Συνέχεια
από Παρασκευή, 21 Φεβρουαρίου 2020
ΙΙ. Η μαρτυρία περί τής αληθείας.
Γ. Η μαρτυρία του Ιησού (Ιωάν. 18, 37)
IGNACE DE LA POTTERIE, S.J
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ
ΤΟΜΟΣ 1ος
Ο Χριστός και η αλήθεια
Το Πνεύμα και η αλήθεια
2ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο : ΜΑΡΤΥΡΕΙΝ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ
ΙΙ. Η μαρτυρία περί τής αληθείας.
Γ. Η μαρτυρία του Ιησού (Ιωάν. 18, 37)
Τα
βασικά χαρακτηριστικά τής έκφρασης μαρτυρείν τῇ ἀληθείᾳ που αναλύσαμε σχετικά με τον Ιωάννη
Βαπτιστή επανεμφανίζονται με μεγαλύτερη καθαρότητα στην επίκλησή της από τον
ίδιο τον Χριστό. Όταν ο Πιλάτος τον ρωτά εάν είναι πράγματι βασιλεύς του
απαντά: «Σὺ λέγεις ὅτι βασιλεύς εἰμι ἐγὼ. ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο
ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ
ἀληθείᾳ· πᾶς ὁ ὢν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς» (Ιωάν. 18, 37).
Στην
απάντησή του ο Ιησούς εφ’ ενός καταδεικνύει την αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα
στην αντίληψη περί της πολιτικής βασιλείας του ρωμαίου δικαστή και την δική
του, αφ’ ετέρου μας εισάγει στο πραγματικό νόημα της βασιλείας του. Η απάντησή
του απαρτίζεται από δύο μέρη· στο πρώτο ο Ιησούς προσδιορίζει την σκοπό της
έλευσής του στον κόσμο: να μαρτυρήσει την αλήθεια· στο δεύτερο απευθύνεται σε
συγκεκριμένους ανθρώπους, αυτούς που είναι εκ της αληθείας: αυτοί οι άνθρωποι
ακούν την φωνή του Ιησού. Παρότι τα δύο μέρη του στίχου διατυπώνονται διαδοχικά
χωρίς εμφανή λογική συνέχεια, αναφέρονται βεβαίως το ένα στο άλλο και
σχηματίζουν ένα σύνολο χάρη στην λέξη κλειδί «αλήθεια»: … ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ·
ὁ ὢν ἐκ τῆς ἀληθείας …
Αυτές οι δύο προτάσεις, σε
συνδυασμό, μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε πώς ο Ιησούς αντιλαμβάνεται την
βασιλεία του:
-
ο ίδιος μαρτυρεί
για την αλήθεια·
-
αυτοί
που είναι εκ της αληθείας τον ακούν
Η
δομή αυτή αποδεικνύει, σε ό,τι αφορά την βασιλεία, ότι το δεύτερο μέρος είναι
το σημαντικότερο· εδώ ο Ιησούς εξηγεί την πραγματική φύση της βασιλείας του:
αφορά στην ειλικρινή υπακοή και την ευπείθεια
αυτών που είναι με την αλήθεια. Το πρώτο μέρος, επομένως, υποδεικνύει την
προϋπόθεση και το υπόβαθρο της εξουσίας του Ιησού: το γεγονός ότι ήρθε ως
μάρτυρας της αλήθειας· επιθυμεί να βασιλεύει δια της αληθείας που μαρτυρεί
στους ανθρώπους. Αλλά η βασιλεία του πραγματώνεται δια της υπακοής και της ευπείθειας των δικών του.
Θα
πρέπει τώρα να ερευνήσουμε την καθεαυτό μαρτυρία του Ιησού· στη συνέχεια θα
δούμε με ποια έννοια αυτή η μαρτυρία αποτελεί την πραγματική προϋπόθεση της
βασιλείας του.
1. Ο
Ιησούς, μάρτυρας της αληθείας.
Η
μαρτυρία υπέρ της αληθείας είναι για τον Ιησού ο ύψιστος σκοπός της έλευσής του
στον κόσμο: εἰς τοῦτο ἐλήλυθα
εἰς τὸν κόσμον. Για μια ακόμη φορά παρατηρούμε ότι το μυστήριο της Ενσάρκωσης
κυριαρχεί στην σκέψη του Ιωάννη.
Σημασία έχει το γεγονός ότι
προκειμένου να προσδιορίσει τον σκοπό και το νόημα αυτής της καίριας στιγμής
στην ιστορία της σωτηρίας χρησιμοποιεί το ρήμα έρχεσθαι με δύο διαφορετικούς τρόπους. Άλλοτε στον αόριστο (ήλθον), τοποθετώντας την έλευσή του στο
παρελθόν· στην περίπτωση αυτή πρόκειται για τον τελικό σκοπό της αποστολής του: η σωτηρία μέλλεται ολοκληρωθεί όταν
έρθει «η ώρα» (12, 27), η πραγμάτωση της σωτηρίας του κόσμου (12, 47), το δώρο
της ζωής στους ανθρώπους (10, 10). Και άλλοτε – όπως στην περίπτωση του 18, 37
– σε χρόνο παρακείμενο (ελήλυθα) που
ισοδυναμεί με το «είμαι ανάμεσά σας» (16, 28). Εδώ δεν πρόκειται πλέον για
τελικό σκοπό αλλά για την σύγχρονη
ενέργεια του Ιησού καθ’ όλη την
διάρκεια της παρουσίας του, δηλαδή για το καθεαυτό νόημα της παρουσίας του
ανάμεσά μας, το νόημα της Ενσάρκωσης. Και όταν αναφερόμαστε στο νόημα αυτής της
παρουσίας εννοούμε πάντοτε την αποκάλυψη που έφερε ο Ιησούς: είναι παρών στον
κόσμο ως ο απεσταλμένος του Πατρός που είναι «αληθινός» (7, 28)· βρίσκεται στον
κόσμο σαν διδάσκαλος (3, 2) σαν «το
φως» (12, 46 και 3, 19), για να καταλάβουν οι άνθρωποι «την λαλιά» της αλήθειας
και να ακούσουν τον «λόγο» του (8, 42-43)· βρίσκεται στον κόσμο στο όνομα του
Πατρός, αλλά οι άνθρωποι αρνούνται να τον δεχτούν και να πιστεύσουν σ’ αυτόν
(5, 43-44). Το ίδιο ακριβώς πνεύμα ακολουθεί και το εδάφιο 18, 37: ο Ιησούς
(ήλθε) στον κόσμο για να μαρτυρήσει την αλήθεια και αυτοί που είναι με την
αλήθεια να ακούσουν τη φωνή του. Στα δύο μέρη αυτού του στίχου αντιστοιχούν δύο
ομάδες από εκφράσεις που συναντήσαμε στα προαναφερθέντα κείμενα:
– στην αλήθεια αντιστοιχούν: διδαχή (3, 2: διδάσκαλος), λαλιά (8, 43),
λόγος (ό.π.), φως (3, 19 και 12,
46)
– στο ακούειν μου της φωνής αντιστοιχούν: (ου)
λαμβάνετέ με (5, 43), την λαλιάν την εμήν (ου) γιγνώσκετε (8, 43), ακούειν
τον λόγον τον εμόν (ό.π.) έρχεται
προς το φως(3, 20), ο πιστεύων εις
εμέ (12, 46 και 16 27-28)
Με
αυτούς τους παραλληλισμούς κατανοούμε ποια είναι η «αλήθεια» την οποία ήρθε να
μαρτυρήσει ο Ιησούς: αντίστοιχη με την «διδασκαλία» την οποία ο Ιησούς
μεταφέρει εκ μέρους του Θεού, με τον αποκαλυπτικό «λόγο» που φανερώνει με την
«λαλιά» του, αλλά επίσης και με τον «φως» που είναι αυτός ο ίδιος, η αλήθεια
δεν μπορεί παρά να είναι η αποκάλυψη
υπέρ της οποίας μαρτυρεί και ο οποία σε τελική ανάλυση ταυτίζεται με τον
πρόσωπό του. Ταυτόχρονα αναιρείται η ερμηνεία της Π. Δ., στην οποία η «αλήθεια»
θα σήμαινε την πίστη του Θεού στην Συμμαχία· θα πρέπει επίσης να αποκλειστεί η
ευρέως διαδεδομένη ερμηνεία που θέλει εδώ την «αλήθεια» να σημαίνει την «θεία
πραγματικότητα»: ο Χριστός, σύμφωνα με ορισμένους ερμηνευτές, παρουσιάζεται ως
μάρτυρας του ουρανίου κόσμου, ως ο αποκαλύπτων τον Θεό στον κόσμο. Έχουμε όμως ήδη υπογραμμίσει αρκετές φορές ότι
η αλήθεια στον Αγ. Ιωάννη δεν
ταυτίζεται με τον ίδιο τον Θεό· και στην συγκεκριμένη περίπτωση που αναλύουμε
αποδεικνύεται ότι η λέξη «αλήθεια» δεν αποτελεί κάποιο θείο γνώρισμα· συνδέεται
με τους όρους «διδασκαλία», «λόγος», «λαλιά» και «φως»· σημαίνει επομένως την αποκάλυψη καθεαυτή, που φανερώθηκε
και πραγματώθηκε από τον Χριστό.
Θα
πρέπει, εντούτοις, να προσδιορίσουμε με ακρίβεια το αντικείμενο αυτής της
αποκαλύψεως που μαρτυρεί ο Ιησούς. Ας θυμηθούμε τι αναφέραμε στην αρχή του
κεφαλαίου: όταν ο Ιησούς εμφανίζεται ως μάρτυρας, προσδιορίζει συχνά ως
αντικείμενο της μαρτυρίας του αυτό που είδε και άκουσε στους ουρανούς (3,
11.32), συνηθέστερα όμως μαρτυρεί περί
του ιδίου (5, 31/ 8, 13.14.18). Αυτό σημαίνει ότι εάν η αλήθεια είναι ό,τι
είδε και άκουσε από τον Πατέρα, η μαρτυρία αυτή συνδέεται κατά κάποιο ιδιαίτερο
τρόπο με το πρόσωπό του.
Η
σύγκριση με την μαρτυρία του Προδόμου (μεμαρτύρηκεν τῇ ἀληθείᾳ 5, 33), μας οδηγεί στην ίδια κατεύθυνση. Υπάρχουν
όμως κάποιες εμφανείς διαφορές. Πρώτο σε ότι αφορά στη σχέση της μαρτυρίας με
την αποστολή: η «έλευση» για την μαρτυρία εκφράζεται διαφορετικά στην περίπτωση
του Βαπτιστή από ότι στον Ιησού· στον Ιωάννη Βαπτιστή λέγεται: ήλθεν…ίνα μαρτηρήσει (1, 17)· στον
Ιησού: ελήλυθα… ίνα μαρτυρήσω (18,
37). Οι διαφορετικοί χρόνοι έχουν και εδώ το νόημά τους: ο αόριστος του
Βαπτιστή δείχνει ότι η μαρτυρία του ήταν ένα συγκεκριμένο χρέος που εκπληρώθηκε
σε συγκεκριμένες συνθήκες (όπως για παράδειγμα η άφιξη της εβραϊκής επιτροπής
από την Ιερουσαλήμ στην αρχή του δημόσιου βίου του, 1, 19-34 και 5, 33).
Αντίθετα η μαρτυρία του Χριστού δεν αποτελεί εκπλήρωση μιας αποστολής σε
δεδομένο χρόνο· ολόκληρη η περίοδος της παρουσίας του στην γη (ελήλυθα) αποτελεί μαρτυρία. Δεύτερη
διαφορά: μόνο ο Ιησούς συνδέει άμεσα την μαρτυρία του με την Ενσάρκωσή του, με
την έλευσή του τον κόσμο και την παρουσία του ανάμεσα στους ανθρώπους· αυτό
σημαίνει ότι δεν μαρτυρεί μόνο, όπως ο Πρόδρομος, με το κήρυγμα του, αλλά και
με την παρουσία του, με το ίδιο το μυστήριο του προσώπου του. Τρίτη διαφορά και ίσως η σημαντικότερη: ο Πρόδρομος
δεν ήταν παρά το όργανο δια του οποίου (δι’
αυτού, 1, 7) οι άνθρωποι θα οδηγούντο στην πίστη, αλλά αυτός περί του
οποίου μαρτυρεί, είναι ένας άλλος, ο
Μεσσίας, ο οποίος εμφανίσθηκε σ’ αυτόν. Στην περίπτωση του Ιησού το περιεχόμενο
είναι τελείως διαφορετικό: σκοπός της μαρτυρίας του δεν είναι να οδηγήσει τους
πιστούς σε κάποιον· είναι να ακούσουν οι άνθρωποι την δική του φωνή (18, 37), να πιστεύσουν σ’ αυτόν, να υπακούσουν σ’
αυτόν. Η υπακοή στην οποία τους καλεί με την μαρτυρία του δείχνει και πάλι
ότι η αλήθεια της οποίας είναι ο μάρτυρας ταυτίζεται κατά μυστηριακό τρόπο με
το πρόσωπό του. Το αυτό αποδεικνύεται και από την μαρτυρία του Βαπτιστή: δεν
μαρτυρεί την αλήθεια για κάποιο σύστημα ή δόγμα, αλλά υπέρ του προσώπου του
Ιησού-Μεσσία, για να πιστεύσουν οι άνθρωποι σ’ αυτόν. Όταν με την σειρά του ο
Χριστός δηλώνει ότι μαρτυρεί την αλήθεια, στην πραγματικότητα μαρτυρεί εξ αυτού
και δι’ αυτόν.
Έτσι
αναφαίνεται η ακριβής ερμηνεία της αναγγελίας του Ιησού ενώπιον του Πιλάτου: «ἐγὼ εἰς τοῦτο
γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ». Ο
λόγος αυτός σημαίνει στην κυριολεξία του ότι ο Ιησούς φανερώθηκε ως μάρτυρας
της μεσσιανικής αποκαλύψεως: ο λόγος ύπαρξής του μεταξύ των ανθρώπων ήταν να
τους φέρει την αποκάλυψη και να τους οδηγήσει στην υποδοχή αυτής της αλήθειας.
Το να περιορισθούμε όμως σ’ αυτήν την διαπίστωση θα ήταν σαν να τοποθετούμε του
Ιησού σε αντίθεση με την αλήθεια, σαν να πρόκειται για μια αντικειμενική
πραγματικότητα που προϋπήρξε αυτού, και περί της οποίας ήρθε να μαρτυρήσει. Τα
κείμενα αντίθετα μας υποχρεώνουν να ταυτίσουμε τον Ιησού με την αποκάλυψη: ο
Ιησούς φανέρωσε την πληρότητα της αποκάλυψης, ξεσκεπάζοντας το προσωπικό του
μυστήριο· μαρτυρώντας την αλήθεια μαρτυρεί περί του ιδίου. Είναι απαραίτητο,
προκειμένου να μην διαστρεβλωθεί το πραγματικό νόημα του λόγου του Ιησού, να
διατηρήσουμε και τις δύο αυτές όψεις, συνθέτοντας τις: από την μία πλευρά – και
από αυτήν θα πρέπει να ξεκινήσουμε – η λέξη αλήθεια μαρτυρεί την ίδια την αποκάλυψη: έχει επομένως ένα νόημα
περισσότερο λειτουργικό παρά ουσιαστικό· και από την άλλη, αυτή η αποκάλυψη δεν
περιορίζεται απλώς σε λόγους ή δόγματα, και ούτε μόνο στα έργα του Ιησού: η
διδασκαλία του και τα έργα του οδηγούν στην φανέρωση αυτού που είναι· και επομένως
η αλήθεια έρχεται να φανερώσει την
αποκάλυψη του μυστηρίου του Ιησού. Μέσα σε μια αξιοθαύμαστα πυκνή
διατύπωση, ο Απολλινάριος Λαοδικείας εκφράζει το νόημα της «αλήθειαν λέγει το εαυτόν αποδείξαι τοις
ανθρώποις και δια της εαυτού γνώσεως την σωτηρίας αυτοίς χαρίσασθαι». Εάν η
ανάλυση των κειμένων μας υποχρεώνει να υπερβούμε το λειτουργικό νόημα της
έννοιας «αλήθεια-αποκάλυψη» και να διακρίνουμε στην αλήθεια την υπόδειξη του
προσώπου του Ιησού, ο λόγος είναι ότι μας αποκαλύπτει την αλήθεια με το πρόσωπό
του: σε τελική ανάλυση η ερμηνεία πρέπει να αναζητηθεί στο μυστήριο της
Ενσάρκωσης (εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον).
Οι δύο αυτές όψεις της αλήθειας
που αναδείξαμε συναντώνται επίσης και σε παλαιότερες ερμηνείες του Ιωαν, 18,
37, αλλά δυστυχώς διαχωρισμένες: οι Έλληνες έχουν γενικά την τάση να
περιορίζουν την αλήθεια την οποία μαρτυρεί ο Ιησούς στην διδασκαλία του (Χρυσόστομος, Θεόδωρος Μοψουεστίας, Κλίμαξ,
Ευθύμιος: διά τούτο ήλθον στον κόσμο ίνα
διδάξω την αλήθειαν)· οι Λατίνοι από την πλευρά τους (Αυγουστίνος, Βέδας,
Θωμάς Ακινάτης) ταυτίζουν απόλυτα την αλήθεια με τον Ιησού: «ut testimonium perhibeam veritati, scilicet mihi qui sum veritas» (Αγ. Θωμάς, n. 2359). Πιστεύουμε ότι είναι αναγκαία η σύνθεση των δύο ερμηνειών:
Μαρτυρώντας την αλήθεια ο Ιησούς μαρτυρεί χωρίς αμφιβολία περί του δόγματός
του, περί της αποκαλύψεως· το ίδιο το
πρόσωπό του όμως βρίσκεται στο επίκεντρο του μηνύματός του: διότι για τον
Χριστό αποκάλυψη σημαίνει την δική του
φανέρωση στον κόσμο. Η ερμηνεία αυτή αποτυπώνεται με διακεκριμένους όρους
από τον A. Scrima: στο απόσπασμα αυτό, λέει, «το πρόβλημα της ταυτότητας [ στο
ερώτημα ‘Είσαι βασιλεύς’] αποτελεί ερώτημα περί της προέλευσης: πόθεν έρχεται;
Πόθεν είναι αυτός που μαρτυρεί την αλήθεια;… η αλήθεια… εμφανίζεται… ως η
αποκάλυψη ή η φανέρωση – με την έλευση του Ιησού Χριστού στον κόσμο – της
μυστηριακής προέλευσής του που δεν είναι εκ του κόσμου. Ο Χριστός μαρτυρεί αυτό που είναι, δηλαδή πόθεν έρχεται, και η συντέλεια αυτής της
μαρτυρίας στον χρόνο συνιστά την οικονομία της σωτηρίας».
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου