις, αριστεριστές κ.ά., σε ένα κοινό μέτωπο. Αδιανόητο πριν μερικά χρόνια, νοητό σήμερα, μια και από την απέναντι πλευρά βρίσκονται οι κατ’ εξοχήν σπόνσορες του μηδενισμού: εκείνοι που μετέβαλαν τα δημόσια αξιώματα σε εφαλτήριο για την κλοπή του δημοσίου χρήματος, οι Τσοχατζόπουλοι, οι Βουλγαράκηδες, οι πληρωμένοι από την Ζήμενς και τους νταβατζήδες, δηλαδή το ψάρι είχε βρωμίσει από το κεφάλι και πλέον έχει μολύνει και την ουρά. Μία διεφθαρμένη οικονομική ελίτ, που κατέστρεψε ή γελοιοποίησε κάθε αξία, έρχεται τώρα να αντισταθεί στο αποτρόπαιο πρόσωπο του μηδενισμού που η ίδια καλλιέργησε, κατά τον ίδιο τρόπο που οι πατεράδες «ανησυχούν» για τον εγωκεντρισμό με τον οποίο εκπαίδευσαν τα παιδιά τους. Και άντε μέσα σε αυτά να ξεχωρίσεις τους θιασώτες του μηδενισμού από όσους διατηρούν ένα αυθεντικό αντιστασιακό φρόνημα, έστω και στρεβλό!
Νάμαστε λοιπόν στο παραπέντε, ή μήπως στο και πέντε, μιας ακόμα αποφασιστικής στιγμής που θα μας οδηγήσει στα τάρταρα της κρίσης και του αδιεξόδου, και όχι κυρίως γιατί θα φύγουμε από το ευρώ και την ευρωζώνη, αλλά προπαντός για το ποιοι καλούνται να διαχειριστούν τις εξελίξεις που έρχονται και ακόμα περισσότερο τους πολιτικούς και εθνικούς κινδύνους που θα αναδυθούν.
Στις φιλοσοφικές και ιδεολογικές συζητήσεις των παλαιότερων χρόνων, μιλούσαμε για την καταστροφή του αστικού πολιτισμού (Παναγιώτης Κονδύλης) και την ανάδυση του ατομικιστικού, ηδονιστικού, καταναλωτικού μηδενισμού στις δυτικές κοινωνίες. Σήμερα, βρισκόμαστε μπροστά του, όχι ως φιλοσοφικό ή ιδεολογικό διακύβευμα, αλλά ως έναν υλοποιούμενο εφιάλτη και απέναντί του, δυστυχώς, είναι ακόμα λίγοι όσοι έχουν συνείδηση του γεγονότος πως, στην απελπισία και χωρίς όραμα, το ένστικτο του θανάτου κυριαρχεί απέναντι στο ένστικτο του έρωτα και την ελπίδα.
Και το μόνο καταφύγιο εκείνων που πυροδότησαν αυτό το ενστικτο, με τον πιο ψευδεπίγραφο τρόπο, ενός κενού δημοψηφίσματος, θα καταλήξει να είναι για μια ακόμα φορά η προσφυγή στους ξένους και τον μπεζαχτά τους!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου