Κυριακή 30 Μαρτίου 2025

XΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ - Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ (21)

 Συνέχεια από: Τετάρτη 26 Μαρτίου 2025

ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ, 1971

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Ο ΕΡΩΣ, ΤΟ ΦΥΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ 

Ὁ ὁρισμὸς τῆς ἁγνότητος ὡς ὁδοῦ ἐρωτικῆς ἀναφορᾶς στὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ σημαίνει μιὰ καταρχὴν κατάφαση στὴ δυνατότητα τῆς ἐρωτικῆς ἀγάπης καὶ κοινωνίας. Καὶ ἡ κατάφαση αὐτὴ εἶναι διατυπωμένη συχνὰ καὶ ἐμφαντικὰ στὶς σελίδες τῆς Κλίμακος. Στὸ ἀσκητικὸ αὐτὸ κείμενο ἡ καταξίωση τῆς ἐρωτικῆς ἀναφορᾶς δὲν βασίζεται στὴν ἀντικειμενικὴ νομιμοποίησή της, δὲν ὑπάρχει ξεχωριστὴ διδασκαλία γιὰ τὸν χριστιανικό γάμο, γιὰ τὴν ἀξιολόγησή του καὶ τὴν ἀναγωγή του σὲ μυστήριο (οὔτε, βέβαια, καὶ ἡ συγκαταβατικὴ ἀναγνώρισή του ὡς νομιμοποιημένης ἀδυναμίας, ὅπως σὲ πολλὰ ἄλλα πατερικά κείμενα). Ἐδῶ ἔχουμε μιὰν ἄμεση ἀναφορὰ στὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ στὴ δεδομένη ἐρωτική δυνατότητα, μιὰν ἀποδοχὴ τοῦ ἀνθρώπινου ἔρωτα χωρίς ξεχωριστή φροντίδα γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῆς ἀντικειμενικῆς του νομιμότητος. Ἡ δυνατότητα τῆς ἐρωτικῆς ἀναφορᾶς, τὸ πάθος τῆς ἐρωτικῆς ἀγάπης, εἶναι ἡ προϋπόθεση γιὰ τὴ σωστή σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ αὐτὴ ἡ προϋπόθεση γίνεται ἀποδεκτή χωρὶς τοὺς ἐνδοιασμοὺς τῆς ἀντικειμενικῆς (δηλαδὴ ἀπροσωποποιημένης) κοινωνικῆς Ἠθικῆς.

«Πόθου τοῦ πρὸς τὸν Θεόν,
ὁ τῶν σωμάτων ἔρως τύπος γενέσθω σοι».5

Τὸ πρότυπο τῆς ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν Θεὸ πρέπει νὰ ἀναζητηθῆ στὶς μορφὲς τοῦ ἀνθρώπινου ἔρωτα καὶ μάλιστα τοῦ σωματικοῦ ἔρωτα, ὄχι τῶν ἰδεαλιστικῶν σχημάτων τῆς πλατωνικῆς νοσταλγίας. Τὸ παραπάνω χωρίο δὲν εἶναι μιὰ μεταφορά, ἕνας εἰκονισμὸς ἢ συμβολισμός. «Τύπος» σημαίνει τὸ πρότυπο, τὸν συγκεκριμένο τρόπο, τὴν ἴδια ὁδό. Ὁ ἔρως τῶν σωμάτων εἶναι ἡ ἐναργέστερη ἀναζήτηση τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων. Ὁ θεῖος ἔρως εἶναι τόσο πραγματικὸς καὶ συγκεκριμένος καὶ ὑποστατικὸς ὅσο καὶ ὁ ἀνθρώπινος, ὁ σωματικὸς ἔρωτας, ἀκριβῶς ἐπειδὴ τὸ Πρόσωπο τοῦ Δεσπότου στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται εἶναι τὸ κατεξοχήν Πρόσωπο, τὸ ἀρχέτυπο τοῦ προσώπου.

«Εἰ πρόσωπον φιλουμένου ἐναργῶς ὅλους ἡμᾶς μεταβάλλει, καὶ φαιδρούς, καὶ ἱλαρούς, καὶ ἀλύπους ἀπεργάζεται, τι δ᾽ ἂν ποιήσειε πρόσωπον Δεσπότου, ἐν καθαρᾷ ψυχῇ ποιουμένου ἀοράτως ἐπιδημίαν;» [Μετάφραση: Ἐὰν τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαποῦμε γνήσια, μᾶς μεταβάλλη ἐξ ὁλοκλήρου μὲ τὴν παρουσία του καὶ μᾶς κάνη φαιδροὺς καὶ χαρωποὺς καὶ χωρὶς λύπη, τί δὲν θὰ προξενῆ ἄραγε τὸ πρόσωπο τοῦ Δεσπότου, ὅταν ἐπισκέπτεται μυστικὰ τὴν καθαρὴ ψυχή;]6

Ἡ φαιδρότητα, ἡ ἱλαρότητα καὶ ἡ ἀλυπία εἶναι οἱ καρποὶ τοῦ ἔρωτα ποὺ ἔχει ὡς ἀντικείμενο ἕνα ἀνθρώπινο πρόσωπο. Καὶ οἱ καρποὶ αὐτοὶ δὲν εἶναι ἁπλῶς οἱ αἰσθηματικὲς ἐξάρσεις μιᾶς εὐδαιμονικῆς εὐφροσύνης, ἀλλὰ βιώματα μιᾶς πληρωματικῆς ἀκεραιότητος, τῆς ἀποκαταστάσεως τοῦ προσώπου στὴν ἀρχική του καθολικὴ ἀναφορικότητα;;;;. Στὴν ἐρωτικὴ σχέση τὸ πρόσωπο ἐλευθερώνεται ἀπὸ τοὺς περιορισμοὺς τῆς ἀτομικῆς φύσεως καὶ ξαναβρίσκει τὶς καθολικές του διαστάσεις συγκεφαλαιώνοντας τὴ φύση. Ωστόσο, αὐτὴ ἡ ἀποκατάσταση πραγματοποιεῖται σὲ ποικίλες βαθμίδες, σὲ διαφοροποιημένα στάδια πληρότητος, γιατὶ ὁ ἔρωτας δὲν εἶναι μόνο μιὰ δεδομένη συστατικὴ ἰδιότητα τοῦ προσώπου ἀλλὰ καὶ ἕνα ἐπίτευγμα ὑπερβάσεως τῆς ἀτομικότητος τῆς φύσεως. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ μακαριώτερος ἔρωτας εἶναι ὁ ἔρωτας γιὰ τὸ θεῖο Πρόσωπο τοῦ Δεσπότου, τὸ μοναδικό Πρόσωπο ποὺ εἶναι ἀπόλυτα ἐλεύθερο ἀπὸ κάθε περιορισμὸ ἀτομικότητος καὶ συγκεφαλαιώνει τὸ ἀπερινόητο «κάλλος» τοῦ μυστηρίου τῆς ἁγιότητος τοῦ Θεοῦ. Καὶ προϋποθέτει «καθαρὰν ψυχήν» ὁ θεῖος ἔρωτας, δηλαδή, ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ ἀνθρώπου, τὴν πληρέστερη δυνατὴ ἀποκατάσταση τῆς προσωπικῆς καθολικότητος.

᾿Αφετηρία, πάντως, καὶ ἀπαρχὴ κατανοήσεως γιὰ τὴν πληρωματικὴ αὐτὴ σχέση προσωπικῆς κοινωνίας ποὺ εἶναι ὁ θεῖος ἔρωτας, παραμένει ὁ ἀνθρώπινος ἔρωτας, τὸ «πάθος» καὶ ἡ «μανία» τῆς ἐρωτικῆς ἀγάπης.

«Μακάριος ὅστις τοιοῦτον πρὸς Θεὸν ἐκτήσατο ἔρωτα, οἷον μανικὸς ἐραστὴς πρὸς τὴν ἑαυτοῦ ἐρωμένην κέκτηται»7.

Κανένα πλαίσιο ἠθικῆς δεοντολογίας καὶ καμμιὰ φιλοσοφικὴ ἐπινόηση δὲν μπορεῖ νὰ ὁρίση τὴ δυνατότητα τῆς ἄμεσης προσωπικῆς σχέσεως μὲ τὸν Θεό, ὅπως τὴν ὁρίζει ὁ «μανικὸς ἔρως» τῶν ἑτερόφυλων προσώπων.

Τόσο στὴν περίπτωση τοῦ θείου Προσώπου ὅσο καὶ στὴν περίπτωση τῶν ἀνθρώπινων προσώπων ὁ ἔρωτας διατηρεῖ τὸν χαρακτήρα τοῦ πάθους. Τὸ πάθος πρέπει νὰ τὸ κατανοήσουμε ἐδῶ μὲ τὸ περιεχόμενο ποὺ τοῦ δώσαμε στὸ προηγούμενο κεφάλαιο ἑρμηνεύοντας τὴ σχετική διδασκαλία τῆς Κλίμακος: Ὡς καθολική παρόρμηση καὶ ἔφεση καὶ φορὰ τοῦ προσώπου γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῶν στόχων καὶ ἀρετῶν ποὺ ὁλοκληρώνουν τὴν ἀνθρώπινη ὑπόσταση. Ὁ ἔρωτας, λοιπόν, εἶναι ἕνα τέτοιο καθολικό πάθος, μιὰ φυσικὴ φορὰ πρὸς τὴν πληρότητα τῆς προσωπικῆς κοινωνίας, πρὸς τὴν πραγματοποίηση αὐτοῦ ποὺ εἶναι καταρχήν τὸ πρόσωπο ὡς ἐκστατικὴ ἀναφορική καθολικότητα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐκφράζει πάντοτε τὸ ἐρωτικὸ πάθος τὴ βαθύτερη ὑπαρκτική ἀναζήτηση, ἔστω καὶ ἂν ἀποτυγχάνη στὴν πραγμάτωση τοῦ προσδοκώμενου τέλους.8

Ἡ Κλίμακα μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ ἔρωτας εἶναι πάθος κοινὸ ἐπὶ σωμάτων καὶ ἐπὶ ἀσωμάτων – τόσο ὅταν ἀναφέρεται σὲ ἀνθρώπινα πρόσωπα ὅσο καὶ ὅταν ἀναφέρεται στὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ.

«Ὁ ὄντως ἐρῶν,
ἀεὶ τοῦ φιλουμένου φαντάζεται τὸ πρόσωπον,
καὶ τοῦτο ἔνδον ἐνηδόνως περιπτύσσεται.
Ὁ τοιοῦτος
οὐκέτι οὐδὲ καθ᾽ ὕπνους ἠρεμεῖν τοῦ πόθου δύναται,
ἀλλὰ κἀκεῖ τῷ ποθουμένῳ προσαδολεσχεῖ.
Οὕτως ἐπὶ σωμάτων,
οὕτως ἐπεὶ ἀσωμάτων πέφυκε γίνεσθαι»9.


Τὸ «πέφυκε» ἀναφέρεται στὸ συστατικὸ τῆς φύσεως ἰδίωμα, στὴ φυσική καταβολὴ τῆς ἐρωτικῆς ἀναφορᾶς. Ἔστω κι ἂν παρεκκλίνη ἀπὸ τὸν φυσικό της προορισμὸ καὶ ἀντικαταστήση τὴν ἀναζήτηση τῆς προσωπικῆς κοινωνίας μὲ τὴν ἀπρόσωπη ἐπιθυμία τοῦ εἶδους, ἡ ἐρωτικὴ ἀναφορὰ παραμένει πάντοτε μιὰ ἀνοιχτὴ δυνατότητα ἐπιστροφῆς στὴ σωστὴ σχέση μὲ τὸν Θεό. Αν ὁ Θεὸς εἶναι πραγματικὰ προσωπικός, καὶ ὄχι μιὰ ἀπρόσωπη ἀξιολογική, ἠθικὴ ἢ αἰτιολογικὴ ᾿Αρχή, τότε ἡ σχέση μαζί Του δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλη ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος τῆς νυχθήμερης ἐρωτικῆς ἀναφορᾶς, τὴ «μανική» αὐτὴ ἐπιθυμία ποὺ γεμίζει τὴ ζωὴ σὲ κάθε της πτυχὴ μὲ τὴν παρουσία τοῦ ἀγαπημένου προσώπου. Στὸν ἔρωτα τὸ ἀγαπημένο πρόσωπο καλύπτει κάθε χῶρο σὲ κάθε στιγμή, εἶναι παντοῦ μὲ ἕνα τρόπο ποὺ δὲν εἶναι ἐπιθυμία μόνο ἢ προτίμηση καὶ νοσταλγία, ἀλλὰ ἄμεση κοινωνία προσωπικῆς παρουσίας ἢ ὀδυνηρῆς ἐλλείψεως καὶ ἀπουσίας. Αὐτὸς ὁ ἀνειρήνευτος πόθος, ὅπως περιγράφεται στὸ παραπάνω χωρίο τῆς Κλίμακος, προϋποθέτει ὁπωσδήποτε τὴ «γνώση» τοῦ ἀγαπημένου προσώπου, τὴ βεβαιότητα τῆς παρουσίας ποὺ δίνει καὶ στὴν ἀπουσία τὴν ἐνάργεια καὶ τὴν ὀδύνη τῆς προσωπικῆς ἀπώλειας. Στὰ ἀσκητικά κείμενα περιγράφεται συχνὰ ἡ «οἰκονομικὴ» αὐτὴ εὔρεση καὶ ἀπώλεια τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ, ποὺ διατηρεῖ τὸν θεῖο ἔρωτα στὴν ἔνταση τοῦ πάθους:

«Ἐν ἀρχαῖς μὲν εὐθὺς γνωρίζων ὁ νήπιος τὸν ἑαυτοῦ πατέρα,
χαρᾶς ὅλος πεπληρωμένος γίνεται˙
τούτου δὲ πρὸς χρόνον οἰκονομικῶς ἀποδημοῦντος,
εἶτα πάλιν ἐπιδημοῦντος,
χαρᾶς ὁ παῖς, καὶ λύπης ἀνάμεστος γίνεται·
χαρᾶς μέν, ὡς τὸν ποθούμενον ἰδών·
λύπης δέ, διὰ τὴν ἐν τοσούτῳ χρόνῳ τοῦ καλοῦ κάλλους στέρησιν».10

Εἶναι ἡ στέρηση καὶ ἡ ὀδύνη τῆς ἀπουσίας ποὺ ὁρίζει τὴ βεβαιότητα τῆς προσωπικῆς ἐπιγνώσεως καὶ διατηρεῖ τὸν χαρακτήρα τοῦ πάθους στὸν θεῖο ὅσο καὶ στὸν ἀνθρώπινο ἔρωτα. Ἡ ἐρωτικὴ ἀπουσία ἐκφράζεται πάντοτε μὲ κατηγορίες αἰσθητικές, εἶναι στέρηση κάλλους, πάθος καὶ δίψα μετοχῆς στὸ πλήρωμα τοῦ κάλλους ποὺ εἶναι τὸ ἀγαπώμενο πρόσωπο. Ἡ Κλίμακα σημειώνει καὶ τὴν ἀντιστοιχία μὲ τὴ σωματικὴ δίψα, τὴν πιὸ ἐπιτακτικὴ στέρηση καὶ ἐπιθυμία:

«Ἡ μὲν τῆς πείνης ἐνέργεια, ἄδηλός τίς ἐστι, καὶ ἀσήμαντος·
ἡ δὲ τῆς δίψης, ἐπιτακτική τις καὶ προφανής,
καὶ τοῦ φλογμοῦ πᾶσι σημαντική·
διὰ τοῦτό φησιν ὁ Θεὸν ποθῶν.
Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ἰσχυρόν, τὸν ζῶντα».11

᾿Αλλοῦ, ἡ ἐρωτικὴ στέρηση καὶ ἐπιθυμία παρομοιάζεται μὲ τραῦμα τῆς ψυχῆς, ἡ ψυχὴ εἶναι πληγωμένη ἀπὸ τὴν ἀγάπη, εἶναι τόση ἡ ὀδύνη τῆς ἀπουσίας τοῦ ἀγαπημένου προσώπου, ἡ ἔλλειψη τῆς πληρότητος τῆς κοινωνίας, σὰν ὀδυνηρὴ πληγὴ ποὺ διατηρεῖ τὸν ἄνθρωπο σὲ ἐγρήγορση ἀδιάκοπη, νύχτα καὶ μέρα.

«Τούτῳ τις τῷ βέλει τρωθείς, ἔλεγε περὶ ἑαυτοῦ, (ὅπερ θαυμάζω),
ὡς, ἐγὼ καθεύδω, διὰ τὴν χρείαν τῆς φύσεως,
ἡ δὲ καρδία μου γρηγορεῖ, διὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἔρωτος».12

Ἡ ἔκφραση εἶναι δανεισμένη ἀπὸ τὸ ῎Ασμα ᾿Ασμάτων, ἀπὸ τὸ ἐρωτικὸ αὐτὸ τραγούδι στὸ ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία εἶδε πάντοτε τὴν εἰκόνα τοῦ ἔρωτα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς γιὰ τὸν Θεὸ ἢ τὸν ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν Ἐκκλησία».13

Σημειώσεις


5. ΚΣΤ΄ λα΄ 129. [Το πλήρες απόσπασμα: Φόβου Κυρίου ὑπόδειγμα ἐξ ἀρχόντων καὶ θηρίων ληψώμεθα. Πόθου δὲ τοῦ πρὸς Θεὸν ὑπόδειγμα ὁ τῶν σωμάτων ἔρως τύπος γενέσθω σοι· οὐδὲν γὰρ τὸ κωλύον, καὶ ἐκ τῶν ἐναντίων ποιεῖσθαι ἡμᾶς τὰ τῶν ἀρετῶν ὑποδείγματα. Μετάφραση: Ἂς παίρνωμε παράδειγμα φόβου Θεοῦ ἀπὸ τὸν φόβο πρὸς τοὺς ἄρχοντας καὶ τὰ θηρία. Καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸν ἂς σοῦ γίνη ὑπόδειγμα ὁ σαρκικὸς ἔρωτας. Δὲν μᾶς ἐμποδίζει δὲ τίποτε νὰ παίρνωμε ὑποδείγματα γιὰ τὶς ἀρετὲς ἀπὸ τὰ ἀντίθετά τους.]
6. Λ΄ ι΄ 168.
7. Λ΄ ε΄ 168. [Μετάφραση: Δὲν εἶναι ἀπρεπὲς ἐὰν ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα χρησιμοποιήσωμε παραδείγματα γιὰ τὸν πόθο καὶ τὸν φόβο καὶ τὴν ἐπιμέλεια καὶ τὸν ζῆλο καὶ τὴν δουλεία καὶ τὸν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ. Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτησε τέτοιο πόθο πρὸς τὸν Θεόν, ὡσὰν αὐτὸν ποὺ ἔχει ὁ μανιώδης ἐραστὴς πρὸς τὴν ἐρωμένη του. Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἐφοβήθηκε τὸν Κύριον, ὅσο οἱ ὑπόδικοι τὸν δικαστή.]
8. «Στὴν ἐρωτικὴ πράξη ἐκφράζεται μιὰ ἀπελπισμένη, ἔσχατη ἐξόρμηση γιὰ ὑπέρβαση ὅλων τῶν ὁρίων. Δὲν εἶναι πιὰ μήτε τὸ τυφλὸ ἔνστικτο τῆς ἀναπαραγωγῆς, ποὺ εὐθυγραμμίζει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν μηχανισμὸ τόσων ἄλλων ἔμβιων ὄντων, μήτε ἡ ἐπιπόλαια ἀφορμὴ γιὰ ἀπόλαυση, ταπεινὴ ἡδονή, ἐγωϊστικὴ ἱκανοποίηση. Μιὰ ἔξαλλη καὶ τραγική – γιατὶ ἐκ προοιμίου καταδικασμένη – ἐξόρμηση πρὸς τὴ μεγάλη διέξοδο εἶναι ἡ ἐρωτικὴ πράξη στὶς περιπτώσεις ἐκεῖνες ὅπου δὲν ἔχει γίνει κοινὸς τόπος, συνθήκη, θεσμός, ἔξη, μηχανισμός. Μιὰ ἐκδήλωση ἀπελπισμοῦ, ποὺ συμπυκνώνει μέσα του ὅλη τὴ γεύση τῆς ἀστοχίας ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ στὰ μάτια τοῦ συνειδητοῦ, τοῦ ἱκανοῦ νὰ ἐμβαθύνει στη φύση της ἀνθρώπου». Αγγελου ΤΕΡΖΑΚΗ, «Ἡ τραγωδία τῆς σιωπῆς», ἐπιφυλλίδα στὴν ἐφημερίδα «Τὸ Βῆμα» τῆς 3ης Φεβρουαρίου 1965.
9. Λ΄ στ΄ 168. [Μετάφραση: Ὁ πραγματικὸς ἐραστὴς φέρνει πάντοτε στὸν νοῦ του τὸ πρόσωπο τοῦ ἀγαπημένου του καὶ τὸ ἐναγκαλίζεται μυστικὰ μὲ ἡδονή. Αὐτὸς ποτέ, οὔτε καὶ στὸν ὕπνο του δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάση, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ βλέπει τὸ ποθητὸ πρόσωπο καὶ συνομιλεῖ μαζί του. Ἔτσι συμβαίνει στὸν σωματικὸ ἔρωτα. Ἔτσι συμβαίνει καὶ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἂν καὶ ἔχουν σῶμα εἶναι ἀσώματοι (καὶ ἀσκοῦν τὸν πνευματικὸ ἔρωτα).]
10. Ζ΄ νζ΄ 68. [Μετάφραση: Στὶς ἀρχές, καθὼς τὸ νήπιο ἀντικρύζει τὸν πατέρα του, γεμίζει ὅλο ἀπὸ χαρά. Ὅταν ὅμως ὁ πατέρας ἀπουσιάση ὡρισμένο καιρὸ σκόπιμα καὶ ἔπειτα ἐπιστρέψῃ, τότε τὸ παιδὶ εἶναι γεμάτο καὶ ἀπὸ χαρὰ καὶ ἀπὸ λύπη. Ἀπὸ χαρά, διότι εἶδε αὐτὸν ποὺ ποθοῦσε, καὶ ἀπὸ λύπη, διότι τόσο καιρὸ στερήθηκε τὴν καλλονὴ τοῦ προσώπου του].
11. Λ΄ θ΄ 168. [Μετάφραση: Ἐκεῖνο ποὺ προξενεῖ ἡ πείνα εἶναι κάτι ποὺ δὲν φαίνεται καὶ δὲν ἐκδηλώνεται. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ προξενεῖ ἡ δίψα εἶναι κάτι τὸ ἔντονο καὶ φανερὸ ποὺ κάνει ἔκδηλο σὲ ὅλους τὸν ἐσωτερικὸ φλογισμό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἐπόθει τὸν Θεὸν ἔλεγε: «Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεόν, τὸν ἰσχυρόν, τὸν ζῶντα» (Ψαλμ. μα´ 3)].
12. Λ΄ ζ΄ 168. [Μετάφραση: Κάποιος ποὺ ἐκτυπήθηκε ἀπὸ αὐτὸ τὸ βέλος ἔλεγε γιὰ τὸν ἑαυτό του - πράγμα ποὺ μὲ κάνει νὰ θαυμάζω - : «Ἐγὼ καθεύδω» ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς φύσεως, «ἡ δὲ καρδία μου ἀγρυπνεῖ» ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ ἔρωτος (πρβλ. Ἆσμα ε´ 2).]
13. Γιατὶ ὁ θεῖος ἔρως εἶναι «πάθος» ἀμοιβαῖο, δὲν εἶναι μόνο, ὁ ἔρωτας τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ τοῦ Θεοῦ ὁ ἔρωτας γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὴ ἡ ἀμοιβαιότητα κάνει δυνατὴ τὴν προσωπική κοινωνία καὶ τονίζεται ἐπανειλημμένα στὰ πατερικά κείμενα. Γράφει ὁ ἅγιος ΝΕΙΛΟΣ :
«Οὐχ οὕτως τις ἐραστὴς μανικώτατος τῆς ἑαυτῷ ἐρωμένης ἐπιθυμεῖ, ὡς ὁ Θεὸς ἐφίεται ψυχῆς τῆς βουλομένης μετανοεῖν». (Migne, P.G. 79, 464). [«Κανένας εραστής, όσο παθιασμένος κι αν είναι, δεν επιθυμεί τόσο την αγαπημένη του, όσο ο Θεός επιθυμεί την ψυχή που θέλει να μετανοήσει.»]
Καὶ ὁ ἱερὸς ΦΩΤΙΟΣ :
«Αὐτὸς ἡμῶν ἠράσθη πρῶτος... ἡμῶν ἐχθρῶν καὶ πολεμίων ὑπαρχόντων... καὶ οὐκ ἠράσθη μόνον, ἀλλὰ καὶ ἠτιμάσθη ὑπέρ ἡμῶν καὶ ἐραπίσθη καὶ ἐσταυρώθη καὶ ἐν νεκροῖς ἐλογίσθη· καὶ διὰ τούτων ἁπάντων τὸν περὶ ἡμᾶς αὐτοῦ παρέστησεν ἔρωτα». (Παρὰ Νικοδήμῳ ῾Αγιορείτη, Συμβουλευτικὸν ἐγχειρίδιον, σελ. 167 σημ. 1). [«Αυτός (ο Θεός) μας αγάπησε πρώτος... ενώ εμείς ήμασταν εχθροί και πολέμιοί Του... και δεν μας αγάπησε μόνο, αλλά και ντροπιάστηκε για εμάς, και χαστουκίστηκε, και σταυρώθηκε, και θεωρήθηκε νεκρός. Και με όλα αυτά, έδειξε τον απόλυτο έρωτα Του για εμάς.»]
Καὶ ὁ συγγραφέας τῶν ᾿Αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων :

«Αὐτός, ὁ πάντων αἴτιος... δι᾽ ὑπερβολὴν τῆς ἐρωτικῆς ἀγαθότητος ἔξω ἑαυτοῦ γίνεται... καὶ οἷον ἀγαθότητι καὶ ἀγαπήσει καὶ ἔρωτι θέλγεται. Καὶ ἐκ τοῦ ὑπὲρ πάντα καὶ πάντων ἐξῃρημένου πρὸς τὸ ἐν πᾶσι κατάγεται κατ᾿ ἐκστατικὴν ὑπερούσιον δύναμιν ἀνεκφοίτητον ἑαυτοῦ. Διὸ καὶ ζηλωτὴν αὐτῶν οἱ τὰ θεῖα δεινοὶ προσαγορεύουσιν, ὡς πολὺν τὸν εἰς τὰ ὄντα ἀγαθὸν ἔρωτα καὶ ὡς πρὸς ζῆλον ἐγερτικὸν τῆς ἐφέσεως αὐτοῦ τῆς ἐρωτικῆς καὶ ὡς ζηλωτὴν αὐτὸν ἀποδεικνύντα». (Περὶ θείων Ὀνομάτων IV, Migne P.G. 3, 712 AB). [«Αυτός, ο αίτιος των πάντων... λόγω της υπερβολικής του ερωτικής καλοσύνης έξω από τον εαυτό του γίνεται ... και έλκεται από την καλοσύνη, την αγάπη και τον έρωτα. Και από την υπέρτατη και πέρα από όλα κατάσταση, κατέρχεται σε όλα τα όντα μέσω μιας έκστασης θεϊκής δύναμης, που δεν απομακρύνεται ποτέ από τον εαυτό του. Γι' αυτό και οι σοφοί στα θεία τον αποκαλούν ζηλωτή, λόγω του μεγάλου έρωτα του προς τα όντα και του ζήλου που γεννά η ερωτική του επιθυμία, η οποία τον αποδεικνύει ως ζηλωτή.»]


Η ΑΓΝΟΤΗΣ ΕΙΝΑΙ Η ΧΑΡΙΣ. Η ΟΠΟΙΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ ΤΗΝ ΑΝΑΛΟΓΙΑ.
«Αγνεία ἐστίν,
ἀσωμάτου φύσεως οἰκείωσις.
῾Αγνεία ἐστίν,
οἶκος Χριστοῦ ἐπέραστος,
καὶ οὐρανὸς καρδίας ἐπίγειος.
῾Αγνεία ἐστὶ
φύσεως ὑπερφυὴς ἄρνησις,
καὶ σώματος θνητοῦ καὶ φθαρτοῦ
παράδοξος ὄντως πρὸς ἀσωμάτους ἅμιλλα»4.
[«Αγνεία σημαίνει ἀπόκτησις τῆς ἀσωμάτου φύσεως.
Ἁγνεία σημαίνει ζηλευτὸς οἶκος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπίγειος οὐρανὸς τῆς καρδιᾶς.
Ἁγνεία σημαίνει ὑπερφυσικὴ ἀπάρνησις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως,
μία ἀληθινὰ παράδοξη ἅμιλλα σώματος θνητοῦ καὶ φθαρτοῦ
πρὸς τοὺς ἀσωμάτους ἀγγέλους]

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

https://trelogiannis.blogspot.com/2025/04/blog-post_33.html