Τρίτη 25 Μαρτίου 2025

Τα αίτια του Σχίσματος των Εκκλησιών - Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Φανερός

Διϊδρυματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Ελλάδα: Εκκλησιαστική Ιστορία και Πολιτισμός»

Μεταπτυχιακή Εργασία (2022) με τίτλο:


Τα αίτια του Σχίσματος των Εκκλησιών και οι Έλληνες Φιλενωτικοί του 15ου αιώνα

Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Φανερός

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το σχίσμα του 1054, αποτελεί ίσως το μεγαλύτερο πλήγμα που βίωσε και συνεχίζει να βιώνει ο χριστιανισμός. Χρονολογικά τοποθετείται στις 16 Ιουλίου του 1054 την ώρα της Θείας Λειτουργίας, τότε που αντιπρόσωποι της δυτικής Εκκλησίας, μεταξύ των οποίων ο καρδινάλιος Ουμβέρτος απεσταλμένος του πάπα της Ρώμης Λέοντα Θ, μπαίνοντας στο ναό της Αγίας Σοφίας τοποθέτησαν στην Αγία Τράπεζα την βούλλα αφορισμού του πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου. Το έγγραφο είχε συνταχθεί από τον Ουμβέρτο και περιείχε λανθασμένες αντιλήψεις για την ανατολική Εκκλησία και παράλληλα εξύψωνε αλαζονικά τη δυτική Εκκλησία. Ο πατριάρχης από την πλευρά του απάντησε με αφορισμό της παπικής αντιπροσωπείας.

Στην πραγματικότητα όμως, το χάσμα ανάμεσα στις δύο Εκκλησίες ήταν αποτέλεσμα εκτεταμένης περιόδου αποξένωσης των δύο Εκκλησιών. Δύο ήταν οι βασικοί λόγοι του σχίσματος. Το πρώτο αφορούσε το παπικό πρωτείο, δηλαδή την υποταγή όλων των πατριαρχείων στη Ρωμαϊκή Εκκλησία. Οι Λατίνοι θεωρούσαν πως το πρωτείο ήταν ιδρυμένο από το θείο δίκαιο και ότι ο πάπας δεν κρίνεται, ούτε διδάσκεται, αλλά αντιθέτως κρίνει και διδάσκει.[ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑ. ΓΙΑ ΠΟΙΟΝ; ΘΑ ΔΟΥΜΕ]

Η δεύτερη βασική αιτία διαφωνιών;;; ήταν η προσθήκη του όρου filioque στο Σύμβολο της Πίστεως, δηλαδή τη δογματική αντίληψη ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και από το Υιό και όχι μόνο από τον Πατέρα όπως υποστήριζε η Ανατολή.

1. Η προϊστορία της δογματικής διένεξης μέχρι και τη σύνοδο Φερράρας Φλωρεντίας

Η Δυτική Θεολογία διέφερε από την Ανατολική στο δόγμα της Αγίας Τριάδος. Η Ανατολική Θεολογία έθετε ως βάση τα τρία πρόσωπα και ζητούσε να κατανοήσει την ενότητα αυτών, ενώ η Δυτική Θεολογία έθετε ως βάση την ενότητα του Θεού και ζητούσε να κατανοήσει το τρισυπόστατο Αυτού. Απ’ αυτό κυρίως προέκυψε η διδασκαλία της Δυτικής Εκκλησίας για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος «και εκ του Υιού» Filioque.[ΚΑΤΑΛΗΓΟΝΤΑΣ ΑΓΙΑ ΔΥΑΔΑ. ΚΑΤΑΡΓΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΤΡΙΑΔΑ ΚΑΘΟΤΙ ΣΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΣΣΕΥΕ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ]

Η διαφορά, μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας, στο θέμα της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος εμφανίζεται ήδη στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, «ένθα λόγω της στενότητος της λατινικής γλώσσης παρετηρήθη διάστασις εις την χρήσιν των όρων ουσία και υπόστασις». Στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο η διαφορά γίνεται πιο σαφής: στα λόγια του Κυρίλλου, που αποκαλεί συκοφάντη τον Θεοδώρητο, «ει το Πνεύμα ίδιον καλεί του Υιού ως εξ Υιού ή δι’ Υιού την ύπαρξιν έχον» και στις απόψεις του επισκόπου Ρώμης Καιλεστίνου κατά του Νεστορίου. Ο Κύριλλος στα συγγράμματά του ανέπτυξε την άποψη ότι αιτία του Πνεύματος είναι ο Πατήρ, «όταν δε η Γραφή φέρει εις σχέσιν ουσίας λόγον και όχι τον της αιτίας». Τη διδασκαλία του Κυρίλλου επικύρωσαν οι Δ΄ και Ε΄ Οικουμενικές Σύνοδοι.

Ο Μάριος Βικτωρίνος υπήρξε ένας από σημαντικότερους εκπροσώπους της λατινικής θεολογίας τον 4ο αι.. Γεννήθηκε στη βόρεια Αφρική το 285 περίπου και διακρίθηκε για τη ρητορική και φιλοσοφική του διδασκαλία. Τα χριστιανικά του συγγράμματα που στόχευαν στην αντιμετώπιση του Αρειανισμού, είχαν σε μεγάλο βαθμό αντίκτυπο και στη δυτική μεσαιωνική γραμματεία. Περισσότερο επηρεασμένος από τη Νεοπλατωνική φιλοσοφία και ελάχιστα καταρτισμένος θεολόγος, χρησιμοποίησε τα νεοπλατωνικά σχήματα του Πορφύριου και τις γνωστικές συζυγίες για την απόδειξη της ομοουσιότητας της Αγίας Τριάδας. Ο Πατήρ δηλ. είναι η πηγή της Θεότητας και η αιτία της ύπαρξης των δυο άλλων προσώπων, του Υιού ως Ζην και του Αγίου Πνεύματος ως Νοείν. Και οι τρεις υπάρξεις όπως τις χαρακτηρίζει έχουν την ίδια ουσία, αλλά τη δική τους ξεχωριστή δύναμη. Ταυτίζοντας τους όρους ουσία και υπόστασις και αποδίδοντας τους με τον όρο substantia (υπόστασις), φαίνεται ότι συγχέει τη Θεολογία με την Οικονομία. Έστω και με αυτήν την ιδιαίτερη μέθοδο όμως, παραμένει η συμβολή του στην αποδοχή της ομοουσιότητας του Αγίου Πνεύματος.

Ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων προχώρησε περισσότερο τη θεολογική σκέψη ως προς το πνευματολογικό ζήτημα. Γεννημένος το 339 στην πόλη Τρέβηρα, αν και σταδιοδρόμησε αρχικά ως δικηγόρος και διοικητής, έγινε επίσκοπος, και επηρέασε τους αυτοκράτορες της εποχής του με θετικό για τον Χριστιανισμό τρόπο. Όντας πολύ καλός γνώστης των φιλοσοφικών και θεολογικών πραγμάτων τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή, συγκαταλέγεται ανάμεσα στους σημαντικούς εκκλησιαστικούς Πατέρες και Διδασκάλους. Εισηγήθηκε την εκλαϊκευμένη θεολογία και υπήρξε ο πρώτος στη δυτική εκκλησιαστική γραμματεία που με ορθόδοξο έργο θεμελίωσε την ομοουσιότητα του Αγίου Πνεύματος. Έχοντας ως βάση τα κριτήρια του Μ. Αθανασίου, του Μ. Βασιλείου και του Δίδυμου του Τυφλού, διέκρινε την αΐδια από την οικονομική Τριάδα. Υποστήριξε ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται αΐδίως από το Θεό Πατέρα, ο οποίος αποτελεί την κύρια πηγή της Θεότητας. Κατά τη φανέρωση της οικονομικής Τριάδας όμως, η αποστολή του τρίτου προσώπου γίνεται από τον Υιό, χωρίς όμως Αυτός να είναι και η πηγή Του.

Ο Αυγουστίνος Ιππώνος υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Πατέρες και Διδασκάλους της Δυτικής Εκκλησίας, που επηρεάζει μέχρι σήμερα το δυτικό κόσμο. Γεννήθηκε το 354 στην Ταγάστη της Νουμιδίας, στη χώρα της σημερινής Αλγερίας. Διδάσκαλος ρητορικής αρχικά, και νεοπλατωνικός, μετά την καταλυτική συναναστροφή του με τον Αμβρόσιο στα Μεδιόλανα, βαπτίστηκε χριστιανός, και ως επίσκοπος Ιππώνος πλέον, ξεκίνησε την πολεμική του κατά των αιρέσεων του Μανιχαϊσμού, του Αρειανισμού, του Πελαγιανισμού και των Δονατιστών.

Ο Αυγουστίνος προσέγγισε το Τριαδικό δόγμα έχοντας ως κριτήρια από τη μια την ανθρωπολογική ψυχολογική προσέγγιση, και από την άλλη την προτεραιότητα της ουσίας. Το πρώτο κριτήριο προερχότανε από τη φιλοσοφική διδασκαλία των τριαδικών σχέσεων : Νους – Μνήμη (Πατήρ), Γνώση – Αλήθεια (Υιός), Αγάπη (Άγιο Πνεύμα). Το δεύτερο κριτήριο προερχότανε από τη φιλοσοφική του παιδεία, αλλά και τη δυτική πατερική παράδοση, σύμφωνα με την οποία προτεραιότητα είχε η ουσία και όχι τα πρόσωπα. Διέκρινε τα τρία πρόσωπα μέσα από τις μεταξύ τους σχέσεις.

Στο έργο του Περί Τριάδος, η τριαδική ζωή παρουσιάζεται ως μια ζωή κοινωνίας, και η διάκριση των τριών προσώπων γίνεται μέσα από τη διαφορετική σχέση αγάπης ανάμεσα τους. Ο Πατέρας αγαπά Εκείνον που έχει αρχή από τον Ίδιο, ο Υιός αγαπά Εκείνον από τον οποίο αντλεί την αρχή, το Άγιο Πνεύμα είναι η ίδια η Αγάπη και είναι κοινό στον Πατέρα και στον Υιό, είναι η ίδια ομοούσια και αιώνια κοινωνία. Το Πνεύμα δεν είναι μόνο του Πατέρα, ούτε μόνο του Υιού αλλά και των δύο και αποτελεί την κοινή αγάπη με την οποία συνδέονται αμοιβαία ο Πατέρας και ο Υιός. Αφού λοιπόν η Αγία Γραφή λέει ότι «ο Θεός είναι αγάπη», άρα και ο Πατέρας και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα μπορούν να ονομασθούν αγάπη. Και τα τρία πρόσωπα μαζί είναι μια μοναδική αγάπη, όπως όταν λέμε μια σοφία και για τα τρία πρόσωπα.

Ταυτόχρονα Λόγος του Θεού ονομάζεται μόνον ο Υιός, Δωρεά του Θεού μόνο το Άγιο Πνεύμα, και Θεός Πατέρας Αυτός από τον Οποίο γεννήθηκε ο Λόγος και από τον Οποίο εκπορεύεται principaliter (πρωτίστως) το Άγιο Πνεύμα. Ο όρος principaliter διασώζει την αιτιώδη εκπόρευση από τον Πατέρα, επειδή σύμφωνα με τον Αυγουστίνο το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Υιό.

Αυτό του το έχει δώσει ο Πατέρας γεννώντας Τον, και με τρόπο τέτοιο ώστε το κοινό τους δώρο να εκπορεύεται και από τον Υιό και άρα το Άγιο Πνεύμα να είναι το Πνεύμα και των δύο.[ΤΟΙΟΥΤΟΤΡΟΠΩΣ ΚΑΤΑΛΗΓΟΥΝ ΜΕ ΔΥΟ ΘΕΟΥΣ ΕΦΟΣΟΝ ΠΑΤΗΡ ΚΑΙ ΥΙΟΣ ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΙΑρχή είναι σαφώς ο Πατέρας που γεννά και εκπορεύει, αλλά αρχή είναι και ο Υιός – όχι με την έννοια του principaliter – αφού έλαβε ως δωρεά τη δυνατότητα να εκπορεύει. Πατήρ και Υιός όντας ένας Θεός, μια ουσία, αποτελούν μια ενιαία αρχή η οποία εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα. Η ιδέα που διέπει την σκέψη του Αυγουστίνου σχετικά με την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος είναι ότι ο Πατέρας και ο Υιός γνωρίζονται αμοιβαία και αμοιβαία αγαπώνται προαιωνίως εν τη κοινωνία του Αγίου Πνεύματος.

Ο Αυγουστίνος δεν γνώριζε βέβαια τη διδασκαλία των ανατολικών Πατέρων και ειδικότερα των Καππαδοκών. Δεν γνώριζε επίσης τις αποφάσεις της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, σύμφωνα με τις οποίες καταδικάστηκε ο Μακεδόνιος και οι οπαδοί του (πνευματομάχοι) - οι οποίοι αμφισβητούσαν τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος - καθώς και τη συμπλήρωση στο Σύμβολο της Πίστεως που ξεκαθάρισε ακόμη περισσότερο την ορθόδοξη διδασκαλία. Αυτά έγιναν γνωστά στη βόρεια Αφρική μετά το θάνατο του, ενώ η Σύνοδος της Κων/πολης το 381, αναγνωρίστηκε ως Οικουμενική στη Δύση το 591, από τον πάπα Γρηγόριο Μέγα το Διάλογο.[ΓΝΩΡΙΖΕ ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΤΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΕ ΣΟΒΑΡΑ ΤΗΝ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΚΑΙ ΕΞΑΙΡΕΣΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΑΙΩΝΟΣ. ΤΙ ΕΜΕΙΝΕ; Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕ ΑΡΧΗΓΟ ΤΟΝ ΠΑΠΑ. Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ ΑΦΗΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΓΙΑ ΠΡΟΠΟΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΩΝ]

Ο Αυγουστίνος επομένως πρώτος έθεσε τις προϋποθέσεις, δηλ. :

α) την ταύτιση Θεολογίας και Οικονομίας,
β) την ταύτιση ουσίας και ενεργειών του Θεού,
γ) την σύγχυση κοινού και ιδίου των προσώπων της Αγίας Τριάδος και
δ) την απουσία αποφατισμού ως προς τον τρόπο ύπαρξης των προσώπων της Αγ. Τριάδος, από τις οποίες θεμελιώθηκε και αναπτύχθηκε αργότερα το δόγμα του filioque.

Με τον σπουδαίο συγγραφέα της Δυτικής Εκκλησίας Φαύστο, φτάνουμε στον Ε΄ αιώνα. Βρετανός μάλλον στην καταγωγή, γεννήθηκε γύρω στο 400 και από μικρός εισήλθε στο μοναστικό βίο και τη ζωή μελέτης. Ως επίσκοπος Ρηγίου αργότερα, κατάφερε να εξυψώσει πνευματικά το ποίμνιο του, επηρέασε σημαντικά τον πληθυσμό και τους επισκόπους της Ν. Γαλλίας και πολέμησε σθεναρά τους αρειανόφρονες Βησιγότθους. Εξορίστηκε από τον βασιλιά τους Εύριχο και επέστρεψε μετά το θάνατο του εξασθενημένος, λίγο πριν αποδημήσει και ο ίδιος.

Τη διδασκαλία του Φαύστου ασπάστηκε επίσημα τον ΣΤ΄ αιώνα η Εκκλησία της Ισπανίας, καθώς και συνολικά οι θεολόγοι της Δύσης.

Στο έργο του De Spiritu Sancto (Περί του Αγίου Πνεύματος) καταδεικνύει, με βάση την πίστη των Πατέρων, ότι το Άγιο Πνεύμα είναι ομοούσιο και συναϊδιο με τον Πατέρα και τον Υιό και ότι κατέχει την πληρότητα της Θεότητος.

Στη διδασκαλία του για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, είναι επηρεασμένος από τις αντίστοιχες διδασκαλίες του Ιλάριου Πικτάβων, του Αμβρόσιου Μεδιολάνων και του Αυγουστίνου, τις οποίες και προσπαθεί να συμβιβάσει. Ενώ δηλ. αποδίδει την αΐδια εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος στον Πατέρα, παράλληλα αποδέχεται και τη διπλή εκπόρευση Του, από τον Πατέρα και τον Υιό, συγχέοντας την Θεολογία με την Οικονομία. Διαφοροποιείται ωστόσο από την κατηγορηματική επιχειρηματολογία του Αυγουστίνου, ότι και ο Υιός είναι αρχή του Αγίου Πνεύματος.[ΤΑΥΤΙΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΙΔΙΟΥ ΤΡΙΑΔΟΣ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΤΡΙΑΔΟΣ. ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΟΥΜΕ ΠΛΕΟΝ ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ ΘΕΟ]

Στο Άγιο Πνεύμα αποδίδει το εκπορευτόν (procedentem), ως τον ιδιαίτερο τρόπο της ύπαρξης Του, χρησιμοποιώντας τα επιχειρήματα των Πατέρων του Δ΄ αιώνα. Το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα καταδεικνύοντας ότι κατέχει τρία θεία προνόμια, δηλαδή ότι υπάρχει ως ξεχωριστό πρόσωπο, ότι εξακολουθεί να υφίσταται χωρίς κάποιο χρονικό όριο και ότι υπάρχει από την ουσία του Πατέρα. Το εκπορευτόν του Αγίου Πνεύματος δε σημαίνει ότι έρχεται τρίτο σε τάξη ή σειρά, αλλά δείχνει την ενότητα της θείας Μεγαλειότητας, γιατί προέρχεται από τα εσώτατα του Θεού, άρα είναι ουσία Του και όχι κτίσμα Του. Εάν το Άγιο Πνεύμα δεν υπήρχε από τον Πατέρα και δεν κατοικούσε σε Αυτόν κατά τη φύση, εγχεόμενο στα εσώτατα του Πατρός, δε θα μπορούσε να εκπορεύεται από τον Πατέρα. Είναι πάντα μαζί με τον Πατέρα και πάντα εκπορεύεται από Αυτόν, όπως η θερμότητα από τη φωτιά. Αδιαλείπτως προάγεται, γνωρίζει να εξέρχεται, αλλά αγνοεί το χωρισμό. Εάν η πρόοδος του Αγίου Πνεύματος δεν ήταν αΐδια, θα φαινόταν σα να είναι μια τοπική ουσία. Η ασώματη δόξα, η οποία αυτοεμπεριέχεται, εισδύει κατά αμοιβαίο τρόπο στον καθένα, χωρίς ανάμιξη. Η αμοιβαία έγχυση, μεσιτεύουσα ανάμεσα στην ουσία και τα πρόσωπα, εμφανίζει τη διακριτή υπόσταση, επειδή είναι ίδιον της ουσίας να υπάρχει, και είναι ίδιον των προσώπων να υπάρχει το καθένα καθεαυτό. Σχετικά με την εν χρόνω αποστολή (missio) του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο, ισχυρίζεται ότι το τρίτο πρόσωπο αποστέλλεται από τον Πατέρα και τον Υιό. Ταυτίζει δηλαδή σημασιολογικά τα ρήματα αποστέλλειν (mittere) και εκπορεύεσθαι (procedere). Επομένως ταυτίζει και την αΐδια εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος με την εν χρόνω αποστολή Του στον κόσμο. Αποδίδει την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος στην κοινή ουσία του Πατέρα και του Υιού.

Αποτέλεσμα αυτής της άποψης είναι η αντίληψη ότι, η διαφορά μεταξύ της γέννησης του Υιού και της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος βρίσκεται στο ότι όποιος γεννάται, γεννάται από έναν, ενώ όποιος εκπορεύεται, προέρχεται και από τους δύο. Οι διδασκαλίες αυτές, με πιο καθοριστική του Αυγουστίνου, επικράτησαν κατά κύριο λόγο στη Δυτική Εκκλησία σχετικά με το filioque μέχρι τον Η΄ αι., οπότε και τερματίστηκε η πατερική παράδοση, για να τη διαδεχτεί η φραγκική θεολογική παράδοση, γνωστή ως σχολαστική. Την εποχή εκείνη ξεκίνησε και η διαμάχη σχετικά με το δόγμα του filioque αφού οι Δυτικοί Πατέρες τέθηκαν κατά των Φράγκων στο ζήτημα αυτό αρχικά.

Στη Δυτική Παράδοση γενικότερα, υπήρξε μια υστέρηση ευαισθησίας στη διατύπωση, σε ότι αφορούσε στις τριαδολογικές και χριστολογικές αιρέσεις σε σχέση με την αντίστοιχη Ανατολική, η οποία υπήρξε πιο πολύ επικεντρωμένη σε θεολογικά θέματα, δηλ. στον περί Θεού λόγο και στον τρόπο της ενεργητικής του φανέρωσης. Οι Δυτικοί επικεντρώθηκαν και ανέλυσαν περισσότερο πρακτικά θέματα, τα οποία σχετίζονται με την σωτηριολογία και την ανθρωπολογία, όπως η χάρη και η ελεύθερη επιλογή, η βάπτιση των νηπίων και ο απόλυτος προορισμός, ενώ αυτά απουσιάζουν την ίδια εποχή από τους Ανατολικούς. Στη Δύση επικεντρώθηκαν περισσότερο στον άνθρωπο και τον ηθικό του βίο σε σχέση με την σωτηρία του, ενώ στην Ανατολή έμειναν πιο πολύ προσανατολισμένοι στο Θεό και τη σχέση του με το κατ’ εικόνα δημιούργημά του. Σύμφωνα με τον Claudio Micaelli, για αντιαιρετικούς λόγους οι Δυτικοί διέκριναν με τον τρόπο αυτόν το γεννητόν από το εκπορευτόν, ως ένα αριθμητικό γεγονός κατοχύρωσης των υποστάσεων και του ιδιαίτερου τρόπου ύπαρξης τους. Η συνύπαρξη στη Δύση της θεολογίας του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του Μεγάλου Βασιλείου και του Γρηγορίου του Θεολόγου, με αυτήν του Αυγουστίνου συνεχίστηκε μέχρι τον Η΄ αιώνα με μάλλον αρμονικό τρόπο.

2. Το Filioque και το θεολογικό του υπόβαθρο.

Συμπερασματικά θεωρούμε ότι η λατινική Θεολογία αφορμάται από την θεία ουσία και την ενότητα αυτής και στη συνέχεια προχωρεί στη θεώρηση των τριών προσώπων και την υποστατική τους διαφοροποίηση και διάκριση. Ο T. de Regnon, που παρατήρησε τη διαφορετική αφετηρία του τρόπου θεώρησης του Τριαδικού Θεού εκ μέρους των ανατολικών και δυτικών θεολόγων, λέγει ότι: «η λατινική φιλοσοφία αντιμετωπίζει πρώτα τη φύση καθ’ εαυτήν και ύστερα προχωρεί προς την υπόσταση, ενώ η ελληνική φιλοσοφία αντιμετωπίζει πρώτα την υπόσταση και ύστερα εισχωρεί σ’ αυτή για να βρει την φύση. Ο Λατίνος θεωρεί την προσωπικότητα ως ένα τρόπο της φύσεως, ο Έλληνας θεωρεί τη φύση ως το περιεχόμενο του προσώπου». Κατ’ αυτό τον τρόπο η Δύση αφορμάται από τη μία φύση, για να θεωρήσει στη συνέχεια τα τρία πρόσωπα, ενώ η Ανατολή ξεκινά από τα τρία πρόσωπα, για να θεωρήσει την μία φύση.

Στους Δυτικούς αρχή της ενότητας και της διάκρισης των προσώπων δεν είναι η υπόσταση του Πατρός αλλά η θεία φύση.

Σε όλη δε την τριαδική διδασκαλία και θεώρηση, της Δύσης, γίνεται εμφανές ένα είδος «ουσιανισμού» κατά το οποίο η θεία ουσία προηγείται των υποστάσεων. Αποτέλεσμα δε της «επικράτησης» της θείας ουσίας έναντι των υποστάσεων είναι η διδασκαλία ότι ο Πατήρ από κοινού με τον Υιό συμμετέχουν στην εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Δηλ. η ενότητα της θείας ουσίας υπερτερεί της υποστατικής διάκρισης και τα πρόσωπα γίνονται «σχέσεις» της ουσίας.

Η προτεραιότητα της θείας ουσίας έναντι των υποστάσεων οδηγεί στη σχετικοποίηση της αντινομίας μεταξύ ουσίας και υποστάσεων, αποτέλεσμα αυτής της σχετικοποίησης είναι η σύγχυση και απόδοση ιδιωμάτων της φύσης στις υποστάσεις και των υποστάσεων στη φύση.

Η Δυτική Θεολογία αρνείται ότι ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα έχουν ως αρχή και αιτία της ύπαρξής των, την Πατρική υπόσταση, διότι κατ’ αυτή παν το «εκ της υποστάσεως υπάρχον» είναι ομοϋπόστατο, όπως ακριβώς και παν το «εκ της ουσίας υπάρχον» είναι ομοούσιο. Παραθεωρούν την παράδοση της Εκκλησίας σύμφωνα προς την οποία ο Πατήρ είναι αίτιο της ύπαρξης του Υιού και του Αγίου Πνεύματος που είναι αιτιατά και ότι η ιδιότητα της αιτίας είναι υποστατική και ανήκει μόνο στον Πατέρα. Αποδίδουν δε αυτή την ιδιότητα και στον Υιό όσον αφορά την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Έτσι «ο Πατήρ διά του Υιού» είναι αίτιος της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος και το Άγιο Πνεύμα αιτιατό «εκ του Πατρός διά του Υιού». Μ’ αυτή την ιδέα όμως συγχέονται τα υποστατικά ιδιώματα, ο Υιός γίνεται «αίτιο-αιτιατό» και η κοινή εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος προσειγάγει στον Τριαδικό Θεό νέο στοιχείο, εμφανίζει δηλ. τα δύο πρόσωπα (Πατήρ-Υιός) να υπερτερούν του τρίτου (του Αγίου Πνεύματος).

Άλλη συνέπεια της σύγχυσης των υποστατικών ιδιωμάτων είναι ότι οι Δυτικοί αρνούνται ότι, το «εκπορεύειν» το Άγιο Πνεύμα είναι «ίδιον» υποστατικό ιδίωμα του Πατέρα και διδάσκουν ότι, το «εκπορευτικό» είναι κοινή ιδιότητα του Πατέρα και του Υιού, καταργώντας έτσι το «ακοινώνητο», «ακίνητο» και «ιδιάζον» των υποστατικών ιδιωμάτων. Το Άγιο Πνεύμα, λοιπόν, εκπορεύεται από δύο πηγές και αίτια, τον Πατέρα και τον Υιό. Όμως έτσι σχετικοποιείται η απόλυτη Μοναρχία του Πατέρα και δεν αποφεύγεται ουσιαστικά η δυαρχία. Υπερνικάται δε η δυσχέρεια αυτή με την παραδοχή της ιδέας ότι ο «Πατήρ μετά του Υιού» εξ’ αιτίας της ενότητας της ουσίας εκπορεύουν από Κοινού το Άγιο Πνεύμα.

Η «μεσιτεία» του Υιού για την υπαρκτική εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της διδασκαλίας των Δυτικών. Η «μεσιτεία» δεν είναι «κατ’ επίνοιαν» αλλά πραγματική και ουσιώδης. Με την ιδέα δε αυτή της «μεσιτείας» του Υιού κατά την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος επιδιώκεται η αναίρεση της Ορθοδόξου διδασκαλίας, κατά την οποία η αιτία της ένωσης και διάκρισης των θείων προσώπων είναι η υπόσταση του Πατρός και όχι ο Υιός ή η κοινή ουσία. Και αυτό διότι η θεία ουσία είναι κοινή στον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, επειδή ο Πατήρ ως υπόσταση μεταδίδει τη θεία ουσία στον Υιό «διά της γεννήσεως» και στο Άγιο Πνεύμα «διά της εκπορεύσεως».

Η σύγχυση μεταξύ «θεολογίας» και «οικονομίας», που υπάρχει στη Δυτική Εκκλησία, διαφαίνεται στην «αποστολή, χορηγία, δόση», του Αγίου Πνεύματος. Στη σύγχυση αυτή υπάρχει άρνηση της Ορθόδοξης άποψης σύμφωνα προς την οποία κατά μεν την υποστατική αυτού εκπόρευση, το Άγιο Πνεύμα, πηγάζει εκ μόνο του Πατρός, ως της μοναδικής πηγαίας Θεότητας, κατά δε την αποστολή στο κόσμο «πέμπεται» «υπό του Πατρός και του Υιού» εκπληρώνοντας έτσι την κοινή βουλή και ενέργεια των θείων προσώπων.Οι Λατίνοι ταυτίζουν την αΐδιο έκφανση του Αγίου Πνεύματος με την αΐδιο εκπόρευση ή αρνούνται την αϊδιότητα της εκφάνσεως ή εκλάμψεως αυτού, απορρίπτοντας έτσι την ορθόδοξη παράδοση, κατά την οποία άλλος είναι ο τρόπος της υποστατικής ύπαρξης του Αγίου Πνεύματος και άλλος ο τρόπος της εκφάνσεως και εκλάμψεως αυτού.

Η πατερική παράδοση της Ανατολικής Εκκλησίας διακρίνει σαφώς αφ’ ενός το πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος «ως δοτήρος και χορηγού της θείας χάριτος» από κοινού με τα δύο άλλα πρόσωπα, και αφ’ ετέρου τη μεταδιδόμενη θεία χάρη. Το πρόσωπο ή η υπόσταση του Αγίου Πνεύματος εκπορεύεται εκ του Πατρός, ως μοναδικής πηγής αιτίας και αρχής της Θεότητας. Η θεία χάρη όμως, ως κοινή ενέργεια της Αγίας Τριάδος, πηγάζει, χορηγείται εκ του Πατρός δια του Υιού εν αγίω Πνεύματι. Αυτό ισχύει για τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Οι Δυτικοί αρνούνται αυτό και ισχυρίζονται ότι όχι μόνο η χάρις και τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, αλλά και αυτό το Άγιο Πνεύμα κατά την υποστατική του ύπαρξη εκπορεύεται «εκ του Πατρός διά του Υιού». Αυτό προφανώς σημαίνει σύγχυση ή ταύτιση της υποστάσεως του Αγίου Πνεύματος προς την χορηγούμενο απ’ αυτό χάρη, δηλ. συγχέουν το ιδίωμα του «εκπορεύεσθαι» προς το «πέμπεσθαι» τον τρόπο της υποστατικής ύπαρξης του Αγίου Πνεύματος και το δώρο της χάριτος.

Κατά τη διδασκαλία των Πατέρων το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται «εκ του Πατρός δι’ Υιού» αλλά η εκπόρευση αυτή δεν ταυτίζεται ούτε με την υποστατική εκπόρευση αυτού ούτε με την εν χρόνω πέμψη και αποστολή. Η «δι’ Υιού» εκπόρευση αϊδίως και αιωνίως συντελουμένη, αναφέρεται στην εκφαντορική ή φανέρωση του Αγίου Πνεύματος και διαφέρει από την υποστατική. Οι Δυτικοί ταυτίζουν το «δι’ Υιού» με το «εκ του Υιού» το οποίο συνεπάγεται την καθ’ ύπαρξη εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού.

Το ταυτόσημο των προθέσεων εκ και δια συνεπάγεται την υποστατική εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού – Αυτήν την ταύτιση η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία την στηρίζει τόσο στην Αγία Γραφή όσο και στους Πατέρες, που χρησιμοποιούσαν τις προθέσεις εκ και δια αδιάκριτα για να δηλώσουν την αιτία. Ο Υιός είναι αίτιος της «καθ’ ύπαρξιν» εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος, γιατί η αιτιώδης σχέση αυτών είναι αναγκαία. Από τη στιγμή που οι Δυτικοί αρνούνται ότι η υπόσταση του Πατρός είναι η μοναδική αιτία της άρρητης διάκρισης των υποστάσεων και ότι οι τρόποι ύπαρξης αυτών, δηλ. η «εκ του Πατρός» γέννηση του Υιού και η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, θεμελιώνουν την διάκριση αυτών, οι αιτιώδεις σχέσεις αυτών είναι αναγκαίες. Εάν το Άγιο Πνεύμα δεν εκπορεύεται αιτιωδώς και «εκ του Υιού», τότε δεν διακρίνονται μεταξύ τους τα δύο αυτά πρόσωπα, και ο Υιός μπορεί να θεωρηθεί ως λειτουργικό όργανο του Πατρός. Εάν πάλι, το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται υποστατικώς ή «εκ μόνου του Πατρός», η εκπόρευση αυτή είναι κάποιο είδος δεύτερης γέννησης και η διάκριση μεταξύ Υιού και Αγίου Πνεύματος τίθεται σε αμφιβολία.

Η Λατινική διδασκαλία του Filioque, με τη μορφή και τον τύπο της «δι’ Υιού» υποστατικής εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος, εξασφάλιζε την αιτιώδη αναγκαιότητα, απέτρεπε την σύγχυση των υποστάσεων του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και θεμελίωνε τη διάκριση αυτών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: