Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2020

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ (74)

Συνέχεια από: Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
Του Enrico Berti.

Αναγκαιότης τής αντιφάσεως στόν Χέγκελ ( συνέχεια).
         

Εκείνη την οποία θεωρεί ο Χέγκελ σαν την αληθινή θεωρητική διαλεκτική, δηλαδή την διαλεκτική την οποία προσέλαβε και πραγματοποίησε ο ίδιος, πραγματοποιήθηκε κατά την κρίση του, ιδιαιτέρως από τον Πλάτωνα, φυσικά όμως από εκείνον τον Πλάτωνα ο οποίος προκύπτει από την ερμηνεία του: οι δύο πλευρές αυτής, αρνητική και θετική, συστήθηκαν αντιστοίχως από τον "Παρμενίδη", εννοημένο με τον τρόπο με τον οποίο τον υπολογίζει, τού διαλόγου τού Πλάτωνος και από τον ίδιο τον Παρμενίδη, εννοημένο με τον τρόπο τού Νεοπλατωνισμού, και ιδιαιτέρως τού Πρόκλου. Η τελευταία επιβεβαίωση σ’αυτό προσφέρεται από την επεξεργασία τού αρχαίου σκεπτικισμού και τού νεοπλατωνισμού. Ξαναπροτείνοντας, σχετικά με την πρώτη, το πρόβλημα που επεξεργάστηκε στο άρθρο τής Ιένας, ο Χέγκελ δηλώνει: “ανάμεσα στον σκεπτικισμό και την φιλοσοφία υπάρχει αυτή η σχέση, ο πρώτος δηλαδή είναι η διαλεκτική κάθε καθορισμένου. Κάθε αναπαραστάσεως τού αληθούς μπορούμε να αποδείξουμε τό πεπερασμένο της, καθώς περιέχει καθαυτή μία άρνηση, δηλαδή μία αντίφαση”. Αλλά “οι σκεπτικιστές σταματούν στο αποτέλεσμα σαν σε κάτι αρνητικό” δηλαδή “ο σκεπτικισμός συμπεριφέρεται μόνον σαν αφηρημένη νόηση”! Ενώ ο Πρόκλος “στα φαινομενικώς αρνητικά αποτελέσματα τού Παρμενίδη τού Πλάτωνος βρήκε αναγνωρισμένη με ιδιαίτερο τρόπο την φύση τής απολύτου ουσίας… Μ’αυτόν τον τρόπο για τον Πρόκλο εκείνη η πλατωνική διαλεκτική αποκτά θετική σημασία. Θέλει να επαναφέρει, με την διαλεκτική, όλες τις διαφορές στήν ενότητα”. Η βαθειά ομοιότης τής φιλοσοφίας τού Χέγκελ και του Νεοπλατωνισμού συνίσταται, όπως είναι κατά ένα μέρος γνωστό και κατά ένα άλλο θα μπορούσε να φανερωθεί περαιτέρω, στο γεγονός ότι είναι και οι δύο μία εκλογίκευση και μία εκλαΐκευση (σήμερα θα λέγαμε και μία εκκοσμίκευση) αλλά επίσης κατά ένα μέρος και μία παραχάραξη, τής εβραιο-χριστιανικής Θεολογίας.
          4. Εάν τώρα αναρωτηθούμε πώς ο Χέγκελ, πέρα από κάθε ιστορική επισκόπηση, κατανοεί θετικά τήν μεταφυσική, δηλαδή πώς ορίζει την διαλεκτική του, την νέα διαλεκτική, την μοντέρνα, οφείλουμε να απευθυνθούμε στην διάσημη Εισαγωγή τής Φαινομενολογίας τού Πνεύματος. Γράφτηκε το 1807 στην Bamberga, αφού είχε ολοκληρωθεί ήδη ολόκληρο το έργο, για να εξηγήσει το πέρασμα από αυτή στην πραγματική και αληθινή επιστήμη, δηλαδή στην Λογική. Σε όλα τά προηγούμενα έργα του, τής περιόδου τής Ιένας (1801-1806), συμπεριλαμβανόμενης τής Φαινομενολογίας τού Πνεύματος, και ίσως και η πρώτη σύνταξη τών "Μαθημάτων στην ιστορία τής φιλοσοφίας", η οποία βρέθηκε σε ένα τετράδιο τού 1805-1806, από τον Michelet, αλλά άγνωστο σε μάς, ο όρος “διαλεκτική” σημαίνει τήν διαδικασία καταστροφής τών πεπερασμένων ορισμών, δηλαδή εκείνη την οποία θα ονομάσει στην συνέχεια αρνητική διαλεκτική και η οποία προσφάτως ταυτίστηκε με την αριστοτελική διαλεκτική, υπογραμμίζοντας ίσως υπερβολικά τον σεβασμό που είχε ο Χέγκελ για αυτή. Στην ίδια τήν φαινομενολογία η διαλεκτική δείχνει κυρίως την εμπειρία τής συνειδήσεως”, δηλαδή την πορεία προς τήν επιστήμη, κάτι που για την συνείδηση δεν είναι ακόμη αληθινή γνώση. Ξεκινώντας όμως από την Εισαγωγή, εμφανίζεται μία νέα σημασία τής “διαλεκτικής”, δηλαδή η θετική διαλεκτική, η οποία προβάλλεται σαν την αληθινή και ιδιαίτερη πρόοδο τής επιστήμης, δηλαδή τό σύστημα, την απόδειξη τής αλήθειας.
          Εδώ όπως είναι γνωστό, περιέχονται οι διάσημες εκφράσεις, σύμφωνα με τις οποίες “η αληθινή μορφή στην οποία υπάρχει η αλήθεια μπορεί να είναι μόνον το επιστημονικό σύστημά της, και, μόνον σαν επιστήμη η γνώση είναι αποτελεσματική και μπορεί να παρουσιαστεί μόνον σάν επιστήμη ή σαν σύστημα” (Φαινομενολογία σ. 4,14-15,18). Το σύστημα τώρα για τον Χέγκελ είναι η ίδια η πρόοδος του αληθούς. “Το αληθές είναι το γίγνεσθαι τού εαυτού του, το αληθές είναι το όλον. Αλλά το Όλον είναι μόνον η ουσία η οποία ολοκληρώνεται μέσω τής ανάπτυξής της, δηλαδή δεν είναι μόνον το αποτέλεσμα αλλά το αποτέλεσμα με το γίγνεσθαί του". Ο Χέγκελ εδώ χρησιμοποιεί, ενάντια στην αμεσότητα τής διαίσθησης τού Σέλλινγκ και τού ρομαντισμού γενικώς, την αξία τής μεσολαβήσεως, η οποία παράγεται από τον στοχασμό: ο στοχασμός ανυψώνει σε αποτέλεσμα το αληθές. Αλλά αυτή η μεσότης δεν είναι η πρόοδος μίας σκέψης εξωτερικής στο αντικείμενό της, αλλά η κίνησις τού ιδίου τού αντικειμένου, μάλιστα δε τής αλήθειας του, δηλαδή τής ουσίας του, τής έννοιάς του! Μάλιστα δε η ίδια η έννοια είναι για τον Χέγκελ “αυτοκίνηση” και αυτή η κίνηση τών ουσιών συνιστά γενικώς τήν φύση τής επιστημονικότητος! Φυσικά πρόκειται για μία κίνηση αναγκαία : αυτή η κίνηση-δηλώνει ο Χέγκελ- υπολογιζόμενη σαν ο δεσμός τού ιδίου τού περιεχομένου που τού ανήκει, είναι η ανάγκη και το ξετύλιγμα τού ιδίου τού περιεχομένου σε οργανική ολότητα,… ένα γίγνεσθαι αναγκαίο και τέλειο. Αυτό είναι η λογική ή η θεωρητική φιλοσοφία!
          Σύμφωνα με την κοινή γνώμη, συνεχίζει ο Χέγκελ, η μορφή τής γνώσεως η οποία χαρακτηρίζεται κυρίως από την ανάγκη είναι τα μαθηματικά, και γι’αυτό πολλοί δείχνουν προς τα μαθηματικά το ιδανικό το οποίο οφείλει να κατακτήσει η φιλοσοφία (μία αναφορά στον μοντέρνο ορθολογισμό). Αλλά τα μαθηματικά για τον Χέγκελ, είναι ουσιαστικά μία εργασία, ένα κτίσιμο τού αντικειμένου τους, και γι’αυτό η απόδειξή τους έχει μία αναγκαιότητα καθαρά εξωτερική, φορμαλιστική, είναι η τυπική έκφραση τής αφηρημένης σκέψης! Ακόμη και ο τρόπος που τίθεται μία αρχή, η υπεράσπισίς της στα θεμέλιά της, η αναίρεσις διά επιχειρημάτων τής αντίθετης αρχής, δεν είναι η μορφή στην οποία μπορεί να προχωρήσει η αλήθεια. Η αλήθεια είναι η κίνησίς της σ’αυτή την ίδια, ενώ εκείνη η μέθοδος είναι μία γνώση η οποία παραμένει εξωτερική στο περιεχόμενο της. Γι’αυτό ταιριάζει στα μαθηματικά και πρέπει να την αφήσουμε σ’αυτά. Η αναφορά στρέφεται καθαρά προς την απόδειξη, άμεση ή έμμεση βασισμένη σε προϋποθέσεις, δηλαδή σε υποθέσεις, σε κατασκευές.

Συνεχίζεται
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: