Κυριακή 19 Απριλίου 2020

ΠΡΟΣ ΑΚΙΝΔΥΝΟΝ - ΛΟΓΟΣ ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΟΣ ΤΡΙΤΟΣ (19)

ΠΡΟΣ ΑΚΙΝΔΥΝΟΝ ΛΟΓΟΣ ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΟΣ ΤΡΙΤΟΣ

ΠΡΟΣ ΤΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΙΩΣ ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ




ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19
Ότι από όσα λέγει ο Παλαμάς ένας θεός αποδεικνύεται σε μια απλή και ίση άκτιστη θεότητα, από όσα δε λέγει ο Ακίνδυνος αποδεικνύονται δυο θεοί και δυο θεότητες, άνισοι και ανόμοιοι και πράγματι υπερκείμενοι και υφειμένοι

83. Εσύ όμως από πού μας έπιασες και με ποιους τρόπους μάς αποδεικνύεις διθεΐτες, επειδή λέγομε τού αυτού (ιδίου) Θεού και ορατή μάλλον δε και νοητή τήν θεότητα, όπως διδάσκουν οι θεόληπτοι θεολόγοι; Και θα εγκαταλείψουμε τώρα τούτο, διότι το λέγουν εκείνοι, των οποίων νόμος ευσεβείας είναι ο λόγος, των οποίων κάθε απόφθεγμα περιήλθε όλη τη γη και έγινε σεβαστό από όλη την ιερή Εκκλησία, οι οποίοι τίποτε άλλο δεν ανέπνευσαν εκτός από λόγο ευσεβή και σωτήριο για όλο τον κόσμο; Αλλά επειδή λέγομε τού αυτού (ιδίου) Θεού (την θεότητα), και μάλιστα ούτε χωριστή από εκείνον (διότι τούς επιτυχόντες αυτής ενώνει περισσότερο θεώνοντάς τους με το Θεό, θεοειδείς γενόμενοι, αλλά δεν διασπάται αυτή από εκείνον πού προς τον εαυτό του από φιλανθρωπία ανασύρει και συνδέει με άφθαρτες κλωστές το ανθρώπινο φύλο)· επειδή λοιπόν λέγομε τού αυτού (ιδίου), πως ο αυτός (ο ίδιος) είναι άλλος ή πώς ο ένας είναι δύο; Ή μήπως κι’ εσύ για τον εαυτό σου δεν είσαι ο ίδιος αλλά κάποιος άλλος; Μάλλον δε έγινες και άλλος, κι’ έτσι διπλάσιος, ένα παράξενο και διπρόσωπο τέρας, όπως ήταν κάποτε κατά τους μύθους ο άνθρωπος («αρσενοθήλυ ον», στο Συμπόσιο του Πλάτων), ώστε ίσως κι’ εσύ να φοβείσαι τους πολύ καλυτέρους από σένα σε αλήθεια και ευσέβεια, όπως κατά τους ίδιους μύθους φοβήθηκαν αυτούς οι ανώτεροι από αυτούς. 

84. Αλλά λέγει ο Ακίνδυνος, «βλέποντας να συνάγεται από τα λόγια σας άκτιστη θεότης από άκτιστη θεότητα, αντιλαμβάνομαι ότι εσείς σέβεσθε δύο θεούς». Τί λοιπόν, ώ μονοθεΐτη καθ’ όλα εσύ, δεν βλέπεις ότι οι ευσεβείς δέχονται Θεό άκτιστο και τον Υιό, γεννηθέντα από άκτιστο Θεό, τον Πατέρα; Πώς λοιπόν, όταν ο Υιός είναι άκτιστος από άκτιστο Θεό τον Πατέρα, ένας είναι Θεός, όταν δε η ενέργεια είναι άκτιστη θεότης από την άκτιστη ουσία, συνάγονται δυο θεότητες ή, ακόμη παραδοξότερα, δύο θεοί; Όπως δηλαδή ο Υιός, όντας Θεός από Θεό Πατέρα, δεν είναι άλλος μεν σαν άκτιστος Θεός, άλλος δε σαν Υιός· και σαν άκτιστος Θεός είναι ίσος καθ’ όλα με τον Πατέρα, σαν Υιός δε που είχε τον Πατέρα μείζονα ώς αίτιο, δεύτερος υπάρχει του Πατρός (όχι δεύτερος Θεός, καθόλου, αλλά δεύτερος κατά την τάξι, όπως λέγει ο μέγας Βασίλειος), έτσι και η άκτιστη ενέργεια είναι από άκτιστη θεότητα, την ουσία∙ όχι άλλη σαν άκτιστη θεότητα και άλλη σαν ενέργεια, μη διαφέροντας κατά το άκτιστο της ουσίας μήτε διαιρουμένη καθόλου, καθ’ όσον ως αιτία εαυτής υπερκειμένη έχουσα. Και όμως ο μεν Υιός είναι σε ιδιαίτερη υπόσταση, η δε ενέργεια, περί της οποίας ομιλούμε, δεν είναι σε ιδιαίτερη υπόσταση. Ο μέγας Βασίλειος, αφού συνέλαβε κατά το δυνατό και απαρίθμησε κάθε ενέργεια, και μεταξύ των ενεργειών κατά την απαρίθμηση των χαρισμάτων κάλεσε και τον φόβο ασφάλεια, εναρμονιζόμενος θείως με το θείο Πνεύμα, έπειτα επαναλαμβάνοντας γράφει∙ «όλα αυτά τα έχει αιδίως το άγιο Πνεύμα, ως Πνεύμα θεού που προήλθε από αυτόν, αλλά αυτό μεν πηγάζοντας από τον Θεό είναι ενυπόστατο, ενώ τα πηγάζοντα από αυτό είναι ενέργειές του». Αν λοιπόν και ο Πατήρ υφίσταται καθ’ εαυτόν και ο Υιός ωσαύτως και το Πνεύμα ως Θεός που επήρε υπόσταση από τον Θεό, και τα τρία ένας Θεός είναι και αυτούς που έχουν αυτή τη γνώμη κανείς φρόνιμος δεν θα τους κατηγορήσει για διθεΐα ή τριθεΐα, πολύ περισσότερο αυτούς που καλούν άκτιστη θεότητα και την θεία ουσία και την από αυτήν χορηγουμένη έλλαμψιν, την οποία κανένας ποτέ δεν θεώρησε ότι έχει καθ’ εαυτήν υπόσταση.

85. Γιατί άλλωστε λέγομε ότι και ο Άρειος διέπραξε κατάτμηση της θεότητος; Όχι διότι τον ένα έλεγε άκτιστο, τον άλλο κτιστό θεό; Επομένως δεν είναι το άκτιστο -διότι τούτο μάλλον ενώνει- αλλά το κτιστό και το άκτιστο που διαιρεί κακώς τη θεότητα και καθιστά πολυθέους και άθεους συγχρόνως τους λέγοντες τη θεότητα, όπως εσύ, κτιστή και άκτιστη, και μάλιστα τη λαμπρότητα του ιδίου του Θεού∙ τους δε λέγοντες άκτιστη και την ουσία τού Θεού και την από αυτόν προερχομένη απορρήτως έλλαμψιν καθιστά πραγματικούς προσκυνητές ενός ακτίστου θεού. Εσύ και για εκείνους που πράγματι είδαν και έπαθαν τη λαμπρότητα τού Θεού και εδιδάχθηκαν από την ένωσιν με τον Θεό, ότι αυτός, ό,τι κι’ αν είναι κατά την ουσία, είναι επάνω από κάθε όραση και μέθεξη, γνώση και έκφραση, ενώ κατά τις προόδους και φανερώσεις, δυνάμεις και ενέργειες, και μετέχεται και νοείται και ονομάζεται, είναι πολυώνυμος και υπερώνυμος, λέγεις ότι συνθέτουν τον Θεό από υπερκείμενον και υφειμένον και ότι τον ίδιο τον κάμουν άλλον από τον εαυτό του και δεύτερον εαυτού και μείζονα και υψηλότερον εαυτού. Δεν μπορείς να καταλάβεις ότι αυτά τα πράττει κυρίως εκείνος που, όπως εσύ, λέγει κτιστή και άκτιστη θεότητα του Θεού και πολύ περισσότερο εκείνος που, όπως τώρα εσύ, από ανόητο φόβο μήπως ειπεί δήθεν πολλά άκτιστα αποφαίνεται ότι είναι κτιστές όλες οι δυνάμεις και ενέργειες της άκτιστης φύσεως. Εκείνος δε πού θεωρεί άκτιστα και την ουσία και τις υποστάσεις και τις δυνάμεις και τις ενέργειες του Θεού και όλα όσα διαθέτει ο Θεός αυτός θεωρεί αυτόν αδιαίρετον με τον εαυτό του και ίσον και ασύνθετον ευσεβώς και ασφαλώς· διότι το άκτιστο είναι πάντοτε ίσο με το άκτιστο και είναι ενωμένο αδιαιρέτως και είναι ένα, ως άκτιστο, και οι τρόποι των ιδιωμάτων των φυσικών και υποστατικών ελάχιστα καταστρέφουν το ενιαίο τούτο. Και εσύ βέβαια, αν δεν ήσουν όλος ψυχικός άνθρωπος, για τον όποιο λέγει ο απόστολος δεν μπορεί να δέχεται τα του Πνεύματος, θα αναγνώριζες και θα υποδεχόσουν τους λόγους του Πνεύματος και συγκρίνοντας τα πνευματικά με τα πνευματικά, δηλαδή αναγνωρίζοντας τα θεία με τα θεία διά της παραθέσεως, δεν θα τολμούσες να λέγεις τέτοια πράγματα κατά του Θεού και των αγίων του Θεού και των ομολογούντων ομοφρόνως με αυτούς.

συνεχίζεται

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου