Τετάρτη 19 Μαρτίου 2025

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ - ΞΙΩΝΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ (3)

 Συνέχεια από: Παρασκευή 14 Μαρτίου 2025

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ 

ΟΤΙ ΚΑΙ ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΕΚ ΘΕΟΥ ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ

ΞΙΩΝΗΣ Ρ. ΝΙΚΟΛΑΟΣ

Αναπληρωτής Καθηγητής Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας ΕΚΠΑ

                              ΕΙΣΑΓΩΓΗ

                                                2. Η διά του νοός γνώση του Θεού

Η διαφοροποίηση αυτή του αγ. Γρηγορίου του Παλαμά ως προς τη δυνατότητα των ανθρώπων να γνωρίσουν το Θεό μέσω της φιλοσοφικής σκέψεως δεν σημαίνει φυσικά και άρνηση της φιλοσοφίας γενικότερα 41. Η χρήση των λογικών ικανοτήτων του ανθρώπου στην αναζήτηση και γνώση της αποκεκαλυμμένης αληθείας δεν απορρίπτεται ούτε από τον αγ. Γρηγόριο το Θεολόγο, ούτε από τον αγ. Γρηγόριο τον Παλαμά 42. Η διαφοροποίησή τους αναφέρεται στον τρόπο που χρησιμοποιεί ο νούς την προσληφθείσα από αυτόν γνώση 43. Επομένως, τόσο ο νούς, ο οποίος χρησιμοποιεί εαυτόν καλώς, όσο και η φιλοσοφία, η οποία παράγεται από έναν “καλό” νού, δεν χαρακτηρίζονται ως πονηροί και κακοί. Η κακή και αποκλειστική χρήση του νού, δηλαδή η εμπιστοσύνη στη λογική ικανότητα του νοός, είναι αυτή που οδηγεί έναν νού στην ανοησία και στο σκότος, εφ' όσον «το φως εκείνο [κατά τη μεταμόρφωση του Ιησού Χριστού στο όρος Θαβώρ] και γνόφος θείος ονομάζεται, ου μόνον κατ' αφαίρεσιν, αλλά και κατά απόπαυσιν πάντων και των αισθητών και των λογισμών και των νοημάτων εγγινόμενος» 44. Ο σκοτισμός του νοός και η αδυναμία του να φθάσει στη γνώση του Θεού οφείλονται στο ότι το γνωστικό του επιστητό περιορίζεται στο σχήμα και στη μορφή των αντικειμένων, που κατ' ανάγκην έχουν τα αισθητά, ή στις λογικές κατηγορίες και προϋποθέσεις του ορθού λόγου, στις οποίες υπόκεινται τα νοητά και οι οποίες εν τέλει αφορούν στην κτιστή πραγματικότητα 45.

 Για να καταστεί ο νούς ικανός να διεισδύσει στο περιεχόμενο της θείας αποκαλύψεως και να γνωρίσει, κατά το εφικτόν, το Θεό, θα πρέπει να απαλλαγεί από τα κατ' αίσθησιν αντιλαμβανόμενα πράγματα και από τις εξαρτώμενες από την αισθητή πραγματικότητα λογικές έννοιες 46. Όσο περιορίζεται, όμως, στην ερμηνεία των αισθητών και νοητών πραγμάτων εντός των κατηγοριών της κτιστής πραγματικότητος, αδυνατεί να γνωρίσει το “σημαινόμενο” του γνωστικού του επιστητού, που είναι η αποκάλυψη του Θεού μέσα στην κτίση, και οδηγείται στη φαντασία και το ψεύδος. Έτσι, ο τρόπος, σύμφωνα με τον οποίο χρησιμοποιείται ο νούς για τη γνώση και την ερμηνεία της αποκεκαλυμμένης αληθείας προσδιορίζει τον καλό ή κακό χαρακτήρα της φιλοσοφίας. Γι' αυτό κριτήριο ελέγχου του “αληθινού” φιλοσόφου δεν είναι, κατά τον αγ. Γρηγόριο τον Παλαμά, ο νούς καθ' εαυτόν, προϊόν του οποίου είναι η φιλοσοφία και η επιστήμη, αλλά το αποτέλεσμα, στο οποίο καταλήγει ο φιλόσοφος χρησιμοποιώντας τη λογική. Το αποτέλεσμα αυτό γίνεται στη συνέχεια η «λυδία λίθος» της φιλοσοφίας και φανερώνοντας τον κακό ή καλό τρόπο χρήσεως αυτής, δηλαδή τον καλό η κακό τρόπο χρήσεως της επιστημονικής γνώσεως, διακρίνει την αληθινή φιλοσοφία από τη σοφιστεία και την ανθρώπινη «μωρία». Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο νούς, όπως και όλες οι φυσικές δυνάμεις του ανθρώπου, είναι κατά φύση καλόν και «οὐδὲν κακόν, ἢ ἐστι, κακόν ἐστιν, ἀλλ᾽ ᾗ τῆς καταλλήλου καὶ προσηκούσης ἐνεργείας καὶ τοῦ τῆς ἐνεργείας τέλους ἀποπέπτωκε» 47.

Για να γίνει όσο το δυνατόν περισσότερο κατανοητή η σημασία του τρόπου χρήσεως του νού στη διαδικασία γνώσεως του Θεού, θα πρέπει παρενθετικά να εξεταστεί τι είναι καλό και τι είναι κακό κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας.

Ο Μ. Βασίλειος θα διατυπώσει τον ορισμό της κακίας ως εξής:


«Καὶ ἔστιν οὗτος κακίας ὄρος, ἡ πονηρά, καὶ παρ' ἐντολὴν τοῦ Κυρίου χρῆσις τῶν ἐπ᾿ ἀγαθῷ παρὰ τοῦ Θεοῦ δεδομένων ἡμῖν· ὥσπερ οὖν, τῆς παρὰ Θεοῦ ἐπιζητουμένης άρετῆς, ἡ ἐξ ἀγαθοῦ τοῦ συνειδότος κατ᾿ ἐντολὴν τοῦ Κυρίου χρῆσις αὐτῶν» 48.

Το ίδιο και ο αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο οποίος, αναφερόμενος στον χαρακτήρα των φυσικών δυνάμεων του ανθρώπου, θα παρατηρήσει ότι η «παράχρησις» οδηγεί στο κακό«καὶ οὐκ αὐταὶ αἱ δυνάμεις οὐδὲ ἡ χρῆσις αὐτῶν ἐστιν ἡ κακή, ἀλλ᾿ ὁ κακός τρόπος τῆς χρήσεως ὁ παρὰ τὸν νόμον τοῦ δεδωκότος θεοῦ»49. Ἔτσι, ἀναφερόμενος ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, ὁ ὁποῖος παρατηρεῖ: «πρὸς τὸν αἴτιον καὶ αὐτῶν τῶν ὄντων καὶ τῆς γνώσεως αὐτῶν ἐχρῆν ἀνάγεσθαι τοὺς ἀληθεῖς φιλοσόφους» 50, ἀναφέρει: «Εἰ γοῦν ὁ ἀληθής φιλόσοφος ἀνάγεται πρός τόν αἴτιον, ὁ μή ἀναγόμενος οὐκ ἀληθής, οὐδ᾿ ἔχων σοφίαν, ἀλλ᾿ οἷον σοφίας ἀληθινῆς ἀπατηλόν εἴδωλον καί στέρησιν σοφίας, ἀλλ᾿ οὐ σοφίαν. Τήν γοῦν τῆς σοφίας στέρησιν, πῶς ἄν εἴη «Θεοῦ σοφίαν» προσεπεῖν; Ἄλλως τε καί ὁ δαιμόνιος νοῦς, ᾗ νοῦς, καλόν, ᾗ δ᾿ ἑαυτῷ κακῶς χρῆται, πονηρόν»51. Όταν, επομένως, ο νούς δεν χρησιμοποιείται καταλλήλως, ώστε να διεισδύσει μέσω των φαινομένων στο κρυπτόμενο και το “ένσημαινόμενο" και να φθάσει στη γνώση του Θεού, τότε περιορίζεται σε μία έννοια περί Θεού, η οποία εκφράζει την ειδωλολατρική θεώρηση του κόσμου και ταυτίζεται με την κακία και την αμαρτία 52. Αυτό οφείλεται στο σκοπό όλων εκείνων που επιζητούν τη σοφία του Θεού στα κτιστά όντα, και των οποίων τόσο το «έργον» όσο και το «τέλος» δεν είναι η εύρεση της αληθείας και η δοξολογία του Δημιουργού 53, αλλά η “αυτοθέωση” του ανθρώπου 54, η οποία στηρίζεται στην ευχαρίστηση των «εντυγχανόντων». Ο Μ. Βασίλειος λέγει: «Μονότροπός ἐστιν ὁ τοῦ Χριστιανοῦ βίος, ἕνα σκοπὸν ἔχων, τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Εἴτε γὰρ ἐσθίετε, εἶτε πίνετε, εἴτε τι ποιεῖτε, πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε, φησὶν ὁ ἐν Χριστῷ λαλῶν Παῦλος. Πολύτροπος δὲ καὶ ποικίλος ὁ τῶν ἔξωθεν βίος, ἄλλοτε ἄλλως πρὸς τὴν ἀρέσκειαν τῶν ἐντυγχανόντων μεταπλασσόμενος»55.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τα ανωτέρω δεν απορρίπτεται «η των έξω φιλοσόφων γνώσις» και η λογική επεξεργασία των κτιστών όντων, μέσω των οποίων μπορεί ο άνθρωπος να αναχθεί στον Κτίστη και να χειραγωγείται προς τα υψηλότερα και μεγαλύτερα 56. Βασική, όμως, προϋπόθεση της αναγωγής αυτής είναι, κατά τον αγ. Γρηγόριο τον Παλαμά, η καθαίρεση της παρά της φιλοσοφίας προκληθείσης οιήσεως 57, η οποία εγκλωβίζει το νού στον φιλοσοφικό ορθολογισμό και τον επιστημονικό τύφο 58. Στην οίηση αναφέρεται και ο αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος, όταν βλέπει ως αιτία των αιρέσεων την κενοδοξία, και διερωτώμενος επισημαίνει: «Τί δ' ἂν εἴποι τις περὶ τῶν διὰ κενοδοξίαν ἢ φιλαρχίαν, ἀδικίαν εἰς τὸ ὕψος λαλούντων, Ἰαννοῦ τινος ἢ Ἰαμβροῦ μεγαληγορίας, οὐ κατὰ Μωϋσέως, τῆς δ᾽ ἀληθείας ὁπλιζομένων, καὶ τῆς ὑγιαινούσης κατεξανισταμένων διδασκαλίας; ἢ τῆς τρίτης μοίρας τῶν δι᾽ ἀπαιδευσίαν καὶ τὴν ἐπομένην ταύτῃ θρασύτητα ὁμόσε παντὶ λόγῳ χωρούντων συώδει πάθει, καὶ καταπατούντων τοὺς καλοὺς μαργαρίτας τῆς ἀληθείας;»[Τι θα μπορούσε να πει κανείς για εκείνους που, λόγω κενοδοξίας ή φιλαρχίας, μιλούν με αλαζονεία για την αδικία, μιμούμενοι τη μεγαλοστομία κάποιου Ιαννού ή Ιάμβρου, όχι σύμφωνα με τον Μωυσή, αλλά εξοπλισμένοι με την ψεύτικη αλήθεια και εναντιούμενοι στην υγιή διδασκαλία; Ή για την τρίτη κατηγορία εκείνων που, λόγω αμάθειας και της ακολούθου θρασύτητάς τους, προχωρούν αδιάντροπα σε κάθε συζήτηση, κυριαρχούμενοι από χοιρώδες πάθος, και ποδοπατούν τα ωραία μαργαριτάρια της αλήθειας;]59.

Η αιτία, λοιπόν, της ανωτέρω επιστημονικής οιήσεως, η οποία συνδυαζομένη με την ματαιοδοξία και τη φιλαρχία οδηγεί στην κακή χρήση του νοός και στη δημιουργία αιρετικών κακοδοξιών, οφείλεται, κατά τον αγ. Γρηγόριο το Θεολόγο, στη θερμή υποστήριξη απόψεων από ανθρώπους, που, ενώ είναι γενναίοι, χαρακτηρίζονται, ωστόσο, από την αλογία, την αμάθεια και το παράγωγο αυτής θράσος 60. Η «αλογία», στην οποία αναφέρεται ο αγ. Γρηγόριος ως χαρακτηριστικό γνώρισμα των αιρετικών και διασπαστικών μελών του σώματος της Εκκλησίας, δεν σημαίνει βεβαίως το επιστημονικό τους έλλειμμα, αλλά την κυριαρχία του ορθολογισμού, όταν η γνώση δεν δουλαγωγεί το λόγο, παρά ο ορθός λόγος προσδιορίζει τη γνώση 61. Εάν, όμως, ο λόγος καθοδηγείται από τη γνώση και την πίστη, τότε απαλλαγμένος από τις αγκυλώσεις της νοησιαρχικής σκέψεως καταλήγει στο να γνωρίσει Θεόν Πατέρα έναν, «ἄναρχον, καὶ ἀγέννητον, καὶ Υἱὸν ἕνα γεγεννημένον ἐκ τοῦ Πατρός, καὶ Πνεῦμα ἓν ἐκ Θεοῦ τὴν ὕπαρξιν ἔχον, παραχωροῦν Πατρὶ μὲν ἀγεννησίας, Υἱῷ δὲ γεννήσεως· τὰ δὲ ἄλλα συμφυές, καὶ σύνθρονον, καὶ ὁμόδοξον, καὶ ὁμότιμον»62. Η οποιαδήποτε άλλη ενασχόληση με την πίστη της Εκκλησίας, η οποία δεν έχει την προθυμία της ελπίδος να γνωρίσει το Θεό 63, είναι, κατά τον Θεολόγο Γρηγόριο, φλυαρία και βέβηλες λογικές κενοφωνίες 64, οι οποίες αρμόζουν σε αργόσχολους, και οδηγούν στη διάσπαση της ενότητος της Εκκλησίας υποστηρίζοντας ή περισσότερους του ενός Χριστούς ή τον άνουν άνθρωπον ή τον φαινόμενον Χριστό ή, τέλος, πλήθος πνευμάτων 65. Τονίζοντας, λοιπόν, τη χρησιμότητα του μέτρου στην προσέγγιση του Θεού από τον άνθρωπο, το οποίο εξασφαλίζεται από το λόγο και την πίστη, ο αγ. Γρηγόριος Ναζιανζηνός λέγει: «Μηδεὶς οὖν ἔστω πλέον ἢ καλῶς ἔχει σοφός, μηδὲ τοῦ νόμου νομιμώτερος, μηδὲ λαμπρότερος τοῦ φωτός, μηδὲ τοῦ κανόνος εὐθύτερος, μηδὲ τῆς ἐντολῆς ὑψηλότερος. Ἔσται δὲ τοῦτο πῶς; Ἐὰν εἰδῶμε κόσμον, καὶ ἐπαινῶμεν φύσεως νόμον, καὶ ἐπώμεθα λόγῳ, καὶ μὴ ἀτιμάζωμεν εὐταξίαν» 66.

Ο φιλόσοφος νούς, λοιπόν, προκειμένου να φθάσει στη γνώση του Θεού, θα πρέπει να διαφοροποιηθεί τόσο από «τὴν περὶ τῶν νοερῶν καὶ θείων καὶ ἀρχῶν σαφῶς πεπλανημένην δόξαν», η οποία βασίζεται στην ορθολογική προσέγγιση του Θεού, όσο και από «τὴν ἐν τοῖς κτίσμασι μυθολογίαν», η οποία θεμελιώνεται στην ειδωλολατρική θεώρηση της κτιστής πραγματικότητος 67. Αλλά και σ' αυτήν την περίπτωση δεν επαρκεί η λογική ικανότητα του ανθρώπου, ώστε να φθάσει στη γνώση του Θεού. Ο φιλόσοφος θα πρέπει να χαρακτηρίζεται και από τη διάκριση την οποία διαθέτουν πολύ λίγοι και υπάρχει μόνον σε εκείνους που έχουν γυμνασμένα τα αισθητήρια της ψυχής προς διάκριση του καλού και του κακού 68. Θα πρέπει, δηλαδή, να χρησιμοποιείται ορθώς η επιστημονική γνώση, ώστε να αναγνωρίζεται το κρυπτόμενο στο φαινόμενο και ο Θεός στην κτίση και στην Ιστορία. Για την επίτευξη αυτής της γνώσεως απαιτείται επιπλέον ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος, διότι «ἡ παρὰ τῆς ἔξω παιδείας γνῶσις, εἰ καὶ καλῶς τις ταύτῃ χρῷτο, φύσεώς ἐστιν, ἀλλ᾽ οὐ χάριτος τὸ δόμα, διὰ τῆς φύσεως παρὰ θεοῦ κοινῇ πᾶσι δεδομένον καὶ μελέτῃ πρὸς ἐπίδοσιν ἀγόμενον»69. Προς επίρρωση του λόγου του σχετικά προς τον “φυσικό” χαρακτήρα της επιστημονικής γνώσεως, η οποία όμως, αν και χαρακτηρίζει όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, ωστόσο δεν επαρκεί για την προσέγγιση και γνώση του Θεού, επικαλείται ο αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς τον αγ. Γρηγόριο το Θεολόγο, ο οποίος αναφερόμενος στη μεταμορφωτική και ανακαινιστική δύναμη του Αγίου Πνεύματος διακρίνει την επιστημονική γνώση από τη χάριτι γνώση του Θεού, που είναι απαραίτητη για τη σωτηρία του ανθρώπου 70. Αυτό σημαίνει ότι η εν Αγίω Πνεύματι γνώση του Θεού δεν ικανοποιεί μόνον τη φυσική επιστημονική περιέργεια του ανθρώπου, γεγονός που συντελείται μέσω της κοινής επιστημονικής γνώσεως, αλλά προχωρεί ακόμη περισσότερο στη μόρφωση του ανθρώπου εν Χριστώ. Γι' αυτό, όταν ο αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφέρεται στο Άγιο Πνεύμα κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, περιγράφει τις προϋποθέσεις της γνώσεως και της θεολογικής εκφράσεως κάνοντας τη διάκριση αφ' ενός μεν του δόγματος από την τεχνολογία, αφ' ετέρου δε του με καθαρότητα μυστηριακού εορτασμού εντός της Εκκλησίας από τις θεατρικές εορταστικές παραστάσεις της αγοράς υπό την επίδραση της μέθης. Η γνώση του Θεού εν Αγίω Πνεύματι απαιτεί εξέταση μετά μεγάλης προσοχής και πνευματικής εγρηγόρσεως, εφ' όσον διά του Αγίου Πνεύματος συντελείται η τελείωση και ο φωτισμός των όντων 71.

Σημειώσεις 



41. Όπ.π., 1, 1, 16, σελ. 379: «Οὐ γὰρ περὶ φιλοσοφίας ἡμεῖς ἁπλῶς λέγομεν ἄττα λέγομεν νῦν, ἀλλὰ περὶ τῆς τῶν τοιούτων φιλοσοφίας».
42. Βλ. προηγούμενη ανάρτηση
43. Η επιφυλακτικότητα των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας έναντι της λογικής αναλύσεως του τριαδολογικού δόγματος οφείλεται, κατά τον Y. Congar, αφ' ενός μεν στον πρακτικό-παιδαγωγικό χαρακτήρα της χρήσεως του λόγου κατά τη διατύπωση της θείας αποκαλύψεως, αφ' ετέρου δε στην αντιπαράθεσή τους με τους Ευνομιανούς και ανομοίους, κατά την οποία διαπιστώνεται η υπέρβαση των συνηθισμένων λογικών εφαρμογών. Εξαίρεση, κατά τον Congar, αποτελούν οι αγ. Φώτιος και Νείλος Καβάσιλας, οι οποίοι χρησιμοποιούν λογικούς συλλογισμούς, προκειμένου να αναιρέσουν τη διδασκαλία σχετικά με το filioque. Βλ. Y. CONGAR, Der Heilige Geist, μτφρ. Α. Berz, εκδ. Herder, Freiburg i.B. 1982, σελ. 322 κ.εξ. Στην ανωτέρω παρατήρηση του Congar θα πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί, ότι οι αγ. Φώτιος και Νείλος Καβάσιλας χρησιμοποιούν τους λογικούς συλλογισμούς στην προσπάθειά τους να αναιρέσουν την επιχειρηματολογία των δυτικών θεολόγων που υπερασπίζονται την «και εκ του Υιού εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος». Στην προοπτική αυτή είναι πολύ φυσικό να χρησιμοποιούν λογικούς συλλογισμούς, εφ' όσον αυτοί ως όροι και κανόνες του διαλόγου επιβάλλονται από τους υποστηρικτές του filioque. Επομένως, δεν παρατηρείται καμμία διαφοροποίηση στην πατερική μεθοδολογία ως προς την ερμηνεία του τριαδολογικού δόγματος, εκτός από την προσαρμογή τους στους κανόνες του διαλόγου που ορίζονται κάθε φορά. Η μεθοδολογική αυτή αρχή ακολουθείται από όλους τους Πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς, οι οποίοι προσπάθησαν να αναιρέσουν τις αιρετικές κακοδοξίες.
44. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Αντιρρητικός 7, 6, 14, ΧΡΗΣΤΟΥ Γ΄, σελ. 471.
45. Βλ. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν Ζ΄, JAEGER V, σελ. 412 (PG 44, 729B): «... οὕτω καὶ πᾶσα ἡ κτίσις ἔξω ἑαυτῆς γενέσθαι διὰ τῆς καταληπτικῆς θεωρίας οὐ δύναται, ἀλλ᾽ ἐν ἑαυτῇ μένει ἀεὶ καὶ ὅπερ ἂν ἴδῃ, ἑαυτὴν βλέπει· κἂν οἰηθῇ τι ὑπὲρ ἑαυτὴν βλέπειν, τὸ ἐκτὸς ἑαυτῆς ἰδεῖν φύσιν οὐκ ἔχει» [Μετάφρ.: «Έτσι, και όλη η κτίση δεν μπορεί να βρεθεί έξω από τον εαυτό της μέσω της καταληπτικής θεωρίας, αλλά παραμένει πάντοτε μέσα στον εαυτό της, και ό,τι κι αν δει, βλέπει τον εαυτό της· και αν νομίζει ότι βλέπει κάτι πέρα από τον εαυτό της, δεν έχει τη φύση να δει έξω από τον εαυτό της»]. Πρβλ. Ν. ΞΙΩΝΗΣ, Οὐσία καὶ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἄγ. Γρηγόριο Νύσσης, ὅπ.π., σελ. 221 κ.εξ.
46. Χαρακτηριστική σχετικά είναι η παρατήρηση του αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου, για την οποία γίνεται λόγος στην αρχή της Εισαγωγής, σχετικά με τις προϋποθέσεις του περί Θεού φιλοσοφείν. Κατά τον ιερό Πατέρα, η ενασχόληση με το Θεό θα πρέπει να περιορίζεται στο «ὅτε, καὶ οἷς, καὶ ἐφ᾿ ὅσον». Αυτό σημαίνει ότι όσοι θέλουν να προχωρήσουν στη Θεολογία, θα πρέπει να είναι δοκιμασμένοι και προχωρημένοι στη θεωρία, αφού πρώτα έχουν προχωρήσει στην καθαρότητα του σώματος και της ψυχής και έχουν απαλλαχθεί «ἀπὸ τῆς ἔξωθεν ἰλύος καὶ ταραχῆς», ώστε το ηγεμονικό της ψυχής, δηλαδή ο λόγος, να μην συγχέεται «τοῖς μοχθηροῖς τύποις καὶ πλανωμένοις, οἷον γράμμασι πονηροῖς ἀναμιγνύντων κάλλη γραμμάτων, ἢ βορβόρῳ μύρων εὐωδίαν, δεῖ γὰρ τῷ ὄντι σχολάσαι, καὶ γνῶναι θεόν» [Πρὸς Εὐνομιανούς (Θεολογικός Α΄), 3, ὅπ.π., σελ. 225 κ.έξ.]. Κ. ΣΚΟΥΤΕΡΗΣ, Ἱστορία Δογμάτων. Ἡ Ὀρθόδοξη δογματική διδασκαλία καί οἱ νοθεύσεις της ἀπό τίς ἀρχές τοῦ τετάρτου αἰώνα μέχρι καὶ τὴν Τρίτη Οἰκουμενική Σύνοδο, τ. 2ος, Ἀθήνα 2004, σελ. 350.
47. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1, 1, 19, ΧΡΗΣΤΟΥ Α΄, σελ. 383. Πρβλ. ΑΓ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ, Περί θείων ὀνομάτων 4, 31-35, PG 3, 732B-736Α: «Πάντων καὶ τῶν κακῶν ἀρχὴ καὶ τέλος ἔσται τὸ ἀγαθόν, τοῦ γὰρ ἀγαθοῦ ἕνεκα πάντα, καὶ ὅσα ἀγαθὰ καὶ ὅσα ἐναντία, καὶ γὰρ καὶ ταῦτα πράττομεν τὸ ἀγαθὸν ποθοῦντες, οὐδεὶς γὰρ εἰς τὸ κακὸν ἀποβλέπων ποιεῖ, ὁ ποιεῖ ... Οὐκ ἄρα ὃν τὸ κακόν, οὐδὲ ἐν τοῖς οὖσι τὸ κακόν. Οὐδαμοῦ γὰρ τὸ κακόν, ἢ κακόν. Καὶ τὸ γίνεσθαι τὸ κακὸν οὐ κατά δύναμιν, ἀλλὰ δι' ἀσθένειαν. Καὶ τοῖς δαίμοσιν, ὁ μὲν εἰσι, καὶ ἐκ τάγαθοῦ καὶ ἀγαθόν. Τὸ δὲ κακὸν αὐτοῖς ἐκ τῆς τῶν οἰκείων ἀγαθῶν ἀποπτώσεως, καὶ ἀλλοίωσις ἡ περὶ τὴν ταὐτότητα καὶ τὴν ἔξιν ἀσθένεια τῆς προσηκούσης αὐτοῖς ἀγγελοπρεπούς τελειότητος ... Ἐν γνώσει δὲ ἁμαρτάνοντας καλεῖ τὰ λόγια τοὺς περὶ τὴν ἄληστον τοῦ ἀγαθοῦ γνῶσιν ἢ τὴν ποίησιν ἐξασθενοῦντας καὶ τοὺς εἰδότας «τὸ θέλημα» καὶ μὴ ποιοῦντας, τοὺς ἀκηκοότας μὲν, ἀσθε νοῦντας δὲ περὶ τὴν πίστιν ἢ τὴν ἐνέργειαν τοῦ ἀγαθοῦ. Καὶ ἀβούλητὸν τισι τὸ "συνιέναι τοῦ ἀγαθῦναι" κατὰ τὴν παρατροπὴν ἢ τὴν ἀσθένειαν τῆς βουλήσεως. Καὶ ὅλως τὸ κακόν, ὡς πολλάκις εἰρήκαμεν, ἀσθένεια καὶ ἀδυναμία καὶ ἑλλειψίς ἐστιν ἢ τῆς γνώσεως ἢ τῆς ἀλήστου γνώσεως ἢ τῆς πίστεως ἢ τῆς ἐφέσεως ἢ τῆς ἐνεργείας τοῦ ἀγαθοῦ».[Μετάφρ.: «Η αρχή και το τέλος όλων, ακόμα και των κακών, είναι το αγαθό, επειδή όλα γίνονται για χάρη του αγαθού, τόσο τα αγαθά όσο και αυτά που είναι αντίθετα με το αγαθό. Ακόμα και αυτά τα πράττουμε ποθώντας το αγαθό, διότι κανείς δεν πράττει βλέποντας προς το κακό, αλλά όποιος πράττει, το πράττει επιθυμώντας το αγαθό... Το κακό λοιπόν δεν υπάρχει, ούτε το κακό βρίσκεται ανάμεσα στα όντα. Πουθενά δεν υπάρχει το κακό, ούτε είναι κάτι κακό. Και το κακό δεν γίνεται από δύναμη, αλλά από αδυναμία. Ακόμα και στους δαίμονες, αυτοί υπάρχουν από το αγαθό και είναι καλοί στην ουσία τους. Το κακό σε αυτούς προέρχεται από την πτώση τους από τα δικά τους αγαθά και την αλλοίωση στην ταυτότητά τους και στην έξη τους, μια αδυναμία να διατηρήσουν την αγγελοπρεπή τελειότητα που τους αρμόζει... Οι λόγοι αποκαλούν αμαρτωλούς εκείνους που αμαρτάνουν εν γνώσει, είτε επειδή εξασθενούν στη γνώση του αγαθού που δεν λησμονιέται, είτε επειδή αδυνατούν στην πράξη του. Επίσης, εκείνους που γνωρίζουν το "θέλημα" αλλά δεν το πράττουν, εκείνους που έχουν ακούσει αλλά αδυνατούν ως προς την πίστη ή την ενέργεια του αγαθού. Και για μερικούς, το να κατανοήσουν το αγαθό γίνεται αδύνατο εξαιτίας της απομάκρυνσης ή της αδυναμίας της βούλησής τους. Και εν γένει το κακό, όπως έχουμε πει πολλές φορές, είναι αδυναμία και έλλειψη, είτε στη γνώση είτε στην αλησμόνητη γνώση είτε στην πίστη είτε στην επιθυμία είτε στην ενέργεια του αγαθού».]
48. ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Όροι κατὰ πλάτος Β΄, PG 31, 909B.
49. ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Κατὰ Μανιχαίων 14, KOTTER IV, σελ. 359 (PG 94, 1517CD). Βλ. ἐπίσης τοῦ ἰδίου, Περὶ δύο θελημάτων ἐν τῷ ἐνὶ Χριστῷ 19, KOTTER IV, σελ. 202 κ.έξ. (PG 95, 148D-149A) και 25, σελ. 207 κ.έξ. (PG 95, 156D-157A).
50. ΑΓ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ, Επιστολή Ζ΄, PG 3, 1080B.
51. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1, 1, 17, ΧΡΗΣΤΟΥ Α΄, σελ. 380.
52. Όπ.π., 1, 1, 17, σελ. 381. Σχετικά με την εἰδωλοποίηση τοῦ κόσμου καὶ τὴ φαντασία ὡς ἔκφραση τῆς κακίας βλ. Ν. ΞΙΩΝΗΣ, «Ο θεολογικός λόγος: “το κατ᾿ ἀλήθειαν ζῆν"», στο ΕΕΘΣΠΑ ΜΣΤ΄ (2011), σελ. 413 κ.εξ.
53. Όπ.π., 1, 1, 20, σελ. 383.
54. Βλ. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Κατὰ Ἰουλιανοῦ στηλιτευτικός πρῶτος, 59, PG 35, 581B-584Α. Βλ. ἐπίσης ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Πρὸς Θαλάσσιον 63, στο Quaestiones ad Thalassium, τ. 11, ἐπ. ἔκδ. C. Laga - С. Steel, εκδ. Turnhout, Brepols 1990, σελ. 159 (PG 90, 674C-676A).
55. ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Όροι κατά πλάτος Κ΄, PG 31, 973Α. Πρβλ. Α΄ Κορ. 10, 31.
56. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1, 1, 20-21, ΧΡΗΣΤΟΥ Α΄, σελ. 383 κ.εξ.
57. Όπ.π., 1, 1, 21, σελ. 385.
58. Τοῦ ἰδίου, Πρὸς Βαρλαάμ Α΄, 38-39, ΧΡΗΣΤΟΥ Α΄, σελ. 247.
59. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Απολογητικός (Ομιλία Β΄), 41, PG 35, 449ΑΒ. Βλ. ἐπίσης Δ. ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ (Ἀρχιμ.), Έννοια καί περιεχόμενο τοῦ σχίσματος καί τῆς αἰρέσεως στούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπ.π., σελ. 223 κ.εξ.
60. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Περὶ εὐταξίας (Ομιλία ΛΒ΄), 3, PG 36, 176C-177A.
61. Ὁ ἄγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος χρησιμοποιεῖ τό παράδειγμα τοῦ ἵππου, προκειμένου νά ἐξηγήσει τόν κυριαρχικό ρόλο τοῦ νοῦ στη θυμοειδή καί γενναία φύση τοῦ ἀνθρώπου [Περὶ εὐταξίας (Ομιλία ΛΒ΄), 3, PG 36, 177A], γιά να καταλήξει νὰ πεῖ, ὅτι αἰτία τῆς διασπάσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐνότητος εἶναι: «Θερμότης χωρὶς λόγου καὶ ἐπιστήμης ἄσχετος, καὶ πίστεως πλοῦς ἀκυβέρνητος» (ὅπ.π., 5, PG 36, 180B).
62. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Περὶ εὐταξίας (Ομιλία ΛΒ΄), 5, PG 36, 180B.
63. Τοῦ ἰδίου, Περὶ θεολογίας (Θεολογικός Β΄), 2, BARBEL, σελ. 62 (PG 36, 28A).
64. Σέ ἄλλο σημεῖο, προσπαθώντας ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός να περιγράψει τον σωστό θεολόγο, παρατηρεῖ διερωτώμενος: «ἐκεῖνο δὲ πρῶτον λογισώμεθα, τίς ἡ τοσαύτη περὶ τὸν λόγον φιλοτιμία καὶ γλωσσαλγία; τίς ἡ καινὴ νόσος αὕτη καὶ ἀπληστία; τί τὰς χεῖρας δήσαντες τὰς γλώσσας ὡπλίσαμεν;» [Πρὸς Εὐνομιανούς (Θεολογικός Α΄), 7, BARBEL, σελ. 48 (PG 36, 20B)].
65. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Περὶ εὐταξίας (Ομιλία ΛΒ΄), 5, PG 36, 180AB.
66. Ὅπ.π., 7, PG 36, 181AB.
67. Βλ. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1, 1, 22, ΧΡΗΣΤΟΥ Α΄, σελ. 386. Πρβλ. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Περὶ Θεολογίας (Θεολογικός Β΄), 13-16, BARBEL, σελ. 88 κ.έξ. (PG 36, 41C-48B).
68. Όπ.π., 1, 1, 20-21, σελ. 384 κ.εξ.
69. Όπ.π., 1, 1, 22, σελ. 385.
70. Όπ.π., 1, 1, 22, σελ. 385 κ.έξ. Βλ. ἐπίσης ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Εἰς τὴν Πεντηκοστὴν (Λόγος ΜΑ΄), PG 36, 448BC: «Δημιουργεῖ δὲ τὴν πνευματικὴν ἀναγέννησιν ... Τοῦτο τὸ Πνεῦμα (σοφώτατον γὰρ καὶ φιλανθρωπότατον), ἂν ποιμένα λάβη, ψάλτην ποιεῖ, πνευμάτων πονηρῶν κατεπάδοντα, καὶ βασιλέα τοῦ Ἰσραὴλ ἀναδείκνυσιν. Ἐὰν αἰπόλον συκάμινα κνίζοντα, προφήτην ἐργάζεται. Τὸν Δαβίδ καὶ τὸν Ἀμὼς ἐνθυμήθητι. Ἐὰν μειράκιον εὐφυὲς λάβῃ, πρεσβυτέρων ποιεῖ κριτὴν καὶ παρ' ἡλικίαν. Μαρτυρεῖ Δανιήλ, ὁ νικήσας ἐν λάκκῳ λέοντας. Ἐὰν ἀλιέας εὔρῃ, σαγηνεύει Χριστῷ, κόσμον ὅλον τῇ τοῦ λόγου πλοκῇ συλλαμβάνοντας. Πέτρον λάβε μοι, καὶ Ἀνδρέαν, καὶ τοὺς υἱοὺς τῆς βροντῆς, τὰ πνευματικά βροντήσαντας. Ἐὰν τελώνας, εἰς μαθητείαν κερδαίνει, καὶ ψυχῶν ἐμπόρους δημιουργεῖ. Φησὶ Ματθαῖος, ὁ χθὲς τελώνης, καὶ σήμερον εὐαγγελιστής. Ἐὰν διώκτας θερμούς, τὸν ζῆλον μετατίθησι, καὶ ποιεῖ Παύλους ἀντὶ Σαύλων, καὶ τοσοῦτον εἰς εὐσέβειαν, ὅσον εἰς κακίαν κατέλαβεν».
71. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Εἰς τὴν Πεντηκοστὴν (Λόγος ΜΑ΄), PG 36, 441D-444C.

Δεν υπάρχουν σχόλια: