ΠΡΟΣ ΑΚΙΝΔΥΝΟΝ ΛΟΓΟΣ ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
ΠΡΟΣ ΤΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΙΩΣ ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ
Συνέχεια από: Κυριακή, 15 Μαρτίου 2020
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18
Στη συνέχεια ρήσις του ίδιου, μετά τον έλεγχο της οποίας δεικνύεται ότι αντινομοθετεί στο ευαγγέλιο του Χριστού, συνηγορώντας με τον Βαρλαάμ και όλους τους αιρετικούς, κι’ είναι άθεος και αντίθετος προς τους άγιους, και ότι κατασκευάζει ότι ο θεός έχει δύο ουσίες ενάντιες μεταξύ τους
72. Αλλά, αφού στο μεταξύ απέδειξε τούτο, προσθέτει πάλι (ο Ακίνδυνος)· «αν πρέπει ν’ αφήσουμε τούτο ανέγγιχτο και απολυπραγμόνητο, πράγμα που νομίζω καλύτερο, γιατί όχι και τα άλλα που ελέχθηκαν από τους αγίους στη θεία μεταμόρφωση, ώστε να είναι πράγματι μυστήριο Θεού το τότε γενόμενο, όπως και είναι άλλωστε, και ώστε να μην παραδεχόμαστε δυο θεούς και θεότητες άκτιστους, υπερκειμένη και υφειμένη, ορατή και αόρατη, το πολυθεϊστικό τούτο και σαφώς ελληνικό δόγμα;». Δεν μου αρέσει να ανταγωνίζομαι με τόσο φαύλα επιχειρήματα, μάλιστα με τα τώρα λεχθέντα, αλλά ας σκύψουμε σ’ αυτό το χαμερπές διανόημα, διότι είναι ίσως δυνατό ν’ ανορθώσουμε κάποιον από αυτούς που συγκαταρρίφθηκαν σ’ αυτήν την φαυλότητα, που έχει δυσθέατο αίσχος, σαν να περιβάλλεται τεχνητή εύχροια (ωραιότητα), από τα ονόματα της πλαστής ευλαβείας και τα σκώμματα του ψεύδους. Γιατί λοιπόν δεν λέγεις εσύ στον εαυτό σου αυτά τα πράγματα και δεν απευθύνεις αυτές τις μομφές, αφού προ ολίγου εξέτασες κάθε βιβλίο και όλα τα παρερμήνευσες και τα κακομεταχειρίσθηκες πολυτρόπως, ώστε να αποδείξεις φάσμα (φάντασμα) και ευτελέστερο από όλα τα φάσματα την επί τους όρους παραδειχθείσα θεότητα; Γιατί δεν γράφεις αυτά τα πράγματα προς τον Βαρλαάμ; Ο οποίος (είναι δυνατό όποιος θέλει να το ιδεί παρατεθειμένο και σ’ εκείνου τα συγγράμματα), ενώ κανείς ακόμη από τους σημερινούς ανθρώπους δεν είπε τίποτε για τούτο το φώς, αυτός με δική του πρωτοβουλία, θέλοντας να διαβάλει κάθε θεία φωτοφάνεια, λέγει, «αν χρησιμοποιήσουμε τώρα τη χαριέστερη από όλες τις φωτοφάνειες που είναι η με το Θαβώριο φώς, θα επιδείξουμε ότι δεν έχει τίποτε υψηλότερο από τα αισθητώς ορώμενα». Τί πρέπει να σκεπτόμαστε για τις άλλες φωτοφάνειες, το αφήνουμε σ’ αυτούς που έχουν νου.
73. Γιατί λοιπόν δεν γράφει προς εκείνον και για εκείνον αυτές τις σοβαρές εισηγήσεις και τις αποτρεπτικές σκέψεις αλλά προς εμάς που αποφασίσαμε να αντείπουμε σ’ εκείνον υπέρ της μυστικώς παραδειχθήσεις θεότητος στο Θαβώρ; Ή μήπως έτσι δικαιολογείς να είναι μυστήρια τα θεία μυστήρια, αν κανένας δεν αντικρούει αυτούς που τα ατιμάζουν, τα εξευτελίζουν και τα καταλύουν διά μακρών συγγραμμάτων; Νομίζεις λοιπόν ότι εμείς είμαστε εκείνοι που επιδεικνύουμε πολυπραγμοσύνη, την οποία διασύρεις, διότι συνελάβαμε εκείνον τον βέβηλο (τον Βαρλαάμ) κακώς φρονούντα και να έχει πονηρή δοξασία και αφού ερευνήσαμε τις ευαγγελικές και αποστολικές και πατερικές γραφές κατά τη θεσπέσια δεσποτική εισήγηση, και παραβάλλοντάς τες με τις καμωμένες από εκείνον, απεδείξαμε αυτόν ότι είναι βλάσφημος ενώπιον συνόδου δικαστικής (τον Ιούνιο του 1341), την οποία αυτός προεκάλεσε και όχι εμείς; Τούτο ισχυρίζεσαι ότι είναι πολυπραγμοσύνη, υποστηρίζοντας εσύ τώρα τις απόψεις εκείνου;
74. Επειδή λοιπόν τούτο θεωρείς πολυπραγμοσύνη, το να παρουσιάζουμε την αλήθεια συνάγοντάς την από τη Γραφή κατόπιν εξετάσεως και δι’ αυτής να καθαιρούμε και να φιμώνουμε όσους απευθύνουν αδικία προς το ύψος, άλλο ευαγγέλιο μας φέρεις και άλλη διδασκαλία αντίθετη προς την του Χριστού και των μαθητών του, των οποίων παράγγελμα που προσπορίζει την αιώνια ζωή είναι να ερευνούμε τις Γραφές και να καθαιρούμε «κάθε ύψωμα που επαίρεται εναντίον της γνώσεως τού Θεού». Νομίζω ότι αναγνωρίζουν πολλή ευγνωμοσύνη στη σοφία σου όλοι οι προστάτες των πονηρών αιρέσεων από όλους τους αιώνες γι’ αυτήν την εισήγηση. Τί θα συνέβαινε πράγματι, αν ο Σαβέλλιος, για να παραμερίσουμε τους πριν από αυτόν, έλεγε αυτές τις ρήσεις, ότι δεν πρέπει να πολυπραγμονούμε για τις διάφορες επιφάνειες τού Θεού, όπως λέγεις εσύ τώρα για την επί του όρους μεταμόρφωση, αλλά ούτε για τα ρηθέντα σε καθεμιά τους από τους άγιους, για να είναι πράγματι μυστήρια, όπως και είναι, και για να μην πιστεύουμε σε τρεις θεούς άκτιστους κατωτέρους και ανώτερο (διότι αυτός κατηγορούσε τους ορθοδόξους, όπως εσύ τώρα τις δυο θεότητες)· αν λοιπόν ο Σαβέλλιος εισηγείτο αυτά τα πράγματα, κι’ εμείς του απλώναμε πειθήνιο αυτί, από που θα μπορούσαμε να μυηθούμε το τρισυπόστατο της θεότητος; Αλλ’ ούτε σ’ εκείνον ούτε σ’ εσένα θα μπορούσε να πεισθεί κανείς έχοντας νουν. Διότι ευθύς αμέσως θα επιπηδήσει ο Άρειος, λέγοντας, τί μυστικότερο υπάρχει από τη γέννησιν του Υιού; Ας τιμάται με πλήρη σιωπή και ας μη δεικνύει Θεόν γεννητοαγέννητον, συντεθειμένο από υπερκείμενο και υφειμένο, ή δύο θεούς, τον ένα μεγαλύτερον από τον άλλο, λέγοντας σύμφωνα με σένα σαφώς το ελληνικό τούτο δόγμα.
75. Ή ο Μακεδόνιος δεν θα έλεγε κάτι τέτοιο περί του Πνεύματος; Διότι αν εσύ λέγοντας τέτοια πράγματα περί της θεοφανείας νομίζεις ότι κάτι λέγεις, κατά την οποία ο ίδιος ο Θεός εφανέρωσε εαυτόν περισσότερο από κάθε άλλη φορά και δια της οποίας, όπως λέγει ο άγιος Μάξιμος, «κάθε είδος και μυστήριο θεολογίας εδίδαξε ασφαλώς και τρανώς», τί δεν θα μπορούσαν να ειπούν εκείνοι ομιλώντας για τις υποστάσεις και για τη θεία φύσιν; Ο δε Νεστόριος και ο Ευτυχής, τα αντίθετα κακά αλλά ομότιμα κατά την κακία, πώς δεν θα ευχαριστηθούν με τούτους τους λόγους σου, αν είναι μυστήριο και η κατά σάρκα γέννησις του Χριστού; Διότι θα μας ειπεί ο καθένας από τους δυο τους, «παύσετε να ζητείτε και να πολυπραγμονείτε τα πριν από τη γέννησιν, τα κατά τη γέννησιν, τα έπειτα από τη γέννησιν, για να είναι πραγματικό μυστήριο η γέννησις του Χριστού και για να μη γίνετε διθεΐτες, συνδέοντας με δυο τον έναν Θεόν και λέγοντας τον ίδιο και κατά τον ένα και κατά τον άλλο, ή δυο διαφόρους υιούς του Θεού, ορατόν οπωσδήποτε και αόρατον». Διότι ο δυστυχής Ευτυχής αυτά κατηγορούσε τους δεχομένους δύο φύσεις στο Χριστό, όπως τώρα ο κινδυνεύσας να συλληφθεί από τα βρόχια της ασεβείας Ακίνδυνος ονομάζει διθεΐτες αυτούς που δέχονται ότι ο Θεός είναι άκτιστος, και κατ’ ουσία και κατ’ ενέργεια, αυτός ο ταλαίπωρος συναθροίζοντας όλα και τα αντίθετα σχεδόν δυσσεβήματα σε μία ψυχή, τη δική του, αν και τώρα δεν θα μας αρκέσει ο χρόνος να τα ειπούμε όλα.
76. Το εξαίρετο δόγμα του μάλιστα και περισσότερο από όλα περισπούδαστο είναι η αθεΐα και το ότι σπρώχνει τους πολλούς προς την τελεία αγνωσία του Θεού, μάλλον δε ο ίδιος σπρώχνεται από τα λόγια και τα συγγράμματά του. Διότι δεν υπάρχει, δεν υπάρχει κανείς, ο όποιος έχει καταλάβει το είναι (την ύπαρξη) του Θεού από την ουσία του· εκείνη πράγματι είναι εντελώς ανέπαφη από όλα τα όντα, «και από όλες τις επίνοιες ανεπινόητος, ως υπερεδραιωμένη επάνω από κάθε θεωρητική έξη και δύναμη και αυθυπερουσίως σε άβατα, και κατά τον τρόπο της υπερφυούς υπεροχής», κατά τον θεοφάντορα Διονύσιο είναι αλογία και ανωνυμία και αγνωσία. Αφού λοιπόν αυτή, η ουσία, είναι εντελώς απερινόητη και ακοινώνητη σε όλα τα όντα, αν δεν εγνωρίζαμε τον Θεό ως έλλαμψιν των φωτιζομένων θείως και των εκθεουμένων υπό της θείας ελλάμψεως θεαρχίαν, κι αν δεν αναγνωρίζαμε την ιερή και υπερκόσμια προς αυτόν κοινωνία, είτε ζώντας με την πείρα κατά το ευαγγέλιο είτε ερευνώντας με πίστη τα λεχθέντα περί αυτής από τους αγίους, άραγε έχουμε από πουθενά αλλού να επιγνώσουμε αληθινά τον Θεό; Όχι βέβαια.
77. Αν πράγματι έλεγε κανείς ότι μπορούμε να επιγνώσουμε από την αρμονία της κτίσεως, αλλ’ όπως έχει λεχθεί, από αυτή καυχώνται και οι σοφοί του αιώνος τούτου για τη θεία επίγνωση, για τους οποίους λέγει ο Παύλος ότι «δεν εγνώρισε ο κόσμος δια της σοφίας τον Θεό». Πάλι λοιπόν ο Βαρλαάμ και ο Ακίνδυνος επιστρέφουν στον έμετό τους κι’ εκείνη μόνο τη θεογνωσία αποδέχονται, η οποία δεν είναι λιγότερο αγνωσία Θεού· ενώ από την αληθινή θεογνωσία, που στηρίζεται στη θεία επιφάνεια και κοινωνία, απομακρύνουν και τούς εαυτούς τους και τους οπαδούς τους βλασφημώντας σ’ αυτήν πολυτρόπως. Διότι πώς δεν είναι και τούτο γνώρισμα ανθρώπων που φανερά βλασφημούν και προς το μέγα εκείνο φώς και προς τους αγίους που ακόμη διαμένουν κοντά μας με τα συγγράμματά τους, το να νομίζουν ότι διδάσκουν ότι, οποίος εξετάζει τούτο και τα συγγράμματα των πατέρων που γράφουν για τούτο, θα περιπέσει σε διθεΐα, και αυτό που έχει θησαυρισμένη όλη τη θεολογία, εξεταζόμενο από τούς επιθυμούντες να αναθεωρούν, όπως υπαγορεύουν οι θείοι Πατέρες, γίνεται πρόξενο πολυθεΐας και σκότους και ψεύδους γι’ αυτούς που βλέπουν, αλλοίμονο, προς το ίδιο το φώς της αληθείας;
78. Φοβούμαι μήπως τυχόν η ψυχή που βουλεύεται τέτοια πράγματα συζεύχθηκε τελείως με τον πάντοτε αντικείμενο στις βουλές του Θεού, ακούοντας τον λέγοντα· «ο Θεός θέλει από εμάς, αντιλαμβανόμενοι το βάθος των κατ’ αυτό πράξεων, με τη γνώσι να εξασφαλίσουμε δραστικώτερη χάριν, κατά μίμησιν του μεταμορφωθέντος, που να ενεργεί μέσα μας τούτο το θαυμαστό και ξένο μυστήριο», το οποίο και από τα αμέσως προηγούμενα ο αντιλέγων δεν διαφεύγει την προσοχή ότι το κατεβάζει προς τα κτιστά. Επειδή δηλαδή αντιτάσσεται προς τους αποδεικνύοντες δια των ιερών Γραφών ότι τούτο είναι άκτιστο και ισχυρίζεται ότι αυτοί περιπίπτουν σε πολλά άτοπα για τούτο, φανερώνει ότι ο ίδιος το συγκαταλέγει στα κτίσματα, όχι δε ολιγότερο με το ότι παραινεί «να μην πολυπραγμονούμε τα λεχθέντα από τους άγιους στο φώς εκείνο, για να μην πιστεύουμε σε δυο θεούς και δυο θεότητες άκτιστες, υπερκειμένη και υφειμένη, ορατή και αόρατη». Δεν λέγει πράγματι δυσσεβές το να πιστεύουμε σε δυο θεότητες, αλλά το να πιστεύουμε σε δυο άκτιστες, ούτε το να λέγουμε υπερκειμένη και υφειμένη. Διότι, αν η μία είναι κτιστή, και το άλλο θα είναι, και θα έχει το υφειμένο όχι μόνο κατά το αιτιατό αλλά αναγκαίως και κατ’ ουσίαν. Δεν είναι λοιπόν δυσσεβές απλώς το να πιστεύουμε σε δυο, αλλά το μαζί με τη φύσιν εκείνη να θεωρούμε και το φώς εκείνο άκτιστο, και προς τούτο αναρριπίζει τον άσπονδο πόλεμο· κατά τα άλλα εκφοβίζοντας τους απλουστέρους τους προσελκύει.
79. Ενώ όλοι οι θεηγόροι θεωρούν το φώς εκείνο άναρχο και αΐδιο, όπως πολλές φορές και δια πολλών λόγων δείξαμε, επίσης δε το ονομάζουν και θεότητα, διότι είναι θέωσις, ορατή απορρήτως μόνο από τους καταξιωμένους, για μερικούς μάλιστα και νοητή, διότι η θεία εκείνη έλλαμψις εγγίνεται απερινοήτως όχι μόνο στου σώματος τους οφθαλμούς, αλλά και στης ψυχής των αξιωμένων αυτής, τούτος παραινεί να μην πολυπραγμονούμε τις γραφές των άγιων γι’ αυτήν, για να μην πιστεύσουμε ότι η έλλαμψις τούτη είναι άκτιστη μαζί με την ουσία που την χορηγεί. Αν λοιπόν δεν θεολογούσαν φανερά οι Πατέρες αυτήν ως θεότητα ορατή με τη δύναμιν του θείου Πνεύματος από μόνους τους άγιους και ως φυσική ακτίνα της θεότητος, άκτιστη και άναρχη, αλλά καθώς εμείς ερευνούσαμε, παρουσιαζόταν αυτός να παραγγέλλει κάπως να μην πολυπραγμονούμε, θα φαινόταν να εμποδίζει την περιεργότερη έρευνα. Τώρα όμως που οι Πατέρες φανερά θεολογούν αυτά με τέτοιον τρόπο, τούτος δεν λέγει τίποτε άλλο σαφώς παρά ότι, «αφού αθετήσετε τις πατερικές παραδόσεις και τη διδασκαλία τού Πνεύματος, να πείθεσθε όλοι σ’ εμένα και να ακολουθείτε τις δικές μου καινοφωνίες ανεξέταστα και παραμερίζοντας τις γνώμες των άγιων να υποδεχθείτε εμένα ηγέτη νέας θεοσεβείας, ως ανώτερο από όλους εκείνους και εξαιρετικώς ακριβέστερο θεολόγο».
80. Με τέτοια παράκρουση ισχυρίζεται ότι πρέπει ν’ απορρίπτονται και οι φωτεινότατες σαν το φώς εκθέσεις των άγιων περί τού φωτός, εισηγούμενος τέτοια, «ώστε», λέγει, «να μην πρεσβεύουμε δυο άγιες θεότητες λέγοντας θεότητα και την άκτιστη έλλαμψιν, που οπωσδήποτε είναι ορατή, και την ουσία που είναι υπερκειμένη και αόρατη». Λοιπόν εσύ λέγεις κτιστή αυτήν την έλλαμψιν -πώς όχι;- καθώς δε προχωρεί ο λόγος και εκφράζεσαι φανερά ότι έτσι φρονείς. Τίνος λοιπόν είναι αυτή η θεότης και λαμπρότης, η ορατή μέν μόνο στους αγίους και καθιστώσα τους θεουμένους θεοειδείς με μόνη τη μέθεξη, κτιστή δε κατά σε; Όχι του Θεού και της θείας του φύσεως, όπως υπέδειξε ο ίδιος όταν άστραψε επάνω στο όρος κατ’ αυτήν και όπως εδιδαχθήκαμε από τους κατά καιρούς αξιωμένους αυτής της λαμπρότητος; Επομένως και εσύ δυο θεότητες του Θεού δέχεσαι, την μια άκτιστη, την άλλη κτιστή· και δεν μπορεί η κτιστή να είναι άκτιστης ουσίας και η άκτιστη κτιστής. Άρα, αυτός που εσύ λέγεις ένα Θεόν σύγκειται από άκτιστη και κτιστή ουσία.
81. Ή μάλλον, επειδή είναι αδύνατο να συνδεθούν αυτά σε ένα, πρεσβεύεις δύο θεούς και δύο αρχές ενάντιες μεταξύ τους, προσβληθείς από τη μανία του Μάνεντος, ή μάλλον έχεις διαμορφώσει δοξασία χειρότερη ακόμα από την δική του αλλόκοτη και εντελώς ανακόλουθη, όπως αποδείξαμε στον Κατάλογο του πλήθους των ατοπημάτων σου. Ώστε εμείς συμβιβάζομε και συναρμόζουμε και συνάγουμε σ’ ένα τις γνώμες που έχουν διατυπωθεί από τούς άγιους Πατέρες, όχι για να κατασκευάσουμε διθεΐα, όπως διαβάλλεις και συκοφαντείς, αλλά για ν’ απαλλάξουμε εσένα από τη διθεΐα, την πραγματικά αισχρή και δυσσεβή, ή, όπως θα ελέγαμε καταλληλότερα, ασεβή.
82. Ο Άρειος, παραφρονώντας, έλεγε κτιστά τον Υιό και το άγιο Πνεύμα, εσύ όμως σαν να αγωνίζεσαι να υπερβάλεις την αφροσύνη εκείνου, καταρρίπτεις και τον Πατέρα προς την κτίσιν. Διότι αυτή η έλλαμψις και λαμπρότης και ενέργεια είναι κοινή του Πατρός, του Υιού και του Πνεύματος· αυτός δε, του οποίου η ενέργεια είναι κτιστή, δεν είναι άκτιστος αυτός ο ίδιος κατά τους θεοσόφους θεολόγους. Έτσι με το να διαβάλλεις και συκοφάντεις τους προσκυνητές της μιας και μόνης άκτιστης τρισυπόστατης και παντοδύναμης θεότητος, παρουσιάζεσαι εσύ ο ίδιος διθεΐτης και άθεος συγχρόνως, πράγμα παραδοξότατο, μάλλον δε πολύ συνεπές. Διότι εκείνος που νομίζει ότι ξεπερνά την ευσέβεια των αγίων και υψηλοφρονεί απέναντι στους ομόφρονες των καθ’ όλα, ως δήθεν πολυθέους, εκπεσών ευλόγως του ενός Θεού, έπαθε τελεία αγνωσία Θεού και δεν αντιλαμβάνεται ότι περιπίπτει στους αντιθέτους και όμοιους κατά την κακοφροσύνη.
Στη συνέχεια ρήσις του ίδιου, μετά τον έλεγχο της οποίας δεικνύεται ότι αντινομοθετεί στο ευαγγέλιο του Χριστού, συνηγορώντας με τον Βαρλαάμ και όλους τους αιρετικούς, κι’ είναι άθεος και αντίθετος προς τους άγιους, και ότι κατασκευάζει ότι ο θεός έχει δύο ουσίες ενάντιες μεταξύ τους
72. Αλλά, αφού στο μεταξύ απέδειξε τούτο, προσθέτει πάλι (ο Ακίνδυνος)· «αν πρέπει ν’ αφήσουμε τούτο ανέγγιχτο και απολυπραγμόνητο, πράγμα που νομίζω καλύτερο, γιατί όχι και τα άλλα που ελέχθηκαν από τους αγίους στη θεία μεταμόρφωση, ώστε να είναι πράγματι μυστήριο Θεού το τότε γενόμενο, όπως και είναι άλλωστε, και ώστε να μην παραδεχόμαστε δυο θεούς και θεότητες άκτιστους, υπερκειμένη και υφειμένη, ορατή και αόρατη, το πολυθεϊστικό τούτο και σαφώς ελληνικό δόγμα;». Δεν μου αρέσει να ανταγωνίζομαι με τόσο φαύλα επιχειρήματα, μάλιστα με τα τώρα λεχθέντα, αλλά ας σκύψουμε σ’ αυτό το χαμερπές διανόημα, διότι είναι ίσως δυνατό ν’ ανορθώσουμε κάποιον από αυτούς που συγκαταρρίφθηκαν σ’ αυτήν την φαυλότητα, που έχει δυσθέατο αίσχος, σαν να περιβάλλεται τεχνητή εύχροια (ωραιότητα), από τα ονόματα της πλαστής ευλαβείας και τα σκώμματα του ψεύδους. Γιατί λοιπόν δεν λέγεις εσύ στον εαυτό σου αυτά τα πράγματα και δεν απευθύνεις αυτές τις μομφές, αφού προ ολίγου εξέτασες κάθε βιβλίο και όλα τα παρερμήνευσες και τα κακομεταχειρίσθηκες πολυτρόπως, ώστε να αποδείξεις φάσμα (φάντασμα) και ευτελέστερο από όλα τα φάσματα την επί τους όρους παραδειχθείσα θεότητα; Γιατί δεν γράφεις αυτά τα πράγματα προς τον Βαρλαάμ; Ο οποίος (είναι δυνατό όποιος θέλει να το ιδεί παρατεθειμένο και σ’ εκείνου τα συγγράμματα), ενώ κανείς ακόμη από τους σημερινούς ανθρώπους δεν είπε τίποτε για τούτο το φώς, αυτός με δική του πρωτοβουλία, θέλοντας να διαβάλει κάθε θεία φωτοφάνεια, λέγει, «αν χρησιμοποιήσουμε τώρα τη χαριέστερη από όλες τις φωτοφάνειες που είναι η με το Θαβώριο φώς, θα επιδείξουμε ότι δεν έχει τίποτε υψηλότερο από τα αισθητώς ορώμενα». Τί πρέπει να σκεπτόμαστε για τις άλλες φωτοφάνειες, το αφήνουμε σ’ αυτούς που έχουν νου.
73. Γιατί λοιπόν δεν γράφει προς εκείνον και για εκείνον αυτές τις σοβαρές εισηγήσεις και τις αποτρεπτικές σκέψεις αλλά προς εμάς που αποφασίσαμε να αντείπουμε σ’ εκείνον υπέρ της μυστικώς παραδειχθήσεις θεότητος στο Θαβώρ; Ή μήπως έτσι δικαιολογείς να είναι μυστήρια τα θεία μυστήρια, αν κανένας δεν αντικρούει αυτούς που τα ατιμάζουν, τα εξευτελίζουν και τα καταλύουν διά μακρών συγγραμμάτων; Νομίζεις λοιπόν ότι εμείς είμαστε εκείνοι που επιδεικνύουμε πολυπραγμοσύνη, την οποία διασύρεις, διότι συνελάβαμε εκείνον τον βέβηλο (τον Βαρλαάμ) κακώς φρονούντα και να έχει πονηρή δοξασία και αφού ερευνήσαμε τις ευαγγελικές και αποστολικές και πατερικές γραφές κατά τη θεσπέσια δεσποτική εισήγηση, και παραβάλλοντάς τες με τις καμωμένες από εκείνον, απεδείξαμε αυτόν ότι είναι βλάσφημος ενώπιον συνόδου δικαστικής (τον Ιούνιο του 1341), την οποία αυτός προεκάλεσε και όχι εμείς; Τούτο ισχυρίζεσαι ότι είναι πολυπραγμοσύνη, υποστηρίζοντας εσύ τώρα τις απόψεις εκείνου;
74. Επειδή λοιπόν τούτο θεωρείς πολυπραγμοσύνη, το να παρουσιάζουμε την αλήθεια συνάγοντάς την από τη Γραφή κατόπιν εξετάσεως και δι’ αυτής να καθαιρούμε και να φιμώνουμε όσους απευθύνουν αδικία προς το ύψος, άλλο ευαγγέλιο μας φέρεις και άλλη διδασκαλία αντίθετη προς την του Χριστού και των μαθητών του, των οποίων παράγγελμα που προσπορίζει την αιώνια ζωή είναι να ερευνούμε τις Γραφές και να καθαιρούμε «κάθε ύψωμα που επαίρεται εναντίον της γνώσεως τού Θεού». Νομίζω ότι αναγνωρίζουν πολλή ευγνωμοσύνη στη σοφία σου όλοι οι προστάτες των πονηρών αιρέσεων από όλους τους αιώνες γι’ αυτήν την εισήγηση. Τί θα συνέβαινε πράγματι, αν ο Σαβέλλιος, για να παραμερίσουμε τους πριν από αυτόν, έλεγε αυτές τις ρήσεις, ότι δεν πρέπει να πολυπραγμονούμε για τις διάφορες επιφάνειες τού Θεού, όπως λέγεις εσύ τώρα για την επί του όρους μεταμόρφωση, αλλά ούτε για τα ρηθέντα σε καθεμιά τους από τους άγιους, για να είναι πράγματι μυστήρια, όπως και είναι, και για να μην πιστεύουμε σε τρεις θεούς άκτιστους κατωτέρους και ανώτερο (διότι αυτός κατηγορούσε τους ορθοδόξους, όπως εσύ τώρα τις δυο θεότητες)· αν λοιπόν ο Σαβέλλιος εισηγείτο αυτά τα πράγματα, κι’ εμείς του απλώναμε πειθήνιο αυτί, από που θα μπορούσαμε να μυηθούμε το τρισυπόστατο της θεότητος; Αλλ’ ούτε σ’ εκείνον ούτε σ’ εσένα θα μπορούσε να πεισθεί κανείς έχοντας νουν. Διότι ευθύς αμέσως θα επιπηδήσει ο Άρειος, λέγοντας, τί μυστικότερο υπάρχει από τη γέννησιν του Υιού; Ας τιμάται με πλήρη σιωπή και ας μη δεικνύει Θεόν γεννητοαγέννητον, συντεθειμένο από υπερκείμενο και υφειμένο, ή δύο θεούς, τον ένα μεγαλύτερον από τον άλλο, λέγοντας σύμφωνα με σένα σαφώς το ελληνικό τούτο δόγμα.
75. Ή ο Μακεδόνιος δεν θα έλεγε κάτι τέτοιο περί του Πνεύματος; Διότι αν εσύ λέγοντας τέτοια πράγματα περί της θεοφανείας νομίζεις ότι κάτι λέγεις, κατά την οποία ο ίδιος ο Θεός εφανέρωσε εαυτόν περισσότερο από κάθε άλλη φορά και δια της οποίας, όπως λέγει ο άγιος Μάξιμος, «κάθε είδος και μυστήριο θεολογίας εδίδαξε ασφαλώς και τρανώς», τί δεν θα μπορούσαν να ειπούν εκείνοι ομιλώντας για τις υποστάσεις και για τη θεία φύσιν; Ο δε Νεστόριος και ο Ευτυχής, τα αντίθετα κακά αλλά ομότιμα κατά την κακία, πώς δεν θα ευχαριστηθούν με τούτους τους λόγους σου, αν είναι μυστήριο και η κατά σάρκα γέννησις του Χριστού; Διότι θα μας ειπεί ο καθένας από τους δυο τους, «παύσετε να ζητείτε και να πολυπραγμονείτε τα πριν από τη γέννησιν, τα κατά τη γέννησιν, τα έπειτα από τη γέννησιν, για να είναι πραγματικό μυστήριο η γέννησις του Χριστού και για να μη γίνετε διθεΐτες, συνδέοντας με δυο τον έναν Θεόν και λέγοντας τον ίδιο και κατά τον ένα και κατά τον άλλο, ή δυο διαφόρους υιούς του Θεού, ορατόν οπωσδήποτε και αόρατον». Διότι ο δυστυχής Ευτυχής αυτά κατηγορούσε τους δεχομένους δύο φύσεις στο Χριστό, όπως τώρα ο κινδυνεύσας να συλληφθεί από τα βρόχια της ασεβείας Ακίνδυνος ονομάζει διθεΐτες αυτούς που δέχονται ότι ο Θεός είναι άκτιστος, και κατ’ ουσία και κατ’ ενέργεια, αυτός ο ταλαίπωρος συναθροίζοντας όλα και τα αντίθετα σχεδόν δυσσεβήματα σε μία ψυχή, τη δική του, αν και τώρα δεν θα μας αρκέσει ο χρόνος να τα ειπούμε όλα.
76. Το εξαίρετο δόγμα του μάλιστα και περισσότερο από όλα περισπούδαστο είναι η αθεΐα και το ότι σπρώχνει τους πολλούς προς την τελεία αγνωσία του Θεού, μάλλον δε ο ίδιος σπρώχνεται από τα λόγια και τα συγγράμματά του. Διότι δεν υπάρχει, δεν υπάρχει κανείς, ο όποιος έχει καταλάβει το είναι (την ύπαρξη) του Θεού από την ουσία του· εκείνη πράγματι είναι εντελώς ανέπαφη από όλα τα όντα, «και από όλες τις επίνοιες ανεπινόητος, ως υπερεδραιωμένη επάνω από κάθε θεωρητική έξη και δύναμη και αυθυπερουσίως σε άβατα, και κατά τον τρόπο της υπερφυούς υπεροχής», κατά τον θεοφάντορα Διονύσιο είναι αλογία και ανωνυμία και αγνωσία. Αφού λοιπόν αυτή, η ουσία, είναι εντελώς απερινόητη και ακοινώνητη σε όλα τα όντα, αν δεν εγνωρίζαμε τον Θεό ως έλλαμψιν των φωτιζομένων θείως και των εκθεουμένων υπό της θείας ελλάμψεως θεαρχίαν, κι αν δεν αναγνωρίζαμε την ιερή και υπερκόσμια προς αυτόν κοινωνία, είτε ζώντας με την πείρα κατά το ευαγγέλιο είτε ερευνώντας με πίστη τα λεχθέντα περί αυτής από τους αγίους, άραγε έχουμε από πουθενά αλλού να επιγνώσουμε αληθινά τον Θεό; Όχι βέβαια.
77. Αν πράγματι έλεγε κανείς ότι μπορούμε να επιγνώσουμε από την αρμονία της κτίσεως, αλλ’ όπως έχει λεχθεί, από αυτή καυχώνται και οι σοφοί του αιώνος τούτου για τη θεία επίγνωση, για τους οποίους λέγει ο Παύλος ότι «δεν εγνώρισε ο κόσμος δια της σοφίας τον Θεό». Πάλι λοιπόν ο Βαρλαάμ και ο Ακίνδυνος επιστρέφουν στον έμετό τους κι’ εκείνη μόνο τη θεογνωσία αποδέχονται, η οποία δεν είναι λιγότερο αγνωσία Θεού· ενώ από την αληθινή θεογνωσία, που στηρίζεται στη θεία επιφάνεια και κοινωνία, απομακρύνουν και τούς εαυτούς τους και τους οπαδούς τους βλασφημώντας σ’ αυτήν πολυτρόπως. Διότι πώς δεν είναι και τούτο γνώρισμα ανθρώπων που φανερά βλασφημούν και προς το μέγα εκείνο φώς και προς τους αγίους που ακόμη διαμένουν κοντά μας με τα συγγράμματά τους, το να νομίζουν ότι διδάσκουν ότι, οποίος εξετάζει τούτο και τα συγγράμματα των πατέρων που γράφουν για τούτο, θα περιπέσει σε διθεΐα, και αυτό που έχει θησαυρισμένη όλη τη θεολογία, εξεταζόμενο από τούς επιθυμούντες να αναθεωρούν, όπως υπαγορεύουν οι θείοι Πατέρες, γίνεται πρόξενο πολυθεΐας και σκότους και ψεύδους γι’ αυτούς που βλέπουν, αλλοίμονο, προς το ίδιο το φώς της αληθείας;
78. Φοβούμαι μήπως τυχόν η ψυχή που βουλεύεται τέτοια πράγματα συζεύχθηκε τελείως με τον πάντοτε αντικείμενο στις βουλές του Θεού, ακούοντας τον λέγοντα· «ο Θεός θέλει από εμάς, αντιλαμβανόμενοι το βάθος των κατ’ αυτό πράξεων, με τη γνώσι να εξασφαλίσουμε δραστικώτερη χάριν, κατά μίμησιν του μεταμορφωθέντος, που να ενεργεί μέσα μας τούτο το θαυμαστό και ξένο μυστήριο», το οποίο και από τα αμέσως προηγούμενα ο αντιλέγων δεν διαφεύγει την προσοχή ότι το κατεβάζει προς τα κτιστά. Επειδή δηλαδή αντιτάσσεται προς τους αποδεικνύοντες δια των ιερών Γραφών ότι τούτο είναι άκτιστο και ισχυρίζεται ότι αυτοί περιπίπτουν σε πολλά άτοπα για τούτο, φανερώνει ότι ο ίδιος το συγκαταλέγει στα κτίσματα, όχι δε ολιγότερο με το ότι παραινεί «να μην πολυπραγμονούμε τα λεχθέντα από τους άγιους στο φώς εκείνο, για να μην πιστεύουμε σε δυο θεούς και δυο θεότητες άκτιστες, υπερκειμένη και υφειμένη, ορατή και αόρατη». Δεν λέγει πράγματι δυσσεβές το να πιστεύουμε σε δυο θεότητες, αλλά το να πιστεύουμε σε δυο άκτιστες, ούτε το να λέγουμε υπερκειμένη και υφειμένη. Διότι, αν η μία είναι κτιστή, και το άλλο θα είναι, και θα έχει το υφειμένο όχι μόνο κατά το αιτιατό αλλά αναγκαίως και κατ’ ουσίαν. Δεν είναι λοιπόν δυσσεβές απλώς το να πιστεύουμε σε δυο, αλλά το μαζί με τη φύσιν εκείνη να θεωρούμε και το φώς εκείνο άκτιστο, και προς τούτο αναρριπίζει τον άσπονδο πόλεμο· κατά τα άλλα εκφοβίζοντας τους απλουστέρους τους προσελκύει.
79. Ενώ όλοι οι θεηγόροι θεωρούν το φώς εκείνο άναρχο και αΐδιο, όπως πολλές φορές και δια πολλών λόγων δείξαμε, επίσης δε το ονομάζουν και θεότητα, διότι είναι θέωσις, ορατή απορρήτως μόνο από τους καταξιωμένους, για μερικούς μάλιστα και νοητή, διότι η θεία εκείνη έλλαμψις εγγίνεται απερινοήτως όχι μόνο στου σώματος τους οφθαλμούς, αλλά και στης ψυχής των αξιωμένων αυτής, τούτος παραινεί να μην πολυπραγμονούμε τις γραφές των άγιων γι’ αυτήν, για να μην πιστεύσουμε ότι η έλλαμψις τούτη είναι άκτιστη μαζί με την ουσία που την χορηγεί. Αν λοιπόν δεν θεολογούσαν φανερά οι Πατέρες αυτήν ως θεότητα ορατή με τη δύναμιν του θείου Πνεύματος από μόνους τους άγιους και ως φυσική ακτίνα της θεότητος, άκτιστη και άναρχη, αλλά καθώς εμείς ερευνούσαμε, παρουσιαζόταν αυτός να παραγγέλλει κάπως να μην πολυπραγμονούμε, θα φαινόταν να εμποδίζει την περιεργότερη έρευνα. Τώρα όμως που οι Πατέρες φανερά θεολογούν αυτά με τέτοιον τρόπο, τούτος δεν λέγει τίποτε άλλο σαφώς παρά ότι, «αφού αθετήσετε τις πατερικές παραδόσεις και τη διδασκαλία τού Πνεύματος, να πείθεσθε όλοι σ’ εμένα και να ακολουθείτε τις δικές μου καινοφωνίες ανεξέταστα και παραμερίζοντας τις γνώμες των άγιων να υποδεχθείτε εμένα ηγέτη νέας θεοσεβείας, ως ανώτερο από όλους εκείνους και εξαιρετικώς ακριβέστερο θεολόγο».
80. Με τέτοια παράκρουση ισχυρίζεται ότι πρέπει ν’ απορρίπτονται και οι φωτεινότατες σαν το φώς εκθέσεις των άγιων περί τού φωτός, εισηγούμενος τέτοια, «ώστε», λέγει, «να μην πρεσβεύουμε δυο άγιες θεότητες λέγοντας θεότητα και την άκτιστη έλλαμψιν, που οπωσδήποτε είναι ορατή, και την ουσία που είναι υπερκειμένη και αόρατη». Λοιπόν εσύ λέγεις κτιστή αυτήν την έλλαμψιν -πώς όχι;- καθώς δε προχωρεί ο λόγος και εκφράζεσαι φανερά ότι έτσι φρονείς. Τίνος λοιπόν είναι αυτή η θεότης και λαμπρότης, η ορατή μέν μόνο στους αγίους και καθιστώσα τους θεουμένους θεοειδείς με μόνη τη μέθεξη, κτιστή δε κατά σε; Όχι του Θεού και της θείας του φύσεως, όπως υπέδειξε ο ίδιος όταν άστραψε επάνω στο όρος κατ’ αυτήν και όπως εδιδαχθήκαμε από τους κατά καιρούς αξιωμένους αυτής της λαμπρότητος; Επομένως και εσύ δυο θεότητες του Θεού δέχεσαι, την μια άκτιστη, την άλλη κτιστή· και δεν μπορεί η κτιστή να είναι άκτιστης ουσίας και η άκτιστη κτιστής. Άρα, αυτός που εσύ λέγεις ένα Θεόν σύγκειται από άκτιστη και κτιστή ουσία.
81. Ή μάλλον, επειδή είναι αδύνατο να συνδεθούν αυτά σε ένα, πρεσβεύεις δύο θεούς και δύο αρχές ενάντιες μεταξύ τους, προσβληθείς από τη μανία του Μάνεντος, ή μάλλον έχεις διαμορφώσει δοξασία χειρότερη ακόμα από την δική του αλλόκοτη και εντελώς ανακόλουθη, όπως αποδείξαμε στον Κατάλογο του πλήθους των ατοπημάτων σου. Ώστε εμείς συμβιβάζομε και συναρμόζουμε και συνάγουμε σ’ ένα τις γνώμες που έχουν διατυπωθεί από τούς άγιους Πατέρες, όχι για να κατασκευάσουμε διθεΐα, όπως διαβάλλεις και συκοφαντείς, αλλά για ν’ απαλλάξουμε εσένα από τη διθεΐα, την πραγματικά αισχρή και δυσσεβή, ή, όπως θα ελέγαμε καταλληλότερα, ασεβή.
82. Ο Άρειος, παραφρονώντας, έλεγε κτιστά τον Υιό και το άγιο Πνεύμα, εσύ όμως σαν να αγωνίζεσαι να υπερβάλεις την αφροσύνη εκείνου, καταρρίπτεις και τον Πατέρα προς την κτίσιν. Διότι αυτή η έλλαμψις και λαμπρότης και ενέργεια είναι κοινή του Πατρός, του Υιού και του Πνεύματος· αυτός δε, του οποίου η ενέργεια είναι κτιστή, δεν είναι άκτιστος αυτός ο ίδιος κατά τους θεοσόφους θεολόγους. Έτσι με το να διαβάλλεις και συκοφάντεις τους προσκυνητές της μιας και μόνης άκτιστης τρισυπόστατης και παντοδύναμης θεότητος, παρουσιάζεσαι εσύ ο ίδιος διθεΐτης και άθεος συγχρόνως, πράγμα παραδοξότατο, μάλλον δε πολύ συνεπές. Διότι εκείνος που νομίζει ότι ξεπερνά την ευσέβεια των αγίων και υψηλοφρονεί απέναντι στους ομόφρονες των καθ’ όλα, ως δήθεν πολυθέους, εκπεσών ευλόγως του ενός Θεού, έπαθε τελεία αγνωσία Θεού και δεν αντιλαμβάνεται ότι περιπίπτει στους αντιθέτους και όμοιους κατά την κακοφροσύνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου