Συνέχεια από Τετάρτη, 5 Μαρτίου 2025
HANS JONAS - TECHNIK, MEDIZIN UND ETHIK - ZUR PRAXIS DES PRINZIPS VERANTWORTUNG10. ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ:
O ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΟΣ ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ.
ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΡΕΥΜΑ
Ε. Το επιχείρημά μου ύστερα απ’ όλ’ αυτά, είναι πολύ απλό: Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα το «σύνορο» μεταξύ ζωής και θανάτου, και δεν είναι (βέβαια…) δυνατόν να αντικαταστήση ένας ορισμός τη γνώση. Δεν είναι αβάσιμη λοιπόν η «υποψία», ότι η τεχνητά υποστηριζόμενη κατάσταση του κωματοειδούς ασθενούς αποτελεί μιαν «υπολειπόμενη» έστω ακόμα κατάσταση ζωής (όπως εθεωρείτο εξάλλου γενικά ιατρικώς μέχρι πρότινος). Υφίσταται άρα βασικός λόγος να αμφιβάλλουμε για το ότι ο ασθενής που αναπνέει έχει, ακόμα κι αν δεν λειτουργή ο εγκέφαλός του, «ήδη πεθάνει». Καθώς βρισκόμαστε λοιπόν σ’ αυτήν τη θέση μιας αναπότρεπτης άγνοιας και μιας συνετούς αμφιβολίας, η μόνη σωστή μέχρι τέλους επιλογή μας παραμένει να προσανατολιζόμαστε προς την πλευρά μιας «υπολογιζόμενης» έστω ζωής. Από αυτό συνάγεται και το ότι επεμβάσεις, όπως αυτές που περιέγραψα, πρέπει να υπολογίζονται και να τις σεβόμαστε όπως και τις ζωοεκτομές, τα «πειράματα σε άλογα ζώα», και δεν επιτρέπεται να συντελούνται υπό οιεσδήποτε συνθήκες σ’ ένα ανθρώπινο σώμα, το οποίο και βρίσκεται σε μια τέτοιαν «ασαφή» ή έστω «προοιμιακή τού θανάτου» κατάσταση. Κι ένας ορισμός, ο οποίος επιτρέπει τέτοιες επεμβάσεις, χαρακτηρίζοντάς τες ως «αναμφισβήτητες», κάτι το καθεαυτό ασαφές στην καλύτερη περίπτωση, πρέπει να απορριφθή. Χωρίς να είναι ωστόσο αρκετή μια τέτοια απόρριψη στη θεωρητική αντιπαράθεση. Γιατί μπορούμε με βεβαιότητα να προβλέψουμε ότι, υπό την πίεση των – πραγματικών εξάλλου και άκρως υπολογίσιμων – ιατρικών «ενδιαφερόντων», η γενική «άδεια», την οποία και παρέχει η θεωρία (μέσω τού καινούργιου αυτού ορισμού…), δεν θα μπορή επ’ ουδενί να αντιμετωπισθή στην πράξη, απ’ τη στιγμή που θα αναγνωρισθή μάλιστα «δημόσια» και «νόμιμα» αυτός ο ορισμός. Πρέπει να εμποδίσουμε λοιπόν με όλες μας τις δυνάμεις, το να φτάσουμε (σύντομα…) σ’ ένα τέτοιο σημείο. Είναι και το μοναδικό άλλωστε πράγμα στο οποίο μπορούμε ακόμα να αντισταθούμε. Γιατί όταν θα ανοίξη ο δρόμος προς τις πρακτικές συνέπειες, θα είναι πλέον πολύ αργά. Πρόκειται για μια σαφή δηλ. περίπτωση «αντίστασης κατά τής αρχής» (“principiis obsta”).
Η έως τώρα συζήτηση παρέμεινε ωστόσο εντελώς, στο επίπεδο, του «κοινού νου» και της συνήθους λογικής. Ας προσθέσουμε λοιπόν τώρα, θεωρητικά, και δυό ακόμη φιλοσοφικές παρατηρήσεις.
1. Πίσω κι απ’ τον προτεινόμενο ορισμό, με την ολοφάνερα πραγματιστική αιτιολόγησή του, βλέπω και διακρίνω μια παράξενη επαναφορά – τη φυσιοκρατική, ας πούμε, αναγέννηση – του παλαιού δυαλισμού σώματος και ψυχής, με την καινούργια μορφή ενός δυαλισμού σώματος και εγκεφάλου. Ο οποίος και θεωρεί, κατά μιαν ορισμένη αναλογία προς τον προηγούμενο, «μεταφυσικό» δυαλισμό, ότι το αληθινό ανθρώπινο «πρόσωπο» βρίσκεται στον εγκέφαλο (ή «εκπροσωπείται» απ’ αυτόν), κι ότι ολόκληρο το υπόλοιπο σώμα υφίσταται ως ένα χρήσιμο και μόνο εργαλείο σε σχέση μ’ αυτόν. Όταν άρα πεθαίνη ο εγκέφαλος, είναι σαν να έχη «φύγει» η ψυχή: αυτό που απομένει δεν αποτελεί παρά τα «θνητά κατάλοιπα». Κανείς δεν θα αρνηθή βέβαια, ότι η εγκεφαλική «άποψη» ή λειτουργία είναι κρίσιμη για την ανθρώπινη ποιότητα ζωής τού οργανισμού που ονομάζεται «άνθρωπος». Αυτό ακριβώς αναγνωρίζει και η δική μου θέση και τοποθέτηση, συστήνοντας να μην αναστέλλεται (με διαρκή μηχανικά μέσα…) ο φυσιολογικά επακόλουθος θάνατος (και…) του υπόλοιπου οργανισμού, όταν υπάρξη μια μη αναστρέψιμη και απόλυτη απώλεια της εγκεφαλικής δραστηριότητας (( Πότε όμως φεύγει πραγματικά η ψυχή; … )) . Πρόκειται όμως επίσης για μιαν υπερβολή τής εγκεφαλικής «όψεως» ή πλευράς, όπως ήταν εξάλλου και η «άποψη» περί «συνειδητής ψυχής», το να απαρνηθούμε στο υπόλοιπο, πέραν τού εγκεφάλου σώμα, την ουσιαστική του συμμετοχή στην ταυτότητα ενός «προσώπου». Γιατί το κάθε συγκεκριμένο σώμα είναι τόσο «μοναδικά» το σώμα αυτού και κανενός άλλου εγκεφάλου, όπως είναι και ο εγκέφαλος «μοναδικά» εγκέφαλος αυτού και κανενός άλλου σώματος. (Όπως ίσχυε εξάλλου πάντα και για τη σχέση τής ασώματης ψυχής προς το «δικό της» σώμα.) Αυτό που βρίσκεται δηλ. υπό τον κεντρικό έλεγχο του εγκεφάλου, ολόκληρο δηλ. το σώμα, είναι τόσο ατομικό, τόσο πολύ «εγώ ο ίδιος», κι ανήκει τόσο μοναδικά στην ταυτότητά μου (Ας σκεφτούμε τα δακτυλικά αποτυπώματα! Την ανοσολογική αντίδραση!), είναι τόσο αναντικατάστατο, όσο και ο ίδιος ο (ελεγχόμενος αντίστροφα και κατ’ αμοιβαιότητα απ’ το συγκεκριμένο σώμα) εγκέφαλος. Η ταυτότητά μου είναι δηλ. μια ταυτότητα ολόκληρου του παντελώς ατομικού οργανισμού, έστω κι αν οι ανώτερες λειτουργίες τής προσωπικής ύπαρξης εδράζονται στον εγκέφαλο! Πώς θα μπορούσε να αγαπήση αλλιώς ένας άντρας μια γυναίκα, κι όχι μόνο τον εγκέφαλό της; Πώς θα μπορούσαμε να «χανόμαστε» αλλιώς στη θέα ενός συγκεκριμένου προσώπου; Να μας συγκινή το θαύμα μιας μορφής; Είναι πράγματι το πρόσωπο και η μορφή αυτού τού συγκεκριμένου προσώπου, και κανενός άλλου επάνω στη γη. Γι’ αυτό και λέμε πως, όσο ένα κωματοειδές σώμα εξακολουθεί – ακόμα και με «τεχνητή» υποστήριξη – να αναπνέη, να πάλλει και να χτυπά η καρδιά του και να είναι καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπο οργανικά ενεργό, πρέπει να θεωρείται ως μια συνέχιση του ίδιου του υποκειμένου, που αγάπησε και αγαπήθηκε, και δικαιούται ως τέτοιο την απαραβίαστη εκείνην ιερότητα, που παρέχει σ’ ένα τέτοιο υποκείμενο τόσο το ανθρώπινο όσο και το θεϊκό δίκαιο. Και είναι αυτή η ιερότητα που επιτάσσει, να μη χρησιμοποιηθή (ποτέ…) αυτό το σώμα, ως ένα απλό «μέσο».
2. Η δεύτερή μου παρατήρηση αφορά στην ηθική τού καιρού μας, στο «ασθενές σημείο» τής σχέσης της προς τον θάνατο. Μια ασθενική άρνηση του «δικαιώματός» του, όταν έχη φτάσει η ώρα του, αναμιγνύεται με μια «ρωμαλέα» αποποίηση της (κάθε…) ευσέβειας, όταν έχη πλέον συντελεσθή. Η παπική «απόφαση» που αναφέραμε δεν φοβάται (ωστόσο…) να πη: Αφήστε τον ασθενή, υπό ορισμένες συνθήκες, να αναχωρήση· μιλά δηλ. μόνο για τον ασθενή, και όχι για οποιαδήποτε άλλα, εξωτερικά «συμφέροντα», της κοινωνίας, της ιατρικής κ.τ.λ. Η δειλία τής σύγχρονης, «κοσμικής» κοινωνίας, που υποχωρεί και τρομάζει μπροστά στον θάνατο ως το αναπόφευκτο κακό, χρειάζεται ταυτόχρονα την επιβεβαίωση (ή την επινόηση) ότι ο θάνατος έχει ήδη συντελεσθή, όταν πρέπη να το πάρη απόφαση (( Όλα συμβαίνουν «εξωτερικά»… )) . Και η υπευθυνότητα μιας «αξιακής» απόφασης αντικαθίσταται απ’ τον «μηχανισμό» μιας χωρίς αξίες συνήθειας. Τη στιγμή που οι νέοι «καθοριστές» τού θανάτου αποζητούν να αποφύγουν τον κάθε ενδοιασμό για τη διακοπή τού αναπνευστικού μηχανήματος, λέγοντας πως ο ασθενής «είναι ήδη νεκρός», έρχονται αντιμέτωποι και με μια σύγχρονη δειλία, που έχει λησμονήσει ότι και ο θάνατος μπορεί να διαθέτη τη δική του πραγματικότητα και «αξία» («αξιοπρέπεια»…), και πως ο άνθρωπος έχει ένα «δικαίωμα», στο να τον «αφήση κανείς να πεθάνη» . Τη στιγμή δηλ. που επιχειρούν να εξασφαλίσουν, μέσα απ’ αυτήν ακριβώς τη διατύπωση, μιαν ακόμα καλύτερη γνώση, ώστε να επιτρέπουν την αναστολή τού (κάθε βοηθητικού…) «μηχανήματος», και να «ωφελήσουν» έτσι, μη θέτοντας τεχνητά πλέον εμπόδια, το σώμα που «κατακρατείται» στο κατώφλι μεταξύ ζωής και θανάτου, (εξ)υπηρετούν ταυτόχρονα και τον κυρίαρχο πραγματισμό τής εποχής μας, που δεν επιτρέπει σε κανέναν «αρχαϊκό φόβο και τρόμο» να ανακόψη την πορεία μιας ολοένα επεκτεινόμενης «αυτοκρατορίας» άκρατου «πραγματισμού» και απεριόριστης «χρήσεως» και «καρπώσεως». Είναι «η λάμψη και η αθλιότητα» της εποχής μας που ενοικούν πράγματι σ’ αυτήν την ακατάσχετη «ορμή» (( Χωρίς κανέναν Θεό… )) .
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου