Συνέχεια από: Τετάρτη 19 Μαρτίου 2025
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΟΤΙ ΚΑΙ ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΕΚ ΘΕΟΥ ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ
ΞΙΩΝΗΣ Ρ. ΝΙΚΟΛΑΟΣ
Αναπληρωτής Καθηγητής Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας ΕΚΠΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Εξ όσων έχουν ως τώρα γραφεί, εξάγεται το συμπέρασμα ότι, όπως το δόγμα διακρίνεται της φιλοσοφίας, έτσι και η Θεολογία και ο θεολογικός λόγος διαφοροποιείται από την τεχνολογία. Η διάκριση αυτή οφείλεται, κατά τον αγ. Γρηγόριο το Θεολόγο, στο διαφορετικό χαρακτήρα, αλλά και στο σκοπό, στον οποίο αποβλέπει η καθεμία από αυτές. Η φιλοσοφία, χρησιμοποιώντας την κομψότητα των λόγων παίζει με τις «σκιές της αληθείας», ενώ η θεολογία, αν και φαίνεται ταπεινή, είναι υψηλή κατά το περιεχόμενο και οδηγεί στο Θεό72. Η Θεολογία δεν περιορίζεται στην εξωτερική εμφάνιση της ενδύσεως ή της συμπεριφοράς του ομιλούντος, αλλά βασίζεται στη σταθερότητα της ψυχής, στην καθαρότητα του νοός και στην κατά φύση ροπή του ανθρώπου προς το καλό. Γι' αυτό καρπός της θεολογίας δεν είναι ούτε οι κατηγορίες της σκέψεως, ούτε οι αναλύσεις και οι μίξεις νοητικών αντιλήψεων και, βεβαίως, η κατά κόσμον σοφία, η οποία εξαντλείται στην τεχνολογία, δηλαδή στη γραμματική ανάλυση των τύπων. Σκοπός της θεολογίας είναι η υπεράσπιση της πίστεως έναντι της πολιτικής εξουσίας, ο έλεγχος της αλαζονείας των πεπαιδευμένων και της τραχύτητος των απαιδεύτων, καθώς επίσης και η προστασία του ανθρώπου από τα φθοροποιά πάθη της κοσμικής ζωής73.
Τούτο φαίνεται σαφώς, κατά τον αγ. Γρηγόριο, από τα αποτελέσματα που έχουν στη ζωή των ανθρώπων η επιστήμη και η θεολογία. Η επιστήμη, εγκλωβισμένη μέσα στη μερικότητα του γνωστικού της επιστητού, δεν μπορεί να ερμηνεύσει όλα τα γεγονότα της ανθρωπίνης ζωής και συνεπώς δεν μπορεί να ωφελήσει τον άνθρωπο περισσότερο από ο,τι αυτά τα οποία υπερασπίζεται η θεολογία, και τα οποία, όταν εκλείψουν μαζί με «τὸ σῶφρον, τὸ ἐγκρατές, τὸ ἄτυφον, τὸ ἐπίχαρι, τὸ κοινωνικόν, τὸ φιλάνθρωπον», προκαλούν την αταξία και τη σύγχυση74. Έτσι καταλήγει συμπερασματικά ο αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος να πεί ότι, όταν στην Εκκλησία επικρατεί η «φλυαρία τε καὶ τερατεία» με την υποστήριξη της πολιτικής εξουσίας, χάνεται η ειρήνη «καὶ λύκοι βαρεῖς τὴν Ἐκκλησίαν σπαράττουσιν»75.
Ο αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος, προκειμένου να δείξει τη δημιουργική και κυρίως την αναδημιουργική δύναμη του Αγίου Πνεύματος, η οποία οδηγεί στην υπέρβαση των όρων και των προϋποθέσεων της ορθολογικής σκέψεως του ανθρώπου και μέσω της οποίας καθίσταται δυνατή η γνώση του Θεού, επικαλείται ως παράδειγμα τους ισχυρούς και πνευματικούς ανθρώπους της Αγίας Γραφής. Οι άνθρωποι αυτοί, παρ' όλο που ήταν αδύναμοι και άσημοι, κατέστησαν δυνατοί και σοφοί ώστε να αναδειχθεί η δύναμη του Αγίου Πνεύματος και όχι οι προσωπικές ανθρώπινες ικανότητές τους. Έτσι αναφέρεται πρωτίστως στην αναγέννηση διά του μυστηρίου της Βαπτίσεως, για να προχωρήσει στη συνέχεια στον ποιμένα, τον οποίο αυτό το ίδιο το Πνεύμα καθιστά Ψαλμωδό και βασιλέα του Ισραήλ, τον κτηνοτρόφο, τον οποίο καθιστά Προφήτη, τον ευφυή νέο, τον οποίο καθιστά κριτή των ηλικιωμένων, ενώ τους αλιείς τους καθιστά σοφούς και διδασκάλους. Δεν παραλείπει βεβαίως να αναφερθεί στον τελώνη, τον οποίον αναδεικνύει Ευαγγελιστή, και στον διώκτη του χριστιανισμού Σαύλο, του οποίου μεταθέτει τον ζήλο και μετατρέπει την κακία σε ευσέβεια76.
Προκειμένου, λοιπόν, να αναδειχθεί το γνήσιο και αγαθό περιεχόμενο του Ευαγγελίου επιλέγει ο Ιησούς, σύμφωνα και με τον Ωριγένη, εκείνους ως διδασκάλους του δόγματος, οι οποίοι ήταν απαλλαγμένοι από την “πανούργον σοφιστεία” των Ελλήνων φιλοσόφων, που χαρακτηρίζεται από την πιθανότητα και την οξύτητα, καθώς και από τον ρητορικό τρόπο εκφράσεως των δικαστηρίων. Ο σκοπός αυτής της επιλογής είναι, μέσω της απλότητος του λόγου, η ανάδειξη της δυναμικής της πίστεως, η οποία μπορεί να καταστεί οδηγός της χριστιανικής ζωής.
Συγχρόνως δε φανερώνεται και ο ρόλος της τεχνολογίας στην έρευνα της αληθείας, ο οποίος αποκρύπτει το περιεχόμενο της τελευταίας προτάσσοντας και αναδεικνύοντας τη σημαντικότητα της επιστημονικής μόρφωσης. Η «αλιεία», συνεπώς, των άσημων και αγραμμάτων ανθρώπων από το Θεό στη διάδοση του ευαγγελικού μηνύματος καταδεικνύει την ευαγγελική αλήθεια ισχυρότερη κάθε ανθρώπινης ικανότητος και τεχνολογίας του λόγου77.
Επομένως, γίνεται σαφές ότι η γνώση του Θεού δεν αποκτάται μέσω των ανθρωπίνων ικανοτήτων, διά των οποίων μπορεί το περιεχόμενο του δόγματος να προσαρμοστεί στην αντίληψη του ανθρώπου και τοιουτοτρόπως να αλλοιωθεί το περιεχόμενο της αληθείας, αλλά μέσω του Αγίου Πνεύματος, το οποίο συντελεί στην υπέρβαση των πεπερασμένων ορίων και δυνατοτήτων της κτιστής φύσεως. Αυτό φάνηκε, κατά τον αγ. Γρηγόριο το Θεολόγο, την ημέρα της Πεντηκοστής, κατά την οποία οι Απόστολοι αξιώθηκαν «θειοτέρας δυνάμεως, πολλῷ μᾶλλον ἀνυούσης ἤπερ ἀνύειν δύνασθαι δοκεῖ περιβολὴ λόγων καὶ λέξεων σύνθεσις καὶ μετὰ διαιρέσεων καὶ τεχνολογίας ἑλληνικῆς ἀκολουθία»78 και ομιλούσαν τις γλώσσες των ακροατών καλλιεργώντας την ενότητα. Το αντίθετο συμβαίνει στη Βαβέλ, όπου η υπεροψία των ανθρώπων οδήγησε στη σύγχυση και διάκριση των γλωσσών. Αναφερόμενος στο ἐν λόγῳ γεγονός ο Δαβίδ λέει: «καταπόντισον, κύριε, καὶ καταδίελε τὰς γλώσσας αὐτῶν, ὅτι εἶδον ἀνομίαν καὶ ἀντιλογίαν ἐν τῇ πόλει»79 καί ὁ ἅγ. Γρηγόριος ἐξηγεῖ: «Ὅτι ἠγάπησαν πάντα τὰ ῥήματα καταποντισμοῦ γλῶσσαν δολίαν· μόνον οὐχὶ φανερῶς τὰς ἐνταῦθα γλώσσας καταιτιώμενος, αἳ θεότητα τέμνουσιν»80
Γι' αυτό, η διάκριση θεολογικού λόγου και φιλοσοφικού στοχασμού, θεολογίας και τεχνολογίας, ὁδηγεῖ ἔν τινι μέτρῳ στή διάκριση Θεολογίας καί Οἰκονομίας 81, που, εάν και είναι δύο διαφορετικές οντολογικές περιοχές, εφ' όσον το περιεχόμενο της Θεολογίας είναι ο αυθύπαρκτος και αΐδιος Τριαδικός Θεός και της Οικονομίας οι «δραματικές, ιστορικές και αιώνια ακατάληπτες φάσεις της δημιουργίας και αναδημιουργίας»82, ωστόσο συνδέονται μεταξύ τους, διότι μέσα στην Οικονομία αποκαλύπτεται ο Θεός μέσω των ακτίστων ενεργειών του εν Αγίω Πνεύματι. Διαφορετική, όμως, πορεία από την ορθόδοξη πατερική διδασκαλία ακολουθεί η δυτική θεολογική παράδοση, η οποία αναζητά τη σύνθεση Θεολογίας και Οικονομίας επί τη βάσει της φιλοσοφίας και της συλλογιστικής απορρίπτοντας την ενεργειακή παρουσία του Θεού μέσα στον κόσμο. Η συγκεκριμένη, όμως, ερμηνευτική προσέγγιση οδηγεί εν τέλει στην ταύτιση Θεολογίας και Οικονομίας με αποτέλεσμα να μην περιορίζεται αποκλειστικά στην διά της Οικονομίας περιγραφή του μυστηρίου του Τριαδικού Θεού, αλλά να προχωρεί στην ανάλυσή του με περαιτέρω επιστημονικές και φιλοσοφικές διατυπώσεις. Έτσι προσαρμόζει το μυστήριο της αιδίου Τριάδος στην ανθρώπινη αντιληπτική ικανότητα προβάλλοντας και τηγορίες και έννοιες της κτιστής πραγματικότητος 83.
Σημειώσεις
72. Στην διάκριση αὐτή προχωρεῖ ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅταν περιγράφει τα κίνητρα πού ὁδήγησαν το φιλόσοφο Ἥρωνα να προτιμήσει τήν «ημετέραν» φιλοσοφία ἀντί τῆς «ἔξω» φιλοσοφίας, λέγοντας: «Ἐπειδὴ οὕτω διενοήθη, τοῦτο μὲν οὐδὲ βουλῆς ἠξίωσε, ποτέραν δεῖ τῶν φιλοσοφιῶν ἐλέσθαι μᾶλλον, τὴν ἔξω καὶ παίζουσαν τὰς τῆς ἀληθείας σκιὰς ἐν τῷ τῆς φιλοσοφίας σχήματι καὶ προβλήματι, ἢ τὴν ἡμετέραν καὶ ταπεινὴν μὲν τῷ φαινομένῳ, ὑψηλὴν δὲ τῷ κρυπτομένῳ, καὶ πρὸς Θεὸν ἄγουσαν· ἀλλὰ πάσαις ψήφοις αἱρεῖται τὴν ἡμετέραν, μηδὲν ὅλως ἐπὶ τὰ χείρω παρατραπεὶς τὴν διάνοιαν, μηδὲ ὑπὸ τῆς τῶν λόγων κομψείας παρασυρείς, ᾗ μέγα φρονοῦσιν οἱ τὰ Ἑλλήνων φιλοσοφοῦντες» (Εἰς Ἥρωνα τὸν φιλόσοφον, PG 35, 1204A).
73. Σε αὐτήν τή συνάφεια, ἴσως προκαλεῖ ἐντύπωση ἡ ἔλλειψη ἀναφορᾶς ἀπὸ μέρους τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου τῶν διαφόρων αἱρεσιαρχῶν καί ἡ στροφή τῶν ἐπισημάνσεών του σε μία διαφορετική κατηγορία παραγόντων, οἱ ὁποῖοι λειτουργοῦν διασπαστικά ὡς πρὸς τὴν πίστη, τὴν ὁποία καλεῖται νὰ ὑπερασπιστεῖ ἡ θεολογία. Διαφωτιστικά καί παράλληλα μὲ ὅσα ἀναφέρει ὁ ἱερός πατήρ, εἶναι αὐτά πού παρατηρεῖ ἀπό μία διαφορετική οπτική ὁ Ἰω. Θεοδωρακόπουλος. Βλ. κατ. σημ. 75.
74. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Εἰς Ἥρωνα τὸν φιλόσοφον, PG 35, 1205 BC.
75. Όπ.π., PG 35, 1208C-1209C. Τήν πολιτική ὡς τὴν κυριότερη αἰτία διασπάσεως τῆς σχέσεως λογικῆς καί πίστεως, ἐπιστήμης καί θεολογίας ἐπισημαίνει ὁ Ἰω. Θεοδωρακόπουλος. Κατ' αὐτόν, ή πολιτική ἐπιζητεῖ νὰ ἀντικαταστήσει τὴν πίστη ὡς μία νέα κοσμοθεωρία καί νά ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ ὡς ἡ μόνη κυρίαρχος. Ζητά «νά ἀπαλλοτριώσῃ τὴν ἐσωτερικότητα τοῦ ἀνθρώπου, να δημεύσῃ τὸ ἄδυτον τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ θεοποιήσῃ τὸν ἑαυτόν της, δηλαδὴ τὴν δύναμίν της». Ἔτσι, «άμφισβητεῖ τὸ δικαίωμα ζωῆς εἰς ἰδέας ἀντιθέτους πρὸς αὐτήν» καί «εἰς ὅσους εἶναι ἀντίθετοι πρὸς τὸν δογματισμόν της». Ἀπό τήν πολιτική, βέβαια, δέν ἀπειλεῖται μόνον ἡ πίστη, ἀλλά καί ἡ ἐπιστήμη, «διότι ἕνα μεγάλο μέρος τῆς ἐπιστήμης ὀργανώνεται κατὰ τὰς ἀνάγκας τῆς πολιτικῆς» περιορίζοντας τοιουτοτρόπως τὴν ἐπιστήμη στήν ἐξυπηρέτηση τῶν πολιτικῶν συμφερόντων («Πίστις καὶ λογική», ὅπ.π., σελ. 386 κ.έξ.).
76. Τοῦ ἰδίου, Εἰς τὴν Πεντηκοστὴν (Λόγος ΜΑ΄), PG 36, 448BC. Πρβλ. Ιω. 3,5· Α΄ Βασ. 11 και 16, 12 κ.εξ· Αμὼς 1, 1· Δαν. 2, 45· Μτ. 4, 18· Мк. 3, 17 Μτ. 9,9· Πραξ. 8, 3 κ.εξ.
77. ΩΡΙΓΕΝΗΣ, Κατὰ Κέλσου ΙΙΙ, 39, στο Origène. Contre Celse, SC 136, ἐπ. ἔκδ. Μ. Borret, εκδ. Cerf, Paris 1968, σελ. 92 κ.εξ. (PG 11, 969D-972B).
78. Όπ.π. (PG 11, 972B).
79. Ψαλμ. 54, 10.
80. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Εἰς τὴν Πεντηκοστὴν (Λόγος ΜΑ΄), PG 36, 449A-452A.
81. H Silvia Cichon-Brandmaier στήν εἰσαγωγή τῆς μελέτης της γιά τή σχέση μεταξύ οἰκονομικῆς καί ἀϊδίου Τριάδος στον Karl Rahner και Hans Urs von Balthasar ἐπισημαίνει: «Die Kappadozier kommen in ihrer Absetzung vom Arianismus zu einer Unterscheidung von Theologie als immanenter Goteslehre und Ökonomie als Aussagen zur Heilsveranstaltung. Diese erste, noch nicht immer konsequente Unterscheidung verschärft sich in der Folgezeit, wenn Gregor Palamas eine Entsprechung von ökonomischer und immanenter Trinität ablehnt»(Ökonomische und immanente Trinität. Ein Vergleich der Konzeptionen Karl Rahners und Hans Urs von Balthasars, ἐκ. Friedrich Pustet, Regensburg 2008, σελ. 28 κ.εξ.). [«Κατά τον διαχωρισμό τους από τον Αρειανισμό, οι Καππαδόκες καταλήγουν σε μια διάκριση μεταξύ της θεολογίας ως εμμενούς διδασκαλίας του Θεού και της οικονομίας ως δήλωσης για το γεγονός της σωτηρίας. Αυτή η πρώτη διάκριση, η οποία δεν ήταν πάντοτε συνεπής, οξύνθηκε στη συνέχεια, όταν ο Γρηγόριος Παλαμάς απέρριψε μια αντιστοιχία μεταξύ της οικονομικής και της ενυπάρχουσας Τριάδας»]
82. Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Γ΄, όπ.π., σελ. 56.
83. Ἡ καθηγ. Δ. Λιάλιου ἀναφερόμενη στη διαφορά μεταξύ τῶν Ἑλλήνων Πατέρων καί τῆς δυτικῆς σκέψεως ὡς πρός τήν ἐρμηνεία τῶν πατερικῶν κειμένων ἐπισημαίνει τον κίνδυνο τῆς ἑρμηνείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μέσῳ ἐπιστημονικῶν καί φιλοσοφικών μεθόδων καί στοχασμῶν, ὅταν «σύγχρονοι δυτικοί θεολόγοι ... ἀπορρίπτουν τὴν πατερικὴ ἀκρίβεια τῆς μεθόδου προσεγγίσεως τῆς θεολογίας, ὡς λόγου περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, μέσῳ τῆς οἱκονομίας». Στην περίπτωση αὐτή, «ὁ ἀνθρώπινος λόγος αὐτονομεῖται, γίνεται λόγος τῆς φυσικῆς θρησκείας, ἑνὸς εἴδους ἀνθρωποκεντρικῆς εἰδωλολατρίας, ποὺ δὲν ἀπέχει ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι θεολόγοι, ποὺ παραβλέπουν ἀπὸ σκοποῦ ἢ ἐξ ἀγνοίας τὴν οἰκονομία, καταγίνονται μὲ ἐκπληκτική ἐπίδοση στὴν ἐξιχνίαση τῶν ἐνδοτριαδικῶν σχέσεων ..., καθιστώντας κατά συνέπεια καὶ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἕνα ἀντιιστορικό σύστημα θεωρητικῶν διακριβώσεων» (Δ. ΑΘ. ΛΙΑΛΙΟΥ, Γρηγοριανά Α΄, ὅπ.π., σελ. 262).
Τούτο φαίνεται σαφώς, κατά τον αγ. Γρηγόριο, από τα αποτελέσματα που έχουν στη ζωή των ανθρώπων η επιστήμη και η θεολογία. Η επιστήμη, εγκλωβισμένη μέσα στη μερικότητα του γνωστικού της επιστητού, δεν μπορεί να ερμηνεύσει όλα τα γεγονότα της ανθρωπίνης ζωής και συνεπώς δεν μπορεί να ωφελήσει τον άνθρωπο περισσότερο από ο,τι αυτά τα οποία υπερασπίζεται η θεολογία, και τα οποία, όταν εκλείψουν μαζί με «τὸ σῶφρον, τὸ ἐγκρατές, τὸ ἄτυφον, τὸ ἐπίχαρι, τὸ κοινωνικόν, τὸ φιλάνθρωπον», προκαλούν την αταξία και τη σύγχυση74. Έτσι καταλήγει συμπερασματικά ο αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος να πεί ότι, όταν στην Εκκλησία επικρατεί η «φλυαρία τε καὶ τερατεία» με την υποστήριξη της πολιτικής εξουσίας, χάνεται η ειρήνη «καὶ λύκοι βαρεῖς τὴν Ἐκκλησίαν σπαράττουσιν»75.
Ο αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος, προκειμένου να δείξει τη δημιουργική και κυρίως την αναδημιουργική δύναμη του Αγίου Πνεύματος, η οποία οδηγεί στην υπέρβαση των όρων και των προϋποθέσεων της ορθολογικής σκέψεως του ανθρώπου και μέσω της οποίας καθίσταται δυνατή η γνώση του Θεού, επικαλείται ως παράδειγμα τους ισχυρούς και πνευματικούς ανθρώπους της Αγίας Γραφής. Οι άνθρωποι αυτοί, παρ' όλο που ήταν αδύναμοι και άσημοι, κατέστησαν δυνατοί και σοφοί ώστε να αναδειχθεί η δύναμη του Αγίου Πνεύματος και όχι οι προσωπικές ανθρώπινες ικανότητές τους. Έτσι αναφέρεται πρωτίστως στην αναγέννηση διά του μυστηρίου της Βαπτίσεως, για να προχωρήσει στη συνέχεια στον ποιμένα, τον οποίο αυτό το ίδιο το Πνεύμα καθιστά Ψαλμωδό και βασιλέα του Ισραήλ, τον κτηνοτρόφο, τον οποίο καθιστά Προφήτη, τον ευφυή νέο, τον οποίο καθιστά κριτή των ηλικιωμένων, ενώ τους αλιείς τους καθιστά σοφούς και διδασκάλους. Δεν παραλείπει βεβαίως να αναφερθεί στον τελώνη, τον οποίον αναδεικνύει Ευαγγελιστή, και στον διώκτη του χριστιανισμού Σαύλο, του οποίου μεταθέτει τον ζήλο και μετατρέπει την κακία σε ευσέβεια76.
Προκειμένου, λοιπόν, να αναδειχθεί το γνήσιο και αγαθό περιεχόμενο του Ευαγγελίου επιλέγει ο Ιησούς, σύμφωνα και με τον Ωριγένη, εκείνους ως διδασκάλους του δόγματος, οι οποίοι ήταν απαλλαγμένοι από την “πανούργον σοφιστεία” των Ελλήνων φιλοσόφων, που χαρακτηρίζεται από την πιθανότητα και την οξύτητα, καθώς και από τον ρητορικό τρόπο εκφράσεως των δικαστηρίων. Ο σκοπός αυτής της επιλογής είναι, μέσω της απλότητος του λόγου, η ανάδειξη της δυναμικής της πίστεως, η οποία μπορεί να καταστεί οδηγός της χριστιανικής ζωής.
Συγχρόνως δε φανερώνεται και ο ρόλος της τεχνολογίας στην έρευνα της αληθείας, ο οποίος αποκρύπτει το περιεχόμενο της τελευταίας προτάσσοντας και αναδεικνύοντας τη σημαντικότητα της επιστημονικής μόρφωσης. Η «αλιεία», συνεπώς, των άσημων και αγραμμάτων ανθρώπων από το Θεό στη διάδοση του ευαγγελικού μηνύματος καταδεικνύει την ευαγγελική αλήθεια ισχυρότερη κάθε ανθρώπινης ικανότητος και τεχνολογίας του λόγου77.
Επομένως, γίνεται σαφές ότι η γνώση του Θεού δεν αποκτάται μέσω των ανθρωπίνων ικανοτήτων, διά των οποίων μπορεί το περιεχόμενο του δόγματος να προσαρμοστεί στην αντίληψη του ανθρώπου και τοιουτοτρόπως να αλλοιωθεί το περιεχόμενο της αληθείας, αλλά μέσω του Αγίου Πνεύματος, το οποίο συντελεί στην υπέρβαση των πεπερασμένων ορίων και δυνατοτήτων της κτιστής φύσεως. Αυτό φάνηκε, κατά τον αγ. Γρηγόριο το Θεολόγο, την ημέρα της Πεντηκοστής, κατά την οποία οι Απόστολοι αξιώθηκαν «θειοτέρας δυνάμεως, πολλῷ μᾶλλον ἀνυούσης ἤπερ ἀνύειν δύνασθαι δοκεῖ περιβολὴ λόγων καὶ λέξεων σύνθεσις καὶ μετὰ διαιρέσεων καὶ τεχνολογίας ἑλληνικῆς ἀκολουθία»78 και ομιλούσαν τις γλώσσες των ακροατών καλλιεργώντας την ενότητα. Το αντίθετο συμβαίνει στη Βαβέλ, όπου η υπεροψία των ανθρώπων οδήγησε στη σύγχυση και διάκριση των γλωσσών. Αναφερόμενος στο ἐν λόγῳ γεγονός ο Δαβίδ λέει: «καταπόντισον, κύριε, καὶ καταδίελε τὰς γλώσσας αὐτῶν, ὅτι εἶδον ἀνομίαν καὶ ἀντιλογίαν ἐν τῇ πόλει»79 καί ὁ ἅγ. Γρηγόριος ἐξηγεῖ: «Ὅτι ἠγάπησαν πάντα τὰ ῥήματα καταποντισμοῦ γλῶσσαν δολίαν· μόνον οὐχὶ φανερῶς τὰς ἐνταῦθα γλώσσας καταιτιώμενος, αἳ θεότητα τέμνουσιν»80
Γι' αυτό, η διάκριση θεολογικού λόγου και φιλοσοφικού στοχασμού, θεολογίας και τεχνολογίας, ὁδηγεῖ ἔν τινι μέτρῳ στή διάκριση Θεολογίας καί Οἰκονομίας 81, που, εάν και είναι δύο διαφορετικές οντολογικές περιοχές, εφ' όσον το περιεχόμενο της Θεολογίας είναι ο αυθύπαρκτος και αΐδιος Τριαδικός Θεός και της Οικονομίας οι «δραματικές, ιστορικές και αιώνια ακατάληπτες φάσεις της δημιουργίας και αναδημιουργίας»82, ωστόσο συνδέονται μεταξύ τους, διότι μέσα στην Οικονομία αποκαλύπτεται ο Θεός μέσω των ακτίστων ενεργειών του εν Αγίω Πνεύματι. Διαφορετική, όμως, πορεία από την ορθόδοξη πατερική διδασκαλία ακολουθεί η δυτική θεολογική παράδοση, η οποία αναζητά τη σύνθεση Θεολογίας και Οικονομίας επί τη βάσει της φιλοσοφίας και της συλλογιστικής απορρίπτοντας την ενεργειακή παρουσία του Θεού μέσα στον κόσμο. Η συγκεκριμένη, όμως, ερμηνευτική προσέγγιση οδηγεί εν τέλει στην ταύτιση Θεολογίας και Οικονομίας με αποτέλεσμα να μην περιορίζεται αποκλειστικά στην διά της Οικονομίας περιγραφή του μυστηρίου του Τριαδικού Θεού, αλλά να προχωρεί στην ανάλυσή του με περαιτέρω επιστημονικές και φιλοσοφικές διατυπώσεις. Έτσι προσαρμόζει το μυστήριο της αιδίου Τριάδος στην ανθρώπινη αντιληπτική ικανότητα προβάλλοντας και τηγορίες και έννοιες της κτιστής πραγματικότητος 83.
Σημειώσεις
72. Στην διάκριση αὐτή προχωρεῖ ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅταν περιγράφει τα κίνητρα πού ὁδήγησαν το φιλόσοφο Ἥρωνα να προτιμήσει τήν «ημετέραν» φιλοσοφία ἀντί τῆς «ἔξω» φιλοσοφίας, λέγοντας: «Ἐπειδὴ οὕτω διενοήθη, τοῦτο μὲν οὐδὲ βουλῆς ἠξίωσε, ποτέραν δεῖ τῶν φιλοσοφιῶν ἐλέσθαι μᾶλλον, τὴν ἔξω καὶ παίζουσαν τὰς τῆς ἀληθείας σκιὰς ἐν τῷ τῆς φιλοσοφίας σχήματι καὶ προβλήματι, ἢ τὴν ἡμετέραν καὶ ταπεινὴν μὲν τῷ φαινομένῳ, ὑψηλὴν δὲ τῷ κρυπτομένῳ, καὶ πρὸς Θεὸν ἄγουσαν· ἀλλὰ πάσαις ψήφοις αἱρεῖται τὴν ἡμετέραν, μηδὲν ὅλως ἐπὶ τὰ χείρω παρατραπεὶς τὴν διάνοιαν, μηδὲ ὑπὸ τῆς τῶν λόγων κομψείας παρασυρείς, ᾗ μέγα φρονοῦσιν οἱ τὰ Ἑλλήνων φιλοσοφοῦντες» (Εἰς Ἥρωνα τὸν φιλόσοφον, PG 35, 1204A).
73. Σε αὐτήν τή συνάφεια, ἴσως προκαλεῖ ἐντύπωση ἡ ἔλλειψη ἀναφορᾶς ἀπὸ μέρους τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου τῶν διαφόρων αἱρεσιαρχῶν καί ἡ στροφή τῶν ἐπισημάνσεών του σε μία διαφορετική κατηγορία παραγόντων, οἱ ὁποῖοι λειτουργοῦν διασπαστικά ὡς πρὸς τὴν πίστη, τὴν ὁποία καλεῖται νὰ ὑπερασπιστεῖ ἡ θεολογία. Διαφωτιστικά καί παράλληλα μὲ ὅσα ἀναφέρει ὁ ἱερός πατήρ, εἶναι αὐτά πού παρατηρεῖ ἀπό μία διαφορετική οπτική ὁ Ἰω. Θεοδωρακόπουλος. Βλ. κατ. σημ. 75.
74. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Εἰς Ἥρωνα τὸν φιλόσοφον, PG 35, 1205 BC.
75. Όπ.π., PG 35, 1208C-1209C. Τήν πολιτική ὡς τὴν κυριότερη αἰτία διασπάσεως τῆς σχέσεως λογικῆς καί πίστεως, ἐπιστήμης καί θεολογίας ἐπισημαίνει ὁ Ἰω. Θεοδωρακόπουλος. Κατ' αὐτόν, ή πολιτική ἐπιζητεῖ νὰ ἀντικαταστήσει τὴν πίστη ὡς μία νέα κοσμοθεωρία καί νά ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ ὡς ἡ μόνη κυρίαρχος. Ζητά «νά ἀπαλλοτριώσῃ τὴν ἐσωτερικότητα τοῦ ἀνθρώπου, να δημεύσῃ τὸ ἄδυτον τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ θεοποιήσῃ τὸν ἑαυτόν της, δηλαδὴ τὴν δύναμίν της». Ἔτσι, «άμφισβητεῖ τὸ δικαίωμα ζωῆς εἰς ἰδέας ἀντιθέτους πρὸς αὐτήν» καί «εἰς ὅσους εἶναι ἀντίθετοι πρὸς τὸν δογματισμόν της». Ἀπό τήν πολιτική, βέβαια, δέν ἀπειλεῖται μόνον ἡ πίστη, ἀλλά καί ἡ ἐπιστήμη, «διότι ἕνα μεγάλο μέρος τῆς ἐπιστήμης ὀργανώνεται κατὰ τὰς ἀνάγκας τῆς πολιτικῆς» περιορίζοντας τοιουτοτρόπως τὴν ἐπιστήμη στήν ἐξυπηρέτηση τῶν πολιτικῶν συμφερόντων («Πίστις καὶ λογική», ὅπ.π., σελ. 386 κ.έξ.).
76. Τοῦ ἰδίου, Εἰς τὴν Πεντηκοστὴν (Λόγος ΜΑ΄), PG 36, 448BC. Πρβλ. Ιω. 3,5· Α΄ Βασ. 11 και 16, 12 κ.εξ· Αμὼς 1, 1· Δαν. 2, 45· Μτ. 4, 18· Мк. 3, 17 Μτ. 9,9· Πραξ. 8, 3 κ.εξ.
77. ΩΡΙΓΕΝΗΣ, Κατὰ Κέλσου ΙΙΙ, 39, στο Origène. Contre Celse, SC 136, ἐπ. ἔκδ. Μ. Borret, εκδ. Cerf, Paris 1968, σελ. 92 κ.εξ. (PG 11, 969D-972B).
78. Όπ.π. (PG 11, 972B).
79. Ψαλμ. 54, 10.
80. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Εἰς τὴν Πεντηκοστὴν (Λόγος ΜΑ΄), PG 36, 449A-452A.
81. H Silvia Cichon-Brandmaier στήν εἰσαγωγή τῆς μελέτης της γιά τή σχέση μεταξύ οἰκονομικῆς καί ἀϊδίου Τριάδος στον Karl Rahner και Hans Urs von Balthasar ἐπισημαίνει: «Die Kappadozier kommen in ihrer Absetzung vom Arianismus zu einer Unterscheidung von Theologie als immanenter Goteslehre und Ökonomie als Aussagen zur Heilsveranstaltung. Diese erste, noch nicht immer konsequente Unterscheidung verschärft sich in der Folgezeit, wenn Gregor Palamas eine Entsprechung von ökonomischer und immanenter Trinität ablehnt»(Ökonomische und immanente Trinität. Ein Vergleich der Konzeptionen Karl Rahners und Hans Urs von Balthasars, ἐκ. Friedrich Pustet, Regensburg 2008, σελ. 28 κ.εξ.). [«Κατά τον διαχωρισμό τους από τον Αρειανισμό, οι Καππαδόκες καταλήγουν σε μια διάκριση μεταξύ της θεολογίας ως εμμενούς διδασκαλίας του Θεού και της οικονομίας ως δήλωσης για το γεγονός της σωτηρίας. Αυτή η πρώτη διάκριση, η οποία δεν ήταν πάντοτε συνεπής, οξύνθηκε στη συνέχεια, όταν ο Γρηγόριος Παλαμάς απέρριψε μια αντιστοιχία μεταξύ της οικονομικής και της ενυπάρχουσας Τριάδας»]
82. Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Γ΄, όπ.π., σελ. 56.
83. Ἡ καθηγ. Δ. Λιάλιου ἀναφερόμενη στη διαφορά μεταξύ τῶν Ἑλλήνων Πατέρων καί τῆς δυτικῆς σκέψεως ὡς πρός τήν ἐρμηνεία τῶν πατερικῶν κειμένων ἐπισημαίνει τον κίνδυνο τῆς ἑρμηνείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μέσῳ ἐπιστημονικῶν καί φιλοσοφικών μεθόδων καί στοχασμῶν, ὅταν «σύγχρονοι δυτικοί θεολόγοι ... ἀπορρίπτουν τὴν πατερικὴ ἀκρίβεια τῆς μεθόδου προσεγγίσεως τῆς θεολογίας, ὡς λόγου περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, μέσῳ τῆς οἱκονομίας». Στην περίπτωση αὐτή, «ὁ ἀνθρώπινος λόγος αὐτονομεῖται, γίνεται λόγος τῆς φυσικῆς θρησκείας, ἑνὸς εἴδους ἀνθρωποκεντρικῆς εἰδωλολατρίας, ποὺ δὲν ἀπέχει ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι θεολόγοι, ποὺ παραβλέπουν ἀπὸ σκοποῦ ἢ ἐξ ἀγνοίας τὴν οἰκονομία, καταγίνονται μὲ ἐκπληκτική ἐπίδοση στὴν ἐξιχνίαση τῶν ἐνδοτριαδικῶν σχέσεων ..., καθιστώντας κατά συνέπεια καὶ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἕνα ἀντιιστορικό σύστημα θεωρητικῶν διακριβώσεων» (Δ. ΑΘ. ΛΙΑΛΙΟΥ, Γρηγοριανά Α΄, ὅπ.π., σελ. 262).
ΦΤΑΣΑΜΕ ΗΔΗ ΣΕ ΕΝΑ ΝΕΥΡΑΛΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ:
" διάκριση Θεολογίας καί Οἰκονομίας 81, που, εάν και είναι δύο διαφορετικές οντολογικές περιοχές, εφ' όσον το περιεχόμενο της Θεολογίας είναι ο αυθύπαρκτος και αΐδιος Τριαδικός Θεός και της Οικονομίας οι «δραματικές, ιστορικές και αιώνια ακατάληπτες φάσεις της δημιουργίας και αναδημιουργίας»82, ωστόσο συνδέονται μεταξύ τους, διότι μέσα στην Οικονομία αποκαλύπτεται ο Θεός μέσω των ακτίστων ενεργειών του εν Αγίω Πνεύματι."
«Θεολογία» και «οικονομία»
Η Δύση δεν δέχτηκε ποτέ της την διάκριση «θεολογίας» και «οικονομίας». Εξάντλησε το Μυστήριο της Αγίας Τριάδος αποκλειστικά και μόνο στην «οικονομία». Αντιθέτως η παράδοση των Ελλήνων Πατέρων αρνήθηκε να θεωρήσει αναλογικά τον τρόπο υπάρξεως και την τάξη των υποστάσεων στη «θεολογία» σύμφωνα με τον τρόπο της οικονομικής τους φανέρωσης! Ο Θεός είναι ελεύθερος στη φύση του απ’ ό,τι ελεύθερα ανέλαβε με την «οικονομία». Ελεύθερα ο Θεός εισήλθε στην Ιστορία και στα πεπερασμένα όρια της πραγματικότητας του κτιστού αναλαμβάνοντας την σωτηρία του!Επειδή μετέχουμε εν Χριστώ στη ζωή των θείων προσώπων, γι’ αυτό και ομολογούμε πίστη στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα! Ο τρόπος όμως της μετοχής μας αυτής στην προσωπική ζωή του Θεού δεν είναι ταυτόσημος με τον τρόπο κατά τον οποίο υπάρχουν και κοινωνούν τα ίδια τα θεία πρόσωπα στην κοινή τριαδική ζωή!
Η σύγχυση ανάμεσα στη «θεολογία» και την «οικονομία» έφερε στην Ιστορία την πλάνη του Filioque. Και σήμερα φέρνει μια καινούρια χειρότερη πλάνη, τον τρόπο υπάρξεως του ανθρώπου σύμφωνα με τον τρόπο υπάρξεως των προσώπων της Αγίας Τριάδος, με Σχέσεις αγάπης, δημιουργώντας μια Εκκλησιολογία ανεξάρτητη από την Εν Χριστώ ζωή! Πριν ακόμη κατορθώσουμε να συνειδητοποιήσουμε τις καταστροφές που έφερε στην ανθρωπότητα η analogia entis, χανόμαστε στην ακόμη χειρότερη analogia Trinitatis!
Γιατί ο Θεός έγινε Άνθρωπος; (Άγιος Μάξιμος Ομολογητής)
"Τοῦτό ἐστι τὸ μακάριον, δι᾿ ὃ τὰ πάντα συνέστησαν τέλος"
«᾿Αλλὰ μὲ τὸ πολύτιμο αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θυσιάστηκε σὰν ἀμνὸς ἄμωμος καὶ ἄσπιλος, κι ἦταν βέβαια προορισμένος πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου, ἀλλὰ φανερώθηκε γιὰ χάρη μας αὐτὰ τὰ τελευταῖα χρόνια»1.
Προορισμένος ἀπὸ ποιόν;
Προορισμένος ἀπὸ ποιόν;
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ ὁ λόγος τῆς Γραφῆς τὸ ὀνόμασε Χριστὸ καὶ τὸ βεβαιώνει μὲ σαφήνεια ὁ μέγας ᾿Απόστολος λέγοντας, «τὸ μυστικὸ σχέδιο, ποὺ ἦταν κρυμμένο ἀπὸ ὅλες τὶς γενεές, φανερώθηκε τώρα»2, ἐννοώντας δηλαδὴ ὡς τὸν Χριστό, τὸ μυστικὸ σχέδιο μὲ τὸν Χριστό. Αὐτὸ εἶναι ὁλοφάνερα ἡ ἄρρητη καὶ ἀκατάληπτη ὑποστασιακὴ ἕνωση τῆς θεότητας καὶ τῆς ἀνθρωπότητας, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ ταυτότητα πλήρη τὴν ἀνθρωπότητα μὲ τὴ θεότητα ἐξαιτίας τῆς ὑπόστασης καί, κάνοντας μία τὴν ὑπόσταση τὴ σύνθετη ἀπὸ τὰ δύο, χωρὶς ἡ φυσικὴ διαφορὰ τῆς οὐσίας τους νὰ προκαλέσει σ᾿ αὐτὴν καμμιὰ μείωση σὲ ὁτιδήποτε.
Τὸ μυστήριο τοῦτο [τοῦ Χριστοῦ] προγνώριζε ὁ Πατέρας καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα.
῾Ο Πατέρας γιατὶ ἔτσι εὐδόκησε, ὁ Υἱὸς γιατὶ ἦταν ὁ αὐτουργός, καὶ τὸ Πνεῦμα γιατὶ συνεργαζόταν σ᾿ αὐτό. Γιατὶ εἶναι μία ἡ γνώση τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἐπειδὴ εἶναι μία καὶ ἡ οὐσία καὶ ἡ δύναμη. Δὲν ἀγνοοῦσε δηλαδὴ ὁ Πατέρας ἢ τὸ ἅγιο Πνεῦμα τὴ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ, γιατὶ ὑπῆρχε σὲ ὁλόκληρο τὸν Υἱό, ποὺ αὐτουργοῦσε τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας μὲ τὴ σάρκωσή Του, ὅλος κατὰ τὴν οὐσία Του ὁ Πατέρας, ὄχι βέβαια μὲ σάρκωσή Του, ἀλλὰ εὐδοκώντας γιὰ τὴ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ, καὶ ὁλόκληρο τὸ ἅγιο Πνεῦμα κατὰ τὴν οὐσία Του ὑπῆρχε στὸν Υἱό, ὄχι λαμβάνοντας σάρκα, ἀλλὰ συνεργώντας μὲ τὸν Υἱὸ στὴν ἀπόρρητη γιὰ μᾶς σάρκωσή Του.
Εἴτε λοιπὸν πεῖ κάποιος Χριστό, εἴτε μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, τὴν πρόγνωση γι᾿ αὐτὸ κατὰ τὴν οὐσία τὴν ἔχει μόνη ἡ ἁγία Τριάδα, ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Κι ἄς μὴν ἀναρωτηθεῖ κανένας πῶς ὁ Χριστός, ἐνῶ εἶναι ἕνας ἀπὸ τὴν ἁγία Τριάδα, γίνεται ἀντικείμενο πρόγνωσής της, ἔχοντας ὑπόψη ὅτι δὲν ἔγινε πρόγνωση τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεοῦ, ἀλλὰ ὡς ἀνθρώπου, ἔγινε δηλαδὴ πρόγνωση τῆς κατ᾿ οἰκονομίαν σάρκωσής του γιὰ χάρη τοῦ ἀνθρώπου. Γιατὶ ὅ,τι ὑπάρχει αἰώνια ποτὲ δὲν προγνωρίζεται ἀπὸ ἕνα ἄλλο αἰώνιο. Γιατὶ ἡ πρόγνωση γίνεται γιὰ ὅσα ἔχουν ἀρχὴ στὸ εἶναι καὶ γιὰ κάποια αἰτία.
Προγνωρίσθηκε λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἀπὸ πρὶν ὄχι γι᾿ αὐτὸ ποὺ ἦταν κατὰ φύση γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γι᾿ αὐτὸ ποὺ φάνηκε ὅτι ἔγινε ἀργότερα γιὰ μᾶς κατ᾿ οἰκονομία. ῎Επρεπε δηλαδὴ ἀληθινὰ ὁ φυσικὸς δημιουργὸς τῆς οὐσίας τῶν ὄντων νὰ γίνει αὐτουργὸς καὶ τῆς κατὰ χάρη θέωσης τῶν δημιουργημάτων, ὥστε ὁ δωρητὴς τοῦ εἶναι νὰ φανεῖ δωρεοδότης καὶ τῆς μακαριότητας. ᾿Επειδὴ λοιπὸν κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα δὲν γνωρίζει καθόλου τὸν ἑαυτό του ἢ κάποιο ἄλλο τί εἶναι ὡς πρὸς τὴν οὐσία, εἶναι εὔλογο ὅτι κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα δὲν ἔχει κατὰ τὴ φύση τὴν ἱκανότητα πρόγνωσης κανενὸς ἀπὸ ὅσα θὰ γίνουν, πλὴν μόνο ὁ Θεὸς ὁ πάνω ἀπὸ τὰ ὄντα, ποὺ καὶ τὸν ἑαυτό Του γνωρίζει τί εἶναι κατὰ τὴν οὐσία καὶ γιὰ ὅλα ὅσα δημιούργησε καὶ πρὶν ἀκόμα γίνουν εἶχε ἀπὸ πρὶν τὴ γνώση τῆς ὕπαρξής τους κι ἔμελλε κατὰ χάρη νὰ φιλοδωρήσει τὰ ὄντα μὲ τὴ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ τους καὶ τῶν ἄλλων, τί εἶναι στὴν οὐσία τους, καὶ νὰ φανερώσει τοὺς λόγους ποὺ ὑπάρχουν ἑνιαῖα σ᾿ αὐτὸν ἀπὸ πρίν.
῾Αγίου Μαξίμου ῾Ομολογητοῦ, Πρὸς Θαλάσσιον Περὶ Διαφόρων ᾿Απόρων τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, ᾿Ερώτησις Ξʹ.Ε.Π.Ε. τ. 14Γ, σελ. 186-195, Θεσσαλονίκη 1992)
Η ΝΕΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΝΕΙ ΛΟΓΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ. Η ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΜΑΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΟΜΩΣ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤ'ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΝ ΣΑΡΚΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΧΑΡΙΝ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου