PAUL FRIEDLȀNDER
ΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
28. Φίληβος Φίληβος
ΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
28. Φίληβος Φίληβος
(Ή περί ηδονής, Ηθικός)
39 E-40 A. Μόλις αυτό γίνει ξεκάθαρο, ο Σωκράτης - ξαφνικά και με μεγάλη έμφαση - εισάγει μια ηθική παρατήρηση, περιγράφοντας τη διαφορά μεταξύ δύο ειδών ανθρώπων: αφενός ο δίκαιος, ευσεβής και καθ' όλα καλός σε κάθε πτυχή· αφετέρου το αντίθετο είδος, ο άδικος και εντελώς κακός άνθρωπος. Επιπλέον, ο Σωκράτης αποκαλεί τον πρώτο τύπο «αγαπητό στους θεούς» και τον δεύτερο με τον αντίθετο τρόπο. Στη συνέχεια, η συζήτηση συνεχίζεται σαν να μην είχε γίνει αυτή η εισβολή στη σφαίρα της ηθικής και της θρησκείας.
Η δεύτερη παρέκκλιση εμφανίζεται εξίσου ξαφνικά. Αναφερόμενος στη διαφορά μεταξύ καλών και κακών γνωμών, ο Σωκράτης εξηγεί ότι αυτή η διαφορά αντιστοιχεί σε εκείνη μεταξύ αληθινών και ψευδών (παραπλανητικών) γνωμών. Πώς πρέπει να ερμηνεύσουμε αυτή τη διάκριση; Με ηθική ή λογική έννοια; Ο Σωκράτης, μπορεί κανείς να είναι σίγουρος, έχει κατά νου και τις δύο έννοιες με τον ίδιο τρόπο. Ωστόσο, μόλις επιχειρεί να εφαρμόσει αυτή τη διάκριση στις ηδονές και τις οδύνες, ο Πρώταρχος διαμαρτύρεται έντονα και δεν μετακινείται από τη θέση του. Οι κακές ηδονές, δηλώνει, δεν είναι κακές επειδή είναι ψευδείς, αλλά για κάποιον άλλο λόγο, με τον οποίο ο Σωκράτης δηλώνει ικανοποιημένος, και η συζήτηση για τις «ψευδείς» ηδονές συνεχίζεται, ενώ η εξέταση των «κακών» αναβάλλεται «για όταν αισθανθούμε έτοιμοι να μιλήσουμε γι' αυτό». Αυτή η υπόσχεση θα εκπληρωθεί εν μέρει αργότερα (45 A και εξής). Αλλά γιατί αυτή η παρέκκλιση από την ευθεία οδό; Αυτή πρέπει να εξυπηρετεί έναν άμεσο σκοπό, και πράγματι έτσι είναι, καθώς η ανάλυση αφορά το ζήτημα των «ψευδών/ψεύτικων» ηδονών, ένα δύσκολο και ασυνήθιστο πρόβλημα. Ενώ όλοι είναι εξοικειωμένοι με την έννοια των «κακών» ηδονών, δεν είναι τόσο συνηθισμένο να τις θεωρούμε και να τις αποκαλούμε «ψευδείς» ηδονές. Η πρόθεση λοιπόν είναι να αντιπαραβάλουμε αυτή την καινοφανή διαδικασία με τη συνηθισμένη, αλλά, και πάλι, με ποιο σκοπό; Αν διαβάσει κανείς την παρέκβαση στην οποία βρισκόμαστε μαζί με εκείνη που προηγήθηκε, γίνεται σαφές ότι ο Σωκράτης ενδιαφέρεται να θεμελιώσει ένα πολύ πιο ριζοσπαστικό σημείο - την τελική σύγκλιση του αληθινού με το καλό/αγαθό και του ψευδούς με το κακό. Οι «αρετές», είναι αυτονόητο ότι ανήκουν στη σφαίρα της αλήθειας και τα αντίθετά τους σε εκείνη του ψεύδους. Και όπως το πρώτο είναι «αγαπητό στους θεούς», έτσι και το δεύτερο (θα μπορούσαμε να προσθέσουμε) είναι μισητό σε αυτούς. Είναι δύσκολο να μην αναγνωρίσει κανείς όλες τις γραμμές που έχουν ακολουθήσει: την παιχνιδιάρικη διαλεκτική ανταλλαγή απόψεων για το σωστό όνομα της θεότητας στην αρχή του διαλόγου (12 BC ), το Έν-Αγαθό (15 Α· 20 Δ), τον θείο λόγο (22 C), και αργότερα, σε μια πιο συστηματική παρουσίαση των «τεσσάρων γενών» του Είναι (της ύπαρξης), τον ορισμό του τέταρτου γένους ως δημιουργικής, αιτιώδους και ενεργητικής δύναμης του κόσμου (27 Β) και, τέλος, τη συμφωνία όλων των σοφών ότι ο Λόγος κυβερνά τη γη και τον ουρανό (28 Γ). Αυτά είναι τα μεγάλα οντολογικά, κοσμολογικά, μεταφυσικά και θρησκευτικά θέματα που πραγματεύεται ο Φίληβος πέρα από το παιδαριώδες ερώτημα που τέθηκε στην αρχή.
41 A - 42 C. Ο Πρώταρχος εξακολουθεί να αμφιβάλλει για την ύπαρξη ψευδών ηδονών, και έτσι η διαμάχη – όπως λέει αστειευόμενος ο Σωκράτης προς τον νεαρό – πρέπει να συνεχιστεί. Δύο προϋποθέσεις κληρονομούνται από την προηγούμενη συζήτηση.
Πρώτον, η ανάλυση της επιθυμίας έδειξε (34 C κ.ε.) ότι οι καθαρά σωματικές καταστάσεις ηδονής και πόνου μπορούν να διεισδύσουν στον νου ή στη συνείδηση, ενώ η ψυχή, ταυτόχρονα, «επιθυμεί» από μόνη της την αντίθετη κατάσταση.
Δεύτερον, στο πρώτο μέρος του διαλόγου είχε φανεί ότι η ηδονή και ο πόνος επιδέχονταν την παρουσία ενός «λιγότερου» και ενός «περισσότερου» και ότι, γι’ αυτόν τον λόγο, ανήκαν στη σφαίρα του άπειρου.
Ακριβώς όπως στην πράξη της όρασης η απόσταση μας εξαπατά σχετικά με τις πραγματικές διαστάσεις ενός αντικειμένου, έτσι – και μάλιστα σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό – η απόσταση πρέπει να μας εξαπατά όταν διατυπώνουμε συγκριτικές κρίσεις για το μέγεθος των ηδονών και των πόνων που συνυπάρχουν πλάι-πλάι. Έτσι, αποκαλύπτεται μια νέα πηγή σφάλματος.
Ενώ προηγουμένως (37 A) τα κατηγορήματα «αληθές» και «ψευδές» είχαν αποδοθεί στην ηδονή και τον πόνο κατ' αναλογία με τις αληθείς και τις ψευδείς «γνώμες», τώρα οι ίδιες οι καταστάσεις μπορούν να αποδειχθούν απατηλές, ανάλογα με την απόσταση ή τη μεταξύ τους ένταση. Με αυτόν τον τρόπο, ενώ προηγουμένως αυτά τα κατηγορήματα μπορούσαν να εφαρμοστούν στις «γνώμες» που συνόδευαν τις καταστάσεις, τώρα μπορούν αναπόφευκτα να εφαρμοστούν στις ίδιες τις καταστάσεις.
42 C - 43 D. Με μια νέα κίνηση (τούτων ἐξῆς) προς τα εμπρός, η προσοχή μετατοπίζεται σε ένα νέο φαινόμενο για να καταστεί ακόμα πιο σαφές τι εννοείται με τις «αληθείς» και «ψευδείς» καταστάσεις. Ο Σωκράτης επιστρέφει στην προηγούμενη φυσιολογική συζήτηση (31 D κ.ε.). Ο πόνος προκύπτει από μια διαταραχή της ισορροπίας ενός οργανισμού, ενώ η ηδονή προκύπτει από την αποκατάστασή της. Στο ενδιάμεσο υπάρχει μια ουδέτερη κατάσταση, στην οποία δεν γίνεται εμπειρία ούτε της ηδονής ούτε του πόνου. Σε αυτό το σημείο, μπορούμε να αφήσουμε κατά μέρος τη αυστηρή θέση των «ηρακλείτειων», σύμφωνα με την οποία τέτοιες καταστάσεις ηρεμίας δεν υφίστανται ποτέ. Διότι το ενδιαφέρον δεν επικεντρώνεται σε αυτές τις καταστάσεις καθαυτές, αλλά στην ενσυνείδητη αντίληψή τους. Και από αυτή την άποψη, είναι σαφές ότι οι μικρές αλλαγές στον οργανισμό δεν γίνονται καθόλου αντιληπτές. Μόνο οι μεγάλες μεταβολές προκαλούν τις συνειδητές αισθήσεις της ηδονής και του πόνου. Με αυτόν τον τρόπο προσδιορίζονται τρεις τύποι ζωής: η ευχάριστη, η οδυνηρή και η αδιάφορη.
43 D - 44 D. Σε αυτήν την ταξινόμηση δεν καταλήγει κανείς αμέσως, αλλά αυτή υποστηρίζεται – και εδώ η συζήτηση παρεκκλίνει ελαφρώς – απέναντι σε μια θεωρία της φυσικής φιλοσοφίας, η οποία προτείνεται με σθένος αλλά παραμένει αόριστη. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτής της θεωρίας, υπάρχουν μόνο δύο είδη ζωής, γεγονός που σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμία θετική ηδονή, δεδομένου ότι η «ηδονή» με την κυριολεκτική της έννοια αναφέρεται στην ουδέτερη κατάσταση – την απουσία πόνου.
Όσοι υπερασπίζονται αυτήν τη θέση είναι οι αντίπαλοι του Φίληβου, δηλαδή οι αντίπαλοι του καθαρού ηδονισμού, και η θεωρία τους αντιφάσκει με το αποτέλεσμα που μόλις επιτεύχθηκε στη συζήτηση. Ο λόγος αυτής της παρέκκλισης δεν είναι μόνο η εξήγηση της θέσης μέσω της αντιπαράθεσής της με μια αντίθετη θέση. Κατά κάποιο τρόπο, λέει ο Σωκράτης, οι αντίπαλοι είναι σύμμαχοί μας. Έχουν αντιληφθεί κάτι. Μια ορισμένη «αυστηρότητα» (δυσχέρεια) του χαρακτήρα τους τούς έχει οδηγήσει να αποστρέφονται τη «δύναμη της ηδονής». Προφανώς, όταν ορίζουν την ηδονή, έχουν στο νου τους τις ακραίες μορφές της, και σε αυτό το σημείο πρέπει να τους ακολουθήσουμε.
Ας προχωρήσουμε. Στην εκτεταμένη συζήτηση, η ανάλυση θα ασχοληθεί πρώτα με τις «μικτές» ηδονές και στη συνέχεια με τις «καθαρές». Μόνο οι τελευταίες είναι «αληθινές» ηδονές, καθώς αυτό συνεπάγεται το να είναι ουσιωδώς και πλήρως αυτό που υποδηλώνει το όνομά τους. Επομένως, μια ηδονή αναμεμειγμένη με πόνο δεν μπορεί αυστηρά να χαρακτηριστεί «ηδονή».
Τώρα, προφανώς, αυτοί οι (ακόμα ανώνυμοι) στοχαστές, μελετώντας τις ακραίες μορφές της ηδονής, ανακάλυψαν ότι αυτές είναι ακάθαρτες. Από αυτήν την άποψη – όπως θα φανεί αμέσως – έχουν δίκιο και ο Φίληβος άδικο. Όμως, με το να αρνούνται να αποδεχτούν την ύπαρξη θετικών ηδονών γενικά, έχουν υπερβάλει, έτσι ώστε ο Σωκράτης να τους αντιτίθεται ως προς αυτό. Έτσι, αυτή η παράδοξη μικρή παρέκκλιση χρησιμεύει για να προετοιμάσει τη δομή των δύο μεγάλων ενοτήτων για την ηδονή που θα ακολουθήσουν. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Σωκράτης, για άλλη μια φορά, αντιμετωπίζει το ζήτημα με τόσο αυστηρό τρόπο (51 A), αφού πρώτα ασχολήθηκε με τις μικτές ηδονές και στη συνέχεια προχώρησε στις καθαρές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου