ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Τρίτη,4 Φεβρουαρίου 2020
Jacob Burckhard
ΤΟΜΟΣ 1ος
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ
– ΙΙ –
Η ΠΟΛΗ ΣΤΗΝ
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΗΣ ΕΞΈΛΙΞΗ
6. Η ΤΥΡΑΝΝΙΑ (συνέχεια
8η)
Ο κατ’ εξοχήν κίνδυνος για κάθε τυραννία ήταν, όπως είδαμε, η πρόθεσή της να συνιστά αυτή η ίδια την πόλη.
Λέγεται ότι ο Κάλλιππος ανήλθε
θριαμβευτικά στην εξουσία, αλλά ήδη μετά από δέκα μήνες απώλεσε τις Συρακούσες
ενώ βρισκόταν σε εκστρατεία κατά τής Κατάνης. Έτσι έκλεισε ο δρόμος επιστροφής
στη Σικελία και παρότι κατέλαβε το Ρήγιο, δεν είχε πλέον την οικονομική
δυνατότητα να συντηρήσει τον στρατό του· δολοφονήθηκε
με το ίδιο ξίφος που σκότωσε τον
Δίωνα. Οι Συρακούσες κατέληξαν κατ’ αρχάς υπό την εξουσία τού Ιππαρίνου,
γιού τής Αριστομάχης και ετεροθαλούς αδελφού τού Διονυσίου, που επίσης
δολοφονήθηκε· τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Νισαίος, ως την ημέρα που ο ίδιος ο
Διονύσιος, εγκαταλείποντας τους Λοκρούς, των οποίων υπήρξε τύραννος, επέστρεψε
στην παλαιά του πρωτεύουσα (346 π. Χ.). Στο μεταξύ επανεμφανίζονται σε αρκετές
πόλεις τυραννίσκοι, ως νέοι σύμμαχοι
της Καρχηδόνας, που η παρουσία της καθίσταται ολοένα εγγύτερη. Αλλά για μιαν
ακόμη φορά όλοι οι τύραννοι, και ο Διονύσιος μαζί, εδιώχθησαν, και οι
Καρχηδόνιοι περιορίστηκαν στη δυτική προεξοχή τού νησιού από τον Τιμολέοντα
(343 π. χ.) και από τις μαζικές εισροές τών Ελλήνων και των εξόριστων
οικογενειών τους που βρίσκονταν υπό την διοίκησή του· για μιαν ακόμη φορά επανήλθαν οι αστικοί πληθυσμοί και ανακηρύχτηκαν δημοκρατίες.
Αλλά μετά τον θάνατο του Τιμολέοντα (337 π. Χ.) ξέσπασαν ταραχές αντίστοιχες με
αυτές που ακολούθησαν την εξαφάνιση των δυναστειών τών τυράννων τού
παρελθόντος, και είκοσι χρόνια αργότερα η εξουσία πέρασε στα χέρια τού
Αγαθοκλή, που φαίνεται πως συνδύαζε στο πρόσωπό του τη δύναμη επιβολής ενός
νέου τυράννου, όπως ο Διονύσιος ο Πρεσβύτερος, και την εξαιρετική τόλμη τού
στρατηγού και του τυχοδιώκτη. Παρατηρώντας αυτήν την αποτρόπαιη αλλά
εντυπωσιακή προσωπικότητα, έχουμε την εντύπωση ότι το σύνολο της διανοητικής
και ηθικής δύναμης, όλα τα εγκλήματα και οι προδοσίες που χαρακτηρίζουν
τούς Έλληνες της ύστερης περιόδου
συγκεντρώθηκαν σε ένα και μόνον άτομο· στην παγκόσμια ιστορία είναι σπάνιες οι
προσωπικότητες που προκάλεσαν τέτοιον διχασμό, προκαλώντας ταυτόχρονα τον
θαυμασμό και την απέχθεια, ως την ημέρα
(το 289 π. Χ.) που σε ηλικία εβδομήντα ετών, δηλητηριασμένος από κάποιον
εγγονό του, κατέληξε στην πυρά σαν τον Ηρακλή. Μελετώντας τις περιπέτειες της
Σικελίας αυτήν την εποχή είναι σαν να κατεβαίνουμε σκαλί το σκαλί στην Κόλαση του Δάντη · την εποχή του
Αγαθοκλή οι πόλεις πολέμησαν με σθένος εναντίον του για την ανεξαρτησία τους· η
επιθυμία τους να επιβιώσουν δεν είχε σβήσει εντελώς, ενώ αργότερα, τον 3ον
αιώνα, αφέθηκαν στις διαθέσεις βάνδαλων μισθοφόρων, μεμονωμένων τυράννων και
των Καρχηδονίων, σαν να είχαν βυθιστεί σε λήθαργο, και δεν αντιλήφθηκαν, για
παράδειγμα, ότι ο Πύρρος θα μπορούσε να αποτελέσει τη σανίδα τής σωτηρίας τους.
Είναι δύσκολο να υποθέσουμε τί θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να επιτύχει ο Ιέρων
Β΄, στον οποίον ο στρατός ανέθεσε την εξουσία στις Συρακούσες (274 π. Χ.)· είχε
έρθει όμως ο καιρός που η Ρώμη, μετά την αρχικά εχθρική στάση της, θα
ανελάμβανε την ευθύνη τόσο τού ίδιου όσο και της νήσου, παρότι η μοίρα της ως ρωμαϊκής
επαρχίας αποδείχθηκε κι αυτή σκληρή. Το
ελληνικό στοιχείο της, η πόλη, έπαψε να υπάρχει, αλλά ο ελληνισμός, ό,τι απέμεινε από την ελληνική
εθνότητα, διέλαθε των Αφρικανών.
Στην υπόλοιπη Ελλάδα τού 4ου
αιώνα υπήρξαν ασφαλώς πολλοί τύραννοι και κόμματα, αλλά η πραγματική τυραννία αναδείχθηκε κατά καιρούς στην περιφέρεια, σε εδάφη εκτός τής κυρίως Ελλάδας. Θα
πρέπει να εξαιρέσουμε τις κληρονομικές δυναστείες τής Κύπρου, της Αλικαρνασσού
κ. ο. κ., ενώ ο Ευαγόρας, δεσπότης τής Κυπριακής Σαλαμίνας, υπήρξε
αξιοσέβαστος, ακόμη και αν ερευνήσουμε, εκτός από τον Πανηγυρικό Λόγο τού Ισοκράτη, και άλλες πηγές· οι τύραννοι της
Ποντικής Ηράκλειας, που απέναντι στην εύπορη τάξη επιβλήθηκαν χάρη στους
αναδασμούς, βρίσκονταν πολύ μακριά και είχαν ελάχιστη επιρροή στο πεπρωμένο τής
Ελλάδας· έτσι ένα μόνο τρομακτικό παράδειγμα υπάρχει στην ενδοχώρα, η δυναστεία
τών Φερών στη Θεσσαλία, όπου, μετά τον ικανό και πολλά υποσχόμενο τύραννο
Ιάσωνα (ως το 370 π. Χ.), ο απεχθής Αλέξανδρος (ως το 359) κατέλαβε την
εξουσία, διαπράττοντας σειρά εγκλημάτων στους κόλπους τής ίδιας του της
οικογένειας. Εδώ, όπως και στην περίπτωση του Κλέαρχου της Ηράκλειας, οι περισσότερες θηριωδίες διαπράχθηκαν
επειδή ο φόβος προκαλεί βία, και
επειδή ήταν απαραίτητο να φονεύονται ή να πωλούνται συνεχώς άνθρωποι
προκειμένου να δημεύονται περιουσίες και να εισπράττονται χρήματα για την πληρωμή τών μισθοφόρων, οι
οποίοι απαιτούσαν επιπλέον και άλλου είδους απολαβές. Αλλά για τον Αλέξανδρο
μοιραία υπήρξε η εγγύτητα της πόλης τών
Θηβών, από την οποία οι Θεσσαλοί που βρίσκονταν υπό την εξουσία τού
τυράννου ή υπό την απειλή της, ανέμεναν την απαλλαγή ή τουλάχιστον την
παρέμβαση. Οι διαμαρτυρίες τους ανάγκασαν τον Πελοπίδα νε επισκεφτεί δύο φορές
τη Θεσσαλία, ελπίζοντας να διευθετήσει την κατάσταση, γεγονός που του στοίχισε
μια διπλή εμπειρία: ή πρώτη ήταν όταν ο Αλέξανδρος δεν καταδέχθηκε ούτε να
ακούσει τις επικρίσεις του ως το τέλος, αλλά τού γύρισε την πλάτη όπως και οι
μισθοφόροι του· τη δεύτερη όμως φορά, επειδή ο Πελοπίδας παρουσιάστηκε χωρίς
τον στρατό του, ο Αλέξανδρος δεν δίστασε να τον ρίξει στη φυλακή στις Φερές,
μαζί με τον Ισμηνία. Η μεγάλη αυτή προσβολή γέμισε με τρόμο τις ψυχές τών
Θεσσαλών· πίστεψαν ότι εκείνος που είχε τέτοιο θράσος, δεν θα δίσταζε προ
ουδενός και θα ήταν ικανός να χειρίζεται τους ανθρώπους και τις καταστάσεις όπως ένας άνθρωπος που δεν ελπίζει πλέον σε τίποτε. Τότε ακριβώς ήταν που
διαπράχθηκαν τα χειρότερα εγκλήματα, παρότι δεν είμαστε απόλυτα βέβαιοι ότι
αληθεύει το ότι έθαβε ανθρώπους ζωντανούς ή τούς τύλιγε μέσα σε προβιές από
αρκούδες και αγριόχοιρους, εξαπολύοντας στη συνέχεια εναντίον τους κυνηγόσκυλα,
πριν τους κομματιάσει με τα ξίφη. Γεγονός είναι πάντως ότι διέταξε τους
μισθοφόρους του να επιτεθούν αιφνιδιαστικά στις πόλεις Μελιταία και Σκοτούσσα,
σε καιρό ειρήνης, και την ώρα που οι πολίτες τους, που θεωρούνταν σύμμαχοι,
συμμετείχαν στη συνέλευση του λαού, και να τους εξολοθρεύσουν. Και ο ίδιος
αυτός άνθρωπος που καθιέρωσε και στεφάνωσε το ξίφος με το οποίο σκότωσε τον θείο
του Πολύφρονα, και πρόσφερε θυσία στον θεό «Τύχωνα» (αυτόν που πετυχαίνει τον
στόχο του), ένοιωσε τέτοια αναστάτωση παρακολουθώντας την παράσταση των Τρωάδων τού Ευριπίδη, ώστε αναγκάστηκε
να αποχωρήσει από το θέατρο για να κρύψει τη συγκίνησή του από τούς άλλους
θεατές.
Στο μεταξύ οι συμπολίτες τού Πελοπίδα, ο
οποίος εξ αιτίας τών απειλών και των προκλήσεων κατά τού Αλεξάνδρου υπέστη
σκληρή μεταχείριση κατά την κράτησή του, μετά από μερικές αποτυχημένες
απόπειρες, ανάγκασαν τον ίδιον τον Επαμεινώνδα να εισβάλει στη Θεσσαλία. Αυτός
ακολούθησε μια διακριτική πολιτική απέναντι σε έναν εντελώς απελπισμένο
τύραννο, ανησυχώντας για την τύχη τού φίλου του, υποχρεώνοντας τον εχθρό να
υπογράψει ανακωχή και επιστροφή τών αιχμαλώτων· μετά όμως από την αποχώρηση του
Θηβαϊκού στρατού ο τύραννος αποθρασύνθηκε και απείλησε ολόκληρη τη Θεσσαλία,
την οποία είχε περικυκλώσει το στράτευμά του. Ακόμη και οι Αθηναίοι, παρόλο τον
σεβασμό που αναλογούσε σε έναν τυραννοκτόνο, μετά βίας συγκατατέθηκαν να λάβουν
κάποια χρηματική επιδότηση και να του αφιερώσουν ένα χάλκινο άγαλμα τιμώντας
τον ως ευεργέτη. Αλλά οι πόλεις τής
Θεσσαλίας ζήτησαν εκ νέου βοήθεια από
τούς Θηβαίους, οι οποίοι δεν ήταν βέβαια δυνατόν να τους την αρνηθούν. Έτσι ο
Πελοπίδας επανήλθε για τρίτη φορά, επικεφαλής στρατού ιππέων εθελοντών, που
προσφέρθηκαν να πολεμήσουν για την απελευθέρωση του καταπιεσμένου από την
τυραννία λαού και να εξολοθρεύσουν τις παράνομες και βίαιες τυραννίες· παρότι ο
στρατός του επικράτησε, ο ίδιος έχασε τη ζωή του στις Κυνός Κεφαλές, και έτσι χρειάστηκε να επέμβει το σύνολο του
Θηβαϊκού στρατού για να αποκρούσει τον Αλέξανδρο ως τις Φερές, γεγονός που
υποχρέωσε τον τελευταίο να εγκαταλείψει τις κατακτήσεις του στη Θεσσαλία και να
προσχωρήσει στη Θηβαϊκή Συμπολιτεία.
Λίγο καιρό αργότερα επήλθε η συντριβή τού τυράννου· η σύζυγός του
Θήβη, που οι προδοσίες του και η σκληρότητά του την έφεραν σε απόγνωση, τον
θανάτωσε «με τρόπο ιδιαίτερα τραχύ και γλυκύ»· το πτώμα του πετάχτηκε στους
δρόμους και ποδοπατήθηκε από τούς κατοίκους τών Φερών.
Όσο
κτηνώδης κι αν υπήρξε η τυραννία τού Αλέξανδρου, το ενδιαφέρον τών Ελλήνων
συγκέντρωσαν κυρίως οι δύο Διονύσιοι· ο Κλέαρχος της Ηράκλειας τούς έλαβε ως
πρότυπο, και ακόμη αργότερα ο Απολλόδωρος της Κασσάνδρειας ακολουθούσε τις
συμβουλές τού Καλλίφωνα, ενός καλά ενημερωμένου σ’ αυτά τα πράγματα Σικελού· διότι αυτό το νησί αντιπροσώπευε την
πατρίδα τής νέας τυραννία, της μεθοδικής
ευφράδειας και της εκλεπτυσμένης μαγειρικής τέχνης. Στο διάλογο με τίτλο Ιέρων,
ο Ξενοφών δεν περιγράφει τόσο τον Καλλίφωνα αλλά τον Διονύσιο τον πρεσβύτερο,
και υπογραμμίζει κυρίως την απουσία εσωτερικής χαράς στη ζωή
τού τυράννου· ο Πλάτων ταξίδεψε
τρείς φορές μέχρι την αυλή τών Συρακουσών, χωρίς να πετύχει κάποια εξομάλυνση.
Και ο εξόριστος Διονύσιος ο νεώτερος υπήρξε ένα πραγματικό αξιοθέατο της
Κορίνθου, στην οποία λίγο νωρίτερα ο Τιμοφάνης είχε επιχειρήσει να επιβάλει
τυραννία· ο Διονύσιος επέλεξε ίσως συνειδητά έναν έκκλητο βίο, για να μην κινεί
υποψίες και να δίνει την εντύπωση ότι δεν αντιτίθεται στη μοίρα του. Οι Έλληνες
όμως, που ενδιαφέρονταν γι’ αυτές τις περιπτώσεις είχαν εδώ την ευκαιρία να
μελετήσουν από κοντά τα παράδειγμα ενός πραγματικού τυράννου, που δεν παρέλειψε κανενός είδους βία και υπέκυψε σε όλες τις ηδονές, αλλά παράλληλα
βίωσε απερίγραπτη οδύνη (τον
θάνατο των εγγονών του, τον βιασμό και τον θάνατο των συγγενών του από
νικηφόρους αντιπάλους), προσωποποιώντας ταυτόχρονα έναν απαράμιλλο κυνισμό,
μιαν αυτάρκειας και μιαν αυτάρεσκη κακογλωσσιά. Στο μεταξύ οι Έλληνες είχαν
ανακαλύψει μιαν αυθεντική βασιλεία,
την οποία για μεγάλο διάστημα χαρακτήριζαν ως τυραννία: ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας εμφανίστηκε αυτοπροσώπως και συνομίλησε με τον Διογένη (δεν
γνωρίζουμε αν είχε ενημερωθεί για τον Διονύσιο). Αλλά ο μέγας δάσκαλός του, ο Αριστοτέλης, είχε αντιπαρατεθεί στα Πολιτικά
του γενικά στο φαινόμενο της τυραννίας, περιγράφοντας πρώτα τον κακό δρόμο
που επέλεξαν οι περισσότεροι τύραννοι, και ύστερα τον καλύτερο που προσεγγίζει
στην αυθεντική βασιλεία, η οποία μπορεί να εκπληρώσει πράγματι κάποιες
προσδοκίες επιδιώκοντας να εκπληρώσει
ακόμα περισσότερες. Ο Μακιαβέλι πραγματεύεται αρκετές από αυτές τις απόψεις στον
Πρίγκιπα. Ο Αριστοτέλης όμως προειδοποιεί τον «σχετικά καλό» ή «σχετικά» μόνον
«κακό» άρχοντα, ότι η τυραννία και η
ολιγαρχία είναι τα πλέον βραχύβια
καθεστώτα.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου