Συνέχεια από:Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2020
ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
Του Enrico Berti.
Κεφάλαιο ΙΙΙ.
ΜΕΤΟΠΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ ΚΑΙ “ΑΝΑΠΟΔΟΓΥΡΙΣΜΑ” ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΕΓΕΛΟΥ ΣΤΟΝ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΜΑΡΞΙΣΜΟ.
Το ρεύμα τής μοντέρνας σκέψης, όπου πιο αποφασιστικά-παρότι με πολλές τροποποιήσεις- επανήλθε η Εγελιανή σύλληψη τής αντιφάσεως και τής διαλεκτικής, είναι χωρίς αμφιβολία ο Μαρξισμός, δηλαδή η σκέψη τού Μαρξ και όσων αναφέρονται με ακρίβεια περίπου, στην σκέψη του. Και πράγματι, οι μορφές τού ιδεαλιστικού νεοεγελιανισμού οι οποίες αναπτύχθηκαν ιδιαιτέρως στην Ιταλία και στην Αγγλία, προσπαθώντας να τακτοποιήσουν τό Είναι στην σκέψη, έδωσαν την εντύπωση ότι συλλαμβάνουν τήν αντίφαση και επομένως τήν διαλεκτική, σαν μία στιγμή και αντιστοίχως μία πρόοδο καθαρά ή πρωταρχικώς λογική, αποφεύγοντας μ’αυτόν τον τρόπο τις δυσκολίες πού συνδέονται με την πραγματική ύπαρξη τής αντιφάσεως. [Παρότι ο ιδεαλισμός ισχυρίζεται ότι η σκέψη είναι η αληθινή πραγματικότης, δηλαδή υπολογίζει την αντίφαση σαν τελείως πραγματική].
Συνεχίζεται.
ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
Του Enrico Berti.
Κεφάλαιο ΙΙΙ.
ΜΕΤΟΠΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ ΚΑΙ “ΑΝΑΠΟΔΟΓΥΡΙΣΜΑ” ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΕΓΕΛΟΥ ΣΤΟΝ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΜΑΡΞΙΣΜΟ.
Το ρεύμα τής μοντέρνας σκέψης, όπου πιο αποφασιστικά-παρότι με πολλές τροποποιήσεις- επανήλθε η Εγελιανή σύλληψη τής αντιφάσεως και τής διαλεκτικής, είναι χωρίς αμφιβολία ο Μαρξισμός, δηλαδή η σκέψη τού Μαρξ και όσων αναφέρονται με ακρίβεια περίπου, στην σκέψη του. Και πράγματι, οι μορφές τού ιδεαλιστικού νεοεγελιανισμού οι οποίες αναπτύχθηκαν ιδιαιτέρως στην Ιταλία και στην Αγγλία, προσπαθώντας να τακτοποιήσουν τό Είναι στην σκέψη, έδωσαν την εντύπωση ότι συλλαμβάνουν τήν αντίφαση και επομένως τήν διαλεκτική, σαν μία στιγμή και αντιστοίχως μία πρόοδο καθαρά ή πρωταρχικώς λογική, αποφεύγοντας μ’αυτόν τον τρόπο τις δυσκολίες πού συνδέονται με την πραγματική ύπαρξη τής αντιφάσεως. [Παρότι ο ιδεαλισμός ισχυρίζεται ότι η σκέψη είναι η αληθινή πραγματικότης, δηλαδή υπολογίζει την αντίφαση σαν τελείως πραγματική].
Ενώ αντιθέτως ο Μαρξισμός εξ
’αιτίας τής ανατροπής τού συστήματος και τής διαλεκτικής τού Χέγκελ, με τήν
υλιστική σημασία τών όρων, δεν δυσκολεύτηκε να κηρύξει τήν πραγματική ύπαρξη,
την υλική, τής αντιφάσεως και έτσι έδωσε χώρο σε έναν πολύ ζωντανό διάλογο πάνω
στο θέμα, τα αποτελέσματα τών οποίων διαλόγων συντρόφεψαν το ενδιαφέρον για τον
ίδιο τον μαρξισμό αναλόγως των διαφορών τής μόδας στην αλληλοδιαδοχή τής
εκάστοτε κουλτούρας. Η παραγωγή η οποία υπάρχει πλέον είναι ατελείωτη και
διακρίνεται σ’αυτούς οι οποίοι ισχυρίζονται ότι οι “πραγματικές” αντιφάσεις για
τις οποίες κάνει λόγο ο Μάρξ, δεν είναι αυθεντικές αντιφάσεις, δηλαδή
παραβιάσεις τής αριστοτελικής αρχής τής μη-αντιφάσεως, και σ’αυτούς οι οποίοι
ισχυρίζονται ότι είναι. Για να μην μακρυγορούμε στο θέμα όλης αυτής τής
γραμματείας θα χρησιμοποιήσουμε την σύνθεσή της από τον M. MUGNAI τοποθετούμενοι στα επι μέρους
μέχρις ότου εξέλθουμε από αυτό το χάος τού Μαρξισμού!
Η πρώτη σημαντική τοποθέτηση
του Μάρξ απέναντι στην αντίφαση περιέχεται όπως είναι φυσικό, στην κριτική τής
Εγελιανής φιλοσοφίας τού κοινού δικαίου, τού 1843. Και φανερώνει αμέσως μία ξεκάθαρη συνείδηση τού συγγραφέως, για τους διαφορετικούς τύπους τής αντιθέσεως
με τους οποίους οφείλει να αναμετρηθεί. Κρίνοντας τήν δήλωση τού Χέγκελ σύμφωνα
με την οποία ο πρίγκιπας θα έπρεπε να είναι ο μεσαίος όρος ανάμεσα σε δύο άκρα,
δηλαδή στήν εξουσία τής κυβέρνησης και στην κοινωνία τών πολιτών, και βάσει τού συλλογισμού ή τής “λογικής αναφοράς”, το μέσον και τα άκρα είναι ανταλλάξιμα
(πρόκειται για την γνωστή πρόταση a:b=b:c),
ο
Μάρξ παρατηρεί: “πραγματικές ακρότητες δεν μπορούν να μεσολαβηθούν μεταξύ τους,
ακριβώς διότι είναι πραγματικά άκρα. Αλλά ούτε και χρειάζονται οποιαδήποτε
μεσολάβηση, διότι είναι αντιθέτου φύσεως. Δεν έχουν τίποτε κοινό το ένα με το
άλλο, δεν ολοκληρώνονται το ένα με το άλλο, δεν αναζητούνται το ένα με το άλλο.
Το ένα δεν έχει στους κόλπους του πόθο, ανάγκη, δεν υπάρχει προκαταβολικώς τού άλλου”. Είναι φανερό ότι εδώ είμαστε στην παρουσία εκείνης που ο Χέγκελ, αλλά
που ήδη ο Αριστοτέλης, ονόμαζε “απροσδιόριστη διαφορά” ή απλή διαφορά ανάμεσα
στην οποία δεν υπάρχει αληθινή αντίθεση! Αμέσως μετά ο Μάρξ προσθέτει : “σ’αυτό
μοιάζει να αντιτίθεται ο λόγος, les extremes se touchent, ότι δηλαδή ο βόρειος και ο νότιος
πόλος έλκονται μεταξύ τους, όπως το θηλυκό και το αρσενικό φύλο… ο βόρειος
πόλος και ο νότιος είναι και οι δύο πόλοι, η ουσία τους είναι ταυτόσημη, όπως
ακριβώς και το θηλυκό φύλο και το αρσενικό είναι και τα δύο ένα γένος, μία
ουσία, η ανθρώπινη ουσία. Βορράς και νότος είναι αντίθετοι προσδιορισμοί μίας
ουσίας: η διαφορά μίας ουσίας στο πιο υψηλό της σημείο ανάπτυξης. Είναι η
διαφοροποιημένη ουσία και σαν αυτός ο διαφοροποιημένος προσδιορισμός τής
ουσίας. Αληθινά και πραγματικά άκρα θα ήταν ο πόλος και ο μη-πόλος, το
ανθρώπινο γένος και το απάνθρωπο. Η διαφορά εδώ είναι μία διαφορά τής υπάρξεως,
εκεί μία διαφορά τής ουσίας δύο ουσιών. Από την διαφορά επιστρέψαμε στην
προσδιορισμένη διαφορά ή “αντίθεση”, με την Εγελιανή σημασία, η οποία θυμίζει,
όπως το σημειώσαμε ήδη και όπως το αναγνώριζε και ο ίδιος ο Χέγκελ, την
αριστοτελική αντίθεση ανάμεσα σε σχετιζόμενα (σχετικά) ή συσχετιζόμενα. Εδώ το
παράδειγμα των πόλων παραπέμπει ακριβώς στην πολικότητα και η αναφορά τής ανάπτυξης,
τής ουσίας και τής διαφοροποιημένης ουσίας, είναι αναφορές στην πολική αντίθεση
τού Χέγκελ.
Ο Μάρξ δεν λέει εάν αυτή η
τελευταία είναι μία αληθινή και πραγματική αντίφαση, όπως ήταν για τον Χέγκελ,
αλλά παρ’όλα αυτά δέχεται την ύπαρξη τής αντιφάσεως: δηλώνει δηλαδή ότι η
αντίθεση ανάμεσα στον Πρίγκιπα και την κοινωνία τών πολιτών είναι μία αντίθεση,
μάλιστα δε μία αντίφαση μόνον φαινομενική-καθότι, όπως είδαμε πιο πάνω είναι
άκρα τα οποία δεν έχουν τίποτε κοινό- είναι μάλιστα “μία αντίφαση τού φαινομένου”,
η οποία όμως “έχει μία λογική σε κάτι πιο βαθύ, δηλαδή σε μία ουσιώδη
αντίφαση”, η οποία είναι “η αντίφαση τού πολιτικού κράτους με τον εαυτό του και
επομένως τής κοινωνίας των πολιτών με τον εαυτό της”. Ας μην αναρωτηθούμε για
την ώρα σε τί συνίσταται αυτή η αντίφαση τής κοινωνίας τών πολιτών: εκείνο που
είναι ξεκάθαρο είναι ότι ο Μάρξ δηλώνει την ύπαρξή της και την υπολογίζει
“ουσιώδη”, δηλαδή μη-φαινομενική, ούτε μόνον φαινομενική, αλλά κάτι παραπάνω.
Θα δούμε λοιπόν ότι την μεταφέρει σε ένα διαφορετικό μέρος από εκείνο όπου την
τοποθετεί ο Χέγκελ - και μπορούμε να πούμε ότι ο Μάρξ δέχεται τον ίδιο τύπο τής
αντιφάσεως που δεχόταν ο Χέγκελ ακόμη και στην εργασία στην οποία τού ασκεί
κριτική!
Από το άλλο μέρος, στο ίδιο
έργο, ο Μάρξ χρησιμοποιεί και διαφορετικά την αντίφαση: “δεν μπορούμε να
κατηγορήσουμε τον Χέγκελ -δηλώνει- διότι περιγράφει το είναι τού μοντέρνου
κράτους όπως αυτό είναι, αλλά επειδή πλασάρει αυτό που είναι σαν τήν ουσία τού κράτους. Ότι το λογικό είναι πραγματικό, αυτό ακριβώς είναι σε αντίφαση με την
άλογη πραγματικότητα η οποία είναι παντού το αντίθετο εκείνου πού εκφράζει, και
εκφράζει το αντίθετο εκείνου που είναι, και αμέσως μετά υπονοεί μία φόρμα που
ξεγελά τον εαυτό της, η οποία αντιφάσκει, μία φαινομενική φόρμα η οποία θα
φανερωθεί σαν καθαυτή, ένα πρόσχημα! Εδώ αντίφαση σημαίνει αντίθεση με την
πραγματικότητα και επομένως λάθος ερμηνείας, ανταλλαγή τής αληθινής
πραγματικότητος με την φαινομενικότητα, οπότε μπορούμε να πούμε ότι κατά κάποιο
τρόπο ο Μάρξ, κατηγορώντας τον Χέγκελ ότι είναι σε αντίφαση με την
πραγματικότητα, χρησιμοποιεί την α.τ.μ.α. με αναιρετικό σκοπό. Έτσι λοιπόν στην
ίδια εργασία από το ένα μέρος ο Μάρξ δέχεται τήν πραγματική ύπαρξη τής
αντιφάσεως και από το άλλο, ισχυρίζεται ότι μία συζήτηση που είναι σε αντίφαση με
την πραγματικότητα είναι μία συζήτηση λανθασμένη, θεωρώντας τήν αντίφαση σαν
κάτι που πρέπει να αποφύγουμε! Είμαστε απέναντι σε μία αντίφαση ανάμεσα στον
Μάρξ και τον Μάρξ, όπως εκείνη που φανερώσαμε ανάμεσα στον Χέγκελ και τον
Χέγκελ;
Συνεχίζεται.
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου