Χρήστου Γιανναρά
Η επίσκεψη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον (7.1.2020) και η δημόσια συνάντησή του με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ προκάλεσαν στην Αθήνα καταιγισμό σχολίων, πολλές τηλεοπτικές συζητήσεις «ειδημόνων», σωρεία δημοσιευμάτων, γνωμών, απόψεων. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, όχι αυθαίρετα, ότι κεντρικός άξονας των συζητήσεων και των σχολίων ήταν: αν εκπροσωπήθηκε πειστικά η απαίτηση των Ελλήνων να χαλιναγωγήσει ο πλανητάρχης τις αυθαιρεσίες και την επεκτατική αδηφαγία της Τουρκίας του Ερντογάν.
Η συνάντηση του ιδιότυπου προέδρου με τον νεόκοπο πρωθυπουργό είχε προγραμματιστεί και οργανωθεί με τη λογική του θεάματος, όχι με τη λογική της σύσκεψης. Έπρεπε να είναι ένα (ακόμα) παιχνίδι εντυπώσεων, μέγιστου οπωσδήποτε βεληνεκούς. Με αυτή τη λογική του εντυπωσιασμού, θα μπορούσαν ίσως και να παρακαμφθούν ο πρόεδρος και ο πρωθυπουργός, να προτιμηθούν δυο ακόμα μεγαλύτερα αστέρια της διεθνούς δημοσιότητας (ναι, υπάρχουν) – να πουν τηλεγραφικές ατάκες για την τουρκική αυθαιρεσία και την ελληνική μειονεξία ο Ελληνας Γιάννης Αντετοκούνμπο και ο Αμερικανός ΛεΜπρον Τζέιμς. Αφού η Ελλάδα αποδέχθηκε να συζητήσει τη συνέχεια της ιστορικής της ύπαρξης με τη λογική του θεάματος και της «ατάκας», λογική των εντυπώσεων, θα ήταν δικαιολογημένο (και ευφυές) να οδηγήσει, η ίδια, τη λογική αυτή στα άκρα.
Όμως, ακόμα και με τη λογική των γηπέδων, τη λογική του εντυπωσιασμού, ο ρόλος τον οποίο ο Ελληνας πρωθυπουργός επέλεξε να παίξει, ήταν ο πιο αδιάφορος για το διεθνές κοινό: ρόλος του μικρού και αδύναμου που εκλιπαρεί τον ισχυρό πλανητάρχη να μαλώσει και να χαλιναγωγήσει τον αδηφάγο πλεονέκτη γείτονα των Ελλήνων. Ανάλογες, στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης, θα ήταν οι ικεσίες των ελάχιστων πια Αβορίγινων (Aboriginal) της Αυστραλίας ή των Εσκιμώων της Αλάσκας: όλοι θα θέλαμε να διασωθούν ως γραφικό κατάλοιπο του παρελθόντος, όμως όλοι γνωρίζουμε ότι η απορρόφησή τους από τη δυναμική παγκοσμιότητας του «μοντέρνου» είναι αδήριτη νομοτέλεια.
Τα τελευταία σαράντα έξι χρόνια, η ελληνική εξωτερική πολιτική (με την ψήφο της περίπου ελληνόφωνης πια κοινωνίας μας) προσπαθεί να πείσει τους ισχυρούς του πλανήτη για τη γεωστρατηγική σπουδαιότητα της χώρας μας. Αλλά αυτή τη σπουδαιότητα τη διαψεύδει στην πράξη η εξωτερική και αμυντική μας πολιτική, όταν χαρίζει στρατηγικές «βάσεις» και παντοδαπές «διευκολύνσεις» σε Υπερδυνάμεις, χωρίς το παραμικρό αντάλλαγμα φίμωσης, έστω, των απειλών υπέροπλων γειτόνων. Είμαστε κωμικά ευπώλητοι, η γη μας και οι θάλασσές μας πάμφθηνο, ευτελές, πορνικό εμπόρευμα στην ανεξέλεγκτη διαχείριση όσων εμπορεύονται τον πόλεμο και τον τουρισμό.
Ο,τι ονομάζουν, όλα τα κράτη, «εθνικό πλούτο», τον έχουμε πουλήσει σε αετονύχηδες «επενδυτές» και λογαριάζουμε «ανάπτυξη» την προσέλκυση και άλλων δουλεμπόρων. «Ελάτε να επενδύσετε», ικετεύουμε τους πάντες, «ελάτε να μας εξαγοράσετε». Εχουμε ξεπουλήσει τα αεροδρόμια και τα λιμάνια μας, το οδικό μας δίκτυο, την ηλεκτροδότηση, την τηλεφωνία, τα ΜΜΕ, κάθε συγκοινωνιακό μέσο, εισάγουμε και χρυσοπληρώνουμε τα βασικά είδη διατροφής μας και ταυτόχρονα φθίνουμε δημογραφικά βεβαιώνοντας έμπρακτα ότι δεν πιστεύουμε ότι αξίζει η ζωή και η συνέχιση της ζωής σε μια τέτοια χώρα.
Θέλουμε πεισματικά να ξεχνάμε ότι μέτρο και κριτήριο πολιτισμού, ανάπτυξης, προόδου μιας κοινωνίας, είναι το ποσοστό που οι κοινωνικές ανάγκες υπηρετούνται από κοινωνικούς (δημόσιους) λειτουργούς και όχι από ιδιώτες κερδοσκόπους. Νερό, θέρμανση, ηλεκτρικό, συλλογή απορριμμάτων, ταχυδρομεία, συγκοινωνίες, παιδεία, ιατρική μέριμνα είναι κοινωνικά αγαθά – σε μια πολιτισμένη κοινωνία τα παρέχουν κοινωνικοί λειτουργοί, σε πρωτόγονες συλλογικότητες τα εμπορεύονται κερδοσκόποι.
Κορδακιζόμαστε ότι δήθεν «κάνουμε πολιτική», όταν εκλιπαρούμε να μας προστατεύσουν από αναιδείς επιβουλές, ηγέτες και κυβερνήσεις εξωφρενικής απαιδευσίας, δήθεν «σύμμαχοι», που ούτε υποψιάστηκαν ποτέ τη συνύφανση Ιστορίας και πολιτισμού. Όμως, ακόμα και ένας ολιγογράμματος «πρόεδρος» Υπερδύναμης θα μπορούσε να αντιληφθεί, όταν εύπεπτα του εξηγηθεί, ότι αν λείψει το απομεινάρι του λαού που σώζει τη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας, έννοιες όπως πόλις, πολιτική, πολιτισμός, δημοκρατία, κοινοβούλιο αλλά και λόγος, λογική, αλήθεια, δίκη, κόσμος, νόμος, και πολλές ακόμα, ρήτρες θεμελιωδών πια θεσμών και λειτουργιών του οργανωμένου συλλογικού βίου, χάνουν τον νοηματικό δεσμό τους με την εμπειρική τους προέλευση, γίνονται κρεμάστρες όπου κρεμάει κανείς οποιοδήποτε ρούχο.
Είμαστε μια κοινωνία που, ολοφάνερα και πεισματικά, δεν θέλει τη γλώσσα της, δεν θέλει την Ιστορία της ούτε τον πολιτισμό των προγόνων της. Ανεχόμαστε προσχηματικά την επωνυμία του «Ελληνα», αλλά η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού θέλει «να γίνουμε Ευρωπαίοι», που στην πράξη σημαίνει: να γίνουμε Σιγκαπούρη. Οι υπουργοί μας, ιδίως Παιδείας και Εξωτερικών, τωρινοί και προγενέστεροι, θα βίωναν την πληρότητα της ευτυχίας, αν το ελεεινό μας κρατίδιο γινόταν δεκτό ως πεντηκοστή πρώτη πολιτεία των ΗΠΑ!
Οσοι αυτό ανομολόγητα ζητάνε, δεν είναι σαλεμένοι ούτε αρνησιπάτριδες. Είναι λογικά συνεπείς σε ό,τι λανσάρεται σαν «επιτυχία στη ζωή» και είναι συναισθηματικά ελευθερωμένοι από «ιδεαλιστικά ταμπού». Αυτή ακριβώς η λογική συνέπεια και η ψυχολογική απεξάρτηση εκφράζονται, σε κάθε κυβέρνηση, με τη στελέχωση ειδικά των υπουργείων Παιδείας και Εξωτερικών. Και στην απάθεια με την οποία τα ΜΜΕ καταπίνουν αυτή την αυτοκτονική στελέχωση.
Πηγή
Η επίσκεψη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον (7.1.2020) και η δημόσια συνάντησή του με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ προκάλεσαν στην Αθήνα καταιγισμό σχολίων, πολλές τηλεοπτικές συζητήσεις «ειδημόνων», σωρεία δημοσιευμάτων, γνωμών, απόψεων. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, όχι αυθαίρετα, ότι κεντρικός άξονας των συζητήσεων και των σχολίων ήταν: αν εκπροσωπήθηκε πειστικά η απαίτηση των Ελλήνων να χαλιναγωγήσει ο πλανητάρχης τις αυθαιρεσίες και την επεκτατική αδηφαγία της Τουρκίας του Ερντογάν.
Η συνάντηση του ιδιότυπου προέδρου με τον νεόκοπο πρωθυπουργό είχε προγραμματιστεί και οργανωθεί με τη λογική του θεάματος, όχι με τη λογική της σύσκεψης. Έπρεπε να είναι ένα (ακόμα) παιχνίδι εντυπώσεων, μέγιστου οπωσδήποτε βεληνεκούς. Με αυτή τη λογική του εντυπωσιασμού, θα μπορούσαν ίσως και να παρακαμφθούν ο πρόεδρος και ο πρωθυπουργός, να προτιμηθούν δυο ακόμα μεγαλύτερα αστέρια της διεθνούς δημοσιότητας (ναι, υπάρχουν) – να πουν τηλεγραφικές ατάκες για την τουρκική αυθαιρεσία και την ελληνική μειονεξία ο Ελληνας Γιάννης Αντετοκούνμπο και ο Αμερικανός ΛεΜπρον Τζέιμς. Αφού η Ελλάδα αποδέχθηκε να συζητήσει τη συνέχεια της ιστορικής της ύπαρξης με τη λογική του θεάματος και της «ατάκας», λογική των εντυπώσεων, θα ήταν δικαιολογημένο (και ευφυές) να οδηγήσει, η ίδια, τη λογική αυτή στα άκρα.
Όμως, ακόμα και με τη λογική των γηπέδων, τη λογική του εντυπωσιασμού, ο ρόλος τον οποίο ο Ελληνας πρωθυπουργός επέλεξε να παίξει, ήταν ο πιο αδιάφορος για το διεθνές κοινό: ρόλος του μικρού και αδύναμου που εκλιπαρεί τον ισχυρό πλανητάρχη να μαλώσει και να χαλιναγωγήσει τον αδηφάγο πλεονέκτη γείτονα των Ελλήνων. Ανάλογες, στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης, θα ήταν οι ικεσίες των ελάχιστων πια Αβορίγινων (Aboriginal) της Αυστραλίας ή των Εσκιμώων της Αλάσκας: όλοι θα θέλαμε να διασωθούν ως γραφικό κατάλοιπο του παρελθόντος, όμως όλοι γνωρίζουμε ότι η απορρόφησή τους από τη δυναμική παγκοσμιότητας του «μοντέρνου» είναι αδήριτη νομοτέλεια.
Τα τελευταία σαράντα έξι χρόνια, η ελληνική εξωτερική πολιτική (με την ψήφο της περίπου ελληνόφωνης πια κοινωνίας μας) προσπαθεί να πείσει τους ισχυρούς του πλανήτη για τη γεωστρατηγική σπουδαιότητα της χώρας μας. Αλλά αυτή τη σπουδαιότητα τη διαψεύδει στην πράξη η εξωτερική και αμυντική μας πολιτική, όταν χαρίζει στρατηγικές «βάσεις» και παντοδαπές «διευκολύνσεις» σε Υπερδυνάμεις, χωρίς το παραμικρό αντάλλαγμα φίμωσης, έστω, των απειλών υπέροπλων γειτόνων. Είμαστε κωμικά ευπώλητοι, η γη μας και οι θάλασσές μας πάμφθηνο, ευτελές, πορνικό εμπόρευμα στην ανεξέλεγκτη διαχείριση όσων εμπορεύονται τον πόλεμο και τον τουρισμό.
Ο,τι ονομάζουν, όλα τα κράτη, «εθνικό πλούτο», τον έχουμε πουλήσει σε αετονύχηδες «επενδυτές» και λογαριάζουμε «ανάπτυξη» την προσέλκυση και άλλων δουλεμπόρων. «Ελάτε να επενδύσετε», ικετεύουμε τους πάντες, «ελάτε να μας εξαγοράσετε». Εχουμε ξεπουλήσει τα αεροδρόμια και τα λιμάνια μας, το οδικό μας δίκτυο, την ηλεκτροδότηση, την τηλεφωνία, τα ΜΜΕ, κάθε συγκοινωνιακό μέσο, εισάγουμε και χρυσοπληρώνουμε τα βασικά είδη διατροφής μας και ταυτόχρονα φθίνουμε δημογραφικά βεβαιώνοντας έμπρακτα ότι δεν πιστεύουμε ότι αξίζει η ζωή και η συνέχιση της ζωής σε μια τέτοια χώρα.
Θέλουμε πεισματικά να ξεχνάμε ότι μέτρο και κριτήριο πολιτισμού, ανάπτυξης, προόδου μιας κοινωνίας, είναι το ποσοστό που οι κοινωνικές ανάγκες υπηρετούνται από κοινωνικούς (δημόσιους) λειτουργούς και όχι από ιδιώτες κερδοσκόπους. Νερό, θέρμανση, ηλεκτρικό, συλλογή απορριμμάτων, ταχυδρομεία, συγκοινωνίες, παιδεία, ιατρική μέριμνα είναι κοινωνικά αγαθά – σε μια πολιτισμένη κοινωνία τα παρέχουν κοινωνικοί λειτουργοί, σε πρωτόγονες συλλογικότητες τα εμπορεύονται κερδοσκόποι.
Κορδακιζόμαστε ότι δήθεν «κάνουμε πολιτική», όταν εκλιπαρούμε να μας προστατεύσουν από αναιδείς επιβουλές, ηγέτες και κυβερνήσεις εξωφρενικής απαιδευσίας, δήθεν «σύμμαχοι», που ούτε υποψιάστηκαν ποτέ τη συνύφανση Ιστορίας και πολιτισμού. Όμως, ακόμα και ένας ολιγογράμματος «πρόεδρος» Υπερδύναμης θα μπορούσε να αντιληφθεί, όταν εύπεπτα του εξηγηθεί, ότι αν λείψει το απομεινάρι του λαού που σώζει τη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας, έννοιες όπως πόλις, πολιτική, πολιτισμός, δημοκρατία, κοινοβούλιο αλλά και λόγος, λογική, αλήθεια, δίκη, κόσμος, νόμος, και πολλές ακόμα, ρήτρες θεμελιωδών πια θεσμών και λειτουργιών του οργανωμένου συλλογικού βίου, χάνουν τον νοηματικό δεσμό τους με την εμπειρική τους προέλευση, γίνονται κρεμάστρες όπου κρεμάει κανείς οποιοδήποτε ρούχο.
Είμαστε μια κοινωνία που, ολοφάνερα και πεισματικά, δεν θέλει τη γλώσσα της, δεν θέλει την Ιστορία της ούτε τον πολιτισμό των προγόνων της. Ανεχόμαστε προσχηματικά την επωνυμία του «Ελληνα», αλλά η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού θέλει «να γίνουμε Ευρωπαίοι», που στην πράξη σημαίνει: να γίνουμε Σιγκαπούρη. Οι υπουργοί μας, ιδίως Παιδείας και Εξωτερικών, τωρινοί και προγενέστεροι, θα βίωναν την πληρότητα της ευτυχίας, αν το ελεεινό μας κρατίδιο γινόταν δεκτό ως πεντηκοστή πρώτη πολιτεία των ΗΠΑ!
Οσοι αυτό ανομολόγητα ζητάνε, δεν είναι σαλεμένοι ούτε αρνησιπάτριδες. Είναι λογικά συνεπείς σε ό,τι λανσάρεται σαν «επιτυχία στη ζωή» και είναι συναισθηματικά ελευθερωμένοι από «ιδεαλιστικά ταμπού». Αυτή ακριβώς η λογική συνέπεια και η ψυχολογική απεξάρτηση εκφράζονται, σε κάθε κυβέρνηση, με τη στελέχωση ειδικά των υπουργείων Παιδείας και Εξωτερικών. Και στην απάθεια με την οποία τα ΜΜΕ καταπίνουν αυτή την αυτοκτονική στελέχωση.
Πηγή
Σε όλα σύμφωνοι με τον καθηγητή σε αυτό το άρθρο πλην που λέει Έλληνα τον Αντετοκούμπο .Μην δίνει θάρρος με το κύρος του ο όντως πατριώτης Γιανναράς στους χαζοχαρουμενους που θέλουν Έλληνα τον Νιγηριανό .Α και μην βάζει στην ίδια πρόταση Αντετοκούμπο και Λεμπρον .Η μόνη σχέση που μπορεί να έχει παικτικα ο μη χέσω Έλλην εκ Γιορουμπα με τον Λεμπρον είναι ότι είναι μια τρίχα από τα τέτοια του Λεμπρον .ΑΜ
ΑπάντησηΔιαγραφή