Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ (75)

Συνέχεια από: Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2020

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
Του Enrico Berti.

Αναγκαιότης τής αντιφάσεως στόν Χέγκελ ( συνέχεια).
          

Στην φιλοσοφία “δεν είναι κάτι άλλο από την δομή τού όλου” (Φαινομ. σελ. 38-39). Αυτή η μέθοδος, ή κίνηση τής φιλοσοφίας, υποδεικνύεται από τον Χέγκελ στην “θεωρητική πρόταση” η οποία είναι η πρόταση πού εκφράζει ταυτοχρόνως την ταυτότητα και τήν διαφορά ανάμεσα σε υποκείμενο και κατηγορούμενο. Και ο Χέγκελ συμπληρώνει : “αυτή η κίνηση, η οποία συνιστά με άλλο τρόπο το χρέος τής αποδείξεως είναι η διαλεκτική κίνηση τής ίδιας τής προτάσεως”. “Η πρόταση πρέπει να εκφράσει αυτό που είναι το αληθές, αλλά αυτό είναι ουσιωδώς Υποκείμενο, είναι μόνον η ρυθμική διαλεκτική κίνηση η οποία αυτοπαράγεται η οποία ωθείται πέραν και επιστρέφει στον εαυτό της”.
          Η “θεωρητική πρόταση”, η οποία ορίζεται εδώ σαν “κίνηση” διαλεκτική δεν εξηγείται περισσότερο από τον Χέγκελ. Η περιγραφή που δίνεται στην Εισαγωγή στην Φαινομενολογία μας οδηγεί να πιστέψουμε πώς αυτή δεν είναι μία ξεχωριστή πρόταση, ή μία καινούργια μορφή προτάσεως, αλλά ένα σύνολο προτάσεων, το σύνολο όλων των αναγκαίων προτάσεων γιά να εκφράσουν ολόκληρη την αλήθεια, δηλαδή το ίδιο το σύστημα! Ο Χέγκελ διευκρινίζει μάλιστα : “σχετικά μ’αυτό μπορούμε να υπενθυμίσουμε πώς ακόμη και αυτή η διαλεκτική κίνηση, διαθέτει μέρη ή στοιχεία τών προτάσεων. Έτσι φαίνεται πώς η γνωστή δυσκολία (δηλαδή η ακαταλληλότητα τής λογικής μορφής τής προτάσεως να εκφράσει το αληθές) επιστρέφει, και μάλλον είναι μία δυσκολία του ιδίου τού πράγματος”. Εδώ λοιπόν δηλώνει ότι η “θεωρητική πρόταση” αποτελείται από πολλές προτάσεις. Αυτές όμως, δεν εκτίθενται στην συνηθισμένη συνέχεια τού απαγωγικού συλλογισμού, όπως για παράδειγμα τών μαθηματικών. Ο Χέγκελ συμπληρώνει πάλι εδώ: “αυτό μοιάζει με εκείνο που συμβαίνει στην συνηθισμένη απόδειξη, όταν τα θεμέλια τα οποία χρησιμοποιεί έχουν ανάγκη ακόμη μίας θεμελίωσης, και αυτό επ’άπειρον. Επί πλέον μία τέτοια μορφή έρευνας του θεμελίου και τής συνθήκης ανήκει στην απόδειξη από την οποία διαφέρει η διαλεκτική κίνηση. Ανήκει δηλαδή στην εξωτερική συνείδηση! Όσον αφορά τώρα εκείνη την κίνηση, το στοιχείο της είναι η καθαρή έννοια και έτσι αυτή έχει ένα περιεχόμενο το οποίο καθαυτό είναι ήδη όλο και καθ’όλα υποκείμενο” (Φαινομ. σελ. 55).
          Ακόμη και διά μέσου αυτών των σκοτεινών εκφράσεων, μπορούμε να υποθέσουμε και να συμπεράνουμε ότι στην διαλεκτική κίνηση, το πέρασμα από μία πρόταση στην άλλη δεν είναι εκείνο που συνιστά τήν απαγωγή μαθηματικού τύπου, το οποίο προϋποθέτει ένα αρχικό θεμέλιο το οποίο προσλαμβάνεται ακριτικά ή ερευνάται επ’άπειρον, αλλά είναι προσδιορισμένο ας πούμε, από μέσα από κάθε πρόταση, δηλαδή από την αντίφαση την οποία περιέχει, καθότι η αντίφαση, όπως είδαμε είναι ουσιαστικώς κίνηση, ζωή, πέρασμα σε μία επόμενη στιγμή.
          Αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνεται από όσα λέει ο Χέγκελ στην εισαγωγή στήν πρώτη έκδοση τής Επιστήμης τής Λογικής όπου επανέρχεται στην “συζήτηση για την μέθοδο” η οποία ξεκίνησε στην Εισαγωγή στην Φαινομενολογία και μας προσφέρει μία θετική απεικόνιση τής διαλεκτικής. Εδώ λοιπόν τονίζεται ότι η απόλυτη μέθοδος της γνώσεως είναι η ενυπάρχουσα (σταθερή) ανάπτυξη τής έννοιας και αντιτίθεται εκ νέου στην “αναλυτική” μέθοδο των μαθηματικών, η οποία προσελήφθη λανθασμένα σαν μέθοδος από την φιλοσοφία τού Σπινόζα, του Wolff και άλλους, παρακάμπτοντας την “αληθινή μέθοδο τής φιλοσοφικής επιστήμης”, η οποία είναι “η διαλεκτική, η
 οποία έχει το περιεχόμενο στον εαυτό του”, δηλαδή την “πορεία τού ιδίου του πράγματος”, η οποία χαρακτηρίζεται από την ανάγκη του δεσμού”. Η διαλεκτική λοιπόν, προσθέτει ο Χέγκελ-τήν οποία διαπραγματεύεται σαν ένα ξεχωριστό μέρος τής λογικής και η οποία όσον αφορά τον σκοπό της και την οπτική της γωνία, παρέμεινε, θα μπορούσαμε να πούμε, ολοκληρωτικώς άγνωστη, αποκτά τοιουτοτρόπως μία άλλη αξιοπρέπεια”, ούτε ο Πλάτων στον Παρμενίδη, ούτε ο Κάντ στο δόγμα τών αντινομιών, έθεσαν τόσο ψηλά την διαλεκτική, διότι δεν κατανόησαν την θετική αξία της αντιφάσεως (Λογική. Σελ. 34-39).
          Στο τέλος τής Επιστήμης τής λογικής, ο Χέγκελ, ξανασυνθέτει μέ συντομία την ιστορία της διαλεκτικής από τους Ελεάτες στους Σοφιστές, από τον Πλάτωνα στους σκεπτικιστές και τον Κάντ, παρατηρώντας πώς σ’όλες αυτές τις εννοιολογήσεις η διαλεκτική αποδεικνύει την αντίφαση των καθορισμένων βεβαιώσεων, συμπεραίνοντας ή το ψεύδος του αντικειμένου (Ελεάτες) ή την ανικανότητα της νοήσεως να το γνωρίσει (Κάντ). Αυτό εξαρτάται κατά τον Χέγκελ από την πρόσληψη σαν νόμου τής σκέψης την ταυτότητα. “Εκείνη η σκέψη αποδέχεται σαν σταθερή αρχή ότι η αντίφαση δεν είναι δυνατόν να γίνει σκέψη, ενώ στην πραγματικότητα, η αντίφαση είναι η ουσιώδης, στιγμή τής έννοιας”. (Λογική, σελ. 943-947). Έτσι η διαλεκτική κίνηση αναλύεται στα εξής σημεία: πρώτα απ’όλα υπάρχει η άμεση βεβαίωση τής ταυτότητος ή η πρώτη αμεσότης” (πρώτο σημείο). Στην συνέχεια υπάρχει η άρνησή της, δηλαδή η αντίφαση ή η πρώτη αρνητικότης ή μεσότης, η οποία είναι η αληθινή ψυχή τής διαλεκτικής (δεύτερο σημείο) και τέλος υπάρχει η αφαίρεση τής αντιφάσεως, η οποία όμως, όπως γνωρίζουμε, δεν είναι μία απώθησή της, αλλά η αποδοχή της ή η πρόσληψή της, δηλαδή η αναγνώριση τής αλήθειας της, τής αναγκαιότητός της και γι’αυτό είναι ένα δεύτερο αρνητικό σημείο (τρίτο σημείο ή στιγμή). Τώρα λοιπόν λέει ο Χέγκελ, σαν άρνηση η οποία αφαιρείται, αυτή η αρνητικότης, είναι η αποκατάσταση τής πρώτης αμεσότητος, και γι’αυτό μπορεί να ονομασθεί “δεύτερη αμεσότης”! Αυτή η δεύτερη αμεσότης είναι στο όλον (εάν θελήσουμε να μετρήσουμε) η τρίτη σε σχέση με την πρώτη αμεσότητα και την μεσότητα! Είναι όμως και η Τρίτη σε σχέση με το πρώτο αρνητικό ή τυπικό και στην απόλυτη αρνητικότητα, δηλαδή στην δεύτερη άρνηση! Εφόσον λοιπόν η πρώτη αρνητικότης είναι ήδη ο δεύτερος όρος, εκείνος που μετρήθηκε σαν τρίτος μπορεί να μετρηθεί και σαν τέταρτος, και έτσι αντί να πάρει την αφηρημένη μορφή σαν μία τριαδικότης, μπορεί να την λάβει σαν τετραδικότης. Το αρνητικό, δηλαδή η διαφορά μετράται μ’αυτόν τον τρόπο σαν δυαδικότης. Το τρίτο, δηλαδή το τέταρτο είναι γενικώς η ενότης της πρώτης και της δεύτερης στιγμής, της αμεσότητος και της μεσότητος!
          Έχουμε δηλαδή 1) την ταυτότητα, 2 ) την άρνηση τής ταυτότητος ή διαφορά ή αντίφαση, 3) την “υπέρβασή” τής αντίφασης, η οποία συνίσταται στην ενότητα τής ταυτότητος και τής διαφοράς. Είμαστε πάντοτε λοιπόν στην ταυτότητα τής ταυτότητος και τής μη-ταυτότητος, την οποία είχαμε συναντήσει στα πρώτα κείμενα! Αυτό που προσθέτει τώρα ο Χέγκελ είναι το ανάγλυφο τού κυκλικού χαρακτήρος αυτής τής προόδου, διότι η τελευταία στιγμή επαναθέτει, παρότι σ’ένα ανώτερο επίπεδο, δηλαδή με την αλήθεια του, το πρώτο. Μάλιστα δε επειδή το αποτέλεσμα τού κύκλου, λόγω της κινητικότητος, δηλαδή τής ανησυχίας, η οποία ανήκει στην αντίφαση, τίθεται με την σειρά του σαν νέα αρχή, η μορφή στην οποία αντιπροσωπεύεται η μέθοδος, ή το σύστημα, διαλεκτικώς είναι ο “κύκλος τών κύκλων” (Λογική σελ. 952-955).

Συνεχίζεται
Αμέθυστος.

3 σχόλια:

Μαρία Π. είπε...

Συμπληρωματικά:
https://sciencearchives.wordpress.com/2015/08/13/ή-έ-ό-2/

Η ιστορία είναι για τον Χέγκελ μια μακριά κι αδιάκοπη αλυσίδα σκέψεων και μάλιστα οι κρίκοι της δεν έρχονται να δεθούν τυχαία ο ένας με τον άλλο, αλλά ακολουθούν ορισμένους κανόνες.
Μόλις διατυπωθεί μία νέα σκέψη, δε θ’ αργήσουν ν’ ακουστούν και οι πρώτες αντιρρήσεις, οι πρώτες διαφωνίες.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, υπάρχουν πάντα δύο αντίθετοι πόλοι, κι ανάμεσα τους δημιουργείται μια ένταση που λύνεται μόνο με μια τρίτη σκέψη, η οποία κρατάει από τα δύο αντίθετα άκρα το καλύτερο και συνεχίζει την πορεία προς τα εμπρός.
O Χέγκελ ονόμασε αυτή την εξέλιξη διαλεκτική εξέλιξη.
Χρησιμοποιούσε δε και τρεις άλλους όρους για τα τρία στάδια του δρόμου που οδηγεί στη γνώση: θέση, αντίθεση, σύνθεση.
Μπορείς να ονομάσει κάποιος θέση τον ορθολογισμό του Ντεκάρτ – η εμπειριστική φιλοσοφία του Χιουμ θα είναι τότε η αντίθεση. H σύνθεση αυτών των δύο αντίθετων τρόπων σκέψης είναι η φιλοσοφία του Καντ. O Καντ έδωσε δίκιο και στους ορθολογιστές και στους εμπειριστές. Παράλληλα, έδειξε ότι είχαν κάνει κι οι δυο τους σημαντικά λάθη. H ιστορία, όμως, δεν τελειώνει με τον Καντ. H σύνθεση του Καντ έγινε με τη σειρά της αφετηρία για μια νέα σειρά τριών κρίκων, για μια νέα "τριάδα" σκέψεων.
Γιατί και η σύνθεση γίνεται θέση κι ακολουθείται από μια νέα αντίθεση...
H άποψη που συνδυάζει και τις δύο, ονομάζεται από τον Χέγκελ "άρνηση της άρνησης".
Ο Χέγκελ θεωρεί ότι το Παγκόσμιο Πνεύμα κινείται διαρκώς για όλο και πλατύτερη, όλο και διαυγέστερη συνείδηση του εαυτού του. Κατά τη γνώμη του Χέγκελ, λοιπόν, το ζήτημα είναι να φτάσει σιγά σιγά το Παγκόσμιο Πνεύμα στην απόλυτη συνείδηση του εαυτού του.
O κόσμος υπάρχει από πάντα, αλλά το Πνεύμα του συνειδητοποιεί σιγά σιγά την ταυτότητα του, χάρη στον πολιτισμό και στην ανάπτυξη του ανθρώπου.

amethystos είπε...

Περίπου.

Μαρία Π. είπε...

Εννοείται ότι μετέφερα τμήμα της ανάρτησης για το τι έλεγε ο Χέγκελ (με χονδρικό μάλιστα τρόπο, για.. αρχάριους), και όχι αυτό που πιστεύουμε οι Χριστιανοί ως (την Μία) αλήθεια. Αλίμονο!