Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

Άννα Κωστούλα: Giambattista Vico: Η Πολιτεία των Γραμμάτων




Πηγή



Χρονοφωτογραφία του Giambattista Vico

Το βιβλίο, στην εποχή του και για πολύν καιρό ακόμη, αγνοήθηκε. Δεν φταίει γι’ αυτό το ότι δεν γεννήθηκε στην ώρα του, κάθε άλλο. «Όταν προσκόπτουν οι προσπάθειες ευτυχισμένης διαμόρφωσης του παρόντος για όλους κι όταν δεν πραγματοποιείται η Ουτοπία

1. Εκτός κανόνος
Το σωτήριον έτος 1724 μ.Χ., ο Ναπολιτάνος Giambattista Vico, γιος βιβλιοπώλη, «στην αρχή οικοδιδάσκαλος και κατόπιν ενδεής καθηγητής ρητορικής στο τοπικό πανεπιστήμιο, ευσεβής καθολικός και μικροαστός», ένας «λιπόσαρκος άντρας, με ανήσυχο βλέμμα, διδασκαλική ράβδο στο χέρι και χειμαρρώδη ευγλωττία», ανάπηρος εξαιτίας ατυχήματος στην παιδική του ηλικία, απομονωμένος κατά βάθος, στερημένος «από τα πολυτιμότερα αγαθά ενός λογίου –γαλήνη και σχόλη–» και υποχρεωμένος να γράφει, όπως λέει στη Αυτοβιογραφία του, «ανάμεσα στις συζητήσεις των φίλων και τα ξεφωνητά των παιδιών» του, έχει ολοκληρώσει μια διατριβή στην οποία «ανασκευάζει τις απόψεις μερικών από τους πιο επιφανείς στοχαστές του καιρού του –των νομικών Grotius, Selden και Pufendorf, των φιλοσόφων Hobbes, Spinoza, Locke και Βayle, των λογίων Casaumon, Sumaise και Voos. Ο προστάτης του καρδινάλιος Corsini, αργότερα Πάπας Κλημέντιος Ζ’, στον οποίο ήταν αφοσιωμένος, αρνείται να του παράσχει το ποσόν το οποίο είχε υποσχεθεί για τη δημοσίευσή της. Απελπισμένος, ο Vico πουλάει το μοναδικό πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο του, ένα δαχτυλίδι, αλλά κι έτσι καλύπτει μόνο το ένα τέταρτο του απαιτούμενου ποσού. Αφαιρεί λοιπόν ολόκληρο το “αρνητικό” μέρος του έργου (την επίθεση στους θεωρητικούς του Φυσικού Δικαίου, τους οπαδούς του κοινωνικού συμβολαίου, νεοστωικούς, νεοεπικούρειους, αριστοτελιστές, καρτεσιανούς, τις πιο σημαντικές σχολές της περιόδου) και διατηρεί μόνο το δικό του θετικό δόγμα. Το αποκομμένο τμήμα χάθηκε. Το βιβλίο, συντετμημένο στο ένα τέταρτο της αρχικής έκτασής του, δημοσιεύθηκε το 1725. Ξαναδημοσιεύτηκε αναθεωρημένο –κατ’ ουσίαν μια νέα σύνθεση– το 1730 και ανατυπώθηκε με προσθήκες το 1744, έτος θανάτου του Vico (είχε γεννηθεί το 1668). Επρόκειτο για το αριστούργημά του, τη Νέα Επιστήμη»: Nova Scienza.
Το βιβλίο, στην εποχή του και για πολύν καιρό ακόμη, αγνοήθηκε. Δεν φταίει γι’ αυτό το ότι δεν γεννήθηκε στην ώρα του, κάθε άλλο. «Όταν προσκόπτουν οι προσπάθειες ευτυχισμένης διαμόρφωσης του παρόντος για όλους κι όταν δεν πραγματοποιείται η Ουτοπία, [...] τότε πρέπει να δημιουργηθεί μια φιλοσοφία της Ιστορίας που νομίζει ότι πίσω από το βίωμα του συμφυρμού ζωής και θανάτου αναγνωρίζει μιαν κρυφή αγαθή πρόθεση, μέσα στα σχέδια της οποίας το μεμονωμένο, φαινομενικά ακατανόητο καί δίχως νόημα γεγονός έχει την εντελώς καθορισμένη αξία του, χωρίς το ίδιο να ξέρει τίποτα. Αν είναι αλήθεια ότι η νοητική κατασκευή ενός τέτοιου κρυφού νοήματος αποτελεί την ουσία κάθε γνήσιας φιλοσοφίας της Ιστορίας, τότε ο Ιταλός Giambattista Vico στάθηκε ο πρώτος πραγματικός φιλόσοφος της Ιστορίας στη νεότερη εποχή. Γιατί το κύριο έργο του αποσκοπεί να δείξει πως η Πρόνοια διευθύνει την ανθρώπινη Ιστορία και πως πραγματοποιεί τους σκοπούς της διαμέσου των πράξεων των ανθρώπων, χωρίς τούτοι εδώ να κατέχουν ή να πρέπει να κατέχουν οι ίδιοι ξεκάθαρη συνείδηση αυτού του γεγονότος». Αλλά ένα βιβλίο που γεννιέται στην ώρα του μπορεί να δυσκολευτεί παραταύτα ν’ ανοίξει δρόμο, εξαιτίας των πλεονεκτημάτων του ακριβώς: Ο Vico, όντως, «διέθετε για τις μεγάλες πολιτιστικές συναρτήσεις ένα βλέμμα που ελάχιστοι το είχαν, όχι μονάχα στην εποχή του, αλλά και στους ακόλουθους αιώνες. Είναι παράδειγμα ότι η ενασχόληση με την Ιστορία μπορεί να καρποφορήσει καθολικά, όταν δεν αποσκοπεί σε μιαν έκθεση επιφανειακών φαινομένων, αλλά στην αποκάλυψη νομοτελειακών συναρτήσεων». Όλ’ αυτά μεταφράζονται εύκολα σε πρόσβλημα πρόσληψης, που ο Vico, συγγραφέας ιδιοφυής αλλά δίχως ταλέντο, όπως ειπώθηκε, κατά τόπους χαοτικός κι ασυνάρτητος, έτσι που διαρκώς να εξάπτεται αδυνατώντας να ελέγξει την πληθώρα ιδεών ή να κατασκευάσει μια συνεπή ορολογία (για «ένα μικρό πανδαιμόνιο» μιλούσε ο Michelet), έκανε ό,τι μπορούσε για να το διογκώσει – ξεκινώντας από την αλλόκοτη, αλληγορική εικόνα που τύπωσε πρώτη-πρώτη στο βιβλίο για να παρουσιάζει τη βασική ιδέα του:
«Η εικόνα δείχνει στην επάνω αριστερή γωνία το μάτι του Θεού που παριστά αλληγορικά τη θεία πρόνοια. Στα δεξιά μια γυναίκα (τη μεταφυσική) που ατενίζει τον Θεό, στέκοντας πάνω στην ουράνια σφαίρα (τον φυσικό κόσμο), η οποία στηρίζεται σ' ένα βωμό (σύμβολο των πανάρχαιων θυσιών προς τους ουρανούς) από τη μία μόνο πλευρά. Στ' αριστερά βρίσκεται ένας ανδριάντας του Ομήρου (του θεολογικού ποιητή) που συμβολίζει την πιο αρχαία σοφία του κόσμου. Μια ακτίνα της θείας πρόνοιας συνδέει το μάτι του ουρανού με την καρδιά της γυναίκας-μεταφυσικής και μια άλλη τη μεταφυσική με τον Όμηρο. Έτσι, η χριστιανική ακτίνα της πρόνοιας συνδέεται, διαμέσου της μεταφυσικής, με τον Όμηρο, δηλαδή με τον πολιτικό κόσμο των Εθνικών, παρακάμπτοντας τον υλικό κόσμο της φύσης. Η ερμηνεία του Vico υπογραμμίζει ότι η μεταφυσική ατενίζει τον Θεό “υπεράνω των φυσικών πραγμάτων” μέσω των οποίων τον ατένιζαν ώς τώρα οι φιλόσοφοι. Η μεταφυσική θεάται “στον Θεό τον κόσμο του ανθρώπινου πνεύματος” για να δείξει την πρόνοιά του στον κόσμο των ανθρώπινων πνευμάτων, που είναι ο πολιτικός κόσμος ή ο κόσμος των εθνών. Η σφαίρα στηρίζεται από τη μία μόνο πλευρά, “διότι ως τώρα οι φιλόσοφοι, ατενίζοντας τη θεία πρόνοια μόνο μέσα από τη φυσική τάξη, δεν έχουν δείξει παρά ένα μόνο τμήμα της... Οι φιλόσοφοι δεν έχουν ακόμα αντικρύσει την πρόνοιά Του ως προς το τμήμα της εκείνο τι ειδικά αναφερόμενο στον άνθρωπο, που η φύση του έχει την εξής κύρια ιδιότητα: είναι κοινωνική”».
Το αληθινό πρόβλημα πρόσληψης όμως δεν οφείλεται ούτε στο μπαρόκ στυλ καθ’ εαυτό (αν κι εδώ διατηρούμε μιαν επιφύλαξη, θα δούμε γιατί) ούτε στη χρήση αλληγοριών καθ’ εαυτήν ή στην αφήγηση αλλόκοτων μύθων, αλλά στο ότι όλ’ αυτά είναι φορείς ρηξικέλευθων ιδεών, δηλαδή μορφές που παίρνει η ρήξη. 852
2. Μορφές της ρήξης
Η αλληγορία αποκτά προνομιακό ρόλο στο μπαρόκ εν γένει, αφού, «χάρη στην αλληγορική δομή και μόνο, το μπαρόκ δράμα ενσωματώνει στο περιεχόμενό του τα υλικά που του γεννά η εξάρτησή του από τη σύγχρονη ιστορία». Αλλά δεν ανακαλύπτει το μπαρόκ –ούτε, πολλώ μάλλον, ο Vico– την αλληγορία ως μέθοδο, την κληρονομεί. Ο Βοκάκιος, φερ’ ειπείν, αξιοποιώντας μιαν επικούρεια κι εντέλει κατά βάθος υλιστική παράδοση που έρχεται ώς εκείνον μέσω του Λουκρήτιου και του Βιτρούβιου, επιλέγει να ερμηνεύσει αλληγορικά τον μύθο του χωλού θεού Ήφαιστου που απορρίφθηκε από τον ουρανό στη γη και εκεί τον ανέθρεψαν οι άνθρωποι ή, κατ’ άλλη εκδοχή, πίθηκοι. «Οι πίθηκοι, υποστήριξε, μπορούν να συγκριθούν με τους ανθρώπους γιατί μιμούνται τη συμπεριφορά του ανθρώπου οπως ο άνθρωπος μιμείται τη συμπεριφορά της φύσης. Με ποιον τρόπο όμως μιμείται τη φύση ο άνθρωπος; Με την εξάσκηση των καλών και εφαρμοσμένων τεχνών. Η ενασχόληση του ανθρώπου με τις τέχνες και τις άλλες πρακτικές δραστηριότητες προϋποθέτει τη χρήση της φωτιάς, και ο Ήφαιστος ήταν ο θεός της φωτιάς. Για τον Βοκάκιο λοιπόν, ο μύθος ότι ο Ήφαιστος ανατράφηκε από πιθήκους αποτελεί αλληγορική έκφραση του γεγονότος ότι οι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να αναπτύξουν τις εγγενείς τάσεις και ικανότητές τους για τέχνη και γενικότερη παραγωγική διαδικασία πριν ανακαλύψουν τη φωτιά και μάθουν να τη χειρίζονται». Άλλωστε, κατά τον Βοκάκιο πάντα, «το κουτσό πόδι του Ήφαιστου συμβολίζει τόσο το τεθλασμένο σχήμα της αστραπής όσο και την κυματιστή αστάθεια της φλόγας». Διόλου δεν θα εμπόδιζε την πρόσληψη του Vico η αλληγορία λοιπόν, αν δεν έκρυβε μια πρωτότυπη ερμηνευτική των μύθων ως γλώσσας κι εντέλει την πρωτοφανή για την εποχή ιδέα ότι η γλώσσα κι ακόμη-ακόμη η λέξη έχει επιτελεστική αξία. Αυτό θα αναδείξουν οι αλλόκοτοι μύθοι:
«Τέτοιας λογής θα έπρεπε να είναι οι πρώτοι ιδρυτές της ειδωλολατρικής ανθρωπότητας, όταν 200 χρόνια μετά τον κατακλυσμό και αφού η γη είχε ξεραθεί αρκετά, ο ουρανός επιτέλους άστραψε και βρόντηξε με αστραπόβροντο που ξύπναγε τον τρόμο, έτσι καθώς το ‘χε γεννήσει ο πρώτος τέτοιος συνταραγμός του αέρα. Τότε κάτι λίγοι Γίγαντες (οι πιο δυνατοί, γιατί ζούσαν σκορπισμένοι στα δάση των ψηλωμάτων, έχοντας εκεί λημέρι, καθώς και τα δυνατότερα ζώα), τρομαγμένοι και περίφοβοι από την τερατώδη αυτή ενέργεια, που δεν γνώριζαν την αιτία της, σήκωσαν τα μάτια και κοίταξαν τον ουρανό. Και επειδή σε παρόμοια περίπτωση το ανθρώπινο πνεύμα αποδίδει τη δική του την ουσία σε μια τέτοια ενέργεια, συνάμα όμως η ουσία του ήταν ουσία ανθρώπων που είχαν αφάνταστες σωματικές δυνάμεις και που ανακοίνωναν ο ένας στον άλλο τα άγρια πάθη μουγκρίζοντας και ουρλιάζοντας – γι’αυτό και φαντάστηκαν τον ουρανό σα μεγάλο ζωντανό σώμα, που τ’ ονόμαζαν Δία, τον πρώτο θεό των λεγόμενων gentes maiores, ο οποίος ήθελε τάχα κάτι να τους πει με το σφύριγμα της αστραπής και τον κρότο της βροντής». Αυτά διηγείται o Vico – και βλέπουμε πως εδώ μετράει η ανατρεπτική ιδέα, το ολοκαίνουργιο νόημα: η επιτέλεση μέσω φωνημάτων αφενός, η απόλυτη εναντίωση αφετέρου στο ερμηνευτικό σχήμα των θεωρητικών της Φυσικής Κατάστασης, «στα επιθετικά κτήνη που περιγράφει ο Hobbes, τους ανήμπορους ηλίθους του Grotius ή τους πλάνητες του Pufendorf». Γιατί, κατά τα άλλα, δύσκολα θα ξένιζε τους συγκαιρινούς του τέτοια εξιστόρηση. Στο πλαίσιο της ίδιας υλιστικής αφήγησης που είδαμε να παραλαμβάνει ο Βοκάκιος, εικονογραφημένης αυτή τη φορά, συναντάμε ήδη κατά την πρώιμη Αναγέννηση πίνακες όπου απεικονίζεται ένας «πόλεμος όλων εναντίον όλων» κι όπου «κυριαρχούν τα αχαλίνωτα πάθη. Καθώς δεν υπάρχει ουσιαστική διάκριση σε ανθρώπους και ζώα από τη μια και ανθρώπους και ημιανθρώπινες φιγούρες όπως οι κένταυροι και οι σάτυροι από την άλλη, όλα αυτά τα πλάσματα αδιακρίτως κάνουν έρωτα και ζευγαρώνουν, παλεύουν μεταξύ τους και σκοτώνονται, χωρίς να δίνουν καμιά προσοχή στον κοινό τους εχθρό, τη φωτιά που καίει το δάσος», αδάμαστη ακόμη από τον άνθρωπο. «Η γουρούνα με το γυναικείο πρόσωπο και ο τράγος με το ανδρικό, που προέκυψαν από το αχαλίνωτο ζευγάρωμα ανθρώπων και ζώων» θυμίζουν Ιερώνυμο Μπος, αλλά εικονογραφούν μια θεωρία την οποία ανέπτυξε με κάθε σοβαρότητα ο Λουκρήτιος: μπροστά τους οι «γίγαντες» του Βίκο μοιάζουν συμβατικοί...
Είναι αλήθεια πως αυτές οι μορφές που πήρε η ρήξη του Vico με τις ιδέες των συγχρόνων του, μορφές που πάντοτε αποσπώνται από το κοινό απόθεμα και μεταστρέφονται, ήσαν όλες τους γόνιμες και όλες τους μετέχουν της ουσίας της ρήξης – εγκαινιάζοντας κλάδους και τομείς της μελλοντικής επιστημονικής γνώσης: την εθνολογία, την κοινωνική ανθρωπολογία, τη γενετική ερμηνεία των μύθων και των αντιλήψεων, την κοινωνιολογία – μεταξύ άλλων... Για να περιοριστούμε στη γνωστότερη και κατεξοχήν εύληπτη έκφανση των επιτευγμάτων του, που προκύπτουν καθώς ο Vico –αυτό κάνει πάντα, αυτή είναι η μέθοδός του– πρώτα αναδέχεται ένα κοινώς παραδεκτό σχήμα κι αμέσως μετά το επερωτά και, αν πρέπει, το αναιρεί (έτσι παρέλαβε, φερ’ ειπείν, τη μέθοδο του Spinoza για την κριτική των Γραφών και την «μετέφερε» στην κριτική των Ομηρικών επών απορρίπτοντας τον Spinoza), ο στοχαστής αυτός «από τα έργα του μεγάλου φιλοσόφου Βάκωνα, που τιμούσε στο έπακρο, παρέλαβε την απέχθεια προς την άποψη ότι οι στοχαστές της κλασικής αρχαιότητας ή άλλοι φιλόσοφοι του παρελθόντος είχαν κιόλας καθέξει την ύψιστη γνώση των αιώνιων πραγμάτων κι ότι κατόπιν το ανθρώπινο γένος όχι μόνον δεν έκαμε καμιά πρόοδο αλλά και ξέπεσε, φτώχυνε». Θα κλιμακώσει όμως αυτή την απέχθεια κατά τρόπο ασύλληπτο:
Για τον Vico, «το ανθρώπινο γένος ξεκινά τη βιοπορεία του μέσα σε μια σκοτεινή και τρομαχτική αρχέγονη ιστορία». «Οι πρώτοι θεσμοί και τα πρώτα ήθη δημιουργούνται από το φόβο μπροστά στα στοιχεία, τα οποία προσωποποιούνται... Η πρωτόγονη αυτή ερμηνεία των φυσικών συμβάντων [...] είναι η καταγωγή της ποίησης, που συμπίπτει με την απαρχή του πολιτισμού». Συγχρόνως, δημιουργείται και η μυθολογία, «σαν αντίδραση στο φόβο απέναντι στις πανίσχυρες φυσικές δυνάμεις». Κατά συνέπειαν –κι αφού διανοίξαμε τα πεδία της κριτικής της ποίησης και των μύθων–, πρέπει να δεχτούμε ότι και η θρησκεία δεν είναι απάτη και σκοτείνιασμα του νου, όπως έλεγε ο Λουκρήτιος και θα επαναλάβουν οι Διαφωτιστές. Είναι μια αναγκαία, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, σε συγκεκριμένο στάδιο της ανθρώπινης ιστορίας, μορφοποίηση φόβων, πεποιθήσεων, σκέψεων: περιέχει, όταν έρθει η ώρα της (που θα παρέλθει κατόπιν), την αλήθεια της στιγμής. Απλούστατα: Έτσι βλέπει, εννοεί, διατυπώνει τότε τον κόσμο ο κοινωνικός άνθρωπος. Αυτό δεν αναιρεί την κριτική της θρησκείας, την πάει μόνο – ας πούμε: πολύ πιο πέρα κι από τον πολύ μεταγενέστερο Φόυερμπαχ.
Κι η κλιμάκωση δεν σταματά εδώ. Με δεδομένη την ανατροπή τού κοινώς παραδεκτού σχήματος περί προϊστορίας και γένεσης του πολιτισμού, ο Βίκο συσσωρεύει εν παρόδω ρηξικέλευθα σχήματα ερμηνείας: Αναγνωρίζει ρητά την αναλογία των ιστορικά πρώιμων λαών με τους ζωντανούς ακόμη σήμερα πρωτόγονους. Διαπιστώνει την αναλογία της διανοητικότητας των πρωτόγονων κι εκείνης των παιδιών, εφόσον τα πρώτα στάδια σκέψης δεν διαθέτουν κατηγορικό τρόπο. Επιμένει πως «οι παλιότεροι θρύλοι θά ‘πρεπε να περιέχουν πολιτικές αλήθειες, ενώ επίσης εξεικόνιζαν την ιστορία των πρώτων λαών» – και πάνω στο ίδιο μοτίβο επιχειρεί μια ταξική ανάλυση των μύθων, τείνοντας ν’ αναδείξει την πάλη των τάξεων σε θεμελιώδες κοινωνικό γεγονός. «Οι ερμηνείες του Βίκο για τη μυθολογία είναι πρότυπα παραδείγματα της προσπάθειας να νοηθούν “πνευματικά” φαινόμενα με βάση τις καθορίζουσες κοινωνικές σχέσεις». Εξού και τελικά δεν συλλαμβάνει μονάχα τη μυθολογία σαν αντανάκλαση κοινωνικών σχέσεων, αλλά συναρτά και τη μεταφυσική με την ιστορική πραγματικότητα...
Θ’ ακουστεί επομένως παράδοξο – αλλ’ αυτά (και άλλα, ανάλογα, που δεν έχει νόημα ν’ απαριθμηθούν) είναι επιτεύγματα επιγενόμενα και παράπλευρα. Τα αναφέραμε κλιμακώνοντας, με τη σειρά μας, ένα πρωθύστερο, σαν να τείνουμε από τις επιφανειακές σε στοιβάδες βαθύτερες, γιατί όλα αυτά είναι η έκβαση απλώς μιας εν τω βάθει ρήξης, που κατ’ ουσίαν είναι, όπως πάντα, απλή: 1.233
3. Το αληθινό σχίσμα
«Στην εποχή του Βίκο ο Ντεκάρτ ήταν μεγάλη φιλοσοφική μόδα και ήταν αδύνατον ν’ αποφύγεις την αναμέτρηση μαζί του». Και βέβαια «η αναμέτρηση με τον Ντεκάρτ είναι η αναμέτρηση με το ερώτημα αν τα μαθηματικά είναι η μοναδική γνήσια γνώση και συνάμα με το αν η μαθηματική σκέψη είναι η αληθινή εξωτερίκευση της ουσίας του ανθρώπου».
«Το σημείο εκκίνησης της εξέγερσης του Vico εναντίον του Descartes ήταν η πεποίθησή του, αποκρυσταλλωμένη πλήρως το 1708-9, ότι τα καρτεσιανά κριτήρια εναργών και διακριτών ιδεών δεν ήταν δυνατόν να εφαρμοστούν επωφελώς εκτός του πεδίου των μαθηματικών και της φυσικής επιστήμης». Καταρχάς λοιπόν ο Vico παραδέχεται ότι η μαθηματική γνώση είναι πράγματι απολύτως έγκυρη – αλλά γιατί; Επειδή (αυτή ήταν κιόλας μια παλιά σχολαστική ιδέα: η γνώση «διά των αιτίων», per causas, είναι ανώτερη γνώση) εμείς κατασκευάσαμε τη γεωμετρία: νά γιατί μπορούμε και την αποδεικνύουμε. Αυτό είναι το νόημα του περιώνυμου τύπου του Vico «To αληθές [verum] και το γεγονός [factum] είναι εναλλάξιμα»: οι μαθηματικές αποφάνσεις είναι αληθείς μόνο επειδή τις κατασκευάζουμε εμείς οι ίδιοι. Ναι, αλλά (κι εδώ ο Vico διανύει μ’ ένα πρώτο άλμα τη μισή απόσταση) ισχύει το ίδιο για τις φυσικές επιστήμες; Όχι βέβαια, αφού τον κόσμο δεν τον κατασκευάσαμε εμείς, αλλά ο Θεός. «Μ’ άλλα λόγια, η Φυσική εξέπεσε από την καρτεσιανή κορυφή, αλλά η Ιστορία δεν ανατιμήθηκε ακόμη. Η ριζοσπαστική κίνηση μένει να γίνει».
Και θα γίνει όταν, λίγα χρόνια αργότερα, ο Vivo προτείνει μια θέση «που υπονόμευε την αποδεκτή διαίρεση του συνόλου της γνώσης σε τρία είδη: μεταφυσικό ή θεολογικό, βασισμένο δηλαδή σε ορθολογική ενόραση ή πίστη ή αποκάλυψη, παραγωγικό, όπως στη λογική ή τη γραμματική ή τα μαθηματικά, αντιληπτικό, βασιζόμενο στην εμπειρική παρατήρηση, εκλεπτυσμένη και διευρυμένη με την υπόθεση, το πείραμα, την επαγωγή και τις άλλες μεθόδους των φυσικών επιστημών. Υπάρχει, για τον Vico, κι ένας άλλος τύπος επίγνωσης, ανόμοιος προς την a priori γνώση στο ότι είναι εμπειρικός, ανόμοιος προς την παραγωγή στο ότι παράγει νέα γνώση γεγονότων και ανόμοιος προς την αντίληψη του εξωτερικού κόσμου στο ότι μας πληροφορεί όχι απλώς για ό,τι υπάρχει ή συμβαίνει, και με ποια χωρική ή χρονική σειρά, αλλά επίσης γιατί ό,τι υπάρχει, ή συμβαίνει, είναι όπως είναι – δηλαδή, υπό ορισμένη έννοια, πρόκειται για γνώση per causas. Είναι ένα είδος αυτογνωσίας: γνώση εκείνων των δραστηριοτήτων των οποίων εμείς, τα γνωρίζοντα υποκείμενα, είμαστε οι δημιουργοί, προικισμένοι με κίνητρα, σκοπούς και διηνεκή ζωή, που την κατανοούμε, καθ’ εαυτήν, εκ των ένδον». Χρειάζεται να πούμε ότι η διεκδίκηση αυτού του νέου τύπου γνώσης είναι κατεξοχήν επαναστατικό αίτημα; Με σύγχρονους όρους, θα την λέγαμε θέση αντι-ενατενιστική, αντι-θεαματική: ο άνθρωπος έχει από κάθε άποψη λόγο στην Ιστορία του – που βεβαίως δεν μπορεί ως εκ τούτου παρά ν’ αποτελέσει το πεδίο και το αντικείμενο μιας Νέας Επιστήμης, η οποία «προχωράει ακριβώς σαν τη γεωμετρία, που δημιουργεί η ίδια τον κόσμο των μεγεθών, συγκροτώντας και θεωρώντας τον σύμφωνα με τ’ αξιώματά της. Ωστόσο η δική μας Επιστήμη βαδίζει τόσο πιο πραγματικά όσο και οι νόμοι για τις ανθρώπινες υποθέσεις είναι πιο πραγματικοί από τα σημεία, τις γραμμές, τις επιφάνεις και τις μορφές».
«Μέσα στο πυκνό σκοτάδι της νύχτας», γράφει ο Vico, «που κάλυπτε την πρώιμη αρχαιότητα, τη τόσο απόμακρη από εμάς, φεγγοβολεί το αιώνιο και απαραμείωτο φως μιας αλήθειας πέραν κάθε αμφισβήτησης: ότι ο κόσμος της κοινωνίας των πολιτών σίγουρα κατασκευάστηκε από ανθρώπους, επομένως οι αρχές του ερείδονται στις μεταβολές του ανθρώπινου πνεύματός μας. Οποιοσδήποτε στοχάζεται επ' αυτού δεν μπορεί παρά να εκπλαγεί με το γεγονός ότι οι φιλόσοφοι έστρεψαν όλες τις ενέργειές τους στη σπουδή του φυσικού κόσμου, τον οποίο, αφότου τον κατασκεύασε ο Θεός, εκείνος και μόνο τον γνωρίζει: και ότι παραμέλησαν τη σπουδή του κόσμου των εθνών, ή του πολιτικού κόσμου, τον οποίο, εφόσον τον κατασκεύασαν οι άνθρωποι, είναι σε θέση να τον γνωρίζουν». Αυτή είναι η ιδρυτική διακήρυξη της Νέας Επιστήμης – που αποδεικνύεται διπλά ανατρεπτική:
Αφενός «ο Vico είχε διαβλέψει ότι μια θεώρηση που εκπορεύεται μονάχα από το –τάχα αυτόνομο– άτομο θα πρέπει νά ‘ναι περιορισμένη και ματαιόδοξη, προπαντός όμως αναγκαστικά λαθεμένη. Αυτογνωσία του ανθρώπου θεμελιώνεται μονάχα πάνω σε μιαν ανάλυση της ιστορικής διαδικασίας, μέσα στην οποία δρουν οι άνθρωποι, κι όχι με το μοναχό βλέμμα στον εσωτερικό μας εαυτό, όπως φρονούσε ο αντικειμενικός ιδεαλισμός σε όλες τις εποχές. Οικονομία, κράτος, δίκαιο, θρησκεία, επιστήμη, τέχνη – όλα τα ιδιόμορφα προϊόντα των ανθρώπων έγιναν μέσα στην Ιστορία και γι’ αυτό πρέπει να κατανοηθούν όχι με βάση τα απομονωμένα άτομα παρά μονάχα από τις σχέσεις αυτών των ατόμων (στη γλώσσα του Vico: από την ιδιότητα της κοινωνικότητάς τους).» Αλλ’ αυτό κατ’ ανάγκην σημαίνει ότι ο Vico, επενδύοντας στους αέναους μετασχηματισμούς της Ιστορίας, δέχεται μια πολλαπλότητα ισοτιμημένων, θα λέγαμε, μορφοποιήσεων σε όλα τα επίπεδα, απορρίπτει συνεπώς την ιδέα της γραμμικής εξέλιξης (κι εντέλει της αδιάκοπης προόδου, όπως την κατανόησαν οι Διαφωτιστές) και τη συναφή ιδέα σύγκρισης και αξιολόγησης των πολιτισμών, δίχως όμως ν’ αναιρεί τη διαβάθμισή τους. Γίγαντες - ήρωες - άνθρωποι, μιλώντας την εκάστοτε αληθή γλώσσα των δικών τους μορφοποιήσεων, εκτυλίσσουν την Ιστορία σε αναγκαία διαδοχή: «Τούτη είναι η εξέλιξη των ανθρώπινων πραγμάτων: πρώτα ήσαν τα δάση, μετά οι καλύβες, μετά οι πόλεις και τελευταία οι Ακαδημίες». Κι έπειτα – πάλι απ’ την αρχή. Γιατί, αφετέρου, η Νέα Επιστήμη του Vico δεν προϋποθέτει τομές, συμβολαιϊκού τύπου, ας πούμε, αλλά εγγράφει τη διαδοχή και την πολλαπλότητα σ’ ένα σχέδιο που θυμίζει μάλλον pattern, υφή (ή την δεδομένη πλοκή μιας φούγκας).
«Η εν λόγω νέα Επιστήμη, εξηγεί ο Vico, “φτάνει στην εξεικόνιση μιας ιδεώδους ιστορίας, σύμφωνα με την οποία ξετυλίγονται μέσα στο χρόνο οι ιστορίες όλων των λαών με την άνοδο, την πρόοδο, τη στάσιμη κατάσταση, την παρακμή και το τέρμα τους”. Επειδή για τον Βίκο ο πολιτισμός δεν φτιάχνεται από το ελεύθερο πνεύμα, παρά καθορίζεται αναγκαία, κατά την αρχή και την εξέλιξή του, από υλικές συνθήκες κι από την αλληλεπίδραση τούτων με τους πρωτόγονους ανθρώπους, γι’ αυτό έχει και την πεποίθηση ότι όπου διαμορφώνεται κοινωνία πρέπει αναγκαία να τραβήξει παντού και πάντα την ίδια πορεία, έτσι ώστε μπορούμε πραγματικά να διακριβώσουμε τις βασικές γραμμές μιας ιδεώδους ιστορίας, σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε να πορεύεται ίσαμε το τέλος η μοίρα όλων των πολιτισμών». «Το πραγματικό τέλος της» όμως «είναι παρακμή και κατάρρευση, μετά τις οποίες η όλη πορεία (corso) ξαναρχίζει με μια νέα περίοδο βαρβαρότητας, κι έτσι έχουμε μια επανακύκληση (ricorso), η οποία είναι συγχρόνως αναβίωση». Αυτό ακριβώς είναι το απαράλλακτο σχέδιο της Πρόνοιας, το οοποίο διατρέχουν οι συνεχείς αλλαγές.
Δηλαδή; Τι ακριβώς είναι η Πρόνοια; Όταν την επικαλείται ο Vico πιθανότατα «δεν εννοεί μ’ αυτήν τίποτε άλλο παρά τον νόμο απ’ τον οποίο οι άνθρωποι οδηγούνται στη διαμόρφωση κοινωνίας και πολιτισμού παρά τις ατομιστικές, βαρβαρικές και εγωιστικές ορμές τους». «Χωρίς συνείδηση των ατόμων, και κατά κάποιον τρόπο πίσω απ’ την πλάτη τους, λαβαίνει χώρο μια ακολουθία κοινωνικών μορφών, που κάνουν δυνατό το πολιτιστικό επίτευγμα των ανθρώπων. Έτσι, το ερώτημα για τους μυστικούς αυτούς νόμους γίνεται το κυρίως θέμα της “καινούργιας επιστήμης”. Ο Βίκο υποδείχνει πως η αληθινή σημασία της λέξης “Πρόνοια” είναι εκείνη σύμφωνα με την οποία η πρόνοια ονομάστηκε divinitas από το divinari, που σημαίνει το απόκρυφο. Ως καθήκον του κύριου έργου του λοιπόν καθορίζει “την κατανόηση του απόκρυφου, που δρα χωρίς να το παρατηρούν οι άνθρωποι ή να συνεργούν μαζί του και που συχνά μάλιστα αντιμάχεται εντελώς τα σχέδιά τους”». Ώστε «οι σύγχρονοι κριτικοί της αντίληψης του Vico περί Πρόνοιας έχουν πράγματι δίκιο να λένε ότι, με τον Vico, η Πρόνοια έχει γίνει τόσο φυσική, εγκόσμια και ιστορική σαν να μην υπήρχε διόλου. Διότι στην “κατάδειξη“ της Πρόνοιας από μέρους του Vico δεν μένει τίποτα από την υπερβατική και θαυματουργική λειτουργία που χαρακτηρίζει την πίστη στην πρόνοια από τον Αυγουστίνο ώς τον Bossuet. Με τον Vico η Πρόνοια μεταβιβάζεται σ' ένα έσχατο πλαίσιο αναφοράς που το περιεχόμενό του και η ουσία του δεν είναι παρά η οικουμενική και σταθερή πράξη της ίδιας της ιστορικής πορείας. [...] Και για όσους μπορούν να διαβάσουν αυτή τη φυσική γλώσσα της εμπράγματης ιστορικής πρόνοιας μέσα στην κοινωνική ιστορία του ανθρώπου, η ιστορία από την πρώτη ώς την τελευταία σελίδα της είναι ένα ανοιχτό βιβλίο θαυμαστά σχεδιασμένο». 1.336
4. Η τέχνη της αλλαγής
Η σύλληψη της ιδέας της Πρόνοιας μπορεί και να είναι, σε τελική ανάλυση, μια αντανάκλαση του μπαρόκ στυλ, δηλαδή της μπαρόκ θέασης του κόσμου, που υιοθετεί ο Vico: «Στη μπαρόκ μουσική, υπάρχει η αντίθεση ανάμεσα στα ελεύθερα και συναισθηματικά πρελούδια και τις τοκάτες του Bach, και στην αυστηρά τυπική και πνευματικά πειθαρχημένη φούγκα που τις ακολουθεί και δεσπόζει στις μουσικές αυτές συνθέσεις που αποτελούνταν από δύο μέρη. Τη βλέπουμε επίσης στις απίστευτα περίπλοκες καντέντσες, όπου η φωνή του αοιδού τινάζεται ψηλά, σαν πουλί που παλεύει να ξεφύγει, μένει μετέωρη στον αέρα, κι έπειτα κατεβαίνει, ξαναγυρίζει στο κλειδί της και στην ορχήστρα που περιμένει, και ολοκληρώνει την άρια». Μα και καθ’ εαυτήν η θεμελιώδης απόφαση του Vico να θεωρήσει ως το κατεξοχήν επιστημονικό πεδίο της Ιστορία, διανοίγοντας την ήπειρό της, όπως (εσφαλμένα) ειπώθηκε έπειτα για τον Μαρξ, μπορεί να ερμηνευθεί στο ίδιο εντέλει πλαίσιο: «Ο ιστορικός χρόνος που εισέβαλε στην τέχνη εκφράσθηκε κατ’ αρχήν στην ίδια τη σφαίρα της τέχνης, με αφετηρία το baroque. Το baroque είναι η τέχνη ενός κόσμου που απώλεσε το κέντρο του: η τελευταία μυθική τάξη πραγμάτων που αναγνώρισε ο Μεσαίωνας στον κόσμο και την επίγεια διακυβέρνηση –η ενότητα της Χριστιανοσύνης και το φάντασμα μιας Αυτοκρατορίας– κατέρρευσε. Η τέχνη της αλλαγής μέλλει να φέρει μεθ’ εαυτής την εφήμερη αρχή που ανακαλύπτει τον κόσμο. Επέλεξε, λέει ο Eugenio d’Ors, “τη ζωή ενάντια στην αιωνιότητα”. Το θέατρο και η γιορτή, η θεατρική γιορτή, είναι οι κυρίαρχες στιγμές της δημιουργίας baroque, στην οποία κάθε ιδιαίτερη καλλιτεχνική έκφραση δεν αποκτά νόημα παρά διά της αναφοράς της στον διάκοσμο ενός κατασκευασμένου τόπου, σε μια κατασκευή που πρέπει να είναι δι’ εαυτήν το κέντρο ενοποίησης».
Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: