Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2020

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (48)

Συνέχεια από Πέμπτη, 16 Ιανουαρίου 2020
                                          
                                    HANS URS VON BALTHASAR
                                     ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ  (THEOLOGIK)
                                                 Τρίτος Τόμος
             ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ  (DER GEIST DER WAHRHEIT)
        (Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2)    Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
                                              Johannes Verlag, 1987
                                               4.  ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ
              ΙV. O ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ
               2.  ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓ. ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
                                               γ)   Μαρτυρία  ( συνέχεια )
       
Είμαστε καλά εμείς οι αιρετικοί
 ή τόχουμε χαμένο;
Απ’ αυτήν την ‘κοινότητα’ (Υιού και Πνεύματος) προκύπτουν δύο γεγονότα. Το πρώτο είναι, ότι αυτός που καλείται να ακολουθήση (τον Κύριο…), τίθεται στην οδό τής σταυρικής υπακοής, όπως το δείχνει καθαρά η συνάφεια των λεγομένων, τα συμφραζόμενα, στο απόσπασμα με το χωρίο περί Πνεύματος που αναφέραμε (Ιωάν. 15, 20 – 16, 4)  (( Γράφει λοιπόν ο ευαγγελιστής Ιωάννης: «…μνημονεύετε τού λόγου ού εγώ είπον υμίν· ουκ έστι δούλος μείζων τού κυρίου αυτού. ει εμέ εδίωξαν, καί υμάς διώξουσιν· ει τόν λόγον μου ετήρησαν, καί τόν υμέτερον τηρήσουσιν. Αλλά ταύτα πάντα ποιήσουσιν υμίν διά τό όνομά μου, ότι ουκ οίδασι τόν πέμψαντά με. ει μή ήλθον καί ελάλησα αυτοίς, αμαρτίαν ουκ είχον· νύν δέ πρόφασιν ουκ έχουσι περί τής αμαρτίας αυτών. ο εμέ μισών και τόν πατέρα μου μισεί. ει τά έργα μή εποίησα εν αυτοίς ά ουδείς άλλος πεποίηκεν, αμαρτίαν ουκ είχον· νύν δέ καί εωράκασι καί μεμισήκασι καί εμέ καί τόν πατέρα μου. αλλ’ ίνα πληρωθή ο λόγος ο γεγραμμένος εν τώ νόμω αυτών, ότι εμίσησάν με δωρεάν. όταν δέ έλθη ο παράκλητος όν εγώ πέμψω υμίν παρά τού πατρός, τό Πνεύμα τής αληθείας ό παρά τού πατρός εκπορεύεται, εκείνος μαρτυρήσει περί εμού· καί υμείς δέ μαρτυρείτε, ότι απ’ αρχής μετ’ εμού εστε. – Ταύτα λελάληκα υμίν ίνα μή σκανδαλισθήτε. αποσυναγώγους ποιήσουσιν υμάς· αλλ’ έρχεται ώρα ίνα πάς ο αποκτείνας υμάς δόξει λατρείαν προσφέρειν τώ Θεώ. καί ταύτα ποιήσουσιν, ότι ουκ έγνωσαν τον πατέρα ουδέ εμέ. αλλά ταύτα λελάληκα υμίν ίνα όταν έλθη η ώρα, μνημονεύητε αυτών  ότι εγώ είπον υμίν…». – Όσο και να το προσπαθούν, όλη η «συνάφεια» και όλα τα «συμφραζόμενα» μιλούν για τον ενανθρωπήσαντα Λόγο τού Θεού, «του Πατρός ευδοκούντος και του Πνεύματος συνεργούντος», την μία και αδιαίρετη Τριάδα… )) . Κι αυτή η υπάκουη πίστη είναι που (μας) απελευθερώνει, σύμφωνα με τα λόγια του Ιησού, προς το Πνεύμα: Ιωάν. 8, 31 κ.ε.  (( «Έλεγεν ούν ο Ιησούς πρός τούς πεπιστευκότας αυτώ Ιουδαίους· εάν υμείς μείνητε εν τώ λόγω τώ εμώ, αληθώς μαθηταί μου εστε, καί γνώσεσθε τήν αλήθειαν, καί η αλήθεια ελευθερώσει υμάς…»)). Ο δε Παύλος εξάγει από εδώ το ακριβές συμπέρασμα, ότι αυτός που απελευθερώθηκε μέσω τού Χριστού στην ελευθερία, «θα υπηρετήση» από εδώ και πέρα «μ’ ένα καινούργιο Πνεύμα» και «πρέπει να καρποφορήση για τον Θεό» (Ρωμ. 7, 4.6.), κι ότι «θα εκπληρώση τον νόμο τού Χριστού» (Γαλ. 6, 2) και θα γεννήση «καρπούς τού Πνεύματος» (Γαλ. 5, 22).  (( Γράφει στην προς Ρωμαίους Επιστολή ο απόστολος Παύλος: «… ώστε αδελφοί μου, καί υμείς εθανατώθητε τώ νόμω διά τού σώματος τού Χριστού εις τό γενέσθαι υμάς ετέρω, τώ εκ νεκρών εγερθέντι, ίνα καρποφορήσωμεν τώ Θεώ. ότε γάρ ήμεν εν τή σαρκί, τά παθήματα τών αμαρτιών τά διά τού νόμου ενηργείτο εν τοίς μέλεσιν ημών εις τώ καρποφορήσαι τώ θανάτω· νυνί δέ κατηργήθημεν από τού νόμου, αποθανόντες εν ώ κατειχόμεθα, ώστε δουλεύειν ημάς εν καινότητι πνεύματος καί ου παλαιότητι γράμματος…». - Στη δε προς Γαλάτες: «Αδελφοί, εάν καί προληφθή άνθρωπος έν τινι παραπτώματι, υμείς οι πνευματικοί καταρτίζετε τόν τοιούτον εν πνεύματι πραότητος, σκοπών σεαυτόν, μή καί σύ πειρασθής. αλλήλων τά βάρη βαστάζετε, καί ούτως αναπληρώσατε τόν νόμον τού Χριστού…»· και επίσης: «…ο δέ καρπός τού Πνεύματός εστιν αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτεια· κατά τών τοιούτων ουκ έστι νόμος. οι δέ τού Χριστού τήν σάρκα εσταύρωσαν σύν τοίς παθήμασι καί ταίς επιθυμίαις. Ει ζώμεν Πνεύματι, πνεύματι καί στοιχώμεν· μή γινόμεθα κενόδοξοι, αλλήλους προκαλούμενοι, αλλήλοις φθονούντες.» )) . Απελευθέρωση μέσω τού Χριστού στην ελευθερία τού Πνεύματος σημαίνει ταυτόχρονα εγκατάσταση του ελευθέρου ανθρώπου στην υπάκουη ακολουθία τού Χριστού· ένα παράδοξο (Paradox) που λύνεται, αν αναλογιστούμε ότι η ίδια η υπακοή τού Χριστού στον Πατέρα εν Πνεύματι είναι μια έκφραση της ελεύθερης αγάπης του (Ιωάν. 10, 18)  (( «... διά τούτο ο πατήρ με αγαπά, ότι εγώ τίθημι τήν ψυχήν μου, ίνα πάλιν λάβω αυτήν. ουδείς αίρει αυτήν απ’ εμού, αλλά εγώ τίθημι αυτήν απ’ εμαυτού· εξουσίαν έχω θείναι αυτήν, καί εξουσίαν έχω πάλιν λαβείν αυτήν· ταύτην τήν εντολήν έλαβον παρά τού πατρός μου…» – Έχει καταργηθή για τους Λατίνους (και για τους λατινόφρονες) η διδασκαλία τού Κυρίου, επίμονα και αυξητικά μέχρι και σήμερα… ))  κι ότι, όποιος ‘παραδίδεται’ ακολουθώντας τον στον «νόμο» του για ελεύθερη, ‘αγαπητική’ υπακοή, αυτός έχει διαρρήξει τη φυλακή τής εγωτικής του θέλησης («θέλω να είμαι εγώ»): «δεν ζω πια εγώ, αλλά ζη ο Χριστός σε μένα…, που με αγάπησε και θυσιάστηκε για μένα (Γαλ. 2, 20)   (( Είναι ‘ανελέητοι’! – «… ει γάρ ά κατέλυσα ταύτα πάλιν οικοδομώ, παραβάτην εμαυτόν συνίστημι. εγώ γάρ διά νόμου νόμω απέθανον, ίνα           Θεώ ζήσω. Χριστώ συνεσταύρωμαι· ζώ δέ ουκέτι εγώ, ζή δέ εν εμοί Χριστός· ό δέ νύν ζώ εν σαρκί, εν πίστει ζώ τή τού υιού τού Θεού τού αγαπήσαντός με και παραδόντος εαυτόν υπέρ εμού. Ουκ αθετώ τήν χάριν τού Θεού· ει γάρ διά νόμου δικαιοσύνη, άρα Χριστός δωρεάν απέθανεν»… )) . Κι αυτή η όλο και ‘περισσότερη’ ελευθερία τελειούται στην όλο και ‘περισσότερη’ καταδίωξη που υφίσταται ο χριστιανός: «Μακάριοί εστε όταν ονειδίσωσιν υμάς καί διώξωσι καί είπωσι πάν πονηρόν ρήμα καθ’ υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού… χαίρετε καί αγαλλιάσθε, (( ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοίς ουρανοίς· ούτω γάρ εδίωξαν τούς προφήτας τούς πρό υμών»… ))  (Ματθ. 5, 11 κ.ε.).
     Το δεύτερο γεγονός είναι και το πιο παράδοξο· εκτυλίσσεται στο εσωτερικό τής Εκκλησίας, που συμμετέχει άμεσα στην κατάθεση μαρτυρίας τού Πνεύματος: το Πνεύμα  («τής αληθείας ό παρά τού πατρός εκπορεύεται, εκείνος) μαρτυρήσει περί εμού· καί υμείς δέ μαρτυρείτε, ότι απ’ αρχής μετ’ εμού εστε» (Ιωάν. 15, 26 κ.ε.).  Αυτήν τη συγκεκριμένη ενότητα  (( Υιού και Πνεύματος! ))  δείχνει ο λόγος τού Ιησού: «όταν δέ αγάγωσιν υμάς παραδιδόντες, μή προμεριμνάτε τί λαλήσητε, μηδέ μελετάτε, αλλ’ ό εάν δοθή υμίν εν εκείνη τή ώρα, τούτο λαλείτε· ου γάρ υμείς εστε οι λαλούντες, αλλά τό Πνεύμα τό Άγιον»  (Μάρκ. 13, 11· Λουκ. 12, 11). Το Πνεύμα είναι μέσα στην ελευθερία του, ταυτόχρονα εντός και πάνω απ’ την τάξη τής Εκκλησίας, στην οποία υφίσταται εξαρχής (από την εκλογή τών Δώδεκα και τον ‘εφοδιασμό’ τους με «εξουσία» -exousia) μια ορισμένη ‘αντιπαράθεση’ ανάμεσα στο καθορισμένο αξίωμα υπηρεσίας (διακονίας) και τα χαρίσματα της (εκκλησιαστικής…) κοινότητας. Το Πνεύμα είναι κατ’ αρχάς μέσα και πάνω και απ’ τα δυό· μέσα, εφ’ όσον τελειοποιεί και επικυρώνει την τάξη τών διακονημάτων που ξεκίνησε ο Χριστός· πάνω, εφ’ όσον η θεϊκή του, άπειρη για εμάς τάξη ‘ταράζει’ συνεχώς την καθαρά ανθρώπινη και παγιούμενη (στον εαυτό της) τάξη, για να την ανανεώση σύμφωνα με την ελεύθερή του κρίση. Το Πνεύμα υπάρχει όμως επίσης, μέσα και πάνω απ’ τα ΄κοινοτικά’ χαρίσματα· μέσα, εφ’ όσον τα κατανέμει με κάποιον σκοπό στον καθέναν, εμπιστεύεται τη διεκπεραίωσή τους και  εφοδιάζει με τα αναγκαία γι’ αυτήν πνευματικά προτερήματα· αλλά και πάνω, εφ’ όσον κανένα μέλος στο Σώμα τού Χριστού δεν επιτρέπεται να υπερηφανευτή για το χάρισμά του και να το επιτελέση ενάντια στη συνολική τάξη τού Σώματος. Από εδώ προκύπτει η κυμαινόμενη σχέση ανάμεσα στο ‘αξιωματικό’  και το προσωπικό, ‘κοινοτικό’ χάρισμα,  που ο έντονος διάλογός τους μπορεί να διεξαχθή μόνο με σεβασμό κατ’ αρχάς στο πνευματικά δωρούμενο χάρισμα του ‘συνομιλητή’ (όπου το ‘αξίωμα’ οφείλει να σέβεται, χωρίς συμβιβασμούς, τα χαρίσματα της κοινότητας, που οφείλουν κι αυτά να σέβονται αντίστοιχα το χάρισμα του αξιώματος), και με την κοινή κατόπιν υπακοή και των δύο συνομιλητών στη θεϊκά ελεύθερη πνοή τού Πνεύματος πάνω από όλη την Εκκλησία  ((  Σαφής όσο και ‘καμουφλαρισμένη’ τυπικά αναφορά στην αίρεση περί «Εποχής τού Αγίου Πνεύματος»… )) . Η μαρτυρία τού Πνεύματος και η μαρτυρία τής Εκκλησίας δεν είναι απλώς ταυτόσημες ή έστω τής ιδίας τάξεως, όπως το διασαφηνίζει το τρίτο χωρίο περί Πνεύματος: «Το Πνεύμα θα μαρτυρήση περί εμού, αλλά και εσείς θα μαρτυρήσετε» (Ιωάν. 16, 26 κ.ε.). Η Εκκλησία μπορεί να καταθέση τη βασική αποστολή και μαρτυρία της «μέχρι τα έσχατα της γης» (Πράξ. 1, 8), «να μαρτυρήση σε όλους τούς λαούς» ότι «πρέπει να μεταστραφούν προς άφεσιν αμαρτιών» (Λουκ. 24, 47 κ.ε.)   (( Γράφει ο απόστολος Λουκάς: «…τότε διήνοιξεν αυτών τόν νούν τού συνιέναι τάς γραφάς, καί είπεν αυτοίς ότι ούτω γέγραπται καί ούτως έδει παθείν τόν Χριστόν καί αναστήναι εκ νεκρών τή τρίτη ημέρα, καί κηρυχθήναι επί τώ ονόματι αυτού μετάνοιαν καί άφεσιν αμαρτιών εις πάντα τά έθνη, αρξάμενον από Ιερουσαλήμ. υμείς δέ εστε μάρτυρες τούτων. καί ιδού εγώ αποστέλλω τήν επαγγελίαν τού πατρός μου εφ’ υμάς· υμείς δέ καθίσατε εν τή πόλει Ιερουσαλήμ έως ού ενδύσησθε δύναμιν εξ ύψους»… )) , να διδάξη δηλ. στην ανθρωπότητα όλα όσα υπήρξε και όσα δίδαξε ο Ιησούς (Ματθ.28, 19 κ.ε.)   (( «Οι δέ ένδεκα μαθηταί επορεύθησαν εις τήν Γαλιλαίαν, εις τό όρος ού ετάξατο αυτοίς ο Ιησούς. καί ιδόντες αυτόν προσεκύνησαν αυτώ, οι δέ εδίστασαν, καί προσελθών ο Ιησούς ελάλησεν αυτοίς λέγων· εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ καί επί γης. πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις τό όνομα τού Πατρός καί τού Υιού καί τού Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν· καί ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμι πάσας τάς ημέρας έως τής συντελείας τού αιώνος. αμήν.» )) – και να μην το αναλάβη αυτό  (( η Εκκλησία, όχι οι απόστολοι! )) , πριν παραλάβη προσευχόμενη «τη δύναμη εξ ύψους» (Λουκ. 24, 49)  (( βλ. πιο πάνω )) , το βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος (Πράξ. 1, 5). «Η δύναμη του Αγίου Πνεύματος» (ό.π. 1, 8) θα καταστήση, πρώτα απ’ όλα, μάρτυρες τους Μαθητές και θα τους εμπνεύση από εδώ και πέρα ό,τι είναι απαραίτητο γι’ αυτήν τη μαρτυρία (αυτή είναι η έννοια του χωρίου Ιωάν. 16, 13: «καί τά ερχόμενα αναγγελεί υμίν»), καθώς η αποστολή προς μαρτυρίαν αντικαθιστά ακριβώς τήν πρόγνωση  «χρόνων και καιρών»,  που ζήτησαν οι Μαθητές από τον Κύριο όταν τούς αποχαιρετούσε.
     Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Αγίου Πνεύματος που αναδείχθηκαν εδώ, παρέμειναν γενικά και περιγραφικά. Εκείνο που έπρεπε να γίνη σαφές ήταν το ότι οι τρεις περιεκτικοί κύκλοι – δώρο, ελευθερία, μαρτυρία, - αλληλο-τέμνονται. Επίσης το ότι στην έννοια μαρτυρία συμπεριλήφθηκαν και τα γνωρίσματα «εξηγητής» και «υπερασπιστής» (συνήγορος). Το Πνεύμα τού υψωθέντος Κυρίου ταυτίζεται, κατά τον Παύλο, με το Πνεύμα τού Χριστού και με το Πνεύμα τού Πατρός, με το Πνεύμα ακριβώς τής αμοιβαίας αγάπης τους μέσα στην προσωπική τους ελευθερία. Γι’ αυτό και διαθέτει το Πνεύμα «πάσαν την αλήθειαν», που τη διαχειρίζεται με θεϊκή κυριαρχία, μ’ έναν τέτοιον όμως τρόπο, ώστε να μην υπάρχη, πέρα απ’ την αλήθεια της αγάπης μεταξύ Πατρός και Υιού, καμμιά (άλλη) αγάπη.

    ( Τέλος όλου τού κεφαλαίου. Συνεχίζεται με το κεφάλαιο: Το Πνεύμα και η Εκκλησία )    

Δεν υπάρχουν σχόλια: