Ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος ή Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός (περ. 329 μ.Χ. - 25 Ιανουαρίου 389 ή 390 μ.Χ.) (επίσης γνωστός ως Γρηγόριος Θεολόγος και Γρηγόριος της Ναζιανζού) ήταν Αρχιεπίσκοπος της Κωνσταντινουπόλεως τον 4ο αιώνα μ.Χ. Θεωρείται ευρέως ως ο πιο ταλαντούχος ρήτορας μεταξύ των Πατέρων της Εκκλησίας.
Ως κλασικά εκπαιδευμένος ομιλητής και φιλόσοφος του Ελληνισμού, κατάφερε να συνδυάσει τον Ελληνισμό με την πρώτη εκκλησία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στην Ανατολική Ορθόδοξη και στη Δυτική Καθολική Εκκλησία είναι γνωστός ως ένας από τους Τρεις Ιεράρχες, μαζί με τον Βασίλειο τον Μέγα και τον Ιωάννη το Χρυσόστομο.
Διαβάζουμε ένα απόσπασμα από τον Λόγο «Εις τα Θεοφάνεια»,
από τα έργα αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ΕΠΕ 5
«Ο νους μεν λοιπόν και η αίσθησις, τα οποία διεχωρίσθησαν κατ’ αυτόν τον τρόπον το ένα από το άλλο, παρέμειναν το καθένα μέσα εις την φύσιν των και έφεραν εντός των το μεγαλείον του δημιουργού Λόγου, σιωπηλοί εγκωμιασταί και μεγαλόφωνοι κήρυκες του μεγαλουργήματος. Δεν υπήρχε δε ακόμη κράμα και από τα δύο, ούτε κάποια ένωσις των αντιθέτων, δείγμα ανωτέρας σοφίας και της ποικιλίας των φύσεων, ούτε ήτο γνωστός όλος ο πλούτος της αγαθότητος. Επειδή δε ο δημιουργός Λόγος αυτό ακριβώς το πράγμα ήθελε να δείξει, και να παρουσιάσει ένα ον από την ένωσιν και των δύο (της αοράτου δηλαδή και της ορατής φύσεως), εδημιούργησε τον άνθρωπον.
Και αφού έλαβε μεν από την ύλην, η οποία υπήρχεν ήδη, το σώμα, και αφού έβαλε μεν από την ύλην, το σώμα, και αφού έβαλεν εις αυτό την πνοή του (την οποίαν ο λόγος ορίζει ως νοεράν ψυχήν και εικόνα του Θεού), τον έστησεν επί της γης ωσάν δεύτερον κόσμον, κατά κάποιον τρόπον, μέγαν μέσα εις την μικρότητα του, ωσάν άλλον άγγελον, ωσάν μικτόν προσκυνητήν, φύλακα της ορατής κτίσεως και ιερουργόν της αοράτου, βασιλέα των ευρισκομένων επί της γης και κυβερνώμενον ταυτοχρόνως από τον ουρανόν, επίγειον και ουράνιον, προσωρινόν και αθάνατον, ορατόν και εννοούμενον, ευρισκόμενον εις το μέσον μεταξύ ταπεινότητος και μεγαλείου· τον ίδιον πνεύμα και σάρκα.
Πνεύμα προς χάριν του και σάρκα δια να ημπορεί να εξυψώνεται. Το μεν ένα δια να ζει και να δοξάζει τον ευεργέτην, το δε άλλο δια να υποφέρει, να ενθυμείται και να διαπαιδαγωγείται από το πάθος του, επιδιώκων να ανυψωθεί προς το μεγαλείον. Ον το οποίον διαμένει μεν εις την γην, αλλά μεταβαίνει εις άλλον κόσμον, και ωσάν τέλος του μυστηρίου γίνεται θεός από την επιθυμίαν του προς αυτόν. Διότι εις αυτό, κατά την γνώμην μου, οδηγεί η μέτρια λάμψις της αλήθειας, η οποία παρουσιάζεται εις την γην, εις το να ίδωμεν δηλαδή και να αισθανθώμεν την λαμπρότητα του Θεού, η οποία είναι αντάξια προς εκείνον ο οποίος μας συνέθεσε, και ο οποίος θα μας διαλύσει και θα μας συνθέσει πάλιν κατά τρόπον ακόμη πιο ένδοξον.
Και τον ετοποθέτησεν εις τον παράδεισον (όποιος και αν ήτο ο παράδεισος αυτός), αφού τον ετίμησε με το αυτεξούσιον, δια να ανήκει το αγαθόν εις εκείνον ο οποίος θα το επιλέξει όχι ολιγότερον από όσον εις εκείνον ο οποίος του έδωσε τα σπέρματα του αγαθού, τον έκανε γεωργόν αθανάτων φυτών, δηλαδή των θείων εννοιών, και των απλουστέρων και των τελειοτέρων, γυμνόν εξ αιτίας της απλότητος και της χωρίς πονηρίας ζωής, και χωρίς κανένα κάλυμμα και πρόβλημα. Διότι τέτοιος έπρεπε να είναι ο πρώτος άνθρωπος. Και του δίδει τον νόμον ως αντικείμενον του αυτεξουσίου.
Ο δε νόμος ήτο εντολή από ποια φυτά ημπορούσε να φάγη και ποια δεν θα έπρεπε να αγγίξει. Εις αυτά δε ανήκε το δέντρο της γνώσεως, το οποίον ούτε εφυτεύθει από την αρχήν με κακόν σκοπόν, ούτε απηγορεύθει από φθόνον (ας μη φθάσουν μέχρις εκεί αι γλώσαι των εχθρών του Θεού, και ας μην μιμηθούν τον όφιν). Αλλά ήτο μεν καλόν εάν το εδοκίμαζε κανείς εις τον κατάλληλον καιρόν (διότι το δέντρον, κατά την άποψίν μου, ήτο η θέα του Θεού, την οποίαν ημπορούσαν να πλησιάσουν χωρίς να κινδυνεύουν μόνον εκείνοι οι οποίοι είχαν τελειοποιηθεί με την άσκησιν), αλλά δεν ήτο καλόν δια τους αδοκίμαστους ακόμη και τους πιο λαίμαργους ως προς την επιθυμίαν, όπως η σκληρά τροφή δεν είναι ωφέλιμος δι’ εκείνους οι οποίοι είναι ακόμη αδύνατοι και έχουν ανάγκην από γάλα.
Αφού δε εξ αιτίας του φθόνου του διαβόλου και της παρακινήσεως της γυναικός, η οποία υπέκυψε σαν πιο αδύνατη και τον παρεκίνησε και αυτόν σαν η πιο κατάλληλη δι’ αυτό (αλλοίμονον εις την αδυναμίαν μου, διότι η αδυναμία του προπάτορος είναι και ιδικήν μου), ελησμόνησεν μεν την εντολήν, η οποία του είχε δοθεί, και ενικήθη από την προσωρινήν γευστικήν δοκιμήν· και έτσι εξεδιώχθη αυτομάτως από το δέντρον της ζωής, από τον παράδεισον και από τον Θεόν εξ αιτίας της κακίας του, και ενεδύθη με δερμάτινα ενδύματα (πιθανόν με την πιο βαριά σάρκα, την φθαρτήν και αντίθετον). Και σαν πρώτο αποτέλεσμα αντιλαμβάνεται την καταισχύνη του και κρύβεται από τον Θεόν. Κερδίζει, βεβαίως, κάτι από αυτό: το ότι γίνεται θνητός και το ότι διακόπεται η αμαρτία, δια να μην γίνει αθάνατον το κακόν, και έτσι η τιμωρία αποβαίνει φιλανθρωπία. Διότι εγώ έτσι πιστεύω ότι τιμωρεί ο Θεός».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου