Συνέχεια από: Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020
Πέραν αυτών τών απεικονίσεων τής εποχής τού μπαρόκ μάλλον, ο ουσιώδης χαρακτήρας τής διαλεκτικής προόδου, και αυτό που τήν διακρίνει από τήν μαθηματική μέθοδο είναι η παρουσία και η διατήρηση σ’αυτή τής αντιφάσεως. Και πράγματι, εάν η “σκέψη τής αντιφάσεως είναι η ουσιώδης στιγμή τής έννοιας”, τότε η “διαλεκτική κίνηση η οποία, όπως ελέγθη στην Εισαγωγή τής φαινομενολογίας, έχει σαν στοιχείο της τήν “καθαρή έννοια” θα είναι ουσιωδώς “στοχασμός τής αντιφάσεως”. Η αντίφαση, λοιπόν, όπως έχουμε ήδη πει, είναι το εσωτερικό κινούν τής διαλεκτικής, αυτό που παράγει την κίνηση, δηλαδή το πέρασμα από τον έναν ορισμό στον άλλον. Εάν για μέθοδος τής φιλοσοφίας εννοείται ο τύπος τής αποδείξεως ο οποίος ταιριάζει στην φιλοσοφία, πρέπει να συμπεράνουμε ότι αυτή, για τον Χέγκελ, είναι η κίνηση η οποία παράγεται από την αντίφαση. Θα σημειώσουμε, σχετικά μ ’αυτό ότι ο Χέγκελ κατά ένα μέρος μοιράζεται την κλασσική σύλληψη, δηλαδή την Πλατωνικο-Αριστοτελική, τής διαλεκτικής, με την σημασία ότι αυτός, συλλαμβάνει την μέθοδο σάν πρόοδο, εννοεί αυτή την πρόοδο σαν αναγκαία και τέλος θεωρεί ουσιώδη σ’αυτή την πρόοδο, μάλιστα δε αιτία τής αναγκαιότητός της, την αντίφαση! Από το άλλο μέρος, είναι ξεκάθαρη και η διαφορά ανάμεσα στην Εγελιανή διαλεκτική και την πλατωνικο-αριστοτελική : η διαλεκτική τού Χέγκελ, δεν είναι μόνον κίνηση τής σκέψης, αλλά είναι και κίνησις του αντικειμένου, επομένως η αντίφαση στην οποία διατρέχει δεν είναι μόνον στην σκέψη, αλλά και στο αντικείμενο και καθαυτή, αυτή η αντίφαση δεν καταργείται, αλλά διατηρείται και προσλαμβάνεται: δεν αποτελεί το ψεύδος τής σκέψης, αλλά αντιθέτως τήν αλήθεια τής σκέψης και του ίδιου τού αντικειμένου και η αναγκαιότης τήν οποία παρέχει στην πρόοδο δεν είναι η αναγκαιότης τής αναίρεσής της, αλλά η αναγκαιότης τής αποδοχής της!
Αλλά από την στιγμή κατά την οποία γίνεται αποδεκτή η αντίφαση μάς ωθεί να πάμε πιο πέρα, να “κινηθούμε”, μάλιστα δε καθιστά αναγκαία αυτή την κίνηση πέραν. Ο Χέγκελ θέλει να αποδείξει την αλήθεια τής συλλήψεώς του, όχι μόνον να την εισάγει, διότι μόνον όπου υπάρχει απόδειξη υπάρχει επιστήμη, δηλαδή αυθεντική γνώση, και όχι απλή γνώμη! Μόνη η αλήθεια, θα λέγαμε στην κλασσική προοπτική, δεν αρκεί για να διακρίνουμε την επιστήμη από την γνώμη, διότι και η γνώμη μπορεί να είναι αληθινή. Αυτό που διακρίνει την επιστήμη από την γνώμη είναι η αναγκαιότης, δηλαδή όχι η γνώση ότι τα πράγματα βρίσκονται απλά μ’έναν κάποιο τρόπο, αλλά δεν μπορούν να βρίσκονται διαφορετικά. “Στην φιλοσοφική γνώση-δηλώνει ο Χέγκελ- το πρωταρχικό πράγμα είναι η αναγκαιότης μιάς έννοιας, και το γίγνεσθαι τής προόδου, καθότι αποτέλεσμα είναι η απόδειξή του και η απαγωγή του” (Φιλοσοφία του δικαίου, σ. 20).
Με την πρόθεση να εξασφαλίσει στην φιλοσοφία του αυτή τήν αναγκαιότητα ο Χέγκελ απευθύνεται, αντί τών μαθηματικών, όπως είχε κάνει η μοντέρνα φιλοσοφία η οποία προηγήθηκε, στην διαλεκτική, και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το μοντέλο τής διαλεκτικής στο οποίο σκέπτεται είναι εκείνο τής αρχαίας. Αυτή πράγματι είχε κατορθώσει να εξασφαλίσει στην φιλοσοφία μία αναγκαιότητα διαφορετική από εκείνη τής μαθηματικής αποδείξεως, δηλαδή μια ενδογενή αναγκαιότητα, όχι μόνον μία υποθετική αναγκαιότητα, εξαρτώμενη από προϋποθέσεις. Αλλά αυτό που προσέδιδε αναγκαιότητα στήν αρχαία διαλεκτική ήταν ακριβώς η αδυναμία υποστήριξης τής αντιφάσεως. Όμως από την στιγμή που έγινε αποδεκτό, με τον Χέγκελ, ότι η αντίφαση δεν είναι μόνον υποστηρίξιμη, αλλά αντιθέτως υπολογίζεται και αναγκαία , δεν βλέπουμε πλέον τί πράγμα μπορεί να μάς δώσει τήν άδεια να βεβαιώσουμε ότι τα πράγματα βρίσκονται μ’έναν τρόπο και όχι με έναν άλλον, να συμπεράνουμε δηλαδή μ’έναν τρόπο και όχι με έναν άλλον αντίθετο, όπως θα ήταν η ιδιαιτερότης τής επιστήμης, ούτε τί πράγμα θα μας υποχρέωνε να πάμε πέραν, δηλαδή να “κινηθούμε”, εάν μπορούμε ήσυχα να συμφωνήσουμε και να συμμαχήσουμε με την αντίφαση. Μ’αυτόν τον τρόπο η διαλεκτική του Χέγκελ δεν κατορθώνει να “αναιρέσει” τίποτε: αποδεικνύεται, όπως και η διαλεκτική τών οπαδών τού Ηράκλειτου (στον οποίον αναφέρεται ο Χέγκελ), μία ανίκανη, αδύναμη διαλεκτική.
Βεβαίως ο Χέγκελ δέχεται τήν αντιφατικότητα τής λογικής τής ταυτότητος- τής οποίας είναι ο ίδιος φυλακισμένος με την έννοια ότι δεν μπορεί να απαλλαγεί από εκείνη τήν “διάνοια” η οποία προσφέρει στην νόηση τα περιεχόμενά της. Αλλά είναι αναγκασμένος να τήν αποδεχθεί από την αναγνώριση τών διαφορών τής πολλαπλότητος, τής κινητικότητος τής εμπειρίας. Η αντίφαση λοιπόν τού επιτρέπει να φέρει στο φως, να εξηγήσει, να ερμηνεύσει τις διαφορές, τήν πολλαπλότητα, την δυναμικότητα, ακόμη και την αντιπαλότητα, οι οποίοι είναι οι κύριοι χαρακτήρες τής πραγματικότητος, ιδιαιτέρως τής ιστορικής. Μάλιστα δε, η μεγάλη αξία τού Χέγκελ είναι ακριβώς η απόδειξή του τής αντιπαλότητος, τής διαμάχης τής πραγματικότητος. Η διαλεκτική του λοιπόν, είναι μία καταπληκτική ερμηνευτική τής ιστορικής πραγματικότητος, όπως είναι γνωστό, και όπως θα το κατανοήσει πολύ καλά ο Μάρξ, τής ιστορικο-κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητος.
Αλλά δεν βλέπομε τί πράγμα “αποδεικνύει” ακριβώς. Αποδεικνύει ίσως τις διαφορες; Οπωσδήποτε όχι, διότι αυτές ακριβώς είναι ήδη δοσμένες, δεδομένες και αναμφισβήτητες, οι οποίες υποχρεώνουν την διαλεκτική να απευθυνθεί στήν αντίφαση! Αποδεικνύει ότι το πεπερασμένο είναι αντιφατικό, με την έννοια ότι τελειώνει; Αυτή είναι η σημασία τής αντιφάσεως; Το πέρασμα, η εξαφάνιση; Πιθανώς ναι, αλλά εάν σαν πεπερασμένο νοείται αυτό που τελειώνει, όπως ακριβώς το εννοεί ο Χέγκελ, δεν υπάρχει ανάγκη να αποδείξουμε αυτό του τό τέλος, διότι είναι αυτονόητο, είναι ταυτολογία! Ίσως η αποδεικτική προσφορά τού Χέγκελ να είναι μία άλλη, να συνίσταται δηλαδή στην απόδειξη ότι το γίγνεσθαι, εάν απολυτοποιηθεί, είναι αντιφατικό και επομένως λοιπόν το Απόλυτο, δεν γίγνεται (όπως ήταν και το συμπέρασμα τού Αριστοτέλη). Αλλά για να αποδεχθούμε αυτή την προσφορά, πρέπει να αναποδογυρίσουμε τελείως το Εγελιανό σύστημα, δηλαδή πρέπει να επιστρέψουμε στην μη-αποδοχή τής αντιφάσεως και πρέπει να απορρίψουμε τήν ταυτότητα, τυπική Εγελιανή, τού Απολύτου και τού Γίγνεσθαι. Ή επίσης, και αυτό μοιάζει μία αναμφισβήτητη προσφορά, μπορούμε να πούμε ότι οποιοσδήποτε δέχεται με τον Χέγκελ, την ταυτότητα τού Απολύτου καί τού Γίγνεσθαι, πρέπει να αποδεχθεί και την Εγελιανή έννοια τής διαλεκτικής και τής αντιφάσεως, δηλαδή πρέπει να απορρίψει τήν α.τ.μ.α αποδεχόμενος και όλες τις συνέπειες που συνεπάγονται από την οπτική γωνία τού καθορισμού τού διαλόγου και τής ομιλίας, δηλαδή τήν σημασία του καί τήν επικοινωνία του!
Τέλος τού κεφαλαίου τού Χέγκελ, συνεχίζουμε με την καταστροφική αντιστροφή τής διαλεκτικής στόν Μάρξ!
Αμέθυστος.
ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
Του Enrico Berti.
Αναγκαιότης τής αντιφάσεως στόν Χέγκελ ( συνέχεια).
Του Enrico Berti.
Αναγκαιότης τής αντιφάσεως στόν Χέγκελ ( συνέχεια).
Πέραν αυτών τών απεικονίσεων τής εποχής τού μπαρόκ μάλλον, ο ουσιώδης χαρακτήρας τής διαλεκτικής προόδου, και αυτό που τήν διακρίνει από τήν μαθηματική μέθοδο είναι η παρουσία και η διατήρηση σ’αυτή τής αντιφάσεως. Και πράγματι, εάν η “σκέψη τής αντιφάσεως είναι η ουσιώδης στιγμή τής έννοιας”, τότε η “διαλεκτική κίνηση η οποία, όπως ελέγθη στην Εισαγωγή τής φαινομενολογίας, έχει σαν στοιχείο της τήν “καθαρή έννοια” θα είναι ουσιωδώς “στοχασμός τής αντιφάσεως”. Η αντίφαση, λοιπόν, όπως έχουμε ήδη πει, είναι το εσωτερικό κινούν τής διαλεκτικής, αυτό που παράγει την κίνηση, δηλαδή το πέρασμα από τον έναν ορισμό στον άλλον. Εάν για μέθοδος τής φιλοσοφίας εννοείται ο τύπος τής αποδείξεως ο οποίος ταιριάζει στην φιλοσοφία, πρέπει να συμπεράνουμε ότι αυτή, για τον Χέγκελ, είναι η κίνηση η οποία παράγεται από την αντίφαση. Θα σημειώσουμε, σχετικά μ ’αυτό ότι ο Χέγκελ κατά ένα μέρος μοιράζεται την κλασσική σύλληψη, δηλαδή την Πλατωνικο-Αριστοτελική, τής διαλεκτικής, με την σημασία ότι αυτός, συλλαμβάνει την μέθοδο σάν πρόοδο, εννοεί αυτή την πρόοδο σαν αναγκαία και τέλος θεωρεί ουσιώδη σ’αυτή την πρόοδο, μάλιστα δε αιτία τής αναγκαιότητός της, την αντίφαση! Από το άλλο μέρος, είναι ξεκάθαρη και η διαφορά ανάμεσα στην Εγελιανή διαλεκτική και την πλατωνικο-αριστοτελική : η διαλεκτική τού Χέγκελ, δεν είναι μόνον κίνηση τής σκέψης, αλλά είναι και κίνησις του αντικειμένου, επομένως η αντίφαση στην οποία διατρέχει δεν είναι μόνον στην σκέψη, αλλά και στο αντικείμενο και καθαυτή, αυτή η αντίφαση δεν καταργείται, αλλά διατηρείται και προσλαμβάνεται: δεν αποτελεί το ψεύδος τής σκέψης, αλλά αντιθέτως τήν αλήθεια τής σκέψης και του ίδιου τού αντικειμένου και η αναγκαιότης τήν οποία παρέχει στην πρόοδο δεν είναι η αναγκαιότης τής αναίρεσής της, αλλά η αναγκαιότης τής αποδοχής της!
Αλλά από την στιγμή κατά την οποία γίνεται αποδεκτή η αντίφαση μάς ωθεί να πάμε πιο πέρα, να “κινηθούμε”, μάλιστα δε καθιστά αναγκαία αυτή την κίνηση πέραν. Ο Χέγκελ θέλει να αποδείξει την αλήθεια τής συλλήψεώς του, όχι μόνον να την εισάγει, διότι μόνον όπου υπάρχει απόδειξη υπάρχει επιστήμη, δηλαδή αυθεντική γνώση, και όχι απλή γνώμη! Μόνη η αλήθεια, θα λέγαμε στην κλασσική προοπτική, δεν αρκεί για να διακρίνουμε την επιστήμη από την γνώμη, διότι και η γνώμη μπορεί να είναι αληθινή. Αυτό που διακρίνει την επιστήμη από την γνώμη είναι η αναγκαιότης, δηλαδή όχι η γνώση ότι τα πράγματα βρίσκονται απλά μ’έναν κάποιο τρόπο, αλλά δεν μπορούν να βρίσκονται διαφορετικά. “Στην φιλοσοφική γνώση-δηλώνει ο Χέγκελ- το πρωταρχικό πράγμα είναι η αναγκαιότης μιάς έννοιας, και το γίγνεσθαι τής προόδου, καθότι αποτέλεσμα είναι η απόδειξή του και η απαγωγή του” (Φιλοσοφία του δικαίου, σ. 20).
Με την πρόθεση να εξασφαλίσει στην φιλοσοφία του αυτή τήν αναγκαιότητα ο Χέγκελ απευθύνεται, αντί τών μαθηματικών, όπως είχε κάνει η μοντέρνα φιλοσοφία η οποία προηγήθηκε, στην διαλεκτική, και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το μοντέλο τής διαλεκτικής στο οποίο σκέπτεται είναι εκείνο τής αρχαίας. Αυτή πράγματι είχε κατορθώσει να εξασφαλίσει στην φιλοσοφία μία αναγκαιότητα διαφορετική από εκείνη τής μαθηματικής αποδείξεως, δηλαδή μια ενδογενή αναγκαιότητα, όχι μόνον μία υποθετική αναγκαιότητα, εξαρτώμενη από προϋποθέσεις. Αλλά αυτό που προσέδιδε αναγκαιότητα στήν αρχαία διαλεκτική ήταν ακριβώς η αδυναμία υποστήριξης τής αντιφάσεως. Όμως από την στιγμή που έγινε αποδεκτό, με τον Χέγκελ, ότι η αντίφαση δεν είναι μόνον υποστηρίξιμη, αλλά αντιθέτως υπολογίζεται και αναγκαία , δεν βλέπουμε πλέον τί πράγμα μπορεί να μάς δώσει τήν άδεια να βεβαιώσουμε ότι τα πράγματα βρίσκονται μ’έναν τρόπο και όχι με έναν άλλον, να συμπεράνουμε δηλαδή μ’έναν τρόπο και όχι με έναν άλλον αντίθετο, όπως θα ήταν η ιδιαιτερότης τής επιστήμης, ούτε τί πράγμα θα μας υποχρέωνε να πάμε πέραν, δηλαδή να “κινηθούμε”, εάν μπορούμε ήσυχα να συμφωνήσουμε και να συμμαχήσουμε με την αντίφαση. Μ’αυτόν τον τρόπο η διαλεκτική του Χέγκελ δεν κατορθώνει να “αναιρέσει” τίποτε: αποδεικνύεται, όπως και η διαλεκτική τών οπαδών τού Ηράκλειτου (στον οποίον αναφέρεται ο Χέγκελ), μία ανίκανη, αδύναμη διαλεκτική.
Βεβαίως ο Χέγκελ δέχεται τήν αντιφατικότητα τής λογικής τής ταυτότητος- τής οποίας είναι ο ίδιος φυλακισμένος με την έννοια ότι δεν μπορεί να απαλλαγεί από εκείνη τήν “διάνοια” η οποία προσφέρει στην νόηση τα περιεχόμενά της. Αλλά είναι αναγκασμένος να τήν αποδεχθεί από την αναγνώριση τών διαφορών τής πολλαπλότητος, τής κινητικότητος τής εμπειρίας. Η αντίφαση λοιπόν τού επιτρέπει να φέρει στο φως, να εξηγήσει, να ερμηνεύσει τις διαφορές, τήν πολλαπλότητα, την δυναμικότητα, ακόμη και την αντιπαλότητα, οι οποίοι είναι οι κύριοι χαρακτήρες τής πραγματικότητος, ιδιαιτέρως τής ιστορικής. Μάλιστα δε, η μεγάλη αξία τού Χέγκελ είναι ακριβώς η απόδειξή του τής αντιπαλότητος, τής διαμάχης τής πραγματικότητος. Η διαλεκτική του λοιπόν, είναι μία καταπληκτική ερμηνευτική τής ιστορικής πραγματικότητος, όπως είναι γνωστό, και όπως θα το κατανοήσει πολύ καλά ο Μάρξ, τής ιστορικο-κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητος.
Αλλά δεν βλέπομε τί πράγμα “αποδεικνύει” ακριβώς. Αποδεικνύει ίσως τις διαφορες; Οπωσδήποτε όχι, διότι αυτές ακριβώς είναι ήδη δοσμένες, δεδομένες και αναμφισβήτητες, οι οποίες υποχρεώνουν την διαλεκτική να απευθυνθεί στήν αντίφαση! Αποδεικνύει ότι το πεπερασμένο είναι αντιφατικό, με την έννοια ότι τελειώνει; Αυτή είναι η σημασία τής αντιφάσεως; Το πέρασμα, η εξαφάνιση; Πιθανώς ναι, αλλά εάν σαν πεπερασμένο νοείται αυτό που τελειώνει, όπως ακριβώς το εννοεί ο Χέγκελ, δεν υπάρχει ανάγκη να αποδείξουμε αυτό του τό τέλος, διότι είναι αυτονόητο, είναι ταυτολογία! Ίσως η αποδεικτική προσφορά τού Χέγκελ να είναι μία άλλη, να συνίσταται δηλαδή στην απόδειξη ότι το γίγνεσθαι, εάν απολυτοποιηθεί, είναι αντιφατικό και επομένως λοιπόν το Απόλυτο, δεν γίγνεται (όπως ήταν και το συμπέρασμα τού Αριστοτέλη). Αλλά για να αποδεχθούμε αυτή την προσφορά, πρέπει να αναποδογυρίσουμε τελείως το Εγελιανό σύστημα, δηλαδή πρέπει να επιστρέψουμε στην μη-αποδοχή τής αντιφάσεως και πρέπει να απορρίψουμε τήν ταυτότητα, τυπική Εγελιανή, τού Απολύτου και τού Γίγνεσθαι. Ή επίσης, και αυτό μοιάζει μία αναμφισβήτητη προσφορά, μπορούμε να πούμε ότι οποιοσδήποτε δέχεται με τον Χέγκελ, την ταυτότητα τού Απολύτου καί τού Γίγνεσθαι, πρέπει να αποδεχθεί και την Εγελιανή έννοια τής διαλεκτικής και τής αντιφάσεως, δηλαδή πρέπει να απορρίψει τήν α.τ.μ.α αποδεχόμενος και όλες τις συνέπειες που συνεπάγονται από την οπτική γωνία τού καθορισμού τού διαλόγου και τής ομιλίας, δηλαδή τήν σημασία του καί τήν επικοινωνία του!
Τέλος τού κεφαλαίου τού Χέγκελ, συνεχίζουμε με την καταστροφική αντιστροφή τής διαλεκτικής στόν Μάρξ!
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου