Ένας ευαίσθητος ποιητής, ένας πληγωμένος αετός του πνεύματος, ένας υμνητικός ερωδιός της εσταυρωμένης Αγάπης, υψιπέτης και ουρανόφρων ησυχαστής που μόνο με ένα βλέμμα του σιωπηλό αναχαίτισε τους εχθρούς του… ο Γρηγόριος. Ποιος τον γνώρισε, έστω και λίγο και δε σαγηνεύτηκε, δε τον αγάπησε!
Η ευαισθησία χαρακτήριζε το είναι του και τον οδηγούσε σε αλλεπάλληλες απογοητεύσεις, σ’ ένα είδος συνεχούς φυγής από καταστάσεις… γιατί δεν μπορούσε ν’ αντέξει τις δολοπλοκίες, τις ίντριγκες. Ποιητής με ευγενική και βαθειά ψυχή. Εκ φύσεως έρρεπε προς τη σιωπή και την αποχώρηση, και πάντα ζητούσε την απομόνωση για να μπορέσει να αφιερωθεί στην προσευχή. Η μόνωση, έλεγε ο ιερός «αετός» της θεολογίας, αποτελεί «έρως του καλού της ησυχίας και της αναχωρήσεως». Σε άλλο έργο του σημειώνει ότι η απομόνωση από τον κόσμο είναι η συνεργός και η μητέρα της θείας και θεοποιού αναβάσεως. Μόνο έτσι η ψυχή θα μπορέσει να προσεγγίσει το Θεό. Η «απραξία», δηλαδή ο μοναχικό βίος που σκοπό έχει τη θεοπτία θεωρείται για το Γρηγόριο ως η μέγιστη πράξη της ζωής του.
Πίστευε ότι «μεγίστη πράξις εστιν η απραξία» (Επιστ. 49), ο θεωρητικός ή θεοπτικός βίος. Η αλλαγή του κόσμου αρχίζει από την εσωτερική μας αλλαγή: “Καθαρθήναι δεί πρώτον, είτα καθάραι∙ σοφισθήναι και ούτω σοφίσαι∙ γενέσθαι φως και φωτίσαι∙ εγγίσαι Θεώ και προσαγαγείν άλλους∙ αγιασθήναι και αγιάσαι, χειραγωγήσαι μετά χειρών, συμβουλεύσαι μετά συνέσεως”.(Λόγος 3. 71. PG 35. 480 B). Απέφευγε συστηματικά την δραστηριοποίηση του στο έργο της Εκκλησίας, αλλά τελικά και ποιμαντική φροντίδα ανέλαβε και τα μεγάλα θεολογικά προβλήματα αντιμετώπισε.
Γράφει ο ιερός νηπτικός: «Ποιος θα μού δώσει», λέει ο θείος Δαβίδ δυσκολευόμενος από τα κατ’ αυτόν, «φτερά σαν του περιστεριού, για να πετάξω και να ηρεμήσω;» (Ψαλμ. 54.7) Προκειμένου να απομακρυνθεί από τα παρόντα κακά, επιζητεί φτερά περιστεριού• είτε επειδή είναι ελαφρύτερα και ταχύτερα, γιατί τέτοιος είναι ο κάθε δίκαιος• είτε επειδή σκιαγραφούν το Άγιον Πνεύμα, με μόνη την βοήθεια του οποίου αποφεύγουμε τα δεινά. (PG 35.965 εξ.Τίς δώσει μοι πτέρυγας ωσεὶ περιστεράς;) Ο άγιος Γρηγόριος, ένας πληγωμένος ποιητής, ένας αποτραβηγμένος στην ερημιά πατέρας, για την ειρήνη της Εκκλησίας. Εξυμνώντας σε μια ομιλία του την ειρήνη, αναφωνεί: «Ειρήνη φίλη, το γλυκύ και πράγμα και όνομα… Ειρήνη το εμόν μελέτημα και καλλώπισμα… Ειρήνη φίλη, το παρά πάντων μεν επαινούμενον αγαθόν, υπ’ ολίγων δε φυλασσόμενον..». Σε επιστολή (20) προς τον αδελφό του Καισάριο, που πέρασε κάποια δοκιμασία, γράφει: «Κάμνουσα… ψυχή εγγίζει Θεώ». Το κέρδος του πόνου είναι ότι η ψυχή στον πόνο της προσεγγίζει το Θεό. Και αλλού γράφει: Η μόνωση, είναι η συνεργός και η μητέρα της θείας και θεοποιού αναβάσεως. Μόνο έτσι η ψυχή θα μπορέσει να προσεγγίσει το Θεό. «Εμοί δε μεγίστη πράξίς εστιν η απραξία». Απεχώρησε για να πάη να βρη “την φίλη του ησυχία”. Έγραψε στον Βοσπόριο, επίσκοπο Καισαρείας, «θα αποσυρθώ στο Θεό, που είναι ο μόνος καθαρός και χωρίς δολιότητα. Θα αποσυρθώ στον εαυτό μου. Η παροιμία λέγει ότι μόνον οι ανόητοι σκοντάφτουν δυο φορές στην ίδια πέτρα». «Είναι καλό να ακολουθείς το Χριστό, όταν εκείνος διώκεται». «Καλύτερα να προσεύχεται ο άνθρωπος και να συνομιλεί με το Θεό, παρά ν’ αναπνέει• και αν μπορεί κανείς να πει και τούτο, πως πρέπει κανείς να μην κάνει τίποτε άλλο παρά τούτο μονάχα το έργο, δηλαδή να προσεύχεται».
«Τι είναι αυτό που έπαθα, φίλοι και μύστες και συνεραστές της αλήθειας; Έτρεχα για να κατανοήσω τον Θεό και έτσι ανέβηκα στο όρος (την θεολογία) και πέρασα μέσα από τη νεφέλη και βρέθηκα μέσα… Όταν δε κοίταξα, μόλις και είδα τα οπίσθια του Θεού… και εκεί έσκυψα». (28ο λόγο). Και λέγει ο υμνωδός σε ένα τροπάριο «Τω της θεολογίας όρει προσέβης, τα θεία μυσταγωγούμενος, θεοφάντορ Γρηγόριε∙ και τον άδυτον υπελθών γνόφον, την θεοτύπωτον εδέξω νομοθεσίαν, ομοούσιον, εγγεγραμμένην Τριάδα» (Ανέβηκες στο όρος της θεολογίας, οδηγούμενος στη μύηση των θείων, θεοφάντορ Γρηγόριε. Κι αφού μπήκες μέσα στο μυστήριο του φωτός του Θεού, δέχτηκες την θεοτύπωτη νομοθεσία, γραμμένη ως ομοούσια Τριάδα). Οπως παλιά ο Μωυσής, πόθησες και αυτός να δει τον αιώνιο Θεό. Και αξιώθηκε να δει τα «οπίσθια» Αυτού.
Αποσύρθηκε για τέσσερα περίπου χρόνια στη Σελεύκεια (Ισαυρίας) στον εκεί ναό της αγίας Θέκλας, πραγματοποιώντας το παλαιό του όνειρο για μοναστική ζωή, νηπτικό βίο, ησυχία και θεωρία. Εκεί τον βρήκε ο θάνατος του αγαπημένου φίλου του Βασιλείου και η λύπη του υπήρξε άρρητη, γιατί λόγω ασθενείας δεν μπόρεσε να τον προπέμψει.
Γράφει προς τον φίλο του τον ρήτορα Ευδόξιο αυτήν την εποχή: «Ερωτάς, πώς τα ημέτερα. Και λίαν πικρώς. Βασίλειον ουκ έχω, Καισάριον ουκ έχω, τον πνευματικό αδελφό και σωματικόν. «Ο πατήρ μου και μήτηρ μου εγκατέλειπόν με;» μετά του Δαβίδ φθέγγομαι. Τα του σώματος πονηρώς έχει, το γήρας υπέρ κεφαλής, φροντίδων επιπλοκαί, πραγμάτων επιδρομαί, τα των φίλων άπιστα, τα της Εκκλησίας αποίμαντα. Έρρει τα καλά, γυμνά τα κακά, ο πλους εν νυκτί, πυρσός ουδαμού, Χριστός καθεύδει. Τί χρη παθείν; Μία μοι των κακών λύσις, ο θάνατος. Και τα εκείθεν μοι φοβερά, τοις εντεύθεν τεκμαιρομένω». (Βλ. Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου συγγράμματα, ἐκδ. ΕΠΕ, 7, σ. 152). Δηλαδή,
«Ρωτάς, πώς πάνε τα δικά μου; Πολύ άσχημα! Δεν έχω τον Βασίλειο, δεν έχω τον Καισάριο, τον πνευματικό μου αδερφό, και το σωματικό. Ο πατέρας και η μητέρα μου μ’ εγκαταλείψαν, λέγω κι εγώ μαζί με το Δαυίδ. Το σώμα μου είναι σε κακή κατάσταση, το γήρας βαραίνει το κεφάλι μου, οι φροντίδες περιπλέκονται, τα ζητήματα επιτίθενται, η φιλία δεν έχει εμπιστοσύνη, η Εκκλησία χωρίς ποιμένες. Έφυγαν τα καλά, τα δεινά προκαλούν, το ταξίδι μας μέσα στη νύχτα, φάρος πουθενά, ο Χριστός κοιμάται. Τι μου μέλλεται τάχα; Μια μόνο βλέπω λύση των συμφορών, το θάνατο. Και τα εκεί όμως τα βλέπω ζοφερά, συμπεραίνοντας από τα εδώ».
Πώς να μην αγαπήσεις αυτόν τον αγιασμένο άνθρωπο της λεπτότητας, τον τρυφερό και ευαίσθητο ποιητή, τον αληθινό και στοργικό φίλο, τη βαθειά ευγενική ψυχή, που ολόκληρη είναι ένας πόνος, μια πληγή για όλους μας και για όλα!!! Αετός υψιπέτης του πνεύματος και της Θεολογίας αλλά και τόσο ανθρώπινος!
Το 372 ο Βασίλειος, χειροτόνησε χωρίς τη θέλησή του τον Γρηγόριο επίσκοπο για την άσημη κωμόπολη Σάσιμα. Αντί όμως να μεταβεί εκεί, κατέφυγε σε ορεινό μέρος και γύρισε μόνο όταν ο πατέρας του υποσχέθηκε ότι δεν θα τον πιέσει να πάει στα Σάσιμα, τα οποία και απλώς επισκέφτηκε. Για την πρωτοβουλία αυτή ο Γρηγόριος θα παραπονείται σε όλη του την ζωή γιατί ο Βασίλειος δεν έδειξε καμιά κατανόηση για τη λαχτάρα που είχε να ζήσει με σιωπή και ειρήνη,… Μετά τον θάνατο του πατέρα του (374) επωμίστηκε προσωρινά όλη την ευθύνη της επισκοπής. Όταν όμως διαπίστωσε ότι επίτηδες οι συμπολίτες του δεν φρόντιζαν να εκλεγεί νέος επίσκοπος (για να κρατήσουν εκεί τον ίδιο τον Γρηγόριο), έφυγε «σαν ένας φυγάς» στη Σελεύκεια (Ισαυρία) κι εγκαταστάθηκε για τέσσερα περίπου χρόνια στον εκεί ναό της αγίας Θέκλας, πραγματοποιώντας το παλαιό του όνειρο για μοναστική ζωή, νηπτικό βίο, ησυχία και θεωρία. Στο τέλος του 378 αρρώστησε τόσο, που δεν μπόρεσε να ταξιδέψει στην Καισάρεια, όπου ο Βασίλειος κοιμήθηκε και κηδεύτηκε την 1.1.379. Το γεγονός συγκλόνισε την ευαίσθητη ψυχή του. Τέλος υπέκυψε στις παρακλήσεις ορθοδόξων της Κωνσταντινουπόλεως (379) και μετέβη εκεί, όπου οι ναοί όλοι ανήκαν στους αρειανούς, που κυριαρχούσαν για σαράντα χρόνια. Στήριξε τους ορθοδόξους αλλά οι αρειανοί αντέδρασαν βίαια. Του επιτέθηκαν βάναυσα πετροβολώντας τον, και οι αντίπαλοί του τον κατηγόρησαν ότι προκαλεί φιλονικείες και διαταράσσει την ειρήνη και δεν δίστασαν να επιχειρήσουν την δολοφονία του. Ευτυχώς ο δολοφόνος, μόλις βρέθηκε μπροστά στον ασκητή και θεολόγο επίσκοπο, ξέσπασε σε κλάματα και μετανόησε. Απογοητευμένος ο Γρηγόριος αποφάσισε να φύγει, αλλά οι παρακλήσεις των ορθοδόξων τον έπεισαν να μείνει . Εξελέγη επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Η Β’ Οικουμενική Σύνοδος, που συνήλθε τον Μάιο του 381, του επιφύλαξε τιμές αλλά και πικρίες, οι επίσκοποι Μακεδονίας και Αιγύπτου, που κλήθηκαν κι έφτασαν καθυστερημένα, αμφισβήτησαν την κανονικότητα του Γρηγορίου ως επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, με την πρόφαση ότι είχε μετατεθεί από τα Σάσιμα. Η ευαισθησία του Γρηγορίου είχε τρωθεί. Αδύνατος να κάμει διπλωματικούς ελιγμούς, προκάλεσε την δυσαρέσκειαν των αντιφρονούντων. Και είπε ότι εάν αυτός ήταν αίτιος της διαιρέσεως, ας ερρίπτετο στην θάλασσα όπως ο Ιωνάς, για να παύση η τρικυμία. Και απεχώρησε για να πάη να βρη “την φίλη του ησυχία”. Έγραψε στον Βοσπόριο, επίσκοπο Καισαρείας, «θα αποσυρθώ στο Θεό, που είναι ο μόνος καθαρός και χωρίς δολιότητα. Θα αποσυρθώ στον εαυτό μου. Η παροιμία λέγει ότι μόνον οι ανόητοι σκοντάφτουν δυο φορές στην ίδια πέτρα». Έφυγε αμέσως για την πατρίδα και αποσύρθηκε οριστικά στην Αριανζό. Εκεί έζησε με άσκηση και συγγραφή (ποιημάτων) τα τελευταία χρόνια του. Ταξίδεψε στα μοναστήρια της ερήμου στη Λαμίδα και σ’ άλλα μέρη. Εξασθένησε και πολλές φορές ζήτησε ανακούφιση σε λουτροθεραπείες. Κοιμήθηκε το 390.
iconandlight
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου