Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020

Η πικρή αλήθεια για το ασφαλιστικό (α)

Είναι προφανές πως  η Ελλάδα, με δείκτη εξάρτησης στο 1,66 δεν είναι δυνατόν να έχει βιώσιμη ανάπτυξη, μακροπρόθεσμα σταθερή δηλαδή, ακόμη και αν υποθέσουμε πως θα διενεργούνταν επενδύσεις – κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί, εάν δεν επιλυθεί το πρόβλημα του δημοσίου και ιδιωτικού χρέους, έτσι ώστε να αποκατασταθεί η πιστοληπτική ικανότητα και των δύο τομέων, καθώς επίσης όσο οι τράπεζες ευρίσκονται στα όρια της χρεοκοπίας.

Κοινοβουλευτική εργασία

Θα ξεκινήσω με το ότι, όλες οι χώρες που είχαν βυθιστεί σε μία τόσο μεγάλη ύφεση στο παρελθόν, χάνοντας περί το 25% του ΑΕΠ τους συν το 10% που αναπτύχθηκαν οι υπόλοιπες της ΕΕ κατά μέσον όρο, όταν επανήλθαν είχαν ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από 4-5% για πολλά χρόνια.
Δυστυχώς η Ελλάδα δεν τα κατάφερε, λόγω του τεράστιου δημοσίου χρέους της που, παρά τη διαγραφή, συνεχίζει να ευρίσκεται στο 180% του ΑΕΠ της έναντι κάτω από 130% το 2010 – σε απόλυτα μεγέθη στα 350 δις €, έναντι περίπου 300 δις € πριν από δέκα χρόνια. Ακόμη χειρότερα, είναι στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικό – οπότε η χώρα μας εξαρτάται απόλυτα από τους ξένους δανειστές της και είναι έρμαιο των διαθέσεων τους.
Επίσης λόγω του τρομακτικού κόκκινου ιδιωτικού της χρέους, το οποίο είναι μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία – στα 330 δις € μαζί με της επιβαρύνσεις ή πάνω από το 170% του ΑΕΠ, έναντι ενός ποσοστού της τάξης του 10% το 2010. Το δίδυμο αυτό πρόβλημα μας, σε συνδυασμό με την πολιτική λιτότητας ή με τα μνημόνια που εφαρμόζονται, δεν μας επιτρέπει να αναπτυχθούμε όπως θα έπρεπε – γεγονός που τεκμηριώνεται από τις ακαθάριστες πάγιες επενδύσεις που συνεχίζουν να ευρίσκονται στο 50% των προηγουμένων τα τελευταία δέκα χρόνια, όπως φάνηκε και από το τελευταίο τρίμηνο του 2019 (πίνακας), ελπίζοντας να αυξηθούν το πρώτο τρίμηνο του 2020.
Η Ελλάδα όμως δεν έχει μόνο αυτά τα προβλήματα – αφού ένα ακόμη επί πλέον είναι το δημογραφικό, το οποίο εμποδίζει με τη σειρά του την ανάπτυξη. Μεταξύ άλλων λόγω του ότι επιδεινώνει το δείκτη εξάρτησης που είναι εξαιρετικά αρνητικός στην Ελλάδα – σημειώνοντας πως με το «δείκτη εξάρτησης» μετράται η δυνατότητα ανάπτυξης μίας χώρας, με κριτήριο τον πληθυσμό, καθώς επίσης τον αριθμό των εργαζομένων της.
Ειδικότερα, για την εύρεση του δείκτη εξάρτησης διαιρείται ο αριθμός του πληθυσμού κάτω των 15 ετών και άνω των 65, με τον πληθυσμό μεταξύ 15 ετών και 65 ετών – με αυτούς δηλαδή που ευρίσκονται σε εργάσιμη ηλικία, όπου λαμβάνεται ως δεδομένο ένα ποσοστό ανεργίας της τάξης του 8%.
Συνήθως ο οικονομικός αυτός δείκτης είναι κάτω από το 1, επειδή ο αριθμητής είναι χαμηλότερος από τον παρανομαστή. Δηλαδή, ο αριθμός των εξαρτημένων είναι μικρότερος από τον αριθμό των εργαζομένων, οπότε αφενός μεν μπορεί να συντηρηθούν οι μη εργαζόμενοι, αφετέρου αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της ανάπτυξης μίας χώρας – με την προϋπόθεση βέβαια πως θα διενεργούνται φυσιολογικές επενδύσεις.
Στην Ελλάδα τώρα, ο δείκτης εξάρτησης της χώρας μας πριν από την κρίση ήταν ήδη προβληματικός, αφού υπερέβαινε το 1 – με την έννοια πως δεν εξασφάλιζε τη βιώσιμη ανάπτυξη στην οικονομία, ούτε τη συντήρηση των μη εργαζομένων από τους εργαζομένους. Το 2016 ο δείκτης αυτός είχε επιδεινωθεί σε μεγάλο βαθμό από την ανεργία, φτάνοντας στο 1,66 – γεγονός που σημαίνει ότι, σε κάθε εργαζόμενο αντιστοιχούσαν 1,66 άτομα που δεν εργάζονταν και όφειλε να συντηρεί,  ενώ η οικονομία δεν αναπτυσσόταν.
Στα πλαίσια αυτά, με στόχο τη σύγκριση όσον αφορά το συγκεκριμένο δείκτη, έχουμε κάνει μία ανάλυση στο παρελθόν του αντίστοιχου της Γερμανίας – στην οποία, σε κάθε εργαζόμενο αντιστοιχεί λιγότερο από ένα άτομο που δεν εργάζεται και οφείλει να συντηρεί.
Είναι προφανές λοιπόν πως  η Ελλάδα, με δείκτη εξάρτησης στο 1,66 δεν είναι δυνατόν να έχει βιώσιμη ανάπτυξη, μακροπρόθεσμα σταθερή δηλαδή, ακόμη και αν υποθέσουμε πως θα διενεργούνταν επενδύσεις – κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί, εάν δεν επιλυθεί το πρόβλημα του δημοσίου και ιδιωτικού χρέους, έτσι ώστε να αποκατασταθεί η πιστοληπτική ικανότητα και των δύο τομέων, καθώς επίσης όσο οι τράπεζες ευρίσκονται στα όρια της χρεοκοπίας.
Το τέταρτο μεγάλο πρόβλημα της Ελλάδας είναι το συνταξιοδοτικό, σημειώνοντας πως σε σχέση με το υψηλότερο ποσοστό Πολιτών άνω των 60 ετών, πρώτη έρχεται η Ιαπωνία με 30%, ακολουθούμενη από την Ιταλία (27%), τη Γερμανία (26%) και τις Φινλανδία, Ελλάδα, Βουλγαρία και Πορτογαλία (25%). Το μεγάλο πρόβλημα που παρουσιάζεται εδώ αφορά τις συντάξεις, στις οποίες φυσικά οφείλει να προσθέσει κανείς τα έξοδα υγειονομικής περίθαλψης, ενώ κορυφώνεται σε εκείνες τις χώρες που συνδυάζουν υψηλά επίπεδα γήρανσης με μεγάλο ποσοστό ανεργίας – γεγονός που σημαίνει ότι, στην Ελλάδα η κατάσταση είναι δραματική, αφού έχει μακράν τη μεγαλύτερη ανεργία από όλες τις παραπάνω χώρες.
Εν προκειμένω, η Ελλάδα έχει τη χειρότερη αναλογία συνταξιούχων προς εργαζομένους, αφού σε κάθε συνταξιούχο αντιστοιχούν μόλις 1,35 εργαζόμενοι – κυρίως λόγω της τεράστιας ανεργίας. Ακόμη όμως και να εργαζόταν όλο το δυναμικό της χώρας (4,76 εκ.), η αναλογία θα ήταν 1,79 – ξανά η χειρότερη μεταξύ των παραπάνω χωρών.
Κλείνοντας, ο σκοπός που αναφέραμε τα παραπάνω είναι να συνειδητοποιήσουμε τι ακριβώς συμβαίνει στην πατρίδα μας – έτσι ώστε να είμαστε ρεαλιστές και να μην αεροβατούμε, απαιτώντας πράγματα που δεν γίνονται, ειδικά όσον αφορά το ασφαλιστικό, υπό τις σημερινές προϋποθέσεις. Με τόσο υψηλό δηλαδή δημόσιο και κόκκινο ιδιωτικό χρέος, με το δημογραφικό στο ζενίθ, με έναν τέτοιο δείκτη εξάρτησης, με μία τέτοια αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους κοκ. – πόσο μάλλον εντός της πολιτικής των μνημονίων που έχει κοστίσει πάνω από 1 τρις € στην Ελλάδα.
Η κατάσταση πάντως θα γίνει εκρηκτική, εάν πράγματι αγοράζονται μαζικά ακίνητα στην Ελλάδα από Off Shore εταιρίες – αφού τα ενοίκια ήδη αυξάνονται, έναντι σταθερών σχεδόν μισθών, οπότε θα αδυνατούν να ανταπεξέλθουν πολλοί Έλληνες. Εκτός αυτού, όταν ξεκινήσουν οι μαζικοί πλειστηριασμοί που θεωρούμε πως έχουν επιβληθεί στην κυβέρνηση – ως προϋπόθεση της επιτυχίας του σχεδίου Ηρακλής.

Στο νομοσχέδιο τώρα η κυβέρνηση αποσκοπεί τα εξής:

(α) Στην ψηφιοποίηση του ΕΦΚΑ (e-ΕΦΚΑ όπως το χαρακτηρίζει). Το γεγονός αυτό αναφέρεται στο Πρώτο, Δεύτερο και Τέταρτο μέρος του νομοσχεδίου, όπου παρουσιάζεται ως μια συνταρακτική μεταρρύθμιση – ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για μία απλή διαδικασία, αφού η ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων, καλώς ή κακώς, έχει ήδη γίνει.
(β) Στην αναπλήρωση κάποιων απωλειών που είχαν οι συνταξιούχοι κατά την τελευταία μεταρρύθμιση – οι οποίες όμως αποτελούν μικρό μόνο μέρος των τεράστιων απωλειών τους στα χρόνια των μνημονίων. Οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις αναφέρονται στο Τρίτο Μέρος (άρθρα 19-49) – όπου καλύπτονται θέματα δημόσιων υπαλλήλων, στρατιωτικών, αγροτών και ιδιωτών, ελευθέρων επαγγελματιών ή μισθωτών.
Θεωρούμε ότι είναι το μέρος του νομοσχεδίου που έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον – στο βαθμό που επηρεάζει την οικονομική πολιτική και τη δημοσιονομική εικόνα της χώρας, κυρίως βέβαια τους Πολίτες. Οι διορθώσεις όμως αυτές φαίνεται πως αφορούν μόνο μειώσεις που έκρινε αντισυνταγματικές το ΣΤΕ – όχι όλες. Σε άλλες, όπως για παράδειγμα ο 13ος και ο 14ος μισθός, διαπιστώθηκε πως υπερίσχυσε η λογική του «ταμιευτικού συμφέροντος» του Δημοσίου όπως είπε η κυρία Σακελλαροπούλου σε ομιλία της κατά την παρουσίαση βιβλίου του κ. Βενιζέλου – εννοώντας προφανώς τη δημοσιονομική επιβάρυνση.
Συνεχίζοντας, θα τοποθετηθούμε επί της αρχής στην παρούσα επιτροπή, ενώ επί των άρθρων στην επόμενη – τονίζοντας πως κατ’ αρχήν επικροτούμε την κατάργηση του Νόμου ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΥ, την οποία υποστηρίζουμε και εμείς στο πρόγραμμα μας.
Κατά τα δημοσιεύματα οι αλλαγές θα είναι ευρείες, αφορώντας έως και 1 εκ. συνταξιούχους, 1,5 εκ. μη μισθωτούς, 1,6 εκ. μισθωτούς και 260.000 επιχειρήσεις – κάτι που εμείς δεν υπολογίσαμε ακόμη. Επειδή όμως αναφέρεται πως οι «διορθώσεις» θα είναι δημοσιονομικά ουδέτερες, επιφυλασσόμαστε για το αποτέλεσμα τους.
Είναι πάντως ασφαλώς θετικό το ότι δεν υιοθετούνται οι μειώσεις του μεσοπρόθεσμου – κάτι που, με βάση την αξιολόγηση της ΕΕ από το Νοέμβριο του 2018, θα οδηγούσε σε σημαντική αύξηση της φτώχιας στους ηλικιωμένους. Επιφυλασσόμαστε βέβαια και εδώ, σχετικά με ενδεχόμενα ανταλλάγματα που έδωσε η κυβέρνηση – θυμίζοντας πως στο παρελθόν είχε αναφερθεί από τον κ. Γεωργιάδη και τον κ. Δ. Καμένο πως οι συντάξεις ανταλλάχθηκαν με την παράδοση του ονόματος της Μακεδονίας, ενώ από άλλους με τη μη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων. Εγώ πιστεύω βέβαια πως το όνομα της Μακεδονίας δόθηκε έναντιτων95 δις € της επιμήκυνσης για μετά το 2032.
Σύμφωνα τώρα με τα στοιχεία της Eurostat του 2015, οι συνταξιοδοτικές δαπάνες στην Ελλάδα ήταν στο 17,8% του ΑΕΠ, στο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ – ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ ήταν στο 12,8%.  Προβλέπεται δε σύγκλιση με την ΕΕ σε βάθος χρόνου – είτε με τη μεγαλύτερη αύξηση του ΑΕΠ της Ελλάδας που όμως, με τα προβλήματα που αναφέραμε στην αρχή, είναι πολύ δύσκολη, είτε με το πάγωμα τους.
Οι μέσες συντάξεις στην Ελλάδα εκτιμούταν το 2015 στα 882 € (713 € κύρια και 169 € επικουρική) – όταν στην Ευρώπη κυμαίνονταν από 250 € μηνιαία, έως 1.600 €. Στην Πορτογαλία ήταν 833 €, στην Ισπανία 1.020 €, στη Λιθουανία 242 €, στη Σλοβακία 408 €, στην Πολωνία 504 €, στη Γαλλία 1.032 € (συν από 25% έως 50% επικουρική), ενώ στη δυτική Γερμανία 1.576 € για τους άνδρες και 1.302 € για τις γυναίκες (στην πρώην ανατολική 1.303 € και 1.219 € αντίστοιχα).
Το θέμα όμως του ύψους των συντάξεων δεν μπορούμε να το κρίνουμε μόνο του, χωρίς δηλαδή να αναλύσουμε και άλλες παραμέτρους – όπως το πολύ υψηλό ποσοστό των εισφορών που φτάνουν στο 44% (από τα υψηλότερα στην ΕΕ σύμφωνα με στοιχεία του ΣΕΒ), το κόστος των παροχών, το κόστος ζωής, την ηλικία συνταξιοδότησης, το προσδόκιμο ζωής κοκ. Για παράδειγμα, η Ιρλανδία έχει το χαμηλότερο ύψος σύνταξης αλλά και το χαμηλότερο ποσοστό εργοδοτικών εισφορών. Εκτός αυτού, θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε την αναλογιστική μελέτη – ενώ οι συνταξιοδοτικές παροχές προβλέπονται να μειωθούν.
Οφείλουμε να σημειώσουμε πάντως εδώ πως οι συνταξιούχοι έχουν χάσει πολύ μεγάλα ποσά τα τελευταία χρόνια, με τις μνημονιακές μειώσεις και με την εσωτερική υποτίμηση –  όπως και τα Ταμεία από το PSI. Οι μειώσεις μεταξύ 2010-2015 ανέρχονταν από 20% έως 50% για τις υψηλές συντάξεις. Ενδεικτικά δε, το σύνολο των μειώσεων που ήταν από επίδικες έως αντισυνταγματικές, υπολογίσθηκαν από τον κ. Πετρόπουλο ότι ανέρχονταν στα 67 δις € !!
Σύμφωνα τώρα με μελέτη της αντιπροέδρου της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής κυρίας Μαριάννας Παπαμιχαήλ, με τίτλο «Ακτινοσκόπηση ασφαλιστικών μεταρρυθμίσεων με το δείκτη ανταποδοτικότητας συντάξεων», «η γενική ανταποδοτικότητα του ασφαλιστικού συστήματος (συντάξεις προς εισφορές) για όλους τους ασφαλισμένους από 150% που ήταν το 2011 έπεσε στο 121% το 2014, στο 101% το 2016 και αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω στο 89% το 2019» Περιμένουμε λοιπόν τη νέα αναλογιστική μελέτη, για να δούμε κατά πόσον έχει αποκατασταθεί, εάν, η απώλεια των συνταξιούχων σε επίπεδο ανταποδοτικότητας.
Περαιτέρω, θα αναφερθούμε σε ορισμένες από τις βασικότερες διατάξεις του νομοσχεδίου.
(1) Στις Κύριες Συντάξεις Δημοσίων Υπαλλήλων και Στρατιωτικών, στο Άρθρο 24.
Εν προκειμένω, έχουμε αυξήσεις στις κύριες συντάξεις από τον Οκτώβριο του 2019 – για όσους έχουν πάνω από 30 έτη ασφάλισης. Οι αυξήσεις θα γίνουν μέσω της αύξησης των ποσοστών αναπλήρωσης για πάνω από 30 έτη ασφάλισης ως εξής:
  • Από 30,01 έως 33 έτη στο 1,98% (έναντι 1,42%)
  • Από 33,01 έως 36 έτη στο 2,50% (έναντι  1,59%)
  • Από 36,01 έως 40 έτη στο 2,55% (έναντι 1,80%)
  • Από 40,01 και πάνω έτη θα προσαυξάνονται κατά 0,5% ανά έτος
Τα ποσοστά αναπλήρωσης για λιγότερα έτη μένουν τα ίδια με πριν – ενώ υπάρχουν πίνακες με παραδείγματα μεταβολών των συντάξεων στον τύπο.
 Βασίλης Βιλιάρδος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου