Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2020

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (36)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

                                Jacob Burckhard
                                                       ΤΟΜΟΣ 1ος
                       ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
                                           ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ  
                                                       ΙΙ  
                              Η ΠΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΗΣ ΕΞΈΛΙΞΗ
6. Η ΤΥΡΑΝΝΙΑ (συνέχεια 9η)


 Ο κατ’ εξοχήν κίνδυνος για κάθε τυραννία ήταν, όπως είδαμε, η πρόθεσή της να συνιστά αυτή η ίδια την πόλη.
    
Ο Αριστοτέλης προειδοποιεί τον «σχετικά καλό» ή τον «σχετικά» μόνο «κακό» άρχοντα, ότι η τυραννία και η ολιγαρχία είναι τα πλέον βραχύβια καθεστώτα.
     Αιτία όμως δεν ήταν μόνον οι πολιτικές και ηθικές παράμετροι, αλλά και παράγοντες εξωγενείς: στην πραγματικότητα ο τυραννίσκος δεν ήταν μόνον εκτεθειμένος στην εκδικητικότητα του απειλουμένου ή κακοποιημένου αντιπάλου, αλλά γινόταν ομόφωνα στόχος όλων τών δημοκρατικών πολιτών τού έθνους, και έτσι η καταδίκη μιας παρόμοιας χειρονομίας για προσωπικό όφελος εξιδανικεύτηκε στο έπακρο. Από την εποχή που στην Αθήνα στήθηκαν αγάλματα στον Κεραμεικό για τους δολοφόνους τού Ιππάρχου, σκίρτησαν πολλές καρδιές, και άρχισαν να σπανίζουν οι τύραννοι· η απλή επιδίωξη κάποιου να συγκεντρώσει γύρω του εξαθλιωμένους από την ένδεια πολίτες, ήταν δυνατόν να επισύρει τη θανάτωσή του από τον ίδιον ακόμα τον αδελφό του, όπως στην περίπτωση του Τιμοκράτη τής Κορίνθου, που δολοφονήθηκε από τον αδελφό του Τιμολέοντα. Ο περίφημος Ιάσων τών Φερών υπήρξε το θύμα «υπέρ τής δόξης» επτά νεαρών ατόμων, τα οποία αποθεώθηκαν σε όλες τις πόλεις που επισκέφτηκαν στη συνέχεια, παρότι ορισμένοι θεώρησαν πως αυτή η δολοφονία δεν ήταν παρά συνέπεια θείας καταδίκης, επειδή ο Ιάσων εποφθαλμιούσε τούς θησαυρούς τών Δελφών· και στην ίδια την Αθήνα, η οποία διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Αλέξανδρο των Φερών, οι δολοφόνοι τού Κότυ τής Θράκης, του Πύθωνα και του Ηρακλείδη έγιναν δεκτοί με τιμές. Η φιλοσοφία έπαιξε επίσης τον ρόλο της στο συγκεκριμένο ζήτημα: ο Κλέαρχος της Ηράκλειας, ο οποίος είχε υπάρξει ακροατής τού Πλάτωνα και δημιουργός μιας μεγάλης βιβλιοθήκης ενώ ήταν ακόμη τύραννος, δολοφονήθηκε αργότερα από δύο άλλους μαθητές τού Πλάτωνα· φαίνεται ότι μάταια είχε προειδοποιηθεί από κάποια όνειρά του για τους κινδύνους τής φιλοσοφίας. Αλλά στην Αθήνα, για την οποία ο ίδιος ο Πλάτων είχε ξεκάθαρα προφητέψει τυραννία, δεν στάθηκε πλέον δυνατό τον 4ον αιώνα να επωφεληθεί κάποιος τύραννος από τα μέσα που παρείχε ο δημόσιος βίος και να επιβληθεί στο σύνολο της πόλης, ίσως επειδή υπήρχαν πάρα πολλοί προικισμένοι και απόλυτα αποφασισμένοι πολίτες. Στην κυρίως Ελλάδα πάντως, η Σπάρτη είχε αντιπαρατεθεί, μέχρι τη μάχη τών Λεύκτρων, σε κάθε είδους τυραννία, παρότι παρέμενε απλός μάρτυς τών αγώνων που διεξάγονταν σε άλλες πόλεις· υπήρξαν ωστόσο αργότερα περιπτώσεις, όπως τών πριγκηπάτων τών Θηβών και των Φιλίππων, που απέκλεισαν το ενδεχόμενο να ανεχθούν ή να ενθαρρύνουν την τυραννία. Οι Θηβαίοι, που είχαν πολύ συγκεκριμένη άποψη για την τυραννία, οδήγησαν σε δίκη τον μεγάλο τους Επαμεινώνδα, προκειμένου να καταδικαστεί σε θάνατο, επειδή παρέτεινε αυθαίρετα το αξίωμα του τού βοιωτάρχη, προς μεγάλη ικανοποίηση της τοπικής κοινότητας· είναι αλήθεια ότι οι δικαστές που επελέγησαν με κλήρο, αρνήθηκαν να ψηφίσουν τη θανατική ποινή· στη συνέχεια όμως ο Επαμεινώνδας υποχρεώθηκε να εκτελεί καθήκοντα ελεγκτή τών υπονόμων, ενώ για αρκετό διάστημα υπηρέτησε ως απλός στρατιώτης.
     Χάρη στους διαδόχους τού Αλεξάνδρου, όλα τα Ανατολικά ελληνικά εδάφη συνέστησαν σημαντικά σχετικώς βασίλεια, αλλά η Ελλάδα παρέμεινε υπό την επιρροή τής Μακεδονίας, η οποία επί μισό σχεδόν αιώνα άλλαξε ηγεσία αρκετές φορές, ως την ημέρα που πέρασε στην εξουσία τών Αντιγονιδών. Στη διάρκεια αυτής τής περίφημης μεταβατικής περιόδου, ο βασιλεύς Κάσσανδρος υπήρξε κλασσικό παράδειγμα Έλληνα τυράννου, ενώ συμπλέοντας μ’ αυτόν απέναντι στον Δημήτριο τον Πολιορκητή, κάποιος Λαχάρης, ένα άτομο «που υπερέβαινε όλους τούς τυράννους σε σκληρότητα απέναντι στους ανθρώπους και αχρειότητα απέναντι στους θεούς», κατόρθωσε να καταλάβει την εξουσία στην Αθήνα (279 π. Χ.)· έζησε όμως μέσα σ’ έναν διαρκή τρόμο, απέσπασε από τον Παρθενώνα τις χρυσές ασπίδες και το χρυσάφι από το άγαλμα της Αθηνάς, και τελικά αναγκάστηκε να διαφύγει μεταμφιεσμένος. Επιπλέον, σαν να υπήρχε μια ιδιαίτερη κατάρα τής τυραννίας συνδεδεμένη  με το όνομα Κάσσανδρος, στην Ποτίδαια, την οποία ο ίδιος ανέστησε από τα ερείπια καθιστώντας την τή μεγάλη πόλη Κασσάνδρεια, μέσα στην τεράστια σύγχυση που επικράτησε στη Μακεδονία περί το 280 π. Χ. εμφανίζεται ένας άνδρας, ο Απολλόδωρος, που στο πρόσωπό του συγκέντρωνε όλα τα χαρακτηριστικά τού τυράννου τής ύστερης περιόδου· μόνο που η αρχή και το τέλος τής εξουσίας του παραμένουν σκοτεινά. Ξεκίνησε με ένα είδος ημι-κυριαρχίας, έπαιξε τον ρόλο τού προστάτη τών ελευθεριών, και επέδειξε απόλυτο σεβασμό απέναντι στους ισχυρούς διαδόχους. Όταν κατηγορήθηκε ότι απέβλεπε στην τυραννία, εξασφάλισε την απαλλαγή του εμφανιζόμενος στους δικαστές  περιστοιχισμένος από τούς αυλικούς του, γεμάτος θλίψη και φορώντας πένθιμα ενδύματα. Επισήμως απεχθανόταν κάθε είδους φρουρά, αλλά στην πραγματικότητα μοίρασε κλήρους γης στους απίστευτα βάρβαρους Γαλάτες που συμμετείχαν στο στράτευμά του, καθιστώντας τους ένα είδος «φυλάκων τής ελευθερίας», μη διστάζοντας να τους χρησιμοποιήσει στην διεκπεραίωση όλων τών εγκληματικών του πράξεων. Αλλά προκειμένου να αυξήσει τις απολαβές τους, καθώς και τον πληθυσμό τής πόλης, και να κερδίσει επίσης την ευμένεια των δούλων και των εργατών, τους οποίους και ξεσήκωσε, αναγκάστηκε να καταδιώξει τούς εύπορους και να καταφύγει στις κατασχέσεις, στα βασανιστήρια και στις εκτελέσεις. Εξασφάλισε αποφασισμένους συνεργάτες χρησιμοποιώντας ένα φρικώδες τελετουργικό: αφού τούς τάιζε τα εντόσθια ενός παιδιού που είχε θυσιάσει και τους πότιζε το αίμα του αναμεμειγμένο με κόκκινο κρασί, χωρίς εκείνοι να το γνωρίζουν, επεδείκνυε στη συνέχεια το πτώμα, πείθοντάς τους ότι είχαν πλέον έναν ιερό δεσμό μαζί του· πιθανότατα επρόκειτο για μια τρέχουσα παράδοση των τυράννων τής Σικελίας, στην οποία, όπως είδαμε, παρέμενε πιστός. Με τον καιρό υπέκυψε σε φρικώδεις εφιάλτες και οινοποσία, αλλά και σε ακόμη χειροτέρα εγκλήματα. Ο στρατός τού Αντιγόνου Γονατά τού επιτέθηκε και προκάλεσε την πτώση του.
     Ακολούθησαν τέλος οι ύστερες τυραννίες τών Αντιγονιδών, από τις οποίες θα αναφερθούμε μόνο σε όσες αφορούν στην Ελλάδα. (Ήλιδα, Σικυώνα,  Άργος, Μεγαλόπολις κ.ο.κ.). Στον βαθμό που οι δημοκρατίες στάθηκαν ικανές να αφομοιώσουν οι ίδιες τους εύπορους πολίτες, να τους πείσουν να αποδεχτούν την αναβολή πληρωμής τών χρεών, καθώς και τους αναδασμούς, δεν είχαν ανάγκη από έναν τύραννο, που θα μοίραζε το μεγαλύτερο μέρος από τις απαλλοτριώσεις όχι στον λαό, αλλά στους μισθοφόρους· συχνά όμως η αναστάτωση, το έγκλημα και η ανυπομονησία οδηγούσαν στην αλλαγή πολιτεύματος. Η αλήθεια είναι ότι αυτού τού είδους οι τυραννίες δεν συνιστούσαν καν κυβερνήσεις, διότι ήταν απόλυτα εξαρτημένες. Οι Αντιγονίδες άλλοτε τις υποστήριζαν και άλλοτε τις ανέτρεπαν και τις εγκατέλειπαν· η Κόρινθος υπέστη μια διαρκή εναλλαγή τυραννίας και μακεδονικής στρατιωτικής εξουσίας. Η Αχαϊκή Συμπολιτεία ανέλαβε τον ρόλο να παραμερίσει αυτά τα καθεστώτα· αλλά όταν παρουσιάζονταν πρόσφορες συνθήκες, μερικά απ’ αυτά ανασυσταίνονταν· οποιοσδήποτε δημαγωγός ή τυχοδιώκτης μπορούσε με ευκολία να οργανώσει μιαν εξέγερση. Η οποία συνοδευόταν όμως από διώξεις, δολοφονίες, και κατασχέσεις τής περιουσίας τών ευπόρων, που κατά ένα τους μέρος προσφέρονταν στους υποστηρικτές τού δυνάστη, και κατά ένα άλλο μοιράζονταν στη φρουρά τών μισθοφόρων· οι μόνοι ασφαλείς εκείνη την εποχή ήταν οι Γαλάτες, που υπηρετούσαν στα στρατεύματα των διαδόχων ως οι μόνοι ικανοί να εξασφαλίσουν τη νίκη, και ακόμη και οι τύραννοι κατέφευγαν, όταν είχαν ανάγκη από ενισχύσεις, σ’ αυτήν την κατηγορία τών στρατιωτών, που είχαν και πολύ υψηλές αμοιβές. Το έγκλημα και οι κατασχέσεις περιουσιών δεν επαρκούσαν για τη μακρόχρονη συντήρηση αυτού τού στρατού, αλλά ένας στρατός προλεταρίων, έστω συντηρούμενος και με καλό οπλισμό, δεν θα μπορούσε να έχει παρόμοια ισχύ. Ο τύραννος, αφού είχε επιτρέψει τον αναδασμό τής γης, δεν ήταν πλέον απαραίτητος για την προστασία τού καθεστώτος από την επιστροφή στην εξουσία τών εξορίστων και των φυγάδων· κάποιος άλλος θα μπορούσε εύκολα να τον διαδεχθεί, εφ’ όσον οι βίαιες αλλαγές προσώπων ήταν πλέον συνηθισμένες. Αντιθέτως, η απληστία που απέκτησαν οι μάζες ήταν αδύνατον να ικανοποιηθεί για διάφορους εσωτερικούς λόγους, προκαλώντας συνεχείς αλλαγές εξουσίας. Δεν είναι παράδοξο το ότι μετριοπαθείς τύραννοι, που δεν διέπραξαν εγκλήματα, δόξαζαν τους θεούς όταν είχαν τη δυνατότητα να εναποθέσουν την εξασθενημένη εξουσία τους στα χέρια μιας εξίσου εξασθενημένης Αχαϊκής Συμπολιτείας. Άλλοι, που είχαν διαπράξει τα ειδεχθέστερα εγκλήματα,  ζούσαν μέσα στον συνεχή τρόμο τού θανάτου, «οχυρωμένοι πίσω από οπλισμένους στρατιώτες, ισχυρά οχυρά και καταπακτές», χωρίς να αποφεύγουν το μοιραίο. Σχετικά με τις επιθέσεις εναντίον τυράννων  αναφέρονται  ενίοτε ως υποκινητές ή αυτουργοί και οι φιλόσοφοι, οι οποίοι αναδύονταν, θυσιάζοντας τις λοιπές ικανότητές τους, στο πρώτο πλάνο τής ενεργού δράσης. Ο Αβαντίδας, τύραννος τής Σικυώνας, που πίστεψε ότι ύστερα από φρικώδεις διώξεις θα μπορούσε να συνδιαλέγεται με τους φιλοσόφους στην αγορά, δολοφονήθηκε από αυτούς τούς ίδιους και τους υποστηρικτές τους, όπως άλλοτε ο Κλέαρχος της Ηράκλειας. Αυτή τη φορά, όπως και σε αρκετές άλλες περιπτώσεις άλλαξε μόνον ο τύραννος· αντιθέτως, στην περίπτωση που εξαγριωμένοι δημοκράτες κατόρθωναν να επιβληθούν, και ο τύραννος σφαγιαζόταν μέσα στο σπίτι του, ή στην ίδια την αγορά, μπροστά στους βωμούς τών θεών, οι πολίτες καλούνταν σε απελευθερωτική εξέγερση, η ακρόπολη καταστρεφόταν, και η οικογένεια του τυράννου έβρισκε αποτρόπαιο θάνατο, ή την εξωθούσαν σε αυτοκτονία, γιατί η παράδοση απαιτούσε τη χειρότερη εκδίκηση απέναντι στη σύζυγο και τα τέκνα αυτών τών δύστυχων τυράννων, προκειμένου να εξαφανιστεί η δυναστεία. Στο μεταξύ ο Άρατος, επικεφαλής τής Αχαϊκής Συμπολιτείας, κατόρθωσε να απελευθερώσει την πατρίδα του τη Σικυώνα, και την επόμενη μέρα  «πλημμύρισε απ’ τους κατοίκους το θέατρο» νωρίς το πρωΐ, ενώ ο κήρυκας διαλαλούσε πως ο Άρατος καλεί τούς πολίτες σε απελευθερωτική εξέγερση. Υπήρξαν όμως και πολίτες που συμπεριφέρθηκαν ως θεατές στην κυριολεξία· ενώ ο ίδιος ο Άρατος πολεμούσε εναντίον τού τυράννου στα τείχη τού Άργους, οι Αργείοι παρακολουθούσαν αμέτοχοι, χωρίς να υποστηρίζουν κανέναν από τούς δυό, σαν να μην επρόκειτο για την απελευθέρωσή τους, αλλά σαν να ήταν κριτές τών Αθλητικών Αγώνων τής Νεμέας· ο Άρατος αναγκάστηκε, βαριά τραυματισμένος, να υποχωρήσει, αλλά στη συνέχεια αφάνισε την Αργολίδα, ενέργεια που έβλαψε και τις δυό πλευρές. Δεν θα εξετάσουμε ακόμη το πώς εξελίχθηκαν αργότερα οι δημοκρατίες. Αλλά πριν ακόμα η Ρώμη οδηγήσει τούς Έλληνες στην αλληλοεξόντωση που θα ακολουθούσε, η Σπάρτη υπέμεινε την ειδεχθέστερη τυραννία που υπήρξε ποτέ (εξαιρουμένης τής Σικελικής), την τυραννία τού Νάβη (206-192 π. Χ).
      Θα ήταν δυνατόν να παραλείψουμε όλη την ακολουθία τών ελλήνων τυράννων κατά την εποχή τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας , αν ο Λουκιανός (Σαμοσατεύς) δεν είχε συγκεντρώσει στο πρόσωπο του Μεγαπένθη όλα τα χαρακτηριστικά που συνιστούν, από την εποχή τών ρητόρων, τη συμβατική εικόνα τού τύραννου, αυτή που εμφανίζεται στην ύστερη περίοδο με ένα ριζικά αρνητικό περιεχόμενο. Σε άλλα έργα του όμως αποκαλύπτει τον σεβασμό τών Ελλήνων απέναντι σε ό,τι δεν αποτελεί απλώς τον καρπό μιας κληρονομιάς, αλλά είναι αποτέλεσμα ισχύος και ατομικής, ελεύθερης βούλησης. Η ιστορική έρευνα έχει κάθε δικαίωμα να αναδείξει την περιπαιχτική απεικόνιση μιας ανυστερόβουλης ελπίδας που απεικονίζεται στην ποίηση λαών που εξέλειπαν· αρκεί να ακούσουμε τα λόγια του Σάμιππου στον Λουκιανό: «Δεν θα ήθελα να είμαι ένας βασιλεύς που κληρονόμησε την εξουσία, όπως ο Αλέξανδρος ή ο Μιθριδάτης, αλλά ένας κλέφτης περιστοιχισμένος από τριάντα έμπιστους συνωμότες, που σύντομα θα γίνονταν πενήντα χιλιάδες, με στόχο να καταλάβουμε την Ελλάδα και να κατακτήσουμε την Ανατολή».
(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου