Δυστυχώς πολλοί Έλληνες, ακούσια ανθέλληνες επειδή πιθανότατα έχουν υποφέρει από τις διεφθαρμένες ελληνικές κυβερνήσεις φεύγοντας στο εξωτερικό, υποστηρίζουν τις ύπουλες και εχθρικές τακτικές της Γερμανίας – της γερμανικής κυβέρνησης καλύτερα, η οποία βέβαια άγεται και φέρεται από την εγχώρια και διεθνή βιομηχανική ελίτ που κατέχει τις μεγάλες επιχειρήσεις της. Θερμή παράκληση λοιπόν να αντιμετωπίζουν αντικειμενικά τα γεγονότα, κατανοώντας πως δεν είναι οι απλοί Έλληνες ένοχοι για τις διεφθαρμένες ή/και ανίκανες κυβερνήσεις τους – παύοντας να είναι ακούσια ανθέλληνες, αφού κάτι τέτοιο εξυπηρετεί μόνο τα σχέδια της ελίτ που κυβερνάει τη Γερμανία. Οφείλουν επί πλέον να συνειδητοποιήσουν πως η Γερμανία διεξάγει ξανά έναν πόλεμο στην Ευρώπη που μπορεί μεν να είναι αόρατος, επειδή διεξάγεται με οικονομικά όπλα, αλλά δεν έχει καμία διαφορά με το συμβατικό. Αντίθετα, είναι πολύ πιο επικίνδυνος για τους ηττημένους και εξαιρετικά κερδοφόρος, αφού δεν καταστρέφονται οι υποδομές των χωρών που κατακτάει η Γερμανία – ενώ δεν κινδυνεύει να τις χάσει ποτέ, αφού τις εξαγοράζει και μάλιστα σε εξευτελιστικές τιμές. Στόχος της παραμένει ένα επόμενο Ράιχ – το τέταρτο πλέον!
“Τελικά δεν καταλαβαίνω. Τι κακό έκανε η Γερμανία; Ως γνωστόν η Γαλλία της επέβαλλε το ευρώ. Και τώρα παραπονιέται επειδή την έχει ξεπεράσει σε απόδοση η Γερμανία επειδή έχουν το ίδιο νόμισμα; Η Γερμανία (και η Ολλανδία κλπ.) δεν έχει κάνει τίποτα κακό”.(πηγή)“Συμφωνώ απολύτως με τον κύριο! Τα μέτρα της Γερμανίας, που πραγματικά δεν ήθελε το Ευρώ, αλλά η Γαλλία της το επέβαλε (ή το Ευρώ ή δεν έχει επανένωση της Γερμανίας), είχαν και έχουν σκοπό η ΕΕ να έχει ένα σταθερό νόμισμα, όπως πριν είχε το σταθερό γερμανικό Μάρκο. Για να έχεις όμως ένα σταθερό νόμισμα χωρίς πληθωρισμό, χρειάζεσαι μια οικονομία που να μπορεί να παράγει και να ξοδεύει. Η Ελλάδα ξόδευε χωρίς να παράγει! Όταν η φούσκα έσκασε και τα όργια σπατάλης των ελληνικών κυβερνήσεων είδαν το τέλος να πλησιάζει, κάποιος έπρεπε να φταίει: η Γερμανία. Η Γερμανία δεν ζήτησε τίποτα περισσότερο παρά να επιστραφούν στις τράπεζες της τα χρήματα που δάνεισαν σε κράτη-μέλη της ΕΕ. Και μην ξεχνάμε και κάτι άλλο. Τα χρήματα αυτά, με τα οποία οι Έλληνες αγόραζαν δεύτερα αυτοκίνητα και εξοχικά σπίτια, ανήκουν στους Γερμανούς πολίτες. Και αυτούς υποστηρίξει η Γερμανία και όχι τους Έλληνες. Δυστυχώς!” (πηγή).
Ανάλυση
Τα παραπάνω είναι δύο σχόλια Ελλήνων που ζουν στο εξωτερικό, στο άρθρο μας «Η Γαλλία προτείνει την αποχώρηση της Γερμανίας από το ευρώ» (πηγή). Ειδικά στο δεύτερο, εντυπωσιασθήκαμε από το ότι ο αναγνώστης δεν βλέπει τα εξής:
(α) η Γερμανία πήρε ένα πολύ μεγάλο αντάλλαγμα για τη συμμετοχή της στο ευρώ που ίσως αποβεί θανατηφόρο σφάλμα για την Ευρώπη, εκ μέρους των χωρών που της το παραχώρησαν – την επανένωση της, ξεχνώντας πως αιματοκύλισε δύο φορές την ήπειρο μας,
(β) η Γερμανία δεν τήρησε την υποχρέωση που είχε αναλάβει το 1953, να εξοφλήσει τις πολεμικές επανορθώσεις εάν ή όταν ενωνόταν – κυρίως προς την Πολωνία που τις απαιτεί (πηγή), καθώς επίσης προς την Ελλάδα που δυστυχώς δεν τις διεκδικεί, παρά το ότι οι ίδιοι οι Γερμανοί δηλώνουν πως ντρέπονται για τη στάση της χώρας τους (πηγή),
(γ) η Γερμανία δεν τήρησε καμία από τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν όλες οι χώρες του ευρώ, για να μπορεί να είναι βιώσιμη η νομισματική ζώνη. Αντίθετα, έκανε ότι μπορούσε από την πρώτη ημέρα της εισόδου της στην Ευρωζώνη για να εκμεταλλευθεί τους εταίρους της, με την οικονομική πολιτική που ακολούθησε – με την ατζέντα 2010 που δρομολόγησε το 2000, τα βασικά στοιχεία της οποίας ήταν δύο: το μισθολογικό dumping που στην ουσία μιμήθηκε την Ολλανδία, καθώς επίσης το «HARTZ Plan» (πηγή).
Έτσι κατάφερε στην αρχή να πληρώσει το κόστος της επανένωσης της, εννοούμε τη στήριξη της ανατολικής Γερμανίας, εις βάρος των εταίρων της – ύψους 150 δις € για δέκα χρόνια ή συνολικά 1,5 τρις € (κατά τους ίδιους τους Γερμανούς, πηγή). Εκτός αυτού μπόρεσε να μετατρέψει τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της πριν το 2000 σε πλεονάσματα (γράφημα) – μεταξύ άλλων κατευθύνοντας τα κεφάλαια στις χώρες του νότου, με αποτέλεσμα να πυροδοτηθούν διάφορες φούσκες (ακίνητα, υπερδανεισμός κλπ.), όπως συνέβη με την κρίση του 1997 στην Ασία και αλλού.
Αμέσως μετά, αφού ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, αντέστρεψε τις ροές κεφαλαίων – οδηγώντας στα πρόθυρα της χρεοκοπίας ολόκληρο σχεδόν τον ευρωπαϊκό νότο συν την Ιρλανδία. Έτσι προκάλεσε την ευρωπαϊκή κρίση χρέους μέσω του πιο ανόητου κρίκου, της Ελλάδας – μη επιτρέποντας στην ΕΚΤ τότε να επέμβει για να διατηρήσει χαμηλά τα επιτόκια των ομολόγων, όπως από το 2012 και μετά, με αποτέλεσμα την εκτόξευση των επιτοκίων δανεισμού της. Στη συνέχεια κατέφερε, με τη βοήθεια της ενδοτικής ηγεσίας της Ελλάδας, την οποία είτε «κρατούσε στο χέρι», είτε της έδωσε ανταλλάγματα, να διασώσει τις τράπεζες της – με την υπογραφή του PSI, με το οποίο υποθήκευσε την πατρίδα μας καταλύοντας την εθνική της κυριαρχία.
Δυστυχώς όμως πολλοί Έλληνες, ακούσια ανθέλληνες επειδή πιθανότατα έχουν υποφέρει από τις διεφθαρμένες ελληνικές κυβερνήσεις φεύγοντας στο εξωτερικό, στηρίζουν τις ύπουλες και εχθρικές τακτικές αυτής της χώρας – της γερμανικής κυβέρνησης καλύτερα, η οποία βέβαια άγεται και φέρεται από την εγχώρια και διεθνή βιομηχανική ελίτ που κατέχει τις μεγάλες επιχειρήσεις της. Θερμή παράκληση λοιπόν να αντιμετωπίζουν αντικειμενικά τα γεγονότα, κατανοώντας πως δεν είναι οι απλοί Έλληνες ένοχοι για τις διεφθαρμένες ή/και ανίκανες κυβερνήσεις τους – παύοντας να είναι ακούσια ανθέλληνες, αφού κάτι τέτοιο εξυπηρετεί μόνο τα σχέδια της ελίτ που κυβερνάει τη Γερμανία.
Οφείλουν επί πλέον να συνειδητοποιήσουν πως η Γερμανία διεξάγει ξανά έναν πόλεμο στην Ευρώπη που μπορεί μεν να είναι αόρατος, επειδή διεξάγεται με οικονομικά όπλα, (ανάλυση) αλλά δεν έχει καμία διαφορά με το συμβατικό. Αντίθετα, είναι πολύ πιο επικίνδυνος για τους ηττημένους και εξαιρετικά κερδοφόρος, αφού δεν καταστρέφονται οι υποδομές των χωρών που κατακτάει η Γερμανία – ενώ δεν κινδυνεύει να τις χάσει ποτέ, αφού τις εξαγοράζει και μάλιστα σε εξευτελιστικές τιμές. Στόχος της παραμένει ένα επόμενο Ράιχ – το τέταρτο πλέον (πηγή).
Κλείνοντας, θεωρούμε σωστό, επίκαιρο αφού η Ιταλία ακολουθεί τα ίχνη μας σήμερα, να υπενθυμίσουμε μία αρκετά παλαιότερη ανάλυση μας για την οικονομική πολιτική της χώρας – γνωστή με τον τίτλο που ακολουθεί:
Η πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα
Με τον όρο «πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα» (Beggar-thy-neighbor-Politic) περιγράφεται η μεθοδική προσπάθεια ενός κράτους να μετατρέψει τις άλλες χώρες σε ζητιάνους – έχοντας για πρώτη φορά χρησιμοποιηθεί από τον Adam Smith στο βιβλίο του «Ο πλούτος των Εθνών». Τότε αναφέρθηκε στη στρατηγική του μερκαντιλισμού, ο οποίος αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση των εθνικών εμπορικών πλεονασμάτων – οπότε των αποθεμάτων χρυσού εκείνη την εποχή.
Πρόκειται για οικονομικά και πολιτικά μέτρα, τα οποία υιοθετεί μία χώρα με στόχο αφενός μεν να αυξήσει τις εξαγωγές της, αφετέρου να μειώσει τις εισαγωγές της – με τελικό αποτέλεσμα την άνοδο των εισοδημάτων στο εσωτερικό της, κυρίως των επιχειρηματιών, ή/και την αύξηση της απασχόλησης (περιορισμό της ανεργίας). Η αιτία είναι το ότι, οι αυξημένες εξαγωγές δημιουργούν ένα επί πλέον εισόδημα στα εγχώρια νοικοκυριά, μέρος του οποίου δαπανάται για την αγορά περισσοτέρων αγαθών και υπηρεσιών – οπότε δημιουργείται ξανά νέο εισόδημα (εξαγωγικός πολλαπλασιαστής).
Επειδή όμως η αύξηση των εξαγωγών μίας χώρας προϋποθέτει την αντίστοιχη άνοδο των εισαγωγών άλλων χωρών, λειτουργεί περιοριστικά (συσταλτικά) για τις οικονομίες τους – προκαλώντας τους κλιμάκωση της ανεργίας, μείωση των εισοδημάτων, αύξηση των χρεών κοκ. Ακριβώς για το λόγο αυτό λέγεται πως τα κράτη που υιοθετούν το μερκαντιλισμό εξάγουν ανεργία και φτώχεια – με τα κλασσικά μέτρα της πολιτικής της φτωχοποίησης του γείτονα να είναι τα εξής:
(α) Η μη αναγκαία ανταγωνιστική υποτίμηση του εθνικού νομίσματος που παρατηρείται σε περιόδους συναλλαγματικών πολέμων – κάτι που εφαρμόζεται έμμεσα στην περίπτωση της Γερμανίας, μέσω του ευρώ και της πολιτικής της ΕΚΤ.(β) Η μη αναγκαία εσωτερική υποτίμηση, όπως είναι η μείωση των ονομαστικών μισθών ή/και η μη αύξηση τους ανάλογα με την παραγωγικότητα των εργαζομένων.(γ) Τα λοιπά μέτρα μείωσης των εισαγωγών, όπως οι δασμοί ή οι ποσοστώσεις – ή/και αύξησης των εξαγωγών, όπως οι επιδοτήσεις.(δ) Η χειραγώγηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών, καθώς επίσης τα πιο λεπτά μέτρα – για παράδειγμα η φορολογική πολιτική, η πολιτική του ανταγωνισμού, η προσέλκυση ξένων επενδύσεων, ο επενδυτικός ανταγωνισμός των πόλεων μεταξύ τους κοκ.
Στα πλαίσια αυτά, με κριτήριο τα εμπορικά της πλεονάσματα (γράφημα), η Γερμανία εφαρμόζει μία αδίστακτη πολιτική φτωχοποίησης των γειτόνων της – ενώ τα τεράστια πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της, ύψους άνω των 250 δις €, θα οδηγήσουν τελικά στη διάλυση της Ευρωζώνης.
Περαιτέρω, η Αυστρία λειτουργεί βέβαια σχετικά ανάλογα με τη Γερμανία, αλλά είναι μία πολύ μικρότερη οικονομία, συγκριτικά με τη γειτονική της χώρα. Το ίδιο ισχύει επίσης για την Ελβετία, η οποία όμως «τιμωρείται» σε κάποιο βαθμό – μέσω της ανόδου της ισοτιμίας του φράγκου, παρά το ότι προσπαθεί να τη χειραγωγήσει, με τη διάθεση τεράστιων ποσών από την κεντρική της τράπεζα.
Ουσιαστικά λοιπόν ο μεγάλος κίνδυνος τόσο για την Ευρωζώνη, όσο και για τον πλανήτη γενικότερα, είναι η Γερμανία. Πολύ περισσότερο επειδή η άλλη μεγάλη εξαγωγική χώρα, η Κίνα, έχει πάψει πια να υποτιμάει το νόμισμα της – οπότε τα πλεονάσματα της είναι πολύ χαμηλότερα (2,7% το 2015, έναντι 8,8% της Γερμανίας).
Ειδικά όσον αφορά τη Γαλλία, η χώρα δεν είναι πρόθυμη να εφαρμόσει το μισθολογικό dumping, οπότε το μερκαντιλισμό της Γερμανίας – επειδή οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα τους δεν θέλουν να υποστούν τις συνέπειες (μείωση του βιοτικού τους επιπέδου κοκ.).
Αυτός είναι ουσιαστικά ο λόγος της εξέγερσης τους (άρθρο), τον οποίο αποτυπώνει πολύ καλά ο οικονομολόγος κ. Piketty σε άρθρο του (πηγή) – όπου στην προκειμένη περίπτωση οι Γερμανοί συμπεριφέρονται όπως εκείνος ο τσιγκούνης που δεν ξοδεύει τίποτα, με αποτέλεσμα να συγκεντρώνει όλα τα χρήματα των γειτόνων του, οι οποίοι μπορούν μεν, αλλά δεν θέλουν να τον μιμηθούν.
Μικρή ιστορική αναδρομή
Συνεχίζοντας, πριν από είκοσι περίπου χρόνια η Γερμανία, η Αυστρία και η Ελβετία άρχισαν να στηρίζουν τις οικονομίες τους στην πολιτική της συγκράτησης των μισθών – σαν να ήταν και οι τρεις αυτές γερμανόφωνες χώρες συνεννοημένες μεταξύ τους. Αντί λοιπόν να προσαρμόζουν τις ονομαστικές αμοιβές των εργαζομένων τους στην αύξηση της παραγωγικότητας τους, συν έναν ορισμένο πληθωρισμό, τις αύξαναν μόνο όσον αφορά την παραγωγικότητα – με αποτέλεσμα να παραμείνουν σχεδόν σταθερές, μεταξύ των ετών 1995 και 2007.
Από την άλλη πλευρά η Γαλλία, η οποία επικεντρώνεται στην αύξηση της εσωτερικής ζήτησης όσον αφορά την ανάπτυξη της και όχι στις εξαγωγές, μείωνε επίσης τους μισθούς των εργαζομένων της στις αρχές του 1990 – κυρίως ως αποτέλεσμα της βαθιάς ύφεσης, στην οποία είχε οδηγηθεί μετά το 1992. Μετά το ξεκίνημα όμως της Ευρωζώνης, άρχισε ξανά να αυξάνει τους μισθούς με έναν ετήσιο σταθερό ρυθμό της τάξης του 2%, όπως επίσης η Ιταλία – όσος ήταν ακριβώς ο στόχος της ΕΚΤ (γράφημα).
Αντίθετα, η Γερμανία μετά το 2003 άρχισε να μειώνει τους πραγματικούς μισθούς των εργαζομένων της, όπως και η Ελβετία – ενώ χώρες όπως η Ιταλία, οι Η.Π.Α. και η Βρετανία λειτουργούσαν σχετικά ανάλογα με τη Γαλλία, με αποτέλεσμα να υποστούν σημαντικές απώλειες, όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα τους.
Ενώ τώρα τόσο οι Η.Π.Α., όσο και η Βρετανία είχαν τη δυνατότητα να ανακτήσουν την ανταγωνιστικότητα τους υποτιμώντας τα νομίσματα τους, η κατάσταση της Γαλλίας, καθώς επίσης της Ιταλίας, επιδεινωνόταν διαρκώς (πολλών άλλων χωρών της Ευρωζώνης επίσης, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας).
Έτσι αυξανόταν συνεχώς τα ελλείμματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών τους, τα χρέη τους επίσης, ενώ δεν δημιουργούνταν μακροπρόθεσμα βιώσιμες θέσεις εργασίας – με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, ορισμένες από αυτές τις χώρες να διογκώνουν το δημόσιο τομέα τους για να αντιμετωπίσουν την ανεργία, προσλαμβάνοντας έτσι υπεράριθμούς εργαζομένους.
Συμπερασματικά λοιπόν, η Γαλλία αποχώρησε από την ομάδα των μερκαντιλιστών ήδη από το ξεκίνημα της Ευρωζώνης το 1999 – ακολουθώντας πιστά τα συμφωνηθέντα, μεταξύ όλων των εταίρων της. Η απόφαση της αυτή ήταν σωστή, επειδή η Ευρωζώνη ως σύνολο δεν είναι δυνατόν να ακολουθήσει μία μερκαντιλιστική στρατηγική με επιτυχία – αφού το μερίδιο των εμπορικών συναλλαγών της με τα κράτη εκτός του ευρώ είναι πολύ χαμηλό. Επομένως, εάν μία χώρα υιοθετούσε αυτή τη στρατηγική, θα ήταν εις βάρος των υπολοίπων – κάτι που δεν επιθυμούσε η Γαλλία.
Φυσικά δεν μπορούσε να φαντασθεί ούτε η Γαλλία, ούτε οι άλλες χώρες της Ευρωζώνης πως αυτήν ακριβώς την εποχή η Γερμανία θα έκανε το αντίθετο – εγκαινιάζοντας την «πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα», εις βάρος όλων των εταίρων της. Εν τούτοις, η πολιτική αυτή δεν είναι δυνατόν να συνεχίζεται στο διηνεκές, αφού αργά ή γρήγορα οι άλλες χώρες θα αντιδράσουν – ενώ ασφαλώς δεν θα αποδεχθούν την κατοχή τους από τη Γερμανία, όπως η Ελλάδα, για να εξοφλήσουν τα χρέη που η συμπεριφορά της τους έχει προκαλέσει.
Επίλογος
Έχουμε κουραστεί να ακούμε συνεχώς για τις ευθύνες της Ελλάδας, όσον αφορά τη χρεοκοπία της – η οποία είναι αφενός μεν το αποτέλεσμα της συμμετοχής της στην Ευρωζώνη, κυρίως όμως λόγω της πολιτικής που ακολούθησε έκτοτε η Γερμανία, αφετέρου της διαχείρισης της κρίσης μετά το 2009, για την οποία ευθύνεται ασφαλώς η Τρόικα και τα μνημόνια που επιβλήθηκαν (ανάλυση).
Δεν ισχυριζόμαστε φυσικά πως δεν έχει η Ελλάδα καμία ευθύνη, αλλά απλά και μόνο ότι δεν πρέπει να επιβαρύνεται με ενοχές, πολύ μεγαλύτερες από αυτές που της αναλογούν – ενώ η λύση σήμερα δεν είναι άλλη από τη στάση πληρωμών, έτσι ώστε να διαπραγματευθεί τη διαγραφή μέρους των χρεών της. Προφανώς δεν πρόκειται για μία εύκολη ή ανώδυνη διαδικασία, αλλά δεν υπάρχει άλλη λύση – όπου δυστυχώς, ακόμη και αν το επιτύχει, θα αντιμετωπίσει ξανά τα ίδια προβλήματα στο μέλλον, εάν η Γερμανία δεν αλλάξει πολιτική.
Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται από τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία κοκ., οι οποίες ναι μεν ευρίσκονται σε καλύτερη θέση από την Ελλάδα, αλλά δεν θα αποφύγουν την ίδια μοίρα – αφού η Ευρωζώνη, με τη μερκαντιλιστική Γερμανία εντός της, δεν είναι βιώσιμη, οπότε αργά ή γρήγορα θα διαλυθεί. Στα πλαίσια αυτά, οφείλουμε να έχουμε έτοιμη μία εναλλακτική λύση για ένα τέτοιο ενδεχόμενο – εκτός εάν επιλεγεί ένα σενάριο, όπως αυτό που έχουμε περιγράψει στο παρελθόν (ανάλυση).
Μπορεί φυσικά να κάνουμε λάθος με τις εκτιμήσεις μας, αλλά δεν είμαστε σε θέση να προβλέψουμε κάτι αισιόδοξο για το μέλλον – ειδικά εάν συνεχιστεί η ίδια δουλοπρεπής πολιτική της υποτέλειας και των υποκλίσεων, σε ένα οικονομικό περιβάλλον που συνεχώς επιδεινώνεται. Σε κάθε περίπτωση, η αισιοδοξία είναι μεν απαραίτητη για να επιστρέψει ξανά μία χώρα σε πορεία ανάπτυξης, αλλά δεν πρέπει να στηρίζεται σε ψευδαισθήσεις – αφού τότε καταστρέφεται εντελώς.
Βασίλης Βιλιάρδος23 Απριλίου 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου