Συνέχεια από Τρίτη,14 Ιανουαρίου 2020
PAUL FRIEDLȀNDER
ΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ
ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΗ, ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
21. ΠΟΛΙΤΕΙΑ
(9η συνέχεια)
Η ΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ
Αποπεράτωση τού – προσωρινού –
οικοδομήματος τής πόλης
Σ’
αυτό το τμήμα, που καθώς τελειώνει ακούμε να λέη με πολλή ειρωνεία ο Σωκράτης,
ότι η Πολιτεία-Πόλη δεν έχει δα ακόμη οικοδομηθή, αλλά «μπορεί να έχη ίσως
αποπερατωθή για σένα, γυιέ τού Αρίστωνα» (427 C 6 – «Είναι ήδη κατοικημένη για σένα, γυιέ τού Αρίστωνα, η πόλη…»),
‘διασταυρώνονται’ πολλά και διάφορα ‘ρεύματα’ σκέψης. Οι θεσμοί συμπληρώνονται.
Στην ‘τάξη’ τών «φυλάκων» ανέρχονται, επιλεγμένοι μέσα από συνεχώς ανανεούμενες
δοκιμασίες, οι «αντιβασιλείς» πάνω απ’ τους «βοηθούς» (412 Β κ.ε. – «…Πρέπει να εκλέξουμε ανάμεσα απ’ τους φύλακες τέτοιους άνδρες, που θα
μας φαίνονται μέσα απ’ όλον τους τον βίο, ότι θα πράξουν με κάθε προθυμία ό,τι
θεωρήσουν συμφέρον για την πόλη, ενώ δεν θα θέλουν με κανέναν τρόπο να πράξουν
εκείνο που δεν θα τη συμφέρη…»). Χρειάζεται να διερευνηθή η τοποθεσία όπου
θα «στρατοπεδεύουν» οι φύλακες, για τους οποίους θα καθορισθή η πιο αυστηρή
απλότητα κατοικίας και ζωής (415 D
κ.ε.) και θα απαγορευθή η προσωπική περιουσία (416 D κ.ε.). Στην πραγματικότητα, ο Πλάτων αφήνει ελάχιστα πράγματα να θεσπισθούν,
ενώ καθίσταται συνεχώς σαφές ότι δεν
αποτελούν ούτε αυτοί οι λίγοι θεσμοί (που προσδιορίζονται) αυτοσκοπό. Ένα
και μοναδικό είναι το νόημα των θεσμών· να διατηρήσουν την κάθε κοινωνική
‘τάξη’ στο δικό της ιδιαίτερο έργο και να εγγυηθούν μ’ αυτόν τον τρόπο την
(ήδη) διαρρυθμισμένη ενότητα της πολιτειακής κοινότητας. Μεμονωμένες
‘διατάξεις’ για τη συμπεριφορά και την ενδυμασία, για τις συναλλαγές τής αγοράς
και για το δικαστικό σύστημα απορρίπτονται κατηγορηματικά (425 Β κ.ε. – «Νομοθετώντας αυτά τα πράγματα, θα περνούσαν
όλη τους την ζωή αλλάζοντας συνεχώς τούς νόμους, και πιστεύοντας πως με τους νόμους αυτούς θα καθόριζαν την κοινή τους ζωή…»), σκοπεύοντας βέβαια να
τα συζητήσουν (όλα αυτά) στον καιρό τους. Κοιτάζοντας όμως τα εξωτερικά μάλλον
πράγματα δεν αντιλαμβανόμαστε, ως συνήθως, το πραγματικό νόημα, που έχει ως
εξής: ότι η μόρφωση (η εκπαίδευση)
υπερέχει απέναντι στους θεσμούς, οι οποίοι προέρχονται αναγκαστικά από αυτήν.
Το δε στρατόπεδο ή ο «οίκος τών φυλάκων» πρέπει οπωσδήποτε να οικοδομηθή
σ’ ένα τέτοιο σημείο τής πόλης, απ’ όπου θα μπορούν να ελέγχουν όσο γίνεται
καλύτερα τον εσωτερικό εχθρό και να αμύνονται στον εξωτερικό (415 DE – «Κι όταν έρθουν (οι φύλακες στην πόλη), να κοιτάξουν ποιο είναι το
καταλληλότερο μέρος τής πόλης για να στρατοπεδεύσουν, απ’ όπου και θα μπορούν
να εποπτεύουν {κατέχοιεν αν} μήπως κάποιος απ’ τους πολίτες δεν θα θέλη να
ακολουθή τούς νόμους, αλλά και να αμύνονται σωστά, αν έρθη κάποιος εχθρός απ’
έξω, όπως ακριβώς ένας λύκος στο κοπάδι…»), ώστε να είναι πραγματικά
φύλακες οι «φύλακες». Είναι όμως ακόμα
πιο σημαντικό το να οικοδομηθή αυτό το στρατόπεδο σ’ έναν πνευματικό χώρο: «στη μουσική» (424 D – «Το δη φυλακτήριον… ενταύθά που οικοδομητέον τοις φύλαξιν, εν μουσική»).
Σημαντικές για το συνολικό οικοδόμημα είναι οι πολλές αναφορές στο ότι
μόνο φαινομενικά έχουμε φτάσει στον σκοπό, ενώ στην πραγματικότητα κινούμαστε
στην «προσωρινότητα». Ο Γλαύκων έχει βέβαια τη γνώμη, ότι η εκπαίδευση έχει
ολοκληρωθή, κάτι που το σκέπτονται και οι περισσότεροι απ’ τους αναγνώστες τού
Διαλόγου, καθώς κι όσοι νομίζουν πως υπήρξε, οποτεδήποτε, έτοιμο και
ολοκληρωμένο αυτό το μέρος τού οικοδομήματος της πόλης στο πνεύμα (στον νου)
τού Πλάτωνα. Ο Σωκράτης προαναφέρεται απεναντίας στην ανώτατη βαθμίδα
παιδαγωγίας, στο πραγματικό Κέντρο και
Κορυφή τού Διαλόγου, στα Βιβλία VI και VII (414 Β. 416 Β). Όσον αφορά δε
στους επιμέρους «θεσμούς» ή «θεσπίσεις», ‘αναστέλλονται’ κι εκείνα που πρέπει
να ειπωθούν ως προς την ‘ιδιοκτησία’ τών γυναικών, ως προς τον γάμο και την
τεκνογονία (423 Ε). Και καταλήγουμε έτσι σε
κείνη τη χαρακτηριστική ‘ένταση’, που θα χρησιμοποιηθή κατόπιν, στο V. Βιβλίο, για να ‘εκτιναχθή’ ο
Διάλογος στο ανώτατο επίπεδο. Εκεί ‘επάνω’ θα γίνη τότε πράγματι λόγος γι’
αυτούς που κυβερνούν και ‘άρχουν’, για τη διαμόρφωση και την ‘αποστολή’ τους.
Εκεί θα επανέλθη ο Σωκράτης στη συζήτησή μας (502 Ε κ.ε. – «Ελέγομεν δε, ει μνημονεύεις…
- Και λέγαμε, αν θυμάσαι…») και θα προσθέση ειρωνικά, ότι παραμερίστηκε βιαζόμενος ο λόγος (Logos) και κρύφτηκε, φοβούμενος πως
θα τα ‘αναταράξη’ (πάλι) όλα, όσα είναι πλέον παρόντα.
Εκείνο που συμπεραίνουμε απ’ αυτό το ίδιο το σημείο (του Διαλόγου), μας το
επικυρώνει και ο Πλάτων: έχει ‘συγκρατηθή’ η συζήτηση, κι ο αναγνώστης καλείται
να αντιληφθή ως μια ροπή τής έντασης
αυτό το ‘συγκράτημα’. Για να
αισθανθούμε, ότι πρόκειται για μιαν ανάβαση, μιαν ανάβαση προς το μυστήριο.
Όπως καθίσταται τώρα, που είναι
(φαινομενικά) έτοιμο το σχεδιάγραμμα της πολιτικής κοινότητας, αμέσως ορατή η μυθική γραμμή τού έργου – ο Σωκράτης
ανακαλύπτει τον παιδαγωγικό μύθο τών γεγεννημένων από τη γη, και των διαφόρων
μετάλλων απ’ τα οποία αυτοί απαρτίζονται (414 Β κ.ε. – «Και διαπλάθονταν τότε που τους ανατρέφαμε και εκπαιδεύαμε, στην
πραγματικότητα από τη γη και μέσα στη γη οι φύλακες, και εδημιουργούντο
απ’
αυτήν τη γη και τα όπλα τους και κάθε άλλος εξοπλισμός τους· και επειδή εκεί
τελειοποιήθηκαν, και η γη σαν μητέρα τούς ανέβασε στην επιφάνεια, πρέπει να
βουλεύονται τώρα και να την υπερασπίζονται σαν μητέρα και τροφό, αν κάποιος τής
επιτεθή, και να υπερασπίζονται και τους άλλους πολίτες θεωρώντας τους ως
αδελφούς από την ίδια γη {γηγενείς}) – , αυτή η
‘γραμμή’ θα ακολουθηθή και αργότερα.
Ας εντοπίσουμε
εμείς εδώ το νόημα του μύθου: η
ενότητα της κοινής μητέρας φανερώνεται με τη γέννηση απ’ τη γη, και η πολλαπλότητα με τα διαφορετικά
μέταλλα, στα οποία (ενότητα και πολλαπλότητα) στηρίζεται η ουσία τής πλατωνικής θεμελίωσης. Απ’ αυτήν τή βασική αρχή
προσδιορίζονται οι διάφοροι θεσμοί και διατάξεις: Στους φύλακες απαγορεύεται
σχεδόν εντελώς, και μόνο σ’ αυτούς, η ιδιωτική περιουσία (416 D κ.ε. – «πρώτον μεν ουσίαν κεκτημένον μηδεμίαν μηδένα ιδίαν, αν μη πάσα
ανάγκη…»). Απ’ την ευτυχία τού Συνόλου θα αποδίδεται στον καθέναν το
μερτικό του, και όχι αντίστροφα (420 BC
– «Γιατί δεν κατοικούμε την πόλη αποβλέποντας
στο να είναι ιδιαιτέρως ευδαίμων κάποια μερίδα κατοίκων μέσα σ’ αυτήν, αλλά ολόκληρη βέβαια η πόλη…»). Απ’ την
πόλη πρέπει να απομακρύνονται κατά τον ίδιον τρόπο ο πλούτος όσο και η φτώχεια,
γιατί αλλιώς θα υπάρχουν δυό πολιτικές
κοινότητες μέσα στη μία (421 D
κ.ε. – «Η πόλη πρέπει να προφυλαχθή τόσο
από τον πλούτο όσο και απ’ τη φτώχεια· γιατί ο μεν πλούτος δημιουργεί τρυφή και
αργία και νεωτερισμό, η δε φτώχεια ανελευθερία, δουλοπρέπεια και κακοτεχνία ως
προς τον νεωτερισμό…»). Η πόλη δεν επιτρέπεται να είναι ούτε πολύ μεγάλη
ούτε πολύ μικρή· ούτε πολύ μεγάλη, γιατί διακινδυνεύει αλλιώς η ενότητα· ούτε
πολύ μικρή, γιατί όσο πιο μικρή είναι, αυξάνει και ο κίνδυνος να πράττη ο
καθένας το οτιδήποτε αντί για «το ιδικό του», αλλά και γιατί περιορίζεται βέβαια
πάρα πολύ η «ύλη», απ’ την οποία και πρέπει να διαμορφωθή το Σύνολο (423 BC). Άν οι απόγονοι απ’ την
‘τάξη’ τών φυλάκων δεν εκπληρώνουν τις απαιτήσεις που τους τίθενται, θα πρέπη
να εντάσσονται στην ‘τάξη’ τών χειρονακτών· κι αν κάποιος έχη, μέσα απ’ το
πλήθος, ιδιότητες φύλακα, αναβιβάζεται
στην «τάξη» τών φυλάκων (415 ΒC.
423 CD – «…εάν τε των φυλάκων τις φαύλος έκγονος
γένηται, εις τους άλλους αυτόν απομπέπεσθαι, εάν τ’ εκ των άλλων σπουδαίος, εις
τους φύλακας»).
«Ενότητα των διαφορετικών κατά το είδος
μελών» (εξ είδει διαφερόντων)·
έτσι προσδιορίζει ο Αριστοτέλης στην Πολιτική
(ΙΙ 1261 a 15
κ.ε.) τη φύση τής πόλης. «Ομοιότητα, που περιλαμβάνει
και αναιρεί την αντίθεση στον εαυτό
της» (τό ίσον αντιπεπονθός)·
αυτήν θεωρεί στο ίδιο έργο ως την αρχή
που προφυλάσσει την πόλη, διατυπώνοντας έτσι εξαιρετικά, εξηγώντας τον Πλάτωνα,
την ουσία τής πλατωνικής πόλης. Ακριβώς
επειδή βασική ουσία τής αληθινής πόλης είναι η λεπτή αστάθεια της
ισορροπίας, γι’ αυτό και απειλείται πάντοτε απ’ τη φθορά. Ήδη όταν ξεκίνησε να θεμελιώνεται η πόλη, είχε αναπτυχθή μαζί με την ευχαρίστηση, την αρχή ζωής τού φυσικού
ανθρώπου, και η αρχή τής φθοράς. Ολοκληρώνεται άρα τώρα ο μύθος, με τον
‘επιβλητικό’ χρησμό πως θα καταστραφή τότε η πολιτική κοινότητα, όταν θα τη
φυλάσσουν οι ‘σιδερένιοι’ ή οι ‘χάλκινοι’ φύλακες (415 C). Η πρωτογενής ανάπτυξη και η
διαπλάσσουσα αγωγή, η πρώτη μάλιστα ως προϋπόθεση της δεύτερης, οικοδομούν, αν
εφαρμοστούν σωστά, τη γνήσια πόλη. Και συμμετέχουν έτσι και οι δυό, με απόλυτη
αλληλεπίδραση, στην παρακμή της. Πώς ξεκινά όμως
στην πραγματικότητα, στο VIII
Bιβλίο
(546 κ.ε.), η φθορά; Από μιαν έλλειψη στην αγωγή, έλλειψη στην αριθμητική: με
την παρακμή τού δυσχερώς υπολογιζόμενου «γαμικού αριθμού» ξεκινά μια παρακμή
τής φύσης. Για να μετατοπισθή με τη σειρά της η ακριβής ισορροπία ανάμεσα στη
μουσική και τη γυμναστική διαμόρφωση στους φύλακες, που δεν είναι πια εντελώς
κατάλληλοι για το αξίωμά τους. Εξασφαλίζουν έτσι όλοι ταυτόχρονα οι επιμέρους
΄θεσμοί’ τής αληθινής πολιτείας από τη φθορά, που απειλεί πάντοτε εκ του
σύνεγγυς την πολιτεία, ως φιλαυτία, ατομική ιδιοκτησία, ατομική επιδίωξη ευτυχίας, αλλαγή τού ‘μουσικού’
τρόπου ζωής. Και είναι αρκετά ισχυρή αυτή η
αντίθετη δύναμη, ώστε να εκδηλωθή κάποια στιγμή δραματικά. Όπως ακριβώς ανακινήθηκε
στις αρχές ακόμα τής πολιτειακής θεμελίωσης με τα λόγια τού Γλαύκωνα, και
αμφισβήτησε ως «πόλη χοίρων» την υγιά πόλη, έτσι κατακρίνει και τώρα, όπου
φαίνεται να έχη αποπερατωθή προσωρινά η θεμελίωση (419 Α), με τα λόγια του
Αδείμαντου, το ότι ο Σωκράτης παρέχει αναμφίβολα, καθήκοντα και υποχρεώσεις
στους φύλακες, καμμιάν όμως ευτυχία, δηλ. απόλαυση (μηδέν απολαύουσι). Είναι δε τόσο σημαντική αυτή η αντίρρηση, ώστε να ανατρέξη σ’ αυτήν
ακόμα μια φορά, στο V
Bιβλίο
(465 Ε κ.ε.) ο Διάλογος. Η
δύναμη που οικοδομεί την πόλη αντιπαραθέτει ωστόσο στο αίτημα μεμονωμένης
ευτυχίας «το ανόητο και παιδαριώδες εκείνο ‘είδωλο’ ευτυχίας»
ως διαφθορέα τού Συνόλου (466 Β 7 – «Ό,τι
λοιπόν έλεγα κι εκεί, είναι δίκαιο να το πω κι εδώ· ότι αν επιχειρήση να γίνη
ευδαίμων ο φύλακας, ώστε ούτε φύλακας να είναι, ούτε να του αρκεί ένας βίος
μέτριος και βέβαιος και, όπως εμείς λέμε, άριστος, αλλά να τον παρακινήση
{εμπεσούσα}) μια γνώμη ανόητη και
μειρακιώδης περί ευδαιμονίας, και εφορμήση να οικειωθή με τη δύναμή του τα πάντα
στην πόλη, ας γνωρίση ότι ήταν πράγματι σοφός ο Ησίοδος λέγοντας ότι είναι
περισσότερο κατά κάποιον τρόπο το μισό απ’ το παν»), καθώς ο φύλακας δεν επιχειρεί πλέον να είναι φύλακας, αλλά ευτυχισμένος,
δεχόμενη ως ‘δίκαιη’ την ευδαιμονία (Eudaimonie)
αποκλειστικά τού Συνόλου (421 Α. 466 Β). Διαγράφεται έτσι εδώ ο μεγάλος εκείνος «υπολογισμός τής ευτυχίας», που τον ‘απαίτησε’ με τον λόγο του ο
Γλαύκων στην αρχή τού ΙΙ. Βιβλίου, θα αποδοθή ωστόσο στο τέλος τού όλου έργου,
στο Χ. Βιβλίο (580 Β κ.ε.), ως μια απάντηση ήδη στο βάθος.
Η
πάντοτε απειλητική όμως «φθορά», που ο Πλάτων θέλησε να την ‘οικονομήση’
να πραγματοποιηθή, σύμφωνα με τον
σχεδιασμό του, στο VIII
και IX
Βιβλίο πραγματοποιείται ήδη εδώ για μια στιγμή, αντικρύζοντας (ήδη) μιαν παρηκμασμένη
πόλη: απέναντι στη δική μας θεμελίωση, με καθορισμένες μόνον τις βασικές
αρχές, παρίσταται – ναι, η Αθήνα, όπως πρέπει ο καθένας μας να το επισημάνη,
έστω κι αν δεν υπάρχη ονομαστική αναφορά· η Αθήνα, που κατασκευάζει ακατάπαυστα νόμους,
παρόμοια με τον ασθενή που, αντί ν’ αλλάξη τον τρόπο τής ζωής του, τριγυρίζει με καινούργια πάντοτε φάρμακα γύρω απ’ τον εαυτό του
(425 Ε κ.ε. – «Και περνούν κι αυτοί
‘χαριτωμένα’ την ζωή τους· γιατί, ενώ πηγαίνουν στους γιατρούς, δεν
ολοκληρώνουν καμμιά θεραπεία, αλλά δημιουργούν μάλιστα πιο ποικίλες και
μεγαλύτερες τις ασθένειες, ελπίζοντας πάντοτε, ότι αν τους συμβουλεύση κανείς
για ένα ακόμα φάρμακο, θα αποκτήσουν απ’ αυτό την υγεία τους»). Στην
αντιπαράθεση προς το λανθασμένο φαίνεται έτσι καλύτερα η πραγματική ‘φύση’ τής
‘δικής’ μας θεμελίωσής.
Κάτι
τελευταίο λείπει ακόμα στο προεισαγωγικό οικοδόμημα της πόλης: η λατρεία τών
θεών και η τιμή στους νεκρούς. Δεν είναι ωστόσο ανθρώπινο έργο το να καθορισθή
οτιδήποτε γι’ αυτά, αλλά η εκλογή μέσα στην πολλαπλότητα των παραδεδομένων
εθίμων και λατρειών ανατίθεται στην κρίση τού Δελφικού Απόλλωνα, του «Εξηγητή»,
(427 ΒC – «Τί μάς απομένει λοιπόν, είπε, να
νομοθετήσουμε; Και είπα εγώ, πως δεν μας απομένει τίποτα, τω μέντοι Απόλλωνι τω
εν Δελφοίς τα τε μέγιστα και κάλλιστα και πρώτα τών νομοθετημάτων…»). Αξιοπρόσεκτη είναι, κοιτάζοντας εκ των προτέρων στην
ανώτατη βαθμίδα τού πολιτικού οικοδομήματος, η εξής αντίθεση: δεν υπάρχει ούτε
μια λέξη εκεί για μια λατρεία τών ζώντων προς τους θεούς· υπάρχει μια σύντομη
μόνον αναφορά για την τιμή τών τεθνηκότων φιλοσόφων (540 BC). Για την ‘τάξη’ τών φυλάκων,
η θρησκεία αποτελεί κεκαθαρμένη (εξαγνισμένη) παράδοση· για την ‘τάξη’ τών φιλοσόφων
η θρησκεία είναι η θέα τής ίδιας τής ύψιστης τελειότητας, την οποίαν ακόμα και ο ήλιος (Helios), ο φωτεινότερος και
λαμπρότερος των ουρανίων θεών, απλώς και μόνον απεικονίζει.
Καθώς οφείλουμε να βλέπουμε πάντοτε την κάθε ξεχωριστή ψυχή σαν μια
«μικρογραφία» παράλληλη προς το μεγάλο οικοδόμημα της πόλης, και καθώς το
«φυλάσσειν» δεν εξαλείφεται αλλά ανυψώνεται μέσα απ’ το «φιλοσοφείν» στη
φιλοσοφική ψυχή, έτσι δεν εξαλείφεται ούτε η παραδεδομένη θρησκεία στην ψυχή
τού φιλοσόφου, αλλά ανυψώνεται στην ύψιστη γνώση τού Ενός, Πλήρους και Τελείου,
και στην τιμή και τον σεβασμό που το συνοδεύει.
(
συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου