Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (49)

Συνέχεια από Δευτέρα, 3 Φεβρουαρίου 2020
                                           HANS URS VON BALTHASAR
                                     ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ  (THEOLOGIK)
                                                 Τρίτος Τόμος
             ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ  (DER GEIST DER WAHRHEIT)
        (Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2)    Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
                                              Johannes Verlag, 1987
                                               4.  ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ
                                  V. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Είσαστε καλά ή τόχετε χαμένο
καί μάς ακολουθείτε;
Δέν ξέρουμε κάν πού πάμε!!!
     Σ’ αυτό το τμήμα τού βιβλίου χρειάζεται να προηγηθή μια παρατήρηση. Εισερχόμαστε σ’ ένα ανυπολόγιστα ευρύ πεδίο, μ’ έναν μεγάλον αριθμό ιδιαιτέρων ερωτημάτων, που το καθένα θα απαιτούσε μια διεξοδική πραγματεία, που δεν μπορούμε όμως να καταθέσουμε  για καμμιάν απ’ τις εμφανιζόμενες, διαφορετικές απόψεις. Μπορούμε άρα να μιλήσουμε μόνον εν συντομία και αποσπασματικά. Εφ’ όσον αυτός ο τόμος είναι ωστόσο ο τελευταίος τού συνολικού έργου, δεν μπορούμε να παραλείψουμε καμμιά απ’ τις σημαντικές απόψεις. Δεν αποτελεί δε πρόβλημα το ότι μπορεί να μείνη,  παρ’ όλον τον επανεξετασμό τής εσωτερικής διάρθρωσης τού κειμένου, μια ‘υπερτροφική’ εντύπωση. Κι αυτό, όχι μόνον επειδή κινούμαστε στο κέντρο τού μυστηρίου, και αντιλαμβανόμαστε μεν τις «μυστικές διασυνδέσεις» (“nexus mysteriorum”) τής ανθρώπινης λογικής, χωρίς «να τις διακρίνουμε ωστόσο ποτέ, όπως τις αλήθειες εκείνες  που διαμορφώνουν οι ίδιες το αντικείμενό τους», αλλά και επειδή το Άγιο Πνεύμα ‘αναστατώνει’ συνεχώς, προς χάριν τής δικής του, αδιόρατης σ’ εμάς ‘συστηματικότητας’, όλα τα ‘μεγαλοφυή’, ανθρώπινα συστηματικά κατασκευάσματα.
     Για τον ίδιον επίσης λόγο δεν μπορέσαμε να αποφύγουμε το να παραπέμπουν πολλές απ’ τις προτάσεις μας σε κείνα που έχουμε ήδη παρατηρήσει στους προηγούμενους τόμους ή κεφάλαια· η οικονομική αποκάλυψη του τριαδικού Θεού είναι ασφαλώς μια και μοναδική, με άπειρες ωστόσο όψεις, έτσι ώστε να παρουσιάζεται το Ένα σε συνεχώς ανανεούμενες, διαμορφωμένες απ’ τα ίδια στοιχεία καταστάσεις, όπως σε ένα (ελπίζοντας να μη φανή πολύ παιδικό το παράδειγμά μας)  καλειδοσκόπιο. Θα μπορούσαμε έτσι να μην εκλάβουμε τελικά το παρόν κεφάλαιο ως ένα αυτόνομο και περίκλειστο στον εαυτό του σύνολο, αλλά ως κάτι που ‘ανοίγεται’ σε όλα όσα έχουν μέχρι στιγμής συζητηθή, καθώς και σε άλλα κεφάλαια, που εκκρεμούν ακόμα, όπως το αποδεικνύει εξάλλου σαφώς το θέμα με το οποίο θα ξεκινήσουμε.

         1.  Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ – Ο ΚΟΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
                     α)  Η σωτηρία τού κόσμου, σκοπός τού Θεού

      Η Γραφή πουθενά δεν μιλά για το ότι το σχέδιο τού Θεού είναι η απολύτρωση τής Εκκλησίας · πρόκειται πάντα για (ολόκληρο) τον κόσμο: «Τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο» (Ιωάν. 3, 16), ώστε εμπιστεύτηκε στόν απεσταλμένο στον κόσμο Υιό του «κάθε σάρκα» (ό.π. 17, 2), προτιθέμενον «να τους ελκύση όλους», ανυψούμενος απ’ τη γη, «προς τον εαυτό του» (ό.π. 12, 32).   (( Γράφει στα συγκεκριμένα χωρία ο Ευαγγελιστής Ιωάννης - Στο 3, 16: «…ούτω γάρ ηγάπησεν ο Θεός τόν κόσμον, ώστε τόν υιόν αυτού τόν μονογενή έδωκεν, ίνα πάς ο πιστεύων εις αυτόν μή απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον…»· στο 17, 2: «Ταύτα ελάλησεν ο Ιησούς και επήρε τούς οφθαλμούς αυτού εις τόν ουρανόν καί είπε· πάτερ, ελήλυθεν η ώρα· δόξασόν σου τόν υιόν, ίνα καί ο υιός σου δοξάση σε, καθώς έδωκας αυτώ εξουσίαν πάσης σαρκός, ίνα πάν ό δέδωκας αυτώ δώση αυτοίς ζωήν αιώνιον. αύτη δε έστιν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί σε τόν μόνον αληθινόν Θεόν και όν απέστειλας Ιησούν Χριστόν…»· στο 12, 32: «…καγώ εάν υψωθώ εκ τής γής, πάντας ελκύσω πρός εμαυτόν. τούτο δέ έλεγε σημαίνων ποίω θανάτω ήμελλεν αποθνήσκειν…». Τα παραθέτουμε αυτά, γιατί νομίζοντας πως κανείς δεν διαβάζει πια το Ευαγγέλιο, ο συγγραφέας «μας» απλώς «τινάζει τα κείμενα – εν προκειμένω τον λόγο τού Θεού – στον αέρα», και καθώς «ξαναπέφτουν, αρπάζει «ό,τι προλάβει»… )) . Να προσελκύση και τα «άλλα πρόβατα, που δεν ανήκουν σ’ αυτή τη μάνδρα». Γιατί, όπως λέει, «πρέπει κι αυτά να τα οδηγήσω» (ό.π. 10, 16)  (( Ιωάν. 10, 14: «…εγώ ειμι ο ποιμήν ο καλός, καί γινώσκω τά εμά καί γινώσκομαι υπό τών εμών, καθώς γινώσκει με ο πατήρ καγώ γινώσκω τόν πατέρα, καί τήν ψυχήν μου τίθημι υπέρ τών προβάτων. καί άλλα πρόβατα έχω, ά ουκ έστιν εκ τής αυλής ταύτης· κακείνα με δεί αγαγείν καί τής φωνής μου ακούσουσι, καί γενήσεται μία ποίμνη, είς ποιμήν…» )) . Το να ισχυριζόμαστε πως ο Ιησούς πέθανε  (( και τέλος!... ))  για μιαν ομάδα εκλεκτών, αυτό αποτελεί αίρεση. Ο υψωθείς  (( στον Σταυρό!... ))  Κύριος εξακολουθεί να υποτάσση όλους τούς εχθρούς του, ώστε να καταθέση στα πόδια τού Πατέρα το τετελειωμένο βασίλειο και  να είναι ο Θεός τα πάντα εν πάσι (Α’ Κορ. 15, 24)   (( Α’ Κορ. 15, 23: «…έκαστος δέ εν τώ ιδίω τάγματι· απαρχή Χριστός, έπειτα οι Χριστού εν τή παρουσία αυτού· είτα το τέλος, όταν παραδώ τήν βασιλείαν τώ Θεώ καί πατρί, όταν καταργήση πάσαν εξουσίαν καί δύναμιν. δεί γάρ αυτόν βασιλεύειν άχρις ού άν θή πάντας τούς εχθρούς υπό τούς πόδας αυτού. έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος…» )) .
     Σ’ αυτήν την καθολικότητα του έργου τού Υιού αντιστοιχεί  η καθολικότητα τού Πνεύματος, το οποίο θα εκχυθή, σύμφωνα με την προφητεία που εκπληρώνεται την Πεντηκοστή, «σε κάθε σάρκα». Κι αν εννοούσε πιθανώς μόνον τον Ισραήλ μ’ αυτά τα λόγια η Παλαιά Διαθήκη, εννοείται τώρα σαφώς, καθώς απαριθμούνται όλα τα ξένα εθνη στις Πράξεις 2, 7 κ.ε., το σύνολο του κόσμου. Υφίστανται ανάμεσα στις δυό ερμηνείες, στον ιουδαϊκό ήδη χώρο, ‘περάσματα’ και ‘μεταβάσεις’ από το εθνικό στο κοσμολογικό επίπεδο, ιδίως στις (λεγόμενες…)  ‘Αποκαλύψεις’   (( σ.σ.: Πρβλ. Allan D. Galloway, The Cosmic Christ: «Η εξήγηση του έργου τού Ιησού ως (του) Χριστού στα συνοπτικά Ευαγγέλια και στη χριστιανική Αποκάλυψη αντιτέθηκε σ’ αυτό το (αποκαλυπτικό) υπόβαθρο. Πρόκειται (ωστόσο…) για τη βάση τής κοσμικής εσχατολογίας τού Χριστιανισμού» )) . Γνωρίζουμε ότι ο (απόστολος) Παύλος χρειάστηκε να επαναφέρη στη συνείδηση (των πρώτων Χριστιανών) την εκκλησιολογική δίπλα στην περιεκτικά ‘κοσμική’ (ή συμπαντική) άποψη της συμφιλίωσης και κυριαρχίας τού Χριστού, συνενώνοντας κάθε φορά τις δυό όψεις σε μία (πρβλ. Κολ. 1, 18· Εφ. 1, 22 κ.ε.)   (( Γράφει ο απόστολος Παύλος στους Κολασσαείς: «…τά πάντα δι’ αυτού καί εις αυτόν έκτισται· καί αυτός εστι πρό πάντων, καί τά πάντα εν αυτώ συνέστηκε, καί αυτός εστιν η κεφαλή τού σώματος, της εκκλησίας· ός έστιν αρχή, πρωτότοκος εκ τών νεκρών, ίνα γένηται εν πάσιν αυτός πρωτεύων, ότι εν αυτώ ευδόκησε πάν τό πλήρωμα κατοικήσαι καί δι’ αυτού αποκαταλλάξαι τά πάντα εις αυτόν, ειρηνοποιήσας διά τού αίματος τού σταυρού αυτού, δι’ αυτού είτε τά επί τής γής είτε τά εν ουρανοίς…»· και στους Εφεσίους: «…καί πάντα υπέταξεν υπό τούς πόδας αυτού, καί αυτόν έδωκε κεφαλήν υπέρ πάντα τή εκκλησία, ήτις εστί τό σώμα αυτού, τό πλήρωμα τού τά πάντα εν πάσι πληρουμένου». – Από εδώ ‘συνάγονται’ προφανώς τα περί «κοσμικής εσχατολογίας» )) . Λέει λοιπόν στους Εφεσίους για τον ανυψωμένο πάνω απ’ όλες τις κοσμικές δυνάμεις και κυρίαρχο Χριστό: «Στα πόδια του υπέταξε (ο Θεός) τα πάντα, και του έδωσε ως κεφαλή πάνω στα πάντα τής Εκκλησίας, που είναι το σώμα του, την πληρότητα εκείνου, που ‘πληρώνει’ τα πάντα στα πάντα». Σχολιάζει εδώ ο Schlier: «’Μαζί’ με τον Κύριο τής Εκκλησίας άρχει και ο Κύριος των δυνάμεων· και με τον Κύριο των δυνάμεων ‘βλέπει’ όλος ο κόσμος τον Κύριο της Εκκλησίας μπροστά του». Ο Παύλος δεν ξεχνά, ότι η ενότητα τής κοσμικής κυριαρχίας τού Χριστού μεσολαβείται από την ενότητα της Εκκλησίας, η οποία οφείλεται απ’ την πλευρά της στο εσταυρωμένο σώμα τού Χριστού, που συμπεριλαμβάνει και τον Κόσμο: «Εδώ γίνεται σαφές το πώς το ένα σώμα τού Χριστού στον Σταυρό (αν)οικοδομείται συνεχώς, με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, εκ νέου σε σώμα τής Εκκλησίας. Ενώ γίνεται επίσης σαφές, ότι είναι ο Χριστός που προβαίνει σ’ αυτό, παριστάμενος, με την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος, στο μυστηριακό σώμα, στον άρτο τού Μυστικού Δείπνου, που αποτελεί αυτό το σώμα» (( σ.σ.: H. Schlier, Die Einheit im Denken des Apostels Paulus H ενότητα στη σκέψη τού αποστόλου Παύλου )) . Εφ’ όσον είναι, και οφείλει να είναι, «ένα σώμα και ένα πνεύμα» η Εκκλησία, «συγκαλείται σε μιαν ελπίδα» (Εφ. 4, 4), η οποία σχετίζεται με την  ολότητα τού Κόσμου (Ρωμ. 8, 19-39· Α’ Κορ. 8, 6)   (( Γράφει ο απόστολος στους Ρωμαίους: «…Λογίζομαι γάρ ότι ουκ άξια τά παθήματα τού νύν καιρού πρός τήν μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς. η γάρ αποκαραδοκία (=μετά πόθου αναμονή) τής κτίσεως τήν αποκάλυψιν τών υιών τού Θεού απεκδέχεται. τή γάρ ματαιότητι η κτίσις υπετάγη, ουχ εκούσα, αλλά διά τόν υποτάξαντα, επ’ ελπίδι ότι καί αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από τής δουλείας τής φθοράς εις τήν ελευθερίαν τής δόξης τών τέκνων τού Θεού. οίδαμεν γάρ ότι πάσα η κτίσις συστενάζει καί συνωδίνει άχρι τού νύν· ου μόνον δέ, αλλά καί αυτοί τήν απαρχήν τού Πνεύματος έχοντες καί ημείς αυτοί εν εαυτοίς στενάζομεν υιοθεσίαν απεκδεχόμενοι, τήν απολύτρωσιν τού σώματος ημών…». Και λίγο πιο κάτω: «…πέπεισμαι γάρ ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε δυνάμεις ούτε ενεστώτα ούτε μέλλοντα ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσηται ημάς χωρίσαι από τής αγάπης τού Θεού τής εν Χριστώ Ιησού τώ Κυρίω ημών». Και στους Κορινθίους: «…καί γάρ είπερ εισί λεγόμενοι θεοί είτε εν ουρανώ είτε επί τής γής, ώσπερ εισί θεοί πολλοί καί κύριοι πολλοί, αλλ’ ημίν είς Θεός ο πατήρ, εξ ού τά πάντα καί ημείς εις αυτόν, καί είς Κύριος Ιησούς Χριστός, δι’ ού τά πάντα καί ημείς δι’ αυτού…» )) .
       Για να αντιληφθούμε την εξίσου καθολική ( ή ‘συμπαντική’) θέση τού Πνεύματος   (( σ.σ.: Η οποία υφίσταται αναμφίβολα απ’ την αρχή τής Γενέσεως μέχρι και τους Ψαλμούς ως δημιουργική δύναμη του Θεού…)),  δεν θα μας βοηθούσε τόσο το να αναλογιστούμε την κοσμική λειτουργία τού Πνεύματος του Γιαχβέ στην Παλαιά Διαθήκη. Πολύ πιο αποδοτικό φαίνεται το να αναλογισθούμε τη συζήτηση με τον Νικόδημο στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, όπου ο Ιησούς μιλά για μια «γέννηση εκ των άνω», μια «γέννηση από το πνεύμα», γιατί «αυτό που έχει γεννηθή απ’ το πνεύμα, είναι κι αυτό πνεύμα»   (( Ας διαβάσουμε καλύτερα όλη τη σχετική περικοπή στο Γ’ κεφάλαιο του κατά Ιωάννην… )) . Ο Ign. de la Potterie κατέστησε πιθανό  (( ! )) , ότι η αναφορά τού «ύδατος» δίπλα στο πνεύμα είναι μια μεταγενέστερη προσθήκη τού ίδιου, ίσως, τού Ευαγγελιστή. Δεν μπορεί να μίλησε ο Ιησούς στον Νικόδημο για το χριστιανικό βάπτισμα· μια τέτοια αναφορά θα μπορούσε να συμβή, στην καλύτερη περίπτωση, μόνον αργότερα (μετά το Πάσχα;). Μπορούμε (όμως εμείς τώρα…) να αναρωτηθούμε, αν η έκφραση: «να γεννηθή κάποιος ξανά» (ώστε να εισέλθη στη «βασιλεία τού Θεού», κάτι που συμβαίνει μια φορά, άπαξ, στον Ιωάννη), σχετίζεται με το χωρίο 18, 3 του ευαγγελιστή Ματθαίου, όπου ακούμε πως πρέπει να γίνουμε παιδιά στο πνεύμα, για να μπορέσουμε να εισέλθουμε στη Βασιλεία  ((Γράφει ο ευαγγελιστής Ματθαίος: «Εν εκείνη τή ώρα προσήλθον οι μαθηταί τώ Ιησού λέγοντες· τίς άρα μείζων εστίν εν τή βασιλεία τών ουρανών; καί προσκαλεσάμενος ο Ιησούς παιδίον έστησεν αυτό εν μέσω αυτών καί είπεν· αμήν λέγω υμίν, εάν μή στραφήτε καί γένησθε ως τά παιδία, ου μή εισέλθητε εις τήν βασιλείαν τών ουρανών. όστις ούν ταπεινώσει εαυτόν ως τό παιδίον τούτο, ούτός εστιν ο μείζων εν τή βασιλεία τών ουρανών. καί ός εάν δέξηται παιδίον τοιούτον έν επί τώ ονόματί μου, εμέ δέχεται· ός δ’ άν σκανδαλίση ένα τών μικρών τούτων τών πιστευόντων εις εμέ, συμφέρει αυτώ ίνα κρεμασθή μύλος ονικός εις τόν τράχηλον αυτού καί καταποντισθή εν τώ πελάγει τής θαλάσσης…» )) . Στον Ιωάννη καθίσταται το «γίγνεσθαι» μια «ανα-γέννηση» «άνωθεν» (στο 1ο  κεφ. «από τον Θεό», 1, 13, κι εδώ «από το Πνεύμα»). Κι αυτή η ανα-γέννηση συμπίπτει με το «να πιστέψουμε» (Α’ Ιωάν. 3, 9· 5, 1· 5, 4)   (( Γράφει ο Ιωάννης στην Α’ επιστολή του: «Πάς ο πιστεύων ότι Ιησούς εστιν ο Χριστός, εκ τού Θεού γεγέννηται. καί πάς ο αγαπών τόν γεννήσαντα αγαπά καί τόν γεγεννημένον εξ αυτού. εν τούτω γινώσκομεν ότι αγαπώμεν τά τέκνα τού Θεού, όταν τόν Θεόν αγαπώμεν καί τάς εντολάς αυτού τηρώμεν  (Το αντίθετο της ‘αγαπολογίας’!...) .  Αύτη γάρ εστιν η αγάπη τού Θεού, ίνα τάς εντολάς αυτού τηρώμεν· καί αι εντολαί αυτού βαρείαι ουκ εισίν, ότι πάν τό γεγεννημένον εκ τού Θεού νικά τόν κόσμον· καί αύτη εστίν η νίκη η νικήσασα τόν κόσμον, η πίστις ημών. τίς εστιν ο νικών τόν κόσμον ει μή ο πιστεύων ότι Ιησούς εστιν ο υιός τού Θεού; Ούτός εστιν ο ελθών δι’ ύδατος καί αίματος, Ιησούς Χριστός· ουκ εν τώ ύδατι μόνον, αλλ’ εν τώ ύδατι καί τώ αίματι· καί τό Πνεύμά εστι τό μαρτυρούν, ότι τό Πνεύμα εστιν η αλήθεια…» )) . Στο σύγχρονο κείμενο (του βαπτίσματος…) τίθενται βέβαια το ύδωρ και το πνεύμα το ένα δίπλα στο άλλο· δεν πρέπει να συνάψουμε ωστόσο το πνεύμα στο ύδωρ, γιατί προϋποτίθεται η πίστη για τη βάπτιση· και σ’ αυτό συμφωνούν και οι Πατέρες  (( ! )) . Η νέα γέννηση δεν είναι μόνο το μυστήριο, αλλά η πίστη. Κι αυτή η πίστη μπορεί να δικαιολογείται, όπως το τονίζει τουλάχιστον η νεώτερη θεολογία, και στη βάση ενός «επιθυμητού βαπτίσματος» (της «επιθυμίας να βαπτισθούμε»), εκτός τής Εκκλησίας. «Το Πνεύμα πνέει όπου θέλει»  (( «Επαναπαύεται» όμως, «θέλει» άρα, μόνο στον Κύριο! … )) .

     ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: