Συνέχεια από: Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020
Το αντικείμενό τους (τών κωδίκων) όμως δεν είναι μόνο αναχρονιστικό. Η πανίσχυρη δύναμη, με την οποία το δικαστήριο, μέ ορίζοντα τον θάνατο, είναι σε θέση να τραβήξει έναν άνθρωπο στους συνειρμούς του, είναι και το αντανακλαστικό μιάς κοσμικής (δηλ. όχι μεταφυσικής) αναγκαιότητας η οποία στηρίζεται στην «συμφιλίωση».
Η γραφή ώς παράδοση
Η αποδόμηση τού λογοτεχνικού κανόνα στόν Kafka καί τόν Harold Bloom
Ι. 3 Η
Σημαντική τής Kabbala δ
Το αντικείμενό τους (τών κωδίκων) όμως δεν είναι μόνο αναχρονιστικό. Η πανίσχυρη δύναμη, με την οποία το δικαστήριο, μέ ορίζοντα τον θάνατο, είναι σε θέση να τραβήξει έναν άνθρωπο στους συνειρμούς του, είναι και το αντανακλαστικό μιάς κοσμικής (δηλ. όχι μεταφυσικής) αναγκαιότητας η οποία στηρίζεται στην «συμφιλίωση».
Στο πρώτο
κεφάλαιο, δεν θυμίζει μόνο ο φύλακας το tertium comparationis (στην ρητορική το τρίτο μέρος μιάς σύγκρισης) τής απελπισίας, το οποίο
εμφανίζεται πίσω από την αναγκαιότητα για «συμφιλίωση», και δεν είναι σε θέση
να αποσυνδέσει εντελώς την κοσμική ύπαρξη από την κωδικοποιημένη σκέψη τής
πνευματικής παράδοσης. Ο Κ. σκέφτεται μήπως θα μπορούσε απλώς να γυρίσει τήν
πλάτη του στο δικαστήριο. Φοβάται όμως, πως με τόν τρόπο αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει,
ακόμα πιο άμεσα τήν φυσική του κατατρόπωση. Έτσι αρχίζει η ιστορία μέ τήν συναίνεσή του στην πραγματικότητα αυτής της δίκης:
«Ίσως οι δύο δε θα τολμούσαν να τον εμποδίσουν, αν άνοιγε την πόρτα τού επόμενου δωματίου ή και τού προθαλάμου, ίσως θα ήταν η πιο απλή λύση, να οδηγήσει τα πράγματα στα άκρα. Ίσως όμως να τον έπιαναν, και αν τον έριχναν στο έδαφος, κάθε υπεροχή θα χανόταν, την οποία ακόμα διατηρούσε απέναντι τους. Για τον λόγο αυτό προτίμησε τήν ασφάλεια τής λύσης, την οποία θα έφερνε η φυσική πορεία τών πραγμάτων, και πήγε πίσω στο δωμάτιό του…». (Ρ12)
«Ίσως οι δύο δε θα τολμούσαν να τον εμποδίσουν, αν άνοιγε την πόρτα τού επόμενου δωματίου ή και τού προθαλάμου, ίσως θα ήταν η πιο απλή λύση, να οδηγήσει τα πράγματα στα άκρα. Ίσως όμως να τον έπιαναν, και αν τον έριχναν στο έδαφος, κάθε υπεροχή θα χανόταν, την οποία ακόμα διατηρούσε απέναντι τους. Για τον λόγο αυτό προτίμησε τήν ασφάλεια τής λύσης, την οποία θα έφερνε η φυσική πορεία τών πραγμάτων, και πήγε πίσω στο δωμάτιό του…». (Ρ12)
Θέλει να γλιτώσει
από την δίκη. Μια σκέψη όμως τον αποτρέπει. Θεωρεί πως θα ήταν επικίνδυνο και
βεβιασμένο να αγνοήσει το δικαστήριο. Η σκέψη αυτή προδιαγράφει με ξαφνικό
τρόπο την μοίρα τού ανδρός από την ύπαιθρο. Στην πορεία προς τόν νόμο, ο άνδρας
αυτός επιτρέπει στις τρομακτικές προειδοποιήσεις τού φύλακα να τον
αποτρέψουν-κρατήσουν για όλη του την ζωή. Το απροσπέλαστο όριο, το οποίο ο
άνθρωπος προσπαθεί μέχρι τον θάνατο του να υπερβεί, η παραβολή το επισημαίνει
με μια αριθμητική μορφή σκέψης: ο άνθρωπος από την ύπαιθρο δεν φτάνει ποτέ στον
δεύτερο θυροφύλακα, ο πρώτος θυροφύλακας, όπως λέει, δεν είναι πια σε θέση να
αντέξει τήν «θέα του τρίτου» (Ρ182). Και έτσι, η μεθεπόμενη στιγμή που συνεχίζεται
από «αίθουσα σε αίθουσα», λαμβάνει την αξία ενός απόλυτου ορίου. Ο Κ. τώρα δέν θέλει να πάει στον νόμο, αλλά να του ξεφύγει. Αλλά και αυτός δεν μπορεί να
σκεφτεί πέρα από την δεύτερη πόρτα, «την πόρτα τού προθαλάμου», χωρίς να τον
καταλάβει ο φόβος για την επέμβαση τού δικαστηρίου. Το κυρίαρχο ερώτημα των
ερμηνευτών του θρύλου, είναι εάν οι προειδοποιήσεις του θυροφύλακα προσπαθούν
να «ξεγελάσουν» τον άνθρωπο από την ύπαιθρο, παρουσιάζοντάς του τον στόχο ως
ανέφικτο.
Ο Κ. παραμένει
αβέβαιος, αν το δικαστήριο θα απαντήσει μέ μια επίθεση, αν το αγνοήσει. Αυτή η
θεμελιώδης αβεβαιότητα για την «απώλεια», την οποία θα μπορούσε να υποστεί δια
της ανυπακοής, δεν αποτελεί αντικείμενο αποφάσεως. Για τον λόγο αυτό, όπως ο
άνθρωπος από την ύπαιθρο, ακολουθεί τις οδηγίες τού δικαστηρίου, για κάθε
ενδεχόμενο. Όπως και εκείνος, πιστεύει πως «η φυσική πορεία» πρέπει να φέρει
την «βεβαιότητα τής λύσης», και να διαφωτίσει τα κίνητρα, απαιτήσεις και μέσα
εξάσκησης τής εξουσίας από πλευράς τού δικαστηρίου. Η «φυσική πορεία» όμως
είναι μια πορεία από την ζωή προς τον θάνατο. Τον Κ. όμως τον έχει ήδη
καταλάβει η σκέψη για το δικαστήριο. Γιατί χωρίς να το γνωρίζει, έχει αποδεχθεί
το θεμελιώδες θέμα τής Γραφής: από φόβο μιας άμεσης κατατρόπωσης, από φόβο
μήπως τόν «ρίξει κάτω» απροετοίμαστο ο
θάνατος, υποτάσσεται στην φυσική πορεία εκείνης τής «δίκης», την οποία η
παράδοση είχε αντιθέτως υποτάξει στην ζωή. Τότε ο θάνατος θα εξέφραζε την
τελευταία κρίση. Ο Κ. λοιπόν, συνεπής σε αυτή την αποδοχή, αναζητά την
συντομότερη διέξοδο από αυτή την κυριολεκτικά ισόβια δίκη:
«Ρίχτηκε πάνω στο
κρεββάτι και πήρε από τον νιπτήρα ένα μήλο το οποίο είχε χθες βράδυ ετοιμάσει
για το πρόγευμα… Ο Κ. παραξενεύτηκε, τουλάχιστον οι συνειρμοί τών φυλάκων οι οποίοι τον έσπρωξαν στο δωμάτιο και τον άφησαν μόνο εκεί, όπου
είχε δεκαπλάσιες δυνατότητες να αυτοκτονήσει, τόν παραξένεψαν. Ταυτόχρονα διερωτήθηκε, αυτή την
φορά με τις δικές του σκέψεις, τι λόγο θα μπορούσε να έχει να το κάνει. Μήπως
επειδή οι άλλοι δύο ήταν στο διπλανό δωμάτιο και είχαν πάρει το πρόγευμά του; Θα
ήταν τόσο ανόητο να αυτοκτονήσει, ώστε και να ήθελε να το κάνει, δε θα ήταν σε
θέση αφού είναι τόσο ανόητο. Αν ο πνευματικός περιορισμός τών φυλάκων δεν ήταν
τόσο έντονος, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, πως και εκείνοι, έχοντας την ίδια
την πεποίθηση, δεν έβλεπαν κανένα κίνδυνο να τον αφήσουν μόνο». (Ρ12)
Σε αυτόν τον
φανταστικό διάλογο για την αυτοκτονία, η παρουσία του δικαστηρίου είναι αυτή
που επιβεβαιώνει την ανοησία της. Δε θα είχε καμιά σχέση προς την κοινοτοπία
τής φυσικής πορείας τής ζωής, εάν ο Κ. μέσω τής αυτοκτονίας έπαιρνε στο χέρι
του τήν διαδικασία-δίκη (Prozess) που οδηγεί στον θάνατο. Το δικαστήριο έχει
πεισθεί για την ανοησία τής αυτοκτονίας και ο Κ. θεωρεί τον εαυτό του
απαλλαγμένο από την «πράξη» αυτή. Τώρα είναι σε θέση να παραδοθεί σε μια
«φυσική» πορεία των πραγμάτων: αυτήν τού δικαστηρίου και αυτού από το οποίο
«σχεδόν θα φοβηθεί» πολύ σύντομα, και η οποία (πορεία) τον ξαφνιάζει όπως η
άφιξη τών τριών δικαστικών υπαλλήλων, χωρίς να διακρίνει πως αυτά τα δυο σχετίζονται
μεταξύ τους:
«Τέτοιες
εκπλήξεις δεν τού έκανε ποτέ η εδραιωμένη κατάσταση τής υγείας του. Ήθελε μήπως
να επαναστατήσει το σώμα του και να του ετοιμάσει μια νέα δίκη, αφού την παλιά
την αντέχει χωρίς κόπο;». (Ρ66)
Η βία, η οποία θα
ασκηθεί στον Κ., και η οποία φαίνεται να αποκαλύπτεται στην τρομακτικά σκηνοθετημένη εκτέλεση, οδήγησε μερικούς ερμηνευτές να αγνοήσουν μια πιο
προφανή διάγνωση, πως η (βία αυτή) ασκείται σε ένα άρρωστο άνθρωπο. Δεν
απαιτείται καμιά θεωρητική προσέγγιση, για να δούμε πως στο σημείο αυτό
καταδεικνύεται η ρεαλιστική πρόθεση τού μυθιστορήματος. Γιατί η ύπαρξη πού απειλείται από τον θάνατο, ίσως βρει κάποιο ενδιαφέρον, ενώπιον αυτής τής
δύσκολης ημερομηνίας, στις ερμηνείες τής παράδοσης,-ή να βρεθεί από τις
ερμηνείες αυτές: γιατί μαζί με τον ετοιμοθάνατο, θα μπορεί να δοκιμαστεί για
ακόμα μια φορά η ύψιστη δικαστική νομιμοποίηση τής βέβαιης για την σωτηρία
αποστολής τους (τών ερμηνειών), τών οραμάτων, διδασκαλιών και διηγήσεών τους.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου