Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020

Χαμένη γενιά, χαμένες σπουδές

Η Ελλάδα έχει 44,3% αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στους νέους της ηλικίας από 20 έως 35 ετών – οπότε ευρίσκεται πάνω από το μέσον όρο της ΕΕ που είναι 40,7% ξεπερνώντας επί πλέον χώρες όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Αυστρία, η Ισπανία και η Πορτογαλία, σύμφωνα με στοιχεία της EUROSTAT. Την ίδια στιγμή όμως έχουμε τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας, όσον αφορά τους νέους πτυχιούχους – αφού απασχολείται μόλις το 52%, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 80%. Τονίζουμε ξανά μόλις το 52%, οπότε είναι δυστυχώς φυσιολογικό να συνεχίσουν να φεύγουν οι νέοι πτυχιούχοι μας, αφού διαφορετικά απαξιώνονται – γεγονός που σημαίνει πως πρόκειται για μία χαμένη γενιά, για χαμένα νιάτα και για χαμένες σπουδές!

Κοινοβουλευτική εργασία

Εισαγωγικά, όσους οικονομολόγους και αν προσλάβει ο πρωθυπουργός για να εκπονήσουν πρόγραμμα για την ανάπτυξη, όπως με την Επιτροπή που ανακοίνωσε, τεκμηριώνοντας πως αφενός μεν δεν έχει σχέδιο, αφετέρου ότι δεν εμπιστεύεται το οικονομικό του επιτελείο, ούτε το υπουργείο ανάπτυξης, δεν πρόκειται να τα καταφέρει – εάν δεν επιλύσει το πρόβλημα του θηριώδους δημοσίου χρέους, του μοναδικού στην ιστορία κόκκινου ιδιωτικού, καθώς επίσης εάν δεν καταργήσει την αποτυχημένη πολιτική των μνημονίων.
Επίσης εάν δεν διεκδικήσει αυτά που μας οφείλει η Γερμανία – όπως είναι οι πολεμικές επανορθώσεις που πάρα πολλοί γερμανοί οικονομολόγοι τοποθετούν στα 290 δις € ή τις αποζημιώσεις για το σκάνδαλο των ρύπων, το Diesel Gate της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, όπου η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα που δεν τις απαίτησε, χωρίς να εξαιρείται ούτε η ίδια η Γερμανία. 25 δις € εισέπραξαν οι Η.Π.Α. μόνο από τη Volkswagen, ενώ εμείς συνεχίζουμε να σκύβουμε το κεφάλι στην καγκελάριο – ακόμη και σε γεωπολιτικά θέματα, περιμένοντας να σωθούμε από τη Λιβύη!
Οφείλουμε πάντως να σημειώσουμε εδώ πως η Γερμανία δεν ήταν ποτέ φίλη μας – ήταν, είναι και θα είναι εχθρός μας. Εάν δεν το έχουμε καταλάβει ακόμη, μετά από δέκα χρόνια μνημόνια και ληστεία όσων έχουμε και δεν έχουμε, θα συνεχίσουν τα δεινά μας
Στο σημερινό νομοσχέδιο τώρα, επισημαίνοντας πως τα προβλήματα δεν λύνονται με νομοσχέδια αλλά με πράξεις,  ο εισηγητής της Ελληνικής Λύσης το ανέλυσε διεξοδικά – οπότε δεν υπάρχει λόγος να επαναλαμβανόμαστε.
Έτσι εμείς θα αναφερθούμε σε γενικότερα θέματα που αφορούν την Παιδεία, ξεκινώντας από το ότι η Ελλάδα έχει 44,3% αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στους νέους της ηλικίας από 20 έως 35 ετών – οπότε ευρίσκεται πάνω από το μέσον όρο της ΕΕ που είναι 40,7% ξεπερνώντας επί πλέον χώρες όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Αυστρία, η Ισπανία και η Πορτογαλία, σύμφωνα με στοιχεία της EUROSTAT.
Την ίδια στιγμή όμως έχουμε τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας, όσον αφορά τους νέους πτυχιούχους – αφού απασχολείται μόλις το 52% όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 80%. Τονίζουμε ξανά μόλις το 52%, οπότε είναι δυστυχώς φυσιολογικό να συνεχίσουν να φεύγουν οι νέοι πτυχιούχοι μας, αφού διαφορετικά απαξιώνονται – γεγονός που σημαίνει πως πρόκειται για μία χαμένη γενιά, για χαμένα νιάτα και για χαμένες σπουδές!
Δεν φταίει πάντως μόνο η βαθιά ύφεση που προκάλεσε στην πατρίδα μας η καταστροφική πολιτική των μνημονίων που ασφαλώς συνεχίζεται αλλά, επί πλέον, η χαμηλή προστιθέμενη αξία στην οικονομία μας – η οποία μειώνεται συνεχώς μετά το 2010. Για παράδειγμα, συνεχίζουμε να πουλάμε χύμα, οπότε φθηνά τα προϊόντα μας – ενώ δραστηριοποιούμαστε σε τομείς χαμηλής τεχνολογίας, με δεκάδες χιλιάδες ανταγωνιστές.
Όσον αφορά τώρα τους κλάδους της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, το μεγαλύτερο ποσοστό τους αφορά τους αποφοίτους θετικών επιστημών, όπως είναι οι μηχανικοί – χωρίς όμως να υπάρχουν ανάλογες θέσεις εργασίας, αφού η βιομηχανία μας αποτελεί μόνο το 8% του ΑΕΠ μας, έναντι 15% του μέσου όρου της ΕΕ και σχεδόν 23% της Γερμανίας. Οι απόφοιτοι σχολών επιχειρηματικών σπουδών και πληροφορικής είναι λιγότεροι σε σχέση με την ΕΕ, όπως θα καταθέσουμε επίσης στα πρακτικά – ενώ με βάση στοιχεία του ΣΕΒ που επίσης θα καταθέσουμε στα πρακτικά, οι δύο στους τρεις υποαπασχολούνται, με αποτέλεσμα να μειώνεται η παραγωγικότητα της Ελλάδας σε όλους σχεδόν τους κλάδους, με εξαίρεση ευτυχώς τη μεταποίηση. Πώς θα ανταγωνιστούμε αλήθεια έτσι τις άλλες χώρες; 
Περαιτέρω, ένας στους τρεις Έλληνες εργαζομένους απορροφάται από τον τουρισμό, σύμφωνα με μελέτη της ΓΣΕΕ – ενώ με βάση άλλες έρευνες, οι νέοι πτυχιούχοι δεν εγκαταλείπουν την Ελλάδα μόνο για να βρουν θέσεις εργασίας αλλά, επί πλέον, αναζητώντας ένα καλύτερο επιχειρηματικό περιβάλλον, μία αξιοπρεπή αντιμετώπιση και προοπτικές για το μέλλον τους, σημειώνοντας πως μεταξύ άλλων τους διώχνει το σύστημα «των δικών μας παιδιών».
Αν προκειμένω, μία έρευνα της KPMG απέδειξε πως οι κλάδοι που εργάζονται οι Έλληνες του εξωτερικού είναι η τραπεζική, τα χρηματοοικονομικά, τα λογιστικά, η εκπαίδευση, η έρευνα, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, οι κατασκευές, και η υγεία – ενώ ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο της έρευνας είναι το ότι, το 34% των Ελλήνων που εργάζονται στο εξωτερικό ήταν ήδη εκεί για σπουδές και παρέμεινε για δουλειά. Επίσης πως το 47% έφυγε από την Ελλάδα ενώ ήδη εργαζόταν – με τους πρώην ανέργους που αναζήτησαν δουλειά και βρίσκονται σήμερα στο εξωτερικό να είναι μόλις στο 19%.
Το 2017 δε οι Έλληνες που σπούδαζαν σε πανεπιστήμια του εξωτερικού ήταν 37.484 – ένας  αριθμός συγκριτικά πολύ υψηλός σε σχέση με τους 35.348 της Ισπανίας που έχει πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό από την Ελλάδα, ή με τους 12.951 της Πορτογαλίας και τους 15.249 της Ιρλανδίας. Αυτό αναφέρει η ίδια η Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη εκπαίδευση, η πρώην ΑΔΙΠ σε έκθεση της, την πρώτη σελίδα της οποίας καταθέτουμε στα πρακτικά.
Όλα αυτά επειδή εμείς επιμένουμε ανόητα να απαγορεύουμε την ιδιωτική εκπαίδευση με το άρθρο 16 του Συντάγματος και συνεχίζουμε να δωρίζουμε τεράστια ποσά στο εξωτερικό – χάνοντας παράλληλα έσοδα πάνω από 10 δις € και φόρους για το δημόσιο της τάξης των 3 δις € ή παραπάνω από έναν ΕΝΦΙΑ, καθώς επίσης εξάγοντας το πιο πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό μας, αντί τα προϊόντα και τις υπηρεσίες μας. Δολοφονούμε δηλαδή μόνοι μας ως αυτόχειρες την πατρίδα μας, διώχνουμε τα παιδιά μας και τα καταδικάζουμε στην εξορία, πληρώνοντας επί πλέον θηριώδη ποσά – κάτι που ισοδυναμεί με το άκρον άωτο του μαζοχισμού και της εθνικής ανοησίας.
Με βάση τώρα τον προϋπολογισμό, το Υπουργείο Παιδείας θα στηριχθεί συνολικά με 5,46 δις € ή με 2,8% του ΑΕΠ – από τα οποία τα 4,95 δις € θα προέλθουν από τον τακτικό προϋπολογισμό και τα 510 εκ. € από το ΠΔΕ. Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θα δοθούν 900 € ή το 0,5% του ΑΕΠ – εκ των οποίων τα 647 εκ. € στα ΑΕΙ και τα 253 εκ. € στη Γενική Γραμματεία Ανωτάτης Εκπαίδευσης. Σύμφωνα όμως με τη EUROSTAT, η δαπάνη για την τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι ίση με το 0,7% του ΑΕΠ μας –  όταν ο μέσος όρος της ΕΕ ευρίσκεται στο 1,2% του ΑΕΠ και της Τουρκίας υπερβαίνει το 1,5% όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά.
Εκτός αυτού, η αναλογία των φοιτητών ανά καθηγητή είναι χειρότερη στην Ελλάδα, σε σχέση με πολλές χώρες της ΕΕ – αφού αντιστοιχούν 38,7 φοιτητές ανά ένα ακαδημαϊκό προσωπικό, όπως φαίνεται στο γράφημα που θα καταθέσουμε στα πρακτικά, έναντι 15 του μέσου όρου της ΕΕ. Συνολικά το ακαδημαϊκό προσωπικό υπολογίζεται στα 19.000 άτομα στην Ελλάδα, οπότε υπάρχει έλλειψη 20.000 ατόμων συγκριτικά με το μέσον όρο της ΕΕ – κάτι που οφείλεται κυρίως στις περικοπές των μνημονίων.
Εν τούτοις, ορισμένα ελληνικά Πανεπιστήμια συμπεριλαμβάνονται στα 1.000 κορυφαία διεθνώς, σύμφωνα με το Ισπανικό Εθνικό Κέντρο Ερευνών που συλλέγει πληροφορίες από 28.000 Πανεπιστήμια – όπως το ΕΚΠΑ στη θέση 217, το ΑΠΘ στη 256, το ΕΜΠ στην 354, το Πανεπιστήμιο Πατρών στην 530, των Ιωαννίνων στην 555 και της Κρήτης στην 636. Υπάρχουν φυσικά και άλλες αξιολογήσεις από διαφορετικούς οργανισμούς, οι οποίες τεκμηριώνουν πως παρά τις χαμηλές δαπάνες, τα Πανεπιστήμια μας ευρίσκονται σε καλή θέση – κάτι που θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά προς το καλύτερο, εάν ξοδεύαμε τα ίδια χρήματα με το μέσον όρο της ΕΕ.
Όσον αφορά τώρα την αξιολόγηση των καθηγητών που γίνεται από την ΑΔΙΠ, δεν καταλαβαίνουμε για ποιό λόγο καταργείται – εκτός εάν είναι ο γνωστός των διορισμών για κομματικούς σκοπούς. Δεν γνωρίζουμε όμως τα αποτελέσματα των ελέγχων της, τα οποία θα μπορούσαν να είναι η αιτία της κατάργησης της – κάτι για το οποίο θα θέλαμε μία καλύτερη ενημέρωση.
Συνεχίζοντας στο θέμα της Έρευνας & Ανάπτυξης (R&D), οφείλουμε να σημειώσουμε εν πρώτοις πως η ΕΕ, με τη Στρατηγική 2020, έχει θέσει ως στόχο το 3% του ΑΕΠ – όπου ο μέσος όρος σήμερα είναι στο 2,06% εκ των οποίων το 1,36% προέρχεται από τις επιχειρήσεις και μόλις το 0,23% από τα κράτη. Στην Ελλάδα όμως οι δαπάνες είναι μόλις της τάξης του 1% του ΑΕΠ – αν και αυξήθηκαν λίγο τα τελευταία χρόνια, όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά.
Εν τούτοις η έρευνα στην Ελλάδα εμφανίζει σημαντικές επιδόσεις – κρίνοντας από μελέτη του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ) του 2018, κατά την οποία ο αριθμός των δημοσιεύσεων των Ελλήνων ερευνητών αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια και βρίσκεται σταθερά πάνω από τις 10.000 ετησίως (10.793 το 2014), από 5.126 το 2000. Έχουν αυξηθεί επίσης οι αναφορές και βελτιώνεται η συνεργασία με ξένους φορείς – όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά, επειδή θέλουμε πάντοτε να τεκμηριώνουμε αυτά που λέμε.
Αξιοσημείωτο είναι επί πλέον το γεγονός ότι, γίνεται καλύτερη χρήση των ερευνητικών κεφαλαίων στην Ελλάδα, αφού εκπονούνται 7.248 δημοσιεύσεις ανά 1 εκ. €, όταν ο αντίστοιχος αριθμός στη Γερμανία είναι μόλις 1.261 δημοσιεύσεις ανά 1 εκ. € – μία τεράστια διαφορά υπέρ της Ελλάδας, η οποία τεκμηριώνει τις μεγάλες δυνατότητες των Ελλήνων που θα μπορούσαν κυριολεκτικά να πετύχουν θαύματα, εάν δεν υπήρχε το βρώμικο κομματικό-πελατειακό κράτος.
Θα μπορούσε πάντως να αποτελέσει μία σημαντική πηγή εσόδων για την Ελλάδα, εάν κάποια κυβέρνηση λειτουργούσε σωστά στο συγκεκριμένο τομέα – στον οποίο απασχολούνταν 51.092 άτομα το 2018 ή το 1,37% των εργαζομένων, σύμφωνα με μελέτη του ΕΚΤ. Στη Γερμανία απασχολείται το 1,68% και στην ηγετική Δανία το 2,31% – οπότε στην Ελλάδα είναι δυνατόν να δημιουργηθούν ακόμη 50.000 θέσεις σταθερής εργασίας, εάν δινόταν η απαιτούμενη προσοχή, αυξάνοντας το ΑΕΠ μας κατά τουλάχιστον 2,5 δις €.
Το βασικό πρόβλημα της έρευνας στην Ελλάδα εντοπίζεται στον αναιμικό ιδιωτικό τομέα – ο οποίος, ενώ σε άλλες χώρες συμβάλει με το 80% των κεφαλαίων που απαιτούνται, στην Ελλάδα μόλις με 48%. Εύλογα ίσως, αφού αποδυναμώθηκε από την πολιτική των μνημονίων, ενώ χαρακτηρίζεται από μικρές επιχειρήσεις, με προσανατολισμό στις υπηρεσίες και όχι στην παραγωγή, σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Εκτός αυτού, το νούμερο ένα μειονέκτημα της Ελλάδας ήταν και είναι η άπατρις οικονομική της ελίτ, η οποία αδιαφορεί για τη χώρα – ενώ την απομυζεί, αντί να συμβάλει στην πρόοδο της.
Κλείνοντας, οι βασικοί στόχοι της Ελλάδας, για να μπορέσει επιτέλους να ξεφύγει από την παγίδα και να αναπτυχθεί, πρέπει να είναι οι εξής:
(1)  Αλλαγή του οικονομικού μοντέλου, με έμφαση στην παραγωγή, στον πρωτογενή τομέα και στη μεταποίηση – όπου δημιουργούνται σταθερές και αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας, ειδικά για τους νέους πτυχιούχους μας. Σύνδεση του τουρισμού με την παραγωγή, έτσι ώστε να μειωθεί το εμπορικό έλλειμμα που δεν επιτρέπει στο ΑΕΠ μας να αυξηθεί – σημειώνοντας πως είναι απαράδεκτο να καλύπτουμε το 85% των τουριστικών μας εσόδων με εισαγωγές, όταν η Ιταλία μόλις το 25%.
(2)  Αύξηση των δαπανών για την Έρευνα και για την Παιδεία, καθώς επίσης διεκδίκηση προγραμμάτων από την ΕΕ για έρευνα ή για κίνητρα εγκατάστασης ερευνητικών κέντρων και βιομηχανιών στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, η FIAT έχει ερευνητικό κέντρο στην Τουρκία – ενώ στην Ελλάδα η TESLA, αλλά μόνο λόγω των σημαντικών Ελλήνων που εργάζονται σε αυτήν, έχοντας εκπαιδευθεί σε ελληνικά ΑΕΙ.
Το 8% των συνολικών δαπανών για έρευνα στην Ελλάδα προέρχεται από τη φαρμακοβιομηχανία, με 84 εκ. € και με 2.506 κλινικές μελέτες με στοιχεία του 2012 – ενώ η αμερικανική κορυφαία φαρμακευτική εταιρεία, η Pfizer, επέλεξε πρόσφατα τη Θεσσαλονίκη για ερευνητικό της κέντρο.
(3)  Επικέντρωση στην πρωτογενή παραγωγή που αποτελεί πλέον τομέα καινοτομίας – αφού εφαρμόζονται σύγχρονες μέθοδοι καλλιέργειας, με τη χρησιμοποίηση δορυφορικών δεδομένων, drones και τεχνητής νοημοσύνης. Πρόκειται για έναν νέο τομέα που ονομάζεται Γεωργία Ακριβείας (Precision Farming) – όπου η έρευνα εδώ μπορεί να απασχολήσει έναν σημαντικό αριθμό Ελλήνων επιστημόνων.
(4)  Ανάπτυξη της ναυτιλίας και της ναυπήγησης, όπου δυστυχώς τα ελληνικά ναυπηγεία έχουν κλείσει, ως συνήθως λόγω των σκόπιμων κυρώσεων της ΕΕ και πρέπει να επαναλειτουργήσουν – καθώς επίσης της αμυντικής μας βιομηχανίας τόσο για οικονομικούς, όσο και για γεωπολιτικούς λόγους, ενώ μπορούν να δημιουργηθούν εκεί πάρα πολλές θέσεις απασχόλησης για νέους πτυχιούχους των θετικών επιστημών.
(5)  Τέλος, οφείλει να δοθεί μεγάλη σημασία στον τομέα της ενέργειας, με ελληνική τεχνολογία για ΑΠΕ και όχι εισαγόμενη – φυσικά χωρίς να ξεπουληθούν οι ενεργειακές ελληνικές επιχειρήσεις, όπως η ΔΕΠΑ, ο ΑΔΜΗΕ και ο ΔΕΔΔΗΕ, όπως δυστυχώς σχεδιάζει η κυβέρνηση.
Ούτε βέβαια να κλείσουν οι μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη το 2023, έναντι το 2038 της Γερμανίας, επειδή η κυβέρνηση υπέγραψε το 2013 τη σκανδαλώδη σύμβαση για τους ρύπους που έχει κοστίσει στη ΔΕΗ πάνω από 1,6 δις € – όταν δεν έχει υπογράψει κάτι ανάλογο ούτε η Πολωνία, ούτε η Βουλγαρία, ως επίσης μέλη της ΕΕ.
Υστερόγραφο: Δυστυχώς, στον περιορισμένο χρόνο που έχει κανείς στη Βουλή, δεν προλαβαίνει να αναπτύξει σωστά το θέμα και δεν ολοκληρώνει σχεδόν ποτέ τις εισηγήσεις του.
 Βασίλης Βιλιάρδος22 Ιανουαρίου 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου