ΠΡΟΣ ΑΚΙΝΔΥΝΟΝ ΛΟΓΟΣ ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
ΠΡΟΣ ΤΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΙΩΣ ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ
Συνέχεια από: Κυριακή, 26 Απριλίου 2020
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21
Κι' άλλη απόδειξις ότι ο Ακίνδυνος λέγει πολυθέους και νεωτεριστές θεολόγους τους ίδιους τούς αγίους, διότι διδάσκουν ότι το θείο κατ' ουσίαν είναι ανώτερο και υψηλότερο από την παραπάνω αναφερομένη άκτιστη κληρονομίαν.
95. Ο Ακίνδυνος όμως, τί δυσσεβής και αλλόκοτη τόλμη, παραθέτοντας κι’ αυτήν την δεσποτική φωνή, «έλθετε οι ευλογημένου τού Πατρός μου, κληρονομήσατε την ετοιμασμένη για σάς βασιλεία από την καταβολή τού κόσμου», έπειτα προσθέτει πάλι, γράφοντας· «αν αυτά τα μέλλοντα κι’ αυτή η κληρονομία τών αγίων είναι άκτιστη, φρονείς και δογματίζεις ενάντια στους άγιους και πολυθέους, ω καινή θεολογία». Πράγματι η ασέβεια είναι εφευρέτης κακών και είναι πολύ τολμηρό πράγμα η εμπιστοσύνη σ’ αυτήν. Διότι ο ταλαίπωρος χαρακτηρίζει κτιστή την ίδια τη βασιλεία τού Θεού και καλεί καθαρά καινοφωνία αυτούς που την θεωρούν άκτιστη και διατείνεται ότι είναι πολύθεοι, τον εαυτό του δε και τη συμμορία του αποκαλεί άγιους και παλαιόφρονες θεολόγους, προς τους όποιους φρονούν και θεολογούν αντιθέτως οι Παύλος, Διονύσιος, Αθανάσιος, Γρηγόριος, και όλοι οι εξέχοντες και κορυφαίοι του χορού των αγίων και ο ίδιος ο των άγιων Θεός.
96. Και αλήθεια αυτά τα πράγματα δεν τα προφέρομε τώρα πρώτοι εμείς, άλλα μερικά από αυτά τα αναφέραμε προηγουμένως χωρίς να προσθέσουμε τίποτε δικό μας και χωρίς να απευθυνόμαστε προς αυτόν. Τότε αυτός (ο Ακίνδυνος) ήλθε αυτόκλητος (αυτεπάγγελτος) για να υπερασπισθεί τη δυσσέβεια του Βαρλαάμ, και προέβαλε τέτοιες αντιρρήσεις, υποκρινόμενος ότι τις προβάλλει εναντίον μας, εναντίον της ίδιας της βασιλείας του Θεού και εξυβρίζοντας τους αγίους του Θεού υπερβολικώς. Επειδή δε συμπεριελάβαμε κι εκείνα τα λόγια των αγίων, ότι «αν η ενέργεια του Θεού είναι αμέτρητη πολύ περισσότερο η ουσία» και «αν η σοφία είναι ακατάληπτη πόσο περισσότερο η φύσις;» και «αν τα κρίματά του δεν μπορούν να εξερευνηθούν κι’ οι δρόμοι δεν εξιχνιάζονται και η επαγγελία των αγαθών ευρίσκεται επάνω από κάθε αντίληψη των στοχασμών, πόσο περισσότερο ανώτερο και υψηλότερο είναι το ίδιο το θείο από τα γύρω από αυτό απαντώμενα κατά το άφραστο και άπροσπέλαστο;» (Γρ. Νύσσης). Αφού εμείς προεβάλαμε τούτα μαζί με τα προηγούμενα, πάλι λέγει ο ίδιος πολυκίνδυνος, «αν το θείο είναι ανώτερο και υψηλότερο από αυτήν την κληρονομία των αγίων που είναι άκτιστη, τότε ο ίδιος ο Θεός είναι υψηλότερος εαυτού· και τί θα μπορούσε κανείς να ειπεί ασεβέστερο απ’ αυτό;» (Περί θείων ενεργειών: παράγραφοι 28-30).
97. Και όμως ο άγιος (Γρ. Νύσσης) λέγει εδώ ότι η κληρονομία των αγίων, από την οποία εθεολόγησε ότι το θείο είναι υψηλότερο, υπέρκειται κάθε εικασίας στοχασμών. Ο ίδιος είπε προηγουμένως ότι αυτή είναι το υπερκείμενο του παντός. Αλλά την συνέταξε εδώ μαζί με τους ανεξιχνίαστους δρόμους του Θεού -υπάρχει λοιπόν κανένα κτίσμα ανεξιχνίαστο;- αλλά και με τα ανεξερεύνητα κρίματα, δηλαδή με τους θείους προορισμούς και τα θεία βουλήματα, αλλά όχι με τα κριθέντα και βουληθέντα. Δεν εθεολόγησε λοιπόν ότι «το θείο κατά το άφραστο και απροσπέλαστο είναι ανώτερο και υψηλότερο» από τα υστερογενή αυτά πράγματα, αλλά από εκείνα τα προαιώνια, έχοντας φρονήματα αδελφά με τον αδελφό (Μ. Βασίλειο), ο οποίος ομιλώντας περί των προαιωνίων ενεργειών λέγει ότι «κι αν σκεφτείς κάτι πέρα (επέκεινα) από τους αιώνες, και τούτο είναι κατώτερο του Πνεύματος». Αποφαίνεται φανερά ότι οι άκτιστες ενέργειες του Πνεύματος είναι κατώτερες του Πνεύματος, δηλαδή της ουσίας του Πνεύματος.
98. O δε Ακίνδυνος με το όνομα «Θεός» παραπλανά σοφιστικά τους απλούστερους. Αλλά και ο ίδιος ο θειος Γρηγόριος Νύσσης, ο οποίος εδώ εχαρακτήρισε το θείο ως ανώτερο και υψηλότερο από τα γύρω από αυτό απαντώμενα, στους ίδιους λόγους Προς Ευνόμιον λέγει «κάθε τι πού νοείται γύρω από τον θεό, ήταν πριν από τη σύστασιν του κόσμου, αλλά λέγομε ότι τούτα ονομάζονται μετά τη γένεση τού ονομάζοντος». Όσα λοιπόν είναι γύρω από τον θεό πριν από όλον τον κόσμο, ανάμεσα στα οποία είναι και η επαγγελία των αγαθών πού υπέρκειται κάθε εικασία στοχασμών και οι ανεξιχνίαστοι δρόμοι και τα ανεξερεύνητα κρίματα, και με λίγα λόγια η υπέρσοφη πρόνοια του θεού, πώς θα ήσαν κτίσματα;
99. Και λοιπόν, αν αυτήν την άφραστη και απερινόητη επαγγελία και κληρονομία των αγαθών, της οποίας ο σοφός στα θεία Γρηγόριος είπε ότι το θείο είναι ανώτερο και υψηλότερο· αν αυτήν εμείς όχι εκείνος πάλι την έλεγε το υπερκείμενο του παντός και την συγκαταριθμούσε μαζί με τα προαιώνια, θα έκαμες εναντίον μας κατάχρηση της λοίδωρης γλώσσας σου και για τούτο, αν δεν μπορούσαμε ν’ αποδείξουμε και να παραστήσουμε από άλλους άγιους ότι, «αυτά που οφθαλμός δεν είδε και αυτί δεν άκουσε, που δεν ανέβηκαν σε καρδιά ανθρώπου, αυτά που ετοίμασε ο Θεός για όσους τον αγαπούν» δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο ίδιος ο Θεός που τότε γίνεται κατά χάριν τα πάντα σε όλους. Αν δε αυτός ο ίδιος ο θειος Γρηγόριος Νύσσης, από συμφώνου με το χορό όλων των θεηγόρων θεολογεί με αυτόν τον τρόπο, σαφώς εσύ εκείνον τον ίδιο μαζί με όλους εκείνους (ας είναι ίλεως σ’ εμάς που και τα δικά σου λόγια εναντίον εκείνων τα προφέρομε με τη γλώσσα, διότι εμείς ομιλούμε υπέρ εκείνων)· εσύ λοιπόν αποκαλείς εκείνους φανερά πολυθέους και νεωτεριστές (καινούς) θεολόγους και αντικειμένους προς τους άγιους, δεν γνωρίζω ποιους, ασεβέστατους και στοπωτάτους, αφού τάχα λέγουν τον Θεό υψηλότερο εαυτού, μεγαλύτερο και μικρότερο, υφειμένο και υπερκείμενο, υποβιβάζοντας αυτόν σε κτίσμα και δεχομένους τα κτίσματα ως Θεόν.
100. Νομίζω μάλιστα ότι θα μπορούσες εύκολα ν’ αποδείξεις και καθεμιά από τις προσκυνητές και θείες υποστάσεις σύνθετη από τέτοια στοιχεία, θέτοντας την ίδια μεγαλύτερη και μικρότερη εαυτής, πρώτη και δευτερεύουσα, αξιολογότερη και κατώτερη. Κατά τον πολύ στα θεία Κύριλλο, «ο Θεός και Πατήρ κατά τη φύσι, υπάρχων, Πατήρ μεν του Υιού, Θεός δε δικός μας, πρώτα είναι Πατήρ κι’ έπειτα Θεός, έστω κι’ αν συγχρόνως και συνημμένως» κι’ εκείνος που τον καλεί Πατέρα «του απονέμει το μεγαλύτερο και όχι το μικρότερο». Γι’ αυτό λέγει και περί του Αρείου και του Ευνομίου και των έπειτα από αυτούς, «αν οι χριστομάχοι νομίζουν ότι χαρίζουν κάτι μεγάλο στο Θεό, που δεν τον ομολογούν Πατέρα από την αρχή, αλλά δέχονται ότι είναι Θεός, ας ακούσουν ότι υβρίζουν, αφού αποστερούν τη θεία φύσιν από ένα αξιολογότερο πράγμα· διότι ο όρος Θεός δηλώνει σχέσιν ως προς τα δούλα, ο όρος Πατήρ ως προς τον Υιό· αποδίδουν λοιπόν στο Θεό τη σχέσιν προς τα δούλα αποστερώντας τον το μεγαλύτερο». Αλλά και ο Υιός, μαζί με το ότι είναι και Υιός και Θεός, έχει και τη γνώσιν του παντός και τη γνώσιν του Πατρός, η οποία κατά τους θεοφόρους είναι ανώτερη από εκείνην ως κατώτερη, όπως προαποδείξαμε στο δεύτερο λόγο. Γι’ αυτό κι’ εκείνος που έκαμε τη σύνοψιν της ευαγγελικής διασαφήσεως, ενώ ο Κύριος είπε ότι «ούτε τον Πατέρα επιγινώσκει κανείς εκτός από τον Υιό», αυτό ερμηνεύοντας επιφέρει, «το μεγαλύτερο λέγει, διότι δεν είναι θαυμαστό αν είμαι δεσπότης όλων, αφού έχω και το ανώτερο, το να γνωρίζω τον Πατέρα». Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς και περί του Πνεύματος· διότι αυτό δεσπόζοντας των πάντων και γνωρίζοντας τα πάντα, «ερευνά και τα βάθη του Θεού». Είναι λοιπόν έργο σου να λέγεις ότι, επειδή το καθένα τους έχει και τα μικρότερα εκ φύσεως, δηλαδή το γινώσκειν το παν και δεσπόζειν του παντός, αλλά και τα μεγαλύτερα, δηλαδή το γινώσκειν άλληλα και ενούσθαι φυσικώς προς άλληλα, το ίδιο είναι και μεγαλύτερο και μικρότερο εαυτού.
Κι' άλλη απόδειξις ότι ο Ακίνδυνος λέγει πολυθέους και νεωτεριστές θεολόγους τους ίδιους τούς αγίους, διότι διδάσκουν ότι το θείο κατ' ουσίαν είναι ανώτερο και υψηλότερο από την παραπάνω αναφερομένη άκτιστη κληρονομίαν.
95. Ο Ακίνδυνος όμως, τί δυσσεβής και αλλόκοτη τόλμη, παραθέτοντας κι’ αυτήν την δεσποτική φωνή, «έλθετε οι ευλογημένου τού Πατρός μου, κληρονομήσατε την ετοιμασμένη για σάς βασιλεία από την καταβολή τού κόσμου», έπειτα προσθέτει πάλι, γράφοντας· «αν αυτά τα μέλλοντα κι’ αυτή η κληρονομία τών αγίων είναι άκτιστη, φρονείς και δογματίζεις ενάντια στους άγιους και πολυθέους, ω καινή θεολογία». Πράγματι η ασέβεια είναι εφευρέτης κακών και είναι πολύ τολμηρό πράγμα η εμπιστοσύνη σ’ αυτήν. Διότι ο ταλαίπωρος χαρακτηρίζει κτιστή την ίδια τη βασιλεία τού Θεού και καλεί καθαρά καινοφωνία αυτούς που την θεωρούν άκτιστη και διατείνεται ότι είναι πολύθεοι, τον εαυτό του δε και τη συμμορία του αποκαλεί άγιους και παλαιόφρονες θεολόγους, προς τους όποιους φρονούν και θεολογούν αντιθέτως οι Παύλος, Διονύσιος, Αθανάσιος, Γρηγόριος, και όλοι οι εξέχοντες και κορυφαίοι του χορού των αγίων και ο ίδιος ο των άγιων Θεός.
96. Και αλήθεια αυτά τα πράγματα δεν τα προφέρομε τώρα πρώτοι εμείς, άλλα μερικά από αυτά τα αναφέραμε προηγουμένως χωρίς να προσθέσουμε τίποτε δικό μας και χωρίς να απευθυνόμαστε προς αυτόν. Τότε αυτός (ο Ακίνδυνος) ήλθε αυτόκλητος (αυτεπάγγελτος) για να υπερασπισθεί τη δυσσέβεια του Βαρλαάμ, και προέβαλε τέτοιες αντιρρήσεις, υποκρινόμενος ότι τις προβάλλει εναντίον μας, εναντίον της ίδιας της βασιλείας του Θεού και εξυβρίζοντας τους αγίους του Θεού υπερβολικώς. Επειδή δε συμπεριελάβαμε κι εκείνα τα λόγια των αγίων, ότι «αν η ενέργεια του Θεού είναι αμέτρητη πολύ περισσότερο η ουσία» και «αν η σοφία είναι ακατάληπτη πόσο περισσότερο η φύσις;» και «αν τα κρίματά του δεν μπορούν να εξερευνηθούν κι’ οι δρόμοι δεν εξιχνιάζονται και η επαγγελία των αγαθών ευρίσκεται επάνω από κάθε αντίληψη των στοχασμών, πόσο περισσότερο ανώτερο και υψηλότερο είναι το ίδιο το θείο από τα γύρω από αυτό απαντώμενα κατά το άφραστο και άπροσπέλαστο;» (Γρ. Νύσσης). Αφού εμείς προεβάλαμε τούτα μαζί με τα προηγούμενα, πάλι λέγει ο ίδιος πολυκίνδυνος, «αν το θείο είναι ανώτερο και υψηλότερο από αυτήν την κληρονομία των αγίων που είναι άκτιστη, τότε ο ίδιος ο Θεός είναι υψηλότερος εαυτού· και τί θα μπορούσε κανείς να ειπεί ασεβέστερο απ’ αυτό;» (Περί θείων ενεργειών: παράγραφοι 28-30).
97. Και όμως ο άγιος (Γρ. Νύσσης) λέγει εδώ ότι η κληρονομία των αγίων, από την οποία εθεολόγησε ότι το θείο είναι υψηλότερο, υπέρκειται κάθε εικασίας στοχασμών. Ο ίδιος είπε προηγουμένως ότι αυτή είναι το υπερκείμενο του παντός. Αλλά την συνέταξε εδώ μαζί με τους ανεξιχνίαστους δρόμους του Θεού -υπάρχει λοιπόν κανένα κτίσμα ανεξιχνίαστο;- αλλά και με τα ανεξερεύνητα κρίματα, δηλαδή με τους θείους προορισμούς και τα θεία βουλήματα, αλλά όχι με τα κριθέντα και βουληθέντα. Δεν εθεολόγησε λοιπόν ότι «το θείο κατά το άφραστο και απροσπέλαστο είναι ανώτερο και υψηλότερο» από τα υστερογενή αυτά πράγματα, αλλά από εκείνα τα προαιώνια, έχοντας φρονήματα αδελφά με τον αδελφό (Μ. Βασίλειο), ο οποίος ομιλώντας περί των προαιωνίων ενεργειών λέγει ότι «κι αν σκεφτείς κάτι πέρα (επέκεινα) από τους αιώνες, και τούτο είναι κατώτερο του Πνεύματος». Αποφαίνεται φανερά ότι οι άκτιστες ενέργειες του Πνεύματος είναι κατώτερες του Πνεύματος, δηλαδή της ουσίας του Πνεύματος.
98. O δε Ακίνδυνος με το όνομα «Θεός» παραπλανά σοφιστικά τους απλούστερους. Αλλά και ο ίδιος ο θειος Γρηγόριος Νύσσης, ο οποίος εδώ εχαρακτήρισε το θείο ως ανώτερο και υψηλότερο από τα γύρω από αυτό απαντώμενα, στους ίδιους λόγους Προς Ευνόμιον λέγει «κάθε τι πού νοείται γύρω από τον θεό, ήταν πριν από τη σύστασιν του κόσμου, αλλά λέγομε ότι τούτα ονομάζονται μετά τη γένεση τού ονομάζοντος». Όσα λοιπόν είναι γύρω από τον θεό πριν από όλον τον κόσμο, ανάμεσα στα οποία είναι και η επαγγελία των αγαθών πού υπέρκειται κάθε εικασία στοχασμών και οι ανεξιχνίαστοι δρόμοι και τα ανεξερεύνητα κρίματα, και με λίγα λόγια η υπέρσοφη πρόνοια του θεού, πώς θα ήσαν κτίσματα;
99. Και λοιπόν, αν αυτήν την άφραστη και απερινόητη επαγγελία και κληρονομία των αγαθών, της οποίας ο σοφός στα θεία Γρηγόριος είπε ότι το θείο είναι ανώτερο και υψηλότερο· αν αυτήν εμείς όχι εκείνος πάλι την έλεγε το υπερκείμενο του παντός και την συγκαταριθμούσε μαζί με τα προαιώνια, θα έκαμες εναντίον μας κατάχρηση της λοίδωρης γλώσσας σου και για τούτο, αν δεν μπορούσαμε ν’ αποδείξουμε και να παραστήσουμε από άλλους άγιους ότι, «αυτά που οφθαλμός δεν είδε και αυτί δεν άκουσε, που δεν ανέβηκαν σε καρδιά ανθρώπου, αυτά που ετοίμασε ο Θεός για όσους τον αγαπούν» δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο ίδιος ο Θεός που τότε γίνεται κατά χάριν τα πάντα σε όλους. Αν δε αυτός ο ίδιος ο θειος Γρηγόριος Νύσσης, από συμφώνου με το χορό όλων των θεηγόρων θεολογεί με αυτόν τον τρόπο, σαφώς εσύ εκείνον τον ίδιο μαζί με όλους εκείνους (ας είναι ίλεως σ’ εμάς που και τα δικά σου λόγια εναντίον εκείνων τα προφέρομε με τη γλώσσα, διότι εμείς ομιλούμε υπέρ εκείνων)· εσύ λοιπόν αποκαλείς εκείνους φανερά πολυθέους και νεωτεριστές (καινούς) θεολόγους και αντικειμένους προς τους άγιους, δεν γνωρίζω ποιους, ασεβέστατους και στοπωτάτους, αφού τάχα λέγουν τον Θεό υψηλότερο εαυτού, μεγαλύτερο και μικρότερο, υφειμένο και υπερκείμενο, υποβιβάζοντας αυτόν σε κτίσμα και δεχομένους τα κτίσματα ως Θεόν.
100. Νομίζω μάλιστα ότι θα μπορούσες εύκολα ν’ αποδείξεις και καθεμιά από τις προσκυνητές και θείες υποστάσεις σύνθετη από τέτοια στοιχεία, θέτοντας την ίδια μεγαλύτερη και μικρότερη εαυτής, πρώτη και δευτερεύουσα, αξιολογότερη και κατώτερη. Κατά τον πολύ στα θεία Κύριλλο, «ο Θεός και Πατήρ κατά τη φύσι, υπάρχων, Πατήρ μεν του Υιού, Θεός δε δικός μας, πρώτα είναι Πατήρ κι’ έπειτα Θεός, έστω κι’ αν συγχρόνως και συνημμένως» κι’ εκείνος που τον καλεί Πατέρα «του απονέμει το μεγαλύτερο και όχι το μικρότερο». Γι’ αυτό λέγει και περί του Αρείου και του Ευνομίου και των έπειτα από αυτούς, «αν οι χριστομάχοι νομίζουν ότι χαρίζουν κάτι μεγάλο στο Θεό, που δεν τον ομολογούν Πατέρα από την αρχή, αλλά δέχονται ότι είναι Θεός, ας ακούσουν ότι υβρίζουν, αφού αποστερούν τη θεία φύσιν από ένα αξιολογότερο πράγμα· διότι ο όρος Θεός δηλώνει σχέσιν ως προς τα δούλα, ο όρος Πατήρ ως προς τον Υιό· αποδίδουν λοιπόν στο Θεό τη σχέσιν προς τα δούλα αποστερώντας τον το μεγαλύτερο». Αλλά και ο Υιός, μαζί με το ότι είναι και Υιός και Θεός, έχει και τη γνώσιν του παντός και τη γνώσιν του Πατρός, η οποία κατά τους θεοφόρους είναι ανώτερη από εκείνην ως κατώτερη, όπως προαποδείξαμε στο δεύτερο λόγο. Γι’ αυτό κι’ εκείνος που έκαμε τη σύνοψιν της ευαγγελικής διασαφήσεως, ενώ ο Κύριος είπε ότι «ούτε τον Πατέρα επιγινώσκει κανείς εκτός από τον Υιό», αυτό ερμηνεύοντας επιφέρει, «το μεγαλύτερο λέγει, διότι δεν είναι θαυμαστό αν είμαι δεσπότης όλων, αφού έχω και το ανώτερο, το να γνωρίζω τον Πατέρα». Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς και περί του Πνεύματος· διότι αυτό δεσπόζοντας των πάντων και γνωρίζοντας τα πάντα, «ερευνά και τα βάθη του Θεού». Είναι λοιπόν έργο σου να λέγεις ότι, επειδή το καθένα τους έχει και τα μικρότερα εκ φύσεως, δηλαδή το γινώσκειν το παν και δεσπόζειν του παντός, αλλά και τα μεγαλύτερα, δηλαδή το γινώσκειν άλληλα και ενούσθαι φυσικώς προς άλληλα, το ίδιο είναι και μεγαλύτερο και μικρότερο εαυτού.
101. Εσύ όμως, που εξ αίτιας των θείων ενεργειών και των προσόντων που νοούνται γύρω στη θεία φύσιν ή γύρω στην καθεμιά από τις υποστάσεις, αϊδίως σκέπτεσαι τέτοια πράγματα και διακηρύσσεις ανοικτά, τί δεν θα μπορούσες με συνέπεια να πεις και για το τρισυπόστατο της φύσεως, όπως σημειώσαμε και προηγουμένως; Τί δηλαδή; Επειδή ο Πατήρ είναι μεγαλύτερος και αίτιος του Υιού, όπως είπε ο ίδιος ο Κύριος, και επειδή ο Υιός απεστάλη από τον Πατέρα και καθώς ακούει κρίνει, και επειδή το Πνεύμα υπόκειται στον Υιό κατά την τάξι, αφού φανερώθηκε έπειτα από αυτόν και δι’ αυτού στέλλεται και χορηγείται, όπως βεβαιώνουν οι μεγάλοι Βασίλειος και Κύριλλος, λαμβάνει από εκείνον και αναγγέλλει, και όσα ακούσει λαλεί, λέγομε ανώτερον εαυτού τον ένα Θεό και τον ίδιο πάλι διαφορετικόν εαυτού και δεύτερο, και κατώτερο και ανώτερο, αποστελλόμενο και αποστέλλοντα, διδάσκοντα εαυτόν και διδασκόμενον από τον εαυτό του; Τί λέγεις; Εσύ που με το λόγο αποτρέπεις να πολυπραγμονούμε και με όσα πάλι γράφεις συνιστάς και πιέζεις να πολυπραγμονούμε, μπορείς να μάς λύσεις την απορία τούτη; Αλλ’ αν μπορούσες, δεν θα μας κατηγορούσες γι’ αυτά τα πράγματα.
συνεχίζεται
ΓΙΑ ΤΟΥΤΗ ΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΩΣΟΥΜΕ ΑΙΜΑ.
συνεχίζεται
ΓΙΑ ΤΟΥΤΗ ΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΩΣΟΥΜΕ ΑΙΜΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου