Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ (18)

Συνέχεια από: Τετάρτη 11 Μαρτίου 2020

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ 
Και ο Χριστιανός Πλατωνισμός.
Του Salvatore Lilla.
                              Τρίτο κεφάλαιο: Η Ελληνική Ανατολή.

Από τούς Καππαδόκες στόν ψευδο-Διονύσιο τόν Αρεοπαγίτη.   
          
Μέγας Βασίλειος (συνέχεια).       

Στην πολεμική του εναντίον τού Σαβελλιανισμού την οποία καταφέρει στην ομιλία 24 ο Βασίλειος έχει συνειδητοποιήσει την διάκριση, η οποία παρουσιάζεται ήδη στον Φίλωνα, στον Κλήμη και στον Πλωτίνο (Ενν. V, 1,3) ανάμεσα σε δύο βαθμούς τού λόγου, τουτέστιν ανάμεσα στον ενδιάθετο λόγο ταυτόσημο στον νου τού πατρός και τον προφορικό λόγο ή εν προφορά, ο οποίος είναι αντιθέτως ένα ξεχωριστό όν, γεννηθέν από τον Πατέρα και ταυτόσημο με τον Υιό: όταν αρνούνται την ξεχωριστή πραγματικότητα τού Υιού, συγχέοντας την με εκείνη του Πατρός. (Σύμφωνα με τον Βασίλειο η αίρεσις τού Σαβέλλιου προέρχεται από την σύγχυση ανάμεσα στην σημασία τής ουσίας και εκείνης τής υποστάσεως. Για τον Σαβέλλιο και οι δύο όροι σήμαιναν “ατομικές οντότητες”. Επιστ. 125,1, 210,3! Στην ομιλία 24, πολεμώντας κατά τού Σαβέλλιου χρησιμοποιεί στην θέση τού όρου υπόστασις τούς όρους πού είναι περίπου ισάξιοι, τής ύπαρξης και τού προσώπου). Οι Σαβελιανοί σκέφτονται μόνον στον πρώτο βαθμό τού λόγου, τον ενδιάθετο λόγο, ο οποίος είναι παρόν στον Πατέρα και στην Σοφία, παρούσα και αυτή σ’Αυτόν, η οποία δεν έχει γίνει ακόμη ένα ξεχωριστό όν (ομιλ. 24,1). Ότι ο Βασίλειος θεωρεί τον Πατέρα έναν Νού, πρακτικώς ταυτόσημο με τον ενδιάθετο λόγο, το αποδεικνύει η φράση: “ο λόγος προοδεύει από τον νου”, η οποία θυμίζει μία ανάλογη φράση του Πλωτίνου “Η κοσμική ψυχή είναι ο λόγος τού Νου” (ομιλ. 16,3 και Πλωτίνος, Ενν. V 1,3). Ο Βασίλειος λοιπόν εφαρμόζει στην σχέση Πατήρ-Λόγος αυτό που λέει ο Πλωτίνος σχετικά με την σχέση νούς-ψυχή τού κόσμου, αλλά υπολογίζοντας τον Πατέρα έναν Νου, απομακρύνεται από τον Πλωτίνο, ο οποίος κρατά και θέτει την πρώτη υπόσταση το Ένα, αγαθό, υπεράνω του νού και τής αφαιρεί κάθε νοητική δραστηριότητα! Σ’αυτό το σημείο ο Βασίλειος είναι πολύ κοντά στον Κλήμη. Στον λόγο ο Βασίλειος εναποθέτει όχι μόνον τον δημιουργικό ρόλο αλλά και τον υπέρτατο νου τής οργάνωσης τού σύμπαντος: ο λόγος είναι η δύναμις η οποία σφίγγει, κρατά μαζί και στηρίζει τον κόσμο (περί του Αγίου Πνεύματος V 7). Αυτό το θέμα, καρπός τού συγκρητισμού ανάμεσα στην Πλατωνική θεωρία τής ψυχής τού κόσμου και τον στωϊκό λόγο, είναι ήδη παρόν στην Σοφία Σολομώντος, στον Φίλωνα, στον Κλήμη, στον Ωριγένη και τον Πλωτίνο.
          Ας υπογραμμίσουμε επίσης ότι η ταυτότης τής ουσίας ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό δεν εννοείται, κατά τον Βασίλειο, ούτε σαν γένος το οποίο προστίθεται στα δύο πρόσωπα, ούτε σαν υποκείμενη καταγωγική και προηγούμενη, από την οποία θα προήρχοντο σαν δύο αδέρφια κατόπιν μίας διαχωριστικής προόδου. (Επιστ. 52,1).
          Το δόγμα τού Βασίλειου για το Άγιο Πνεύμα γεννάται από την διπλή ανάγκη να δώσει μία καθοριστική δογματική συστηματοποίηση σε ένα σημείο στο οποίο, κατά τον Βασίλειο, οι Πατέρες της Νίκαιας δεν είχαν σταθεί επαρκώς και να αναιρέσει την θέση αυτών που αρνούντο την θεότητα τού Αγίου Πνεύματος και το μείωναν στον  βαθμό ενός κτίσματος και ενός υπηρέτη. Στις Επιστ. 125 και 140 γραμμένες το 373 και στην Επιστ. 258 γραμμένη το 377 ο Βασίλειος υπογραμμίζει ότι στην Σύνοδο τής Νίκαιας το δόγμα τού Αγίου Πνεύματος μνημονευθέν μόνον πρόχειρα χωρίς να εξετασθεί εις βάθος, είχε παραμείνει αόριστο. Σ’αυτές λοιπόν και σε άλλες επιστολές επιμένει στην ανάγκη να απομονωθούν και να αναθεματισθούν όσοι υπολόγιζαν το Άγιο Πνεύμα ένα κτίσμα, αφαιρώντας το από την Θεία Φύση. Ανάμεσα στους υποτιμητές τού Αγίου Πνεύματος ξεχωρίζουν ο Αέτιος, ο οποίος παρουσιάζεται σαν επικεφαλής τής σέχτας η οποία υποστηρίζει την ανομοιότητα τής φύσεως ανάμεσα στον Πατέρα, τον Υιό, και το Άγιο Πνεύμα (ανόμοιοι), ο μαθητής του Ευνόμιος και ο Ευστάθιος Σεβαστείας ο οποίος ορίζεται σαν ο πρώτος εκπρόσωπος τής αιρέσεως των πνευματομάχων”. Το κόμμα των πνευματομάχων, οι οποίοι ονομάσθηκαν από το 380 και ύστερα Μακεδονιανοί, από τον αρχηγό τους Μακεδόνιο, προέρχεται από τους ομοιουσιανούς, που συγκροτούνται γύρω στο 360, την χρονιά τής εξορίας τού Μακεδόνιου από την Κων/πολη. Σύμφωνα με τον H. Dorries τα κεφ. X-XXVII τού Περί του Αγίου Πνεύματος (374-375, βασίζονται στην διαμάχη ανάμεσα στον Βασίλειο και τον Ευστάθιο η οποία διεξήχθη το 372, λίγο πρίν την οριστική ρήξη τού 373. Οι αντιρρήσεις των πνευματομάχων που παρουσιάζονται από τον Βασίλειο, πρίν την αναίρεσή τους, ανήκουν στον Ευστάθιο. Υπήρχε μία σύμπτωση πάντως τών απόψεων για το Άγιο Πνεύμα ανάμεσα στον Αέτιο και τον Ευνόμιο (ανόμοιοι ή ριζοσπαστικοί Αρειανοί) και των πνευματομάχων (ομοιουσιανοί).
          Στον Ευνόμιο ο οποίος θεωρούσε το πνεύμα το Άγιο τρίτο σε σχέση με τον Πατέρα και τον Υιό όχι μόνον ώς προς την αξιοπρέπεια και τον βαθμό αλλά και ώς προς την φύση, ο Βασίλειος σημειώνει ότι η υποτιθέμενη κατώτερη θέση του Αγίου Πνεύματος ώς προς την Θεότητα και τον βαθμό, δεν συνεπάγεται, ούτε κατ’ελάχιστον μία διαφορά φύσεως (κατά Ευνομίου ΙΙΙ, 1). Αναλόγως η Τρίτη θέση την οποία καταλαμβάνει το Άγιο Πνεύμα στην απαρίθμηση τών τριών προσώπων δεν εννοείται σαν υπαρίθμηση (πνευματομάχοι) και δεν δείχνει διαφορά φύσεως. Σ’αυτό το σημείο αφιερώνεται όλο το κεφ. XVII της πραγματείας περί του Αγίου Πνεύματος!
          Το Άγιο Πνεύμα μπορεί να ανήκει μόνον στην Θεία πραγματικότητα, όχι στην κτιστή, στην αγιοποιό και όχι στην αγιοποιηθείσα, καθότι η φύσις του είναι ο αγιασμός, η αγιοποίησις, που είναι και η φύσις τού Πατρός και τού Υιού. Το ότι η φύσις τού Αγίου Πνεύματος είναι η ίδια φύσις τού Πατρός και του Υιού αποδεικνύεται από άλλα δύο γεγονότα: ονομάζονται “Πνεύμα” και ο Πατήρ και ο Υιός, επίσης. Και το Άγιο Πνεύμα, όπως ο Πατήρ, κατέχει την αγαθότητα σαν μέρος τής ολότητος τής φύσης Του και όχι σαν ένα αποκτηθέν αγαθό. Όσον αφορά τα δύο χωρία τής Γραφής από τα οποία προκύπτει, κατά τον Ευνόμιο, ότι το Άγιο Πνεύμα είναι δημιούργημα (Αυτός που δημιουργεί την πνοή, και τα πάντα γεννήθηκαν μέσω Αυτού), ο Βασίλειος παρατηρεί ότι το πνεύμα τού πρώτου χωρίου δεν αναφέρεται στο Άγιο Πνεύμα αλλά στον κοινό, κανονικό αέρα και ότι στα πάντα τού δευτέρου δεν μπορεί να αναφερθεί μία μοναδική φύσις όπως είναι του Αγίου Πνεύματος.
          Για να αποδείξει την ανομοιότητα τής φύσεως ανάμεσα στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα ο Αέτιος είχε κολήσει στο χωρίο τού Παύλου 1 Κορ. 8,6, στο οποίο ο Πατήρ και ο Υιός αναφέρονται αντιστοίχως με τις προθέσεις εξ και διά (περί Αγ. Πνεύματος ΙΙ, 4) και είχε κρατήσει για τον Πατέρα την πρόθεση εν [Αλλ’ημίν εις Θεός ο Πατήρ εξ ού τα πάντα και ημείς εις αυτόν, και εις Κύριος Ιησούς Χριστός, δι’ου τα πάντα και ημείς δι’αυτού]. Βάσει τού αξιώματος “τα ανόμοια εκ φύσεως πράγματα εκφράζονται με ανόμοιο τρόπο, τα πράγματα που εκφράζονται με ανόμοιο τρόπο είναι ανόμοια εκ φύσεως”, η χρήση διαφορετικών προθέσεων σχετικών με τα τρία πρόσωπα, έδειχνε στον Αέτιο την ανομοιότητα τών φύσεών των. Σ’αυτό το επιχείρημα ο Βασίλειος αντεπιτίθεται δείχνοντας ότι η Γραφή χρησιμοποιεί αδιάφορα τις προθέσεις εκ, διά και εν σε σχέση με τα τρία πρόσωπα και όσον αφορά το χωρίο τής 1 Κορ. 8, 6 ο Παύλος είχε χρησιμοποιήσει εξ σχετικά με τον Πατέρα και διά σχετικά με τον Υιό, όχι για να δείξει την ανομοιότητα τΉς φύσεως αλλά για να διακρίνει καθαρά τις δύο υποστάσεις. (Αγίου Πν. V, 7).

Συνεχίζεται
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου