Συνέχεια από: Τρίτη, 25 Φεβρουαρίου 2020
Στις πηγές τής νεωτερικής θεολογίας (ΧXIV)
Το να δοκιμάσουμε να αποτιμήσουμε την γιγάντια προσπάθεια τού Hegel με συντομία και σε λίγες γραμμές είναι απολύτως παρακινδυνευμένο. Δεν μπορούμε να μην θαυμάσουμε την ειλικρινή πίστη τού Hegel πως το Τριαδικό δόγμα αποτελεί την συνθετική αναπαράσταση τής προόδου τής αυτοπραγματώσεως τού Θεού και επομένως το κεντρικό θέμα τού στοχασμού του. Η επεξεργασία τού κύκλου ζωής (Lebenslanf) τού Τριαδικού θεού μέσω τής έννοιας: Αυτή είναι η αποστολή που αναθέτει στη φιλοσοφία του για να μπορεί να είναι ο εαυτός της και επομένως να μπορεί να γίνει αυτοσυνειδησία και θεία αυτοσυνειδησία.
Δεν δοκιμάζει στ’ αλήθεια ο Ηegel να περιγράψει την Τριάδα σαν μια γενεαλογία a priori δηλαδή σαν μια καθαρή λογική πρόοδο; Με πανίσχυρη μαγεία ο Hegel ανακατεύει και μειώνει καθ’ εαυτές όλες τις πτυχές τής φιλοσοφικής όσο και της θεολογικής σκέψεως τής Δύσεως. Από τον Παρμενίδη στον Αριστοτέλη, από τον Καρτέσιο στον Σπινόζα, αλλά επίσης και από τον Αυγουστίνο στον Λούθηρο και στον Μπαίμε, αφομοιώνει τα πάντα και ταυτοχρόνως τα αναπαράγει μέσα στην κίνηση τού συστήματός του.
Αλλά όπως ο Θεός δεν είναι Θεός χωρίς τον κόσμο, τοιουτοτρόπως για τον Ηegel ο Υιός του Θεού δεν είναι Υιός χωρίς την ενσάρκωση, και το Άγιο πνεύμα δεν υπάρχει χωρίς Χριστιανική κοινότητα. Δεν υπάρχει εσωτερική ζωή χωρίς εξωτερική δραστηριότητα. Οι αιώνιες πρόοδοι δεν πραγματοποιούνται χωρίς τις έγχρονες αποστολές. Σε ένα είδος στοχαστικού παραληρήματος ο ενδοτριαδικός δυναμισμός συλλαμβάνεται σαν ένας αναγκαίος κύκλος ανάλογος εκείνου της δημιουργίας, καταλλαγής και εσχατολογικής επιστροφής στον Θεό. Με άλλα λόγια δεν υπάρχει αιώνια Τριάδα χωρίς την οικονομική! Ο κόσμος είναι η αλήθεια του Θεού. Η ιστορία είναι η πραγματικότητα της Τριάδος και σαν τέτοια η δίκη, η πρόοδος, η δικαίωση του θεού. Η διαλεκτική του γίγνεσθαι είναι αυτή η ίδια η θεοδικία.
Επιπλέον στήν Τριαδική έκφραση το πρόσωπο σαν υποκείμενο μοιάζει να προηγείται των τριών θείων προσώπων, καθένα από τα οποία πραγματοποιείται στο άλλο, ενώ από το άλλο μέρος τα Τριαδικά πρόσωπα λόγω της ίδιας τους τής λογικής δομής φαίνονται εξατομικευμένα ανεξαρτήτως τής προσωπικής τους κοινωνίας. Ο Ηegel δηλαδή φαίνεται να υπολογίζει την Τριάδα τόσο σαν καθολικό υποκείμενο όσο και σαν ενότητα τριών προσώπων.
Από αυτή την δεύτερη άποψη το Απόλυτο δεν φαίνεται να αποτελεί ένα μόνο θεϊκό πρόσωπο (Persona Dei) αλλά φαίνεται περισσότερο σαν μια δομή τής προσωπικότητος. Παρότι ταυτοχρόνως στη “φαινομενολογία του πνεύματος” ο Ηegel φαίνεται να σκέπτεται το Απόλυτο σαν υποκείμενο και επομένως με τον τρόπο του, σαν μια και μοναδική Persona Dei. Παρότι λοιπόν λείπει καταρχάς από τον Ηegel μια ξεκάθαρη Τριαδική διαφοροποίηση των θείων προσώπων, ξεπερνά την κριτική τής Persona Dei που ξεκίνησε με τον Καντ και συνέχισε με τον Φίχτε, καθώς φθάνει να συλλάβει το υποκείμενο όπως ξαναβρίσκεται στον άλλον αντί να περιορίζεται από τον άλλον και να μειώνεται τοιουτοτρόπως σε πεπερασμένο. Συγκεκριμένα στην “Φιλοσοφία της θρησκείας” φαίνεται να περνά αποφασιστικά από την υποκειμενικότητα τού Απολύτου στην πολλαπλότητα των προσώπων τού Απολύτου, αποκαλύπτοντας την δομή τού υποκειμένου το οποίο ξαναβρίσκει τον εαυτό του στον άλλον. Η προσωπικότης τού προσώπου φαίνεται τώρα πια ξεκάθαρα βασισμένη στην αναγκαία διαπροσωπική κοινωνία. Στην “Φιλοσοφία της θρησκείας” λοιπόν αναπτύσσεται η έννοια τού προσώπου με τέτοιον τρόπο ώστε η ζωή τού θεού να γίνεται κατανοητή ξεκινώντας ακριβώς από τις σχέσεις τών θεϊκών προσώπων. Εδώ, παρατηρεί ο Pannenberg, ο Φιλόσοφος συνέλαβε την ενότητα τού θεού με μια ένταση και ενέργεια απλησίαστες μέχρι τότε, και μάλιστα όχι μέσω τής μειώσεως τής τριπλής προσωπικότητος αλλά μέσω του πιο λεπτού τονισμού τής ιδέας τής προσωπικότητας τού Πατρός, τού Υιού και τού Πνεύματος. Μέσω αυτής της βαθειάς ιδέας, κατά την οποία το Είναι του προσώπου υπάρχει στο δόσιμο του εαυτού του σ' ένα άλλο πρόσωπο, ο Ηegel κατανόησε την τριάδα σαν ενότητα η οποία πραγματοποιείται μόνον στην πρόοδο τού αμοιβαίου δοσίματος. Όχι μειώνοντας λοιπόν ή αδειάζοντας από νόημα τις προσωπικές διαφορές, αλλά αντιθέτως τονίζοντας την ιδέα της προσωπικότητας του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος ο Ηegel κατορθώνει να συλλάβει με νέο τρόπο την ενότητα του Θεού.
Παρότι όμως κάθε στιγμή ή κάθε υποκείμενο τού Τριαδικού κύκλου είναι πρόσωπο, και αυτή η ίδια η κοινωνία τους είναι επίσης πρόσωπο και υποκειμενικότης. Με άλλα λόγια παραμένει μία ένταση ανάμεσα στα βασικά μέρη τού συστήματος, ανάμεσα σ’ εκείνο που απαιτεί την υποκειμενικότητα τού Απολύτου και σ’ εκείνο που περιλαμβάνει μέσα στο απόλυτο την Τριαδική υποκειμενικότητα. Υπάρχουν και άλλες εντάσεις (άλυτα ή αδιάφανα μέρη) στο Εγελιανό σύστημα, τα οποία προέρχονται π.χ. από τη θολή διάκριση τής συνειδήσεως τού εαυτού, από την αγάπη ή την ταυτοποίηση υποκειμένου και εννοίας. Εάν δεν διακριθεί η αυτοσυνειδησία από την αγάπη και δεν απομακρυνθεί το υποκείμενο από την έννοια, πώς θάχουμε την σοβαρότητα του Είναι του προσώπου στην κοινωνία του με το άλλο;
Ποιος θα μπορούσε να αρνηθεί λοιπόν την μεγαλοφυή έμπνευση η οποία συλλαμβάνει το πρόσωπο σαν υποκειμενικότητα πραγματοποιημένη στον δυναμισμό τής αγάπης; Αλλά την ίδια στιγμή ποιος μπορεί να αντέξει την απεριόριστη φιλοδοξία μιας καθησυχαστικής εννοίας η οποία φαντάζεται ότι σβύνει κάθε παραδοξότητα που συναντά η ανθρώπινη σκέψη στοχαζόμενη γύρω από τον Θεό; Στο τέλος-τέλος το πρόσωπο τού Hegel δεν είναι πρόσωπο παρά μέσα στη συνείδηση. Στην “φαινομενολογία του πνεύματος” ο Hegel περιγράφει την διαδρομή που διατρέχει το ΕΓΩ μέχρι να γίνει αυθεντικά πρόσωπο, κάτι που κατορθώνεται μόνο με τη βοήθεια της φιλοσοφίας. Συμπεραίνεται τοιουτοτρόπως, όπως παρατηρεί ο Bouhoffer, πώς ο θεός δεν μπορεί να «είναι» παρά μόνον μέσα στο συνειδητό πνεύμα το οποίο έρχεται εις εαυτόν.
Για να πάρουμε στα σοβαρά τον Hegel, πρέπει να συμπεράνουμε πως ο θεός «είναι» μόνον στο πνεύμα που γνωρίζει τον εαυτό του και επομένως στην φιλοσοφία, αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση όχι σαν αντικειμενικό ον, αλλά μέσα στην ολοκλήρωση της Φιλοσοφίας.
Ενώ αντιθέτως η καθαρή υπερβατική φιλοσοφία, όπως έδειξε ο Σλάϊερμαχερ, βρίσκεται σε σχέση με την υπερβατικότητα δηλαδή είναι καταρχάς ανοιχτή, η Εγελιανή Ιδεαλιστική Φιλοσοφία εμπλέκει το σύστημα, μέσα στο οποίο κατοικεί αυτός ο Ίδιος Θεός. Έτσι όμως η φιλοσοφία του Ιδεαλισμού αποκαλύπτεται σαν μία πυκνή κίνηση στο εσωτερικό μίας πληρότητοςδοσμένης ήδη καθεαυτής! Βρίσκω τον θεό καθώς συγκεντρώνομαι στον εαυτό μου. Συνειδητοποιούμαι, βρίσκω τον εαυτό μου δηλαδή, βρίσκω τον Θεό. Γι’ αυτόν τον λόγο για τον Hegel ο Θεός είναι όπως ακριβώς τον σκέπτομαι.
Και ακόμη παραπάνω ο Θεός σκέφτεται τον εαυτό του μέσα στην σκέψη μου και μέσα σ' αυτήν τη σκέψη μου ο Θεός γίνεται Θεός. Ο Τριαδικός Θεός γίνεται Τριάδα μέσα μου. Δεν είναι αλήθεια πως μέσα στην οργιαστική έκσταση του Εγελιανού στοχασμού ή αν προτιμούμε «στην λογική αυτοκρατορία τής έννοιας» καταλήγει προβληματικός αν όχι και αδύνατος ο Θεός του Αβραάμ και του Ιησού Χριστού εφόσον χαρακτηρίζεται υποκείμενο, Ιδέα, Πνεύμα;
Οπωσδήποτε ο Hegel ταύτισε την γνώση του Θεού με την γνώση αυτής της ίδιας της Αλήθειας. Αυτή η γνώση είναι δυνατή μόνον ακολουθώντας την κίνηση της αλήθειας και έτσι πρέπει να διαθέτει αυτή η ίδια κίνηση. Φαίνεται λοιπόν πως μ' αυτόν τον τρόπο ο Hegel ελευθέρωσε από τις ψεύτικες βεβαιότητες κάθε θρησκευτικού a-priori τονίζοντας τον αντιφατικό χαρακτήρα της αλήθειας. Όμως ο Hegel ο ίδιος, δεν εξίσωσε την αλήθεια με την αλήθεια που μπορεί να σκεφτεί ο άνθρωπος; Δοκίμασε μήπως να φέρει στ' αλήθεια τον άνθρωπο πρόσωπο με πρόσωπο με την δυνατότητα συνάντησης με το Μυστήριο του Θεού; Αναγνώρισε ποτέ την Ελευθερία τής Κυριότητος του Θεού; Ειπώθηκε πολύ σωστά πως ο Εγελιανός λόγος δεν επιτρέπει να σκεφτούμε το τυχαίο γεγονός μέσα στην Ιστορία σαν ένα γεγονός γενναιοδωρίας. Από τον Kant στον Σέλλινγκ και τον Hegel έχουμε μια συνεχή αύξηση τού Θεού σαν απόλυτο, αλλά μόνο για να τον χάσουμε σαν προσωπικό Θεό, ή ακόμη καλύτερα σαν Τριάδα προσώπων ενυπάρχουσα σε αιώνια περιχώρηση.
Επιτέλους βλέπουμε με τον Hegel, την μυστική φιλοδοξία τού Καρτεσιανού cogito να πραγματοποιείται. Δοξάζοντας την αποθέωσί της, η συνείδηση ενεργεί σαν φανέρωση αυτού του ίδιου του Θεού στον άνθρωπο. Επειδή όμως αυτή η συνείδηση τελικώς δεν μπορεί να είναι η παρουσία τής ανθρώπινης δραστηριότητας καθ`εαυτής, να που η κορυφαία έκφραση τής θεολογικής σκέψης στην μοντέρνα σκέψη, όπως είναι η Εγελιανή, συμπίπτει κατά βάθος με την ανεπανόρθωτη άρνηση της υπερβατικότητας δηλ. με τον πιό ριζοσπαστικό αθεϊσμό! Χάριν ακριβώς του Hegel η εμπιστοσύνη της νοήσεως στον Θεό μπορεί να αντιστραφεί στον τιτανισμό της νοήσεως χωρίς Θεό ή ακόμη χειρότερα εναντίον του Θεού!
Πιο συγκεκριμένα ο Hegel κατόρθωσε να σπάσει την αντίσταση τής άκαμπτης ουσίας με μία υποκειμενικότητα ζωντανή και διαθέτουσα επιπλέον εσωτερική κίνηση. Και κατόρθωσε να σκεφτεί την Τριάδα σαν κίνηση της απολύτου φύσεως σε ευκίνητες και ρέουσες έννοιες.
Κατέκτησε μ' αυτόν τον τρόπο την Persona Dei, σαν καθίδρυσή της στον άλλο, αλλά έχασε το πρόσωπο του Θεού σαν αγάπη που υπάρχει καθ' εαυτή. Και εάν η θεία αγάπη δεν ενυπάρχει καθ' εαυτή, όπως και η Persona Dei, και είναι μια απλή λογική πρόοδος χωρίς αυτονομία, υπέρτατη οντολογική αρχή, τότε με ποιόν τρόπο θα μπορέσει να είναι για μας η αγάπη που μας σώζει και μας ελευθερώνει;
Και ακόμη, ποιά είναι η ιστορική κληρονομιά τού Εγελιανισμού, κατασπαραγμένου απο την δεξιά, το κέντρο και μια αριστερά; Δεν έχει καμμιά σχέση η κληρονομιά αυτή με τον αθεϊσμό τού Φώϋερμπαχ;
Αμέθυστος
Στις πηγές τής νεωτερικής θεολογίας (ΧXIV)
Το να δοκιμάσουμε να αποτιμήσουμε την γιγάντια προσπάθεια τού Hegel με συντομία και σε λίγες γραμμές είναι απολύτως παρακινδυνευμένο. Δεν μπορούμε να μην θαυμάσουμε την ειλικρινή πίστη τού Hegel πως το Τριαδικό δόγμα αποτελεί την συνθετική αναπαράσταση τής προόδου τής αυτοπραγματώσεως τού Θεού και επομένως το κεντρικό θέμα τού στοχασμού του. Η επεξεργασία τού κύκλου ζωής (Lebenslanf) τού Τριαδικού θεού μέσω τής έννοιας: Αυτή είναι η αποστολή που αναθέτει στη φιλοσοφία του για να μπορεί να είναι ο εαυτός της και επομένως να μπορεί να γίνει αυτοσυνειδησία και θεία αυτοσυνειδησία.
Δεν δοκιμάζει στ’ αλήθεια ο Ηegel να περιγράψει την Τριάδα σαν μια γενεαλογία a priori δηλαδή σαν μια καθαρή λογική πρόοδο; Με πανίσχυρη μαγεία ο Hegel ανακατεύει και μειώνει καθ’ εαυτές όλες τις πτυχές τής φιλοσοφικής όσο και της θεολογικής σκέψεως τής Δύσεως. Από τον Παρμενίδη στον Αριστοτέλη, από τον Καρτέσιο στον Σπινόζα, αλλά επίσης και από τον Αυγουστίνο στον Λούθηρο και στον Μπαίμε, αφομοιώνει τα πάντα και ταυτοχρόνως τα αναπαράγει μέσα στην κίνηση τού συστήματός του.
Αλλά όπως ο Θεός δεν είναι Θεός χωρίς τον κόσμο, τοιουτοτρόπως για τον Ηegel ο Υιός του Θεού δεν είναι Υιός χωρίς την ενσάρκωση, και το Άγιο πνεύμα δεν υπάρχει χωρίς Χριστιανική κοινότητα. Δεν υπάρχει εσωτερική ζωή χωρίς εξωτερική δραστηριότητα. Οι αιώνιες πρόοδοι δεν πραγματοποιούνται χωρίς τις έγχρονες αποστολές. Σε ένα είδος στοχαστικού παραληρήματος ο ενδοτριαδικός δυναμισμός συλλαμβάνεται σαν ένας αναγκαίος κύκλος ανάλογος εκείνου της δημιουργίας, καταλλαγής και εσχατολογικής επιστροφής στον Θεό. Με άλλα λόγια δεν υπάρχει αιώνια Τριάδα χωρίς την οικονομική! Ο κόσμος είναι η αλήθεια του Θεού. Η ιστορία είναι η πραγματικότητα της Τριάδος και σαν τέτοια η δίκη, η πρόοδος, η δικαίωση του θεού. Η διαλεκτική του γίγνεσθαι είναι αυτή η ίδια η θεοδικία.
Επιπλέον στήν Τριαδική έκφραση το πρόσωπο σαν υποκείμενο μοιάζει να προηγείται των τριών θείων προσώπων, καθένα από τα οποία πραγματοποιείται στο άλλο, ενώ από το άλλο μέρος τα Τριαδικά πρόσωπα λόγω της ίδιας τους τής λογικής δομής φαίνονται εξατομικευμένα ανεξαρτήτως τής προσωπικής τους κοινωνίας. Ο Ηegel δηλαδή φαίνεται να υπολογίζει την Τριάδα τόσο σαν καθολικό υποκείμενο όσο και σαν ενότητα τριών προσώπων.
Από αυτή την δεύτερη άποψη το Απόλυτο δεν φαίνεται να αποτελεί ένα μόνο θεϊκό πρόσωπο (Persona Dei) αλλά φαίνεται περισσότερο σαν μια δομή τής προσωπικότητος. Παρότι ταυτοχρόνως στη “φαινομενολογία του πνεύματος” ο Ηegel φαίνεται να σκέπτεται το Απόλυτο σαν υποκείμενο και επομένως με τον τρόπο του, σαν μια και μοναδική Persona Dei. Παρότι λοιπόν λείπει καταρχάς από τον Ηegel μια ξεκάθαρη Τριαδική διαφοροποίηση των θείων προσώπων, ξεπερνά την κριτική τής Persona Dei που ξεκίνησε με τον Καντ και συνέχισε με τον Φίχτε, καθώς φθάνει να συλλάβει το υποκείμενο όπως ξαναβρίσκεται στον άλλον αντί να περιορίζεται από τον άλλον και να μειώνεται τοιουτοτρόπως σε πεπερασμένο. Συγκεκριμένα στην “Φιλοσοφία της θρησκείας” φαίνεται να περνά αποφασιστικά από την υποκειμενικότητα τού Απολύτου στην πολλαπλότητα των προσώπων τού Απολύτου, αποκαλύπτοντας την δομή τού υποκειμένου το οποίο ξαναβρίσκει τον εαυτό του στον άλλον. Η προσωπικότης τού προσώπου φαίνεται τώρα πια ξεκάθαρα βασισμένη στην αναγκαία διαπροσωπική κοινωνία. Στην “Φιλοσοφία της θρησκείας” λοιπόν αναπτύσσεται η έννοια τού προσώπου με τέτοιον τρόπο ώστε η ζωή τού θεού να γίνεται κατανοητή ξεκινώντας ακριβώς από τις σχέσεις τών θεϊκών προσώπων. Εδώ, παρατηρεί ο Pannenberg, ο Φιλόσοφος συνέλαβε την ενότητα τού θεού με μια ένταση και ενέργεια απλησίαστες μέχρι τότε, και μάλιστα όχι μέσω τής μειώσεως τής τριπλής προσωπικότητος αλλά μέσω του πιο λεπτού τονισμού τής ιδέας τής προσωπικότητας τού Πατρός, τού Υιού και τού Πνεύματος. Μέσω αυτής της βαθειάς ιδέας, κατά την οποία το Είναι του προσώπου υπάρχει στο δόσιμο του εαυτού του σ' ένα άλλο πρόσωπο, ο Ηegel κατανόησε την τριάδα σαν ενότητα η οποία πραγματοποιείται μόνον στην πρόοδο τού αμοιβαίου δοσίματος. Όχι μειώνοντας λοιπόν ή αδειάζοντας από νόημα τις προσωπικές διαφορές, αλλά αντιθέτως τονίζοντας την ιδέα της προσωπικότητας του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος ο Ηegel κατορθώνει να συλλάβει με νέο τρόπο την ενότητα του Θεού.
Παρότι όμως κάθε στιγμή ή κάθε υποκείμενο τού Τριαδικού κύκλου είναι πρόσωπο, και αυτή η ίδια η κοινωνία τους είναι επίσης πρόσωπο και υποκειμενικότης. Με άλλα λόγια παραμένει μία ένταση ανάμεσα στα βασικά μέρη τού συστήματος, ανάμεσα σ’ εκείνο που απαιτεί την υποκειμενικότητα τού Απολύτου και σ’ εκείνο που περιλαμβάνει μέσα στο απόλυτο την Τριαδική υποκειμενικότητα. Υπάρχουν και άλλες εντάσεις (άλυτα ή αδιάφανα μέρη) στο Εγελιανό σύστημα, τα οποία προέρχονται π.χ. από τη θολή διάκριση τής συνειδήσεως τού εαυτού, από την αγάπη ή την ταυτοποίηση υποκειμένου και εννοίας. Εάν δεν διακριθεί η αυτοσυνειδησία από την αγάπη και δεν απομακρυνθεί το υποκείμενο από την έννοια, πώς θάχουμε την σοβαρότητα του Είναι του προσώπου στην κοινωνία του με το άλλο;
Ποιος θα μπορούσε να αρνηθεί λοιπόν την μεγαλοφυή έμπνευση η οποία συλλαμβάνει το πρόσωπο σαν υποκειμενικότητα πραγματοποιημένη στον δυναμισμό τής αγάπης; Αλλά την ίδια στιγμή ποιος μπορεί να αντέξει την απεριόριστη φιλοδοξία μιας καθησυχαστικής εννοίας η οποία φαντάζεται ότι σβύνει κάθε παραδοξότητα που συναντά η ανθρώπινη σκέψη στοχαζόμενη γύρω από τον Θεό; Στο τέλος-τέλος το πρόσωπο τού Hegel δεν είναι πρόσωπο παρά μέσα στη συνείδηση. Στην “φαινομενολογία του πνεύματος” ο Hegel περιγράφει την διαδρομή που διατρέχει το ΕΓΩ μέχρι να γίνει αυθεντικά πρόσωπο, κάτι που κατορθώνεται μόνο με τη βοήθεια της φιλοσοφίας. Συμπεραίνεται τοιουτοτρόπως, όπως παρατηρεί ο Bouhoffer, πώς ο θεός δεν μπορεί να «είναι» παρά μόνον μέσα στο συνειδητό πνεύμα το οποίο έρχεται εις εαυτόν.
Για να πάρουμε στα σοβαρά τον Hegel, πρέπει να συμπεράνουμε πως ο θεός «είναι» μόνον στο πνεύμα που γνωρίζει τον εαυτό του και επομένως στην φιλοσοφία, αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση όχι σαν αντικειμενικό ον, αλλά μέσα στην ολοκλήρωση της Φιλοσοφίας.
Ενώ αντιθέτως η καθαρή υπερβατική φιλοσοφία, όπως έδειξε ο Σλάϊερμαχερ, βρίσκεται σε σχέση με την υπερβατικότητα δηλαδή είναι καταρχάς ανοιχτή, η Εγελιανή Ιδεαλιστική Φιλοσοφία εμπλέκει το σύστημα, μέσα στο οποίο κατοικεί αυτός ο Ίδιος Θεός. Έτσι όμως η φιλοσοφία του Ιδεαλισμού αποκαλύπτεται σαν μία πυκνή κίνηση στο εσωτερικό μίας πληρότητοςδοσμένης ήδη καθεαυτής! Βρίσκω τον θεό καθώς συγκεντρώνομαι στον εαυτό μου. Συνειδητοποιούμαι, βρίσκω τον εαυτό μου δηλαδή, βρίσκω τον Θεό. Γι’ αυτόν τον λόγο για τον Hegel ο Θεός είναι όπως ακριβώς τον σκέπτομαι.
Και ακόμη παραπάνω ο Θεός σκέφτεται τον εαυτό του μέσα στην σκέψη μου και μέσα σ' αυτήν τη σκέψη μου ο Θεός γίνεται Θεός. Ο Τριαδικός Θεός γίνεται Τριάδα μέσα μου. Δεν είναι αλήθεια πως μέσα στην οργιαστική έκσταση του Εγελιανού στοχασμού ή αν προτιμούμε «στην λογική αυτοκρατορία τής έννοιας» καταλήγει προβληματικός αν όχι και αδύνατος ο Θεός του Αβραάμ και του Ιησού Χριστού εφόσον χαρακτηρίζεται υποκείμενο, Ιδέα, Πνεύμα;
Οπωσδήποτε ο Hegel ταύτισε την γνώση του Θεού με την γνώση αυτής της ίδιας της Αλήθειας. Αυτή η γνώση είναι δυνατή μόνον ακολουθώντας την κίνηση της αλήθειας και έτσι πρέπει να διαθέτει αυτή η ίδια κίνηση. Φαίνεται λοιπόν πως μ' αυτόν τον τρόπο ο Hegel ελευθέρωσε από τις ψεύτικες βεβαιότητες κάθε θρησκευτικού a-priori τονίζοντας τον αντιφατικό χαρακτήρα της αλήθειας. Όμως ο Hegel ο ίδιος, δεν εξίσωσε την αλήθεια με την αλήθεια που μπορεί να σκεφτεί ο άνθρωπος; Δοκίμασε μήπως να φέρει στ' αλήθεια τον άνθρωπο πρόσωπο με πρόσωπο με την δυνατότητα συνάντησης με το Μυστήριο του Θεού; Αναγνώρισε ποτέ την Ελευθερία τής Κυριότητος του Θεού; Ειπώθηκε πολύ σωστά πως ο Εγελιανός λόγος δεν επιτρέπει να σκεφτούμε το τυχαίο γεγονός μέσα στην Ιστορία σαν ένα γεγονός γενναιοδωρίας. Από τον Kant στον Σέλλινγκ και τον Hegel έχουμε μια συνεχή αύξηση τού Θεού σαν απόλυτο, αλλά μόνο για να τον χάσουμε σαν προσωπικό Θεό, ή ακόμη καλύτερα σαν Τριάδα προσώπων ενυπάρχουσα σε αιώνια περιχώρηση.
Επιτέλους βλέπουμε με τον Hegel, την μυστική φιλοδοξία τού Καρτεσιανού cogito να πραγματοποιείται. Δοξάζοντας την αποθέωσί της, η συνείδηση ενεργεί σαν φανέρωση αυτού του ίδιου του Θεού στον άνθρωπο. Επειδή όμως αυτή η συνείδηση τελικώς δεν μπορεί να είναι η παρουσία τής ανθρώπινης δραστηριότητας καθ`εαυτής, να που η κορυφαία έκφραση τής θεολογικής σκέψης στην μοντέρνα σκέψη, όπως είναι η Εγελιανή, συμπίπτει κατά βάθος με την ανεπανόρθωτη άρνηση της υπερβατικότητας δηλ. με τον πιό ριζοσπαστικό αθεϊσμό! Χάριν ακριβώς του Hegel η εμπιστοσύνη της νοήσεως στον Θεό μπορεί να αντιστραφεί στον τιτανισμό της νοήσεως χωρίς Θεό ή ακόμη χειρότερα εναντίον του Θεού!
Πιο συγκεκριμένα ο Hegel κατόρθωσε να σπάσει την αντίσταση τής άκαμπτης ουσίας με μία υποκειμενικότητα ζωντανή και διαθέτουσα επιπλέον εσωτερική κίνηση. Και κατόρθωσε να σκεφτεί την Τριάδα σαν κίνηση της απολύτου φύσεως σε ευκίνητες και ρέουσες έννοιες.
Κατέκτησε μ' αυτόν τον τρόπο την Persona Dei, σαν καθίδρυσή της στον άλλο, αλλά έχασε το πρόσωπο του Θεού σαν αγάπη που υπάρχει καθ' εαυτή. Και εάν η θεία αγάπη δεν ενυπάρχει καθ' εαυτή, όπως και η Persona Dei, και είναι μια απλή λογική πρόοδος χωρίς αυτονομία, υπέρτατη οντολογική αρχή, τότε με ποιόν τρόπο θα μπορέσει να είναι για μας η αγάπη που μας σώζει και μας ελευθερώνει;
Και ακόμη, ποιά είναι η ιστορική κληρονομιά τού Εγελιανισμού, κατασπαραγμένου απο την δεξιά, το κέντρο και μια αριστερά; Δεν έχει καμμιά σχέση η κληρονομιά αυτή με τον αθεϊσμό τού Φώϋερμπαχ;
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου