Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ (78)

Συνέχεια από: Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2020

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
Του Enrico Berti.        
                                               Κεφάλαιο ΙΙΙ.
ΜΕΤΟΠΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ ΚΑΙ “ΑΝΑΠΟΔΟΓΥΡΙΣΜΑ” ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΕΓΕΛΟΥ ΣΤΟΝ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΜΑΡΞΙΣΜΟ (συνέχεια).
         

Ξεκινώντας ήδη από τα οικονομικο-φιλοσοφικά χειρόγραφα τού 1844 βρίσκουμε πιο καθαρές ενδείξεις στον τύπο τής πραγματικής αντιφάσεως την οποία αποδέχεται ο Μάρξ. Εδώ κάνει λόγο κυρίως για “αντίθεση” ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία, παρατηρώντας ότι μέσα στο πλαίσιο τής ιδιωτικής ιδιοκτησίας αυτά τα δύο στοιχεία σε μία πρώτη στιγμή είναι ενωμένα ή ακόμη και αν είναι ξεχωρισμένα, “υποστηρίζονται και παρακινούν το ένα το άλλο σαν θετικές συνθήκες”: αυτή είναι η στιγμή της “αμέσου ενότητος και τής εμμέσου αμφοτέρων”. Σε μία δεύτερη στιγμή κεφάλαιο και εργασία” αποκλείονται αμοιβαίως, ο εργάτης γνωρίζει τον καπιταλιστή σαν την άρνηση τής υπάρξεώς του και αντιστρόφως. Καθένας προσπαθεί να αρπάξει από τον άλλον την ύπαρξή του. Αυτή η στιγμή ορίζεται από τον Μάρξ “αντίθεση τών αλλήλων”,  η οποία στην συνέχεια μπερδεύεται στην “αντίθεση τού καθενός με τον εαυτό του”, όταν το κεφάλαιο καταλήγει μία συσσωρευμένη εργασία, δηλαδή εργασία, και η εργασία καταλήγει να είναι ένα εμπόρευμα, δηλαδή ένα κεφάλαιο. Ο Μάρξ ορίζει αυτή την κατάσταση “σύγκρουση αμοιβαίας αντιθέσεως”.
          Λίγες σελίδες πιο κάτω αυτή η “αντίθεση” γίνεται αληθινή “αντίφαση” όταν ο Μάρξ γράφει: “η αντίθεση ανάμεσα στήν έλλειψη ιδιοκτησίας και την ιδιοκτησία, μέχρις ότου δεν γίνει κατανοητή σαν η αντίθεση ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο, παραμένει ακόμη μια αδιάφορη αντίθεση, μη κατανοημένη ακόμη στην ενεργό της σχέση με την εσωτερική της αναφορά, δηλαδή μη κατανοημένη ακόμη σαν αντίφαση… Αλλά η εργασία, η υποκειμενική ουσία τής ιδιοκτησίας καθότι αποκλεισμός τής ιδιοκτησίας, καί τό κεφάλαιο, η αντικειμενική εργασία καθότι αποκλεισμός τής εργασίας, είναι η ιδιοκτησία σαν σχέση στην οποία η αντίφαση έχει ήδη αναπτυχθεί και επομένως είναι σαν ενεργητική αναφορά η οποία οδηγεί στην λύση. Εδώ έχουμε ακόμη την διάκριση ανάμεσα στην διαφορετικότητα ή ακαθόριστη διαφορά ή αδιάφορη αντίθεση και την καθορισμένη διαφορά ή αληθινή αντίθεση, η οποία παράγει την αντίφαση! Όπως βλέπουμε η γλώσσα είναι καθαρά Εγελιανή. Οι όροι όμως τής αναφοράς είναι “υλικοί, είναι δηλαδή το κεφάλαιο και η εργασία, και η αντίφαση η οποία λαμβάνει χώρα ανάμεσα τους είναι η ιδιοκτησία”! Δηλαδή ο καπιταλιστικός τρόπος οργάνωσης τής παραγωγής. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Μάρξ προτίθεται να μιλήσει για την ίδια αντίφαση για την οποία μιλούσε ο Χέγκελ. Πρόκειται για μία αντίφαση αληθινή, τέτοια δηλαδή που θα βίαζε την αριστοτελική αρχή τής μη-αντιφάσεως; Εκείνο που είναι σίγουρο είναι ότι το κεφάλαιο και η εργασία είναι δύο όροι οι οποίοι αλληλοαποκλείονται, καθώς "καθένας προσπαθεί να αρπάξει από τον άλλον τήν ύπαρξή του”, αλλά ταυτοχρόνως συνεπάγεται ο ένας όρος τον άλλον, διότι καθένας δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τον άλλον: το κεφάλαιο δεν σχηματίζεται χωρίς την εργασία και αυτή δεν έχει αξία εάν δεν είναι προϊόν το οποίο μπορεί να αποκτηθεί, να πωληθεί και να μεταμορφωθεί σε κεφάλαιο. Η σχέση τους, δηλαδή η ιδιοκτησία, δηλαδή “ο καπιταλισμός” είναι λοιπόν μία σχέση ταυτοχρόνως αποκλεισμού και  αμοιβαίας  συμπερίληψης, τής οποίας η αντιφατικότης, από την οπτική γωνία τού Αριστοτέλη, εξαρτάται, όπως συνήθως, από την ταυτότητα ή την διαφορά τών “σεβασμάτων”.
          Ας δούμε πώς αναπτύσσει ο Μάρξ περαιτέρω αυτόν του τόν λόγο, ο οποίος αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς τύπους αντιφάσεως που αποδέχεται. Στην Γερμανική ιδεολογία εκφράζει την εννοιολόγησή του της ιστορίας, η οποία αποτελείται από τα ακόλουθα στοιχεία. 1) Στην ανάπτυξη τών παραγωγικών δυνάμεων σε κάποια στιγμή αναδύεται, μέσω  τής εισαγωγής κάποιων μέσων παραγωγής (η μηχανή) μία τάξη (οι προλετάριοι) η οποία πρέπει να αντέξει όλα τα βάρη τής κοινωνίας. 2) οι συνθήκες στις οποίες οι παραγωγικές δυνάμεις αυτής τής τάξης μπορούν να εφαρμοστούν είναι η κυριαρχία μίας συγκεκριμένης τάξης (τής αστικής) πάνω σ’ολόκληρη την κοινωνία. 3) Το προλετάριο μπορεί να μεταλλάξει αυτές τις συνθήκες μόνον μέσω μιάς επαναστάσεως η οποία θα διέγραφε αυτή την κυριαρχία μαζί με όλες τις τάξεις. Στην συνέχεια ο Μάρξ λέει ότι αυτή η αντίφαση ανάμεσα στις παραγωγικές τάξεις και την μορφή τών σχέσεων πρέπει να εκραγεί σε μία επανάσταση! Φαίνεται λοιπόν να υπάρχει μία αντίφαση ανάμεσα στις παραγωγικές τάξεις στην κοινωνία, δηλαδή την καπιταλιστική οργάνωση τής παραγωγής βασισμένης στην ιδιοκτησία, αλλά δεν λέγεται σε τί συνίσταται αυτή η αντίφαση. Πιθανόν είναι η αντίθεση ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο που συναντήσαμε στα χειρόγραφα, δηλαδή η σχέση αποκλεισμού-συμπερίληψης, αλλά υπάρχει επιπλέον το σημείο τής επανάστασης, δηλαδή τής κατάργησης τής ιδιοκτησίας, σαν την λύση της! Αυτό που είναι αντιφατικό είναι λοιπόν η σχέση, δηλαδή ο καπιταλισμός, αλλά αυτή η αντίφαση, παρότι πραγματική δηλαδή υπάρχουσα στην ιστορία, προορίζεται να εξαφανισττεί με την εξαφάνιση τού ίδιου τού καπιταλισμού.
          Στην εισαγωγή “για την Κριτική τής πολιτικής οικονομίας”, τού 1859, ο Μάρξ δηλώνει : σε κάποιο σημείο τής ανάπτυξής τους, οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις τής κοινωνίας εισέρχονται σε αντίφαση με τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις, δηλαδή με τις σχέσεις τής ιδιοκτησίας… μέσα στις οποίες αυτές οι δυνάμεις είχαν κινηθεί κυρίως. Αυτές οι σχέσεις, από μορφές ανάπτυξης τών παραγωγικών δυνάμεων, αντιστρέφονται σε αλυσίδες τους. Και τότε υπεισέρχεται μία εποχή κοινωνικής επανάστασης. Εδώ η ορολογία μοιάζει οριστικά σταθεροποιημένη: η αντίφαση είναι ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις, δηλαδή το προλεταριάτο, και τις σχέσεις παραγωγής, δηλαδή την ιδιοκτησία, την καπιταλιστική οργάνωση τής παραγωγής. Αυτές οι σχέσεις κατ’αρχάς καθορίζουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και στην συνέχεια τις καταπιέζουν. Πρόκειται για μία λογική αντίφαση; Το πράγμα ξεκαθαρίζει μέσω τών εξηγήσεων που δίνει ο Μάρξ στην συνέχεια. Η ίδια αντίφαση παρουσιάζεται ξανά στο Κεφάλαιο. Εδώ ο Μάρξ εξηγεί: “Η αντίφαση η οποία εκφράστηκε σε γενικούς όρους, συνίσταται σ’αυτό: η καπιταλιστική παραγωγή περιέχει μία τάση προς την απόλυτη ανάπτυξη τών μορφών παραγωγής… αλλά ταυτοχρόνως αυτή η παραγωγή έχει σαν σκοπό την διατήρηση τής αξίας τού υπάρχοντος κεφαλαίου και την μέγιστη αξιοποίησή του (δηλαδή τήν επιταχυνόμενη αύξηση αυτής τής αξίας). Λόγω τής ενδογενούς φύσης του τείνει να υπολογίζει την αξία τού υπάρχοντος κεφαλαίου σαν μέσον για την μέγιστη δυνατή αξιοποίηση αυτής τής αξίας! Ανάμεσα στις μεθόδους που χρησιμοποιεί για να κατακτήσει αυτόν τον σκοπό περιέχονται : η μείωση τού ποσού τού κέρδους, η απομείωση τού υπάρχοντος κεφαλαίου, η αύξηση τών παραγωγικών δυνάμεων τής εργασίας εις βάρος τών παραγωγικών δυνάμεων που ήδη παρήχθησαν. Εδώ η αντίφαση μοιάζει να τίθεται ανάμεσα στον “σκοπό” τής καπιταλιστικής παραγωγής, δηλαδή η αξιοποίηση τής αξίας τού υπάρχοντα κεφαλαίου και τού μέσου στο οποίο η ίδια καταφεύγει για να πραγματοποιήσει αυτόν τον σκοπό, δηλαδή η ανάπτυξη νέων παραγωγικών δυνάμεων εις βάρος αυτών που ήδη υπάρχουν και επομένως η μείωση τών τιμών, η υποτίμηση τής αξίας τού κεφαλαίου πού υπάρχει!

Συνεχίζεται
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου