Φαίνεται πως η ΕΕ, υπό το φόβο της ιταλικής εξόδου από το κοινό νόμισμα, αλλά και της προβλεπόμενης ύφεσης των ισχυρών κρατών, καθώς επίσης της απειλής της Γαλλίας, αποφάσισε να δώσει αρκετά χρήματα για τη στήριξη των επιχειρήσεων – έτσι ώστε να λάβουν δάνεια από τις τράπεζες ίσα με το 25% του τζίρου τους του προηγουμένου έτους χωρίς δικές τους ενυπόθηκες εγγυήσεις, αλλά με την εγγύηση του εκάστοτε κράτους για το 80%. Είναι αναμφίβολα ένα πολύ καλό νέο για την Ελλάδα, αλλά και για τις υφιστάμενες κυβερνήσεις που θα βρεθούν στην ευχάριστη πολιτικά θέση να μοιράζουν χρήματα – όπως άλλωστε έχουν ήδη ξεκινήσει για τους εργαζομένους, στην περίοδο του κλειδώματος των οικονομιών.
Ανάλυση
Φαίνεται (τα φαινόμενα βέβαια συχνά απατούν) πως η ΕΕ, υπό το φόβο της ιταλικής εξόδου από το κοινό νόμισμα, αλλά και της προβλεπόμενης ύφεσης των ισχυρών κρατών, καθώς επίσης της απειλής της Γαλλίας (ανάλυση), αποφάσισε να δώσει αρκετά χρήματα για τη στήριξη των επιχειρήσεων – έτσι ώστε να λάβουν δάνεια από τις τράπεζες ίσα με το 25% του τζίρου τους του προηγουμένου έτους χωρίς δικές τους ενυπόθηκες εγγυήσεις, αλλά με την εγγύηση του εκάστοτε κράτους για το 80%. Είναι αναμφίβολα ένα πολύ καλό νέο για την Ελλάδα, αλλά και για τις υφιστάμενες κυβερνήσεις που θα βρεθούν στην ευχάριστη πολιτικά θέση να μοιράζουν χρήματα – όπως άλλωστε έχουν ήδη ξεκινήσει για τους εργαζομένους, στην περίοδο του κλειδώματος των οικονομιών.
Ασφαλώς η διαδικασία αυτή θα στηρίξει σε μεγάλο βαθμό τις κυβερνήσεις, αυξάνοντας τη δημοτικότητα τους – καθώς επίσης τη μικρογραφία της παγκοσμιοποίησης, την ΕΕ, όπως και το ευρώ. Αρκεί φυσικά τα χρήματα που θα πέσουν από τον ουρανό (δανεικά όμως, θέλει μεγάλη προσοχή!), με την αύξηση της ρευστότητας, να χρησιμοποιηθούν σωστά. Διαφορετικά θα αποτελέσουν μία ακόμη παγίδα που θα οδηγήσει στη άνοδο της γερμανικής ισχύος, παράλληλα με τη συνέχιση της μετατροπής των αδύναμων κρατών σε αποικίες της. Ας κρατήσουμε όμως τα θετικά της είδησης, με τα οποία θα αποφύγουμε μία ακόμη καταστροφική ύφεση στην Ελλάδα – χωρίς βέβαια να ξεχάσουμε τη θέση μας ως χώρα, καθώς επίσης τους μέχρι σήμερα προβληματισμούς μας. Ακριβώς για το λόγο αυτό υπενθυμίζουμε τα παρακάτω:
Το γερμανικό μοντέλο
Για να καταφέρει να αναπτυχθεί σωστά ένα κράτος που βρίσκεται σε άσχημη οικονομική, πολιτική και κοινωνική κατάσταση, όπως η Γερμανία το 1932 (Βαϊμάρη) και το 1950 ή η Ελλάδα σήμερα, χρειάζεται να ξεκινήσει από την αρχή: με ένα εντελώς καινούργιο πολιτικό σύστημα που να ταιριάζει στους Πολίτες και στη δεδομένη κατάσταση του, καθώς επίσης με ένα οικονομικό που να είναι σε θέση να λύσει τα μεγάλα του προβλήματα – όπως είναι η ανεργία, η αποψίλωση του παραγωγικού του ιστού, η υπερχρέωση, η μη διενέργεια επενδύσεων, το δημογραφικό, η μετανάστευση του εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού του κοκ.
Εάν το κράτος δεν ξεκινήσει από την αρχή, προσπαθώντας μόνο να διορθώσει ορισμένα λάθη ή παραλείψεις του «ευκαιριακά» στους διαφόρους τομείς του (Σύνταγμα, Θεσμοί, δημόσια διοίκηση κλπ.), είναι αδύνατο να τα καταφέρει – ένα θλιβερό γεγονός που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, έχοντας εγκαταλείψει την τύχη της χώρας μας στους δανειστές της.
Στο παράδειγμα της μεταπολεμικής Γερμανίας, μόνο αφού προέβη σε μία νομισματική μεταρρύθμιση που ζημίωσε αρκετούς Πολίτες της, καθώς επίσης στη διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του χρέους της εις βάρος των πιστωτών της, σε συνδυασμό με την εγκατάσταση ενός εντελώς καινούργιου πολιτικού συστήματος, κατάφερε να λύσει τα προβλήματα της – έχοντας έκτοτε εξελιχθεί σε μεγάλο βαθμό, χωρίς βέβαια να υποτιμούμε την τεράστια στήριξη της από τις Η.Π.Α., μεταξύ άλλων όσον αφορά το ξέπλυμα του μαύρου χρήματος των ναζί (ανάλυση).
Ξεκινώντας τώρα από την ανατομία της σημερινής Γερμανίας, επειδή πρόκειται για μία χώρα που έλυσε τα προβλήματα της επανένωσης της μέσω του εξαγωγικού εμπορίου (όπως ακριβώς το 1953), όταν κανείς αναφέρεται στο βαθμό του «ανοίγματος» μίας οικονομίας, εννοεί συνήθως το πόσο συμμετέχει στο διεθνές εμπόριο – όπου οι μεν ανοιχτές οικονομίες είναι ισχυρά συνδεδεμένες και συμμετέχουν σε μεγάλο βαθμό στο παγκόσμιο εμπόριο, ενώ οι κλειστές οικονομίες σε μικρότερο, εξάγοντας και εισάγοντας λιγότερα αγαθά.
Ο πιο εύκολος στατιστικός δείκτης τώρα, με τον οποίο μετρείται συνήθως το άνοιγμα μίας οικονομίας, είναι το ποσοστό του εξωτερικού της εμπορίου – όπου υπολογίζεται το σύνολο των εξαγωγών και εισαγωγών, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ της. Για παράδειγμα, οι ελληνικές εξαγωγές ήταν 25,1 δις € το 2016, οπότε σε ένα ΑΕΠ της τάξης των 180 δις € ήταν στο 13,94% – ενώ οι εισαγωγές της ανήλθαν στα 42,9 δις €, άρα στο 23,83% του ΑΕΠ της (πηγή). Επομένως εξήγαγε και εισήγαγε περί τα 68 δις € ή σχεδόν το 38% του ΑΕΠ της – οπότε ο δείκτης εξωτερικού εμπορίου της ήταν 38%.
Η πρώτη πλεονασματική χώρα του πλανήτη πάντως, η Γερμανία, εξήγαγε το ίδιο έτος αγαθά 1,2 τρις € ή 38,6% του ΑΕΠ της, ενώ εισήγαγε 955 δις € ή 30,53% του ΑΕΠ της – συνολικά λοιπόν 2,16 τρις €, οπότε ο δείκτης εξωτερικού εμπορίου της ήταν 69,12% και άρα πάνω από τα 2/3 του ΑΕΠ της (κατά 30% περίπου υψηλότερος από την Ελλάδα).
Στο γράφημα φαίνεται η εξέλιξη του δείκτη εξωτερικού εμπορίου της Γερμανίας από το 1992 και μετά – όπου διαπιστώνεται πως τα τελευταία χρόνια ήταν σταθερά λίγο πιο κάτω από την κορύφωση του στο 72,75% το 2011, όπου ουσιαστικά έφτασε στο ζενίθ της η κρίση χρέους της Ευρωζώνης. Όπως φαίνεται από το γράφημα, ο δείκτης εξωτερικού εμπορίου της Γερμανίας μετά την υιοθέτηση του ευρώ ως λογιστικό χρήμα (1999), αυξήθηκε σημαντικά – από 42% του ΑΕΠ κατά μέσον όρο μετά την ένωση της, στο 65% εν πρώτοις, ενώ μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 σταθεροποιήθηκε στο 70% περίπου.
Εν προκειμένω δεν συμπεριλαμβάνονται οι υπηρεσίες, αλλά μόνο τα προϊόντα οπότε, εάν ληφθούν υπ’ όψιν και οι υπηρεσίες, τότε σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ ο δείκτης έφτασε στο 84% του ΑΕΠ της το 2016 –αφού εξήχθησαν υπηρεσίες ύψους 7,4% του ΑΕΠ της και εισήχθηκαν 7,9%. Σε αντίθεση λοιπόν με το εμπόριο αγαθών που είναι πάντοτε πλεονασματική η χώρα, στο εμπόριο υπηρεσιών είναι ανέκαθεν ελλειμματική – κυρίως επειδή οι Γερμανοί ταξιδεύουν πολύ, οπότε εισάγουν περισσότερο «τουρισμό» από όσον εξάγουν.
Σε κάθε περίπτωση η Γερμανία, σε σύγκριση με όλες τις άλλες μεγάλες οικονομίες, είναι πολύ στενά συνδεδεμένη με το διεθνές εμπόριο – οπότε πρόκειται για μία πολύ ανοιχτή αγορά, πάντοτε κατά το συγκεκριμένο δείκτη.
Συνεχίζοντας, για να μην υπάρχει κάποια παρανόηση οφείλουμε να τονίσουμε εδώ ότι, δεν υφίσταται καμία τεκμηριωμένη σχέση μεταξύ του ανοίγματος της οικονομίας ενός κράτους και του επιπέδου της ευημερίας του – γεγονός που σημαίνει ότι, το μεγαλύτερο «άνοιγμα» δεν οδηγεί αυτόματα σε περισσότερη ευημερία, όπως αποδεικνύεται εάν συγκρίνει κανείς το κατά κεφαλήν εισόδημα με το δείκτη εξωτερικού εμπορίου αγαθών (αναλυτική πηγή).
Όπως γνωρίζουμε τώρα, το ΑΕΠ μίας χώρας υπολογίζεται ως εξής: ΑΕΠ = Κατανάλωση + Επενδύσεις + Εξωτερικό Εμπόριο + (εξαγωγές – εισαγωγές) – όπου η κατανάλωση αφορά τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και το δημόσιο, οι επενδύσεις επίσης, ενώ το εξωτερικό εμπόριο την καθαρή ζήτηση του εξωτερικού για εγχώρια αγαθά (δημόσια και ιδιωτική).
Εν προκειμένω το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας, αυτό δηλαδή που προστέθηκε τελικά στο ΑΕΠ της, ήταν 252 δις € το 2016 – ή ένα ποσοστό 8% του ΑΕΠ της. Η κατανάλωση πρόσθεσε 72% ενώ οι επενδύσεις 20% – οπότε ήταν κατά πολύ σημαντικότερα μεγέθη, από ότι το εξαγωγικό εμπόριο.
Μία επόμενη δυνατότητα για να υπολογισθεί η σημασία του εξωτερικού εμπορίου για τη γερμανική οικονομία είναι η συμμετοχή του στο ρυθμό ανάπτυξης – δηλαδή, πόσο συνετέλεσαν η κατανάλωση, οι επενδύσεις και το εξωτερικό εμπόριο στην πραγματική αύξηση του ΑΕΠ της χώρας, σε ένα έτος. Όπως διαπιστώνεται από το γράφημα, το εξωτερικό εμπόριο συνέβαλλε σχετικά αρκετά στην αύξηση του ΑΕΠ της μετά την υιοθέτηση του ευρώ – ενώ τα τελευταία χρόνια η κατανάλωση ήταν ο σημαντικότερος συντελεστής της ανάπτυξης της.
Εδώ οφείλει να προσέξει κανείς ότι, ένα αρνητικό εξωτερικό ισοζύγιο, δηλαδή ένα πλεόνασμα των εισαγωγών, δημιουργεί την εντύπωση πως οι εισαγωγές μειώνουν την εγχώρια προστιθεμένη αξία, οπότε περιορίζουν το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας – κάτι που δεν ισχύει, επειδή οι εισαγωγές συμπεριλαμβάνονται ήδη στις καταναλωτικές και επενδυτικές δαπάνες, οπότε αφαιρούνται, έτσι ώστε να μην υπολογίζονται εσφαλμένα στην εγχώρια κατανάλωση και στις επενδύσεις.
Τέλος, το πλεόνασμα των 261 δις € σημαίνει ότι, η γερμανική οικονομία δαπάνησε 261 δις € λιγότερα χρήματα από ότι παρήγαγε, ενώ τα χρήματα αυτά δεν χάθηκαν προφανώς, αλλά εξοικονομήθηκαν και τοποθετήθηκαν στο εξωτερικό.
Η ελληνική ιδιαιτερότητα
Πριν ασχοληθούμε τώρα με την άλλη όψη του νομίσματος της γερμανικής οικονομίας, εάν η Ελλάδα κατάφερνε να ισορροπήσει το εξωτερικό της εμπόριο, να εξάγει δηλαδή όσα εισάγει, θα αύξανε το ΑΕΠ της σχεδόν κατά 10% – επομένως η οικονομία της θα παρουσίαζε μία ισχυρή ανάπτυξη, οπότε θα προσέλκυε πολλές επενδύσεις, ενώ θα ήταν ευκολότερη η χρηματοδότηση της.
Ως εκ τούτου έχουν απόλυτο δίκιο οι υποστηρικτές του εθνικού νομίσματος, θεωρώντας πως με την υιοθέτηση, καθώς επίσης με την υποτίμηση του, θα μπορούσε η Ελλάδα να ισοσκελίσει το εμπορικό της ισοζύγιο, οπότε να εισέλθει σε πορεία ανάπτυξης – ενώ, εάν το ΑΕΠ της αυξανόταν κατά 10% από την ισοσκέλιση του εμπορικού ισοζυγίου της, τα έσοδα του δημοσίου θα ήταν κατά περίπου 30% υψηλότερα επί αυτού του ποσού (πάνω από 5 δις €), οπότε δεν θα υπήρχε λόγος λήψης νέων μέτρων, θα αυξανόταν η ζήτηση εγχωρίων προϊόντων, άρα οι επενδύσεις κοκ.
Σε σχέση με το ξεκίνημα της κρίσης βέβαια το εμπορικό ισοζύγιο της Ελλάδας είναι σε καλύτερη κατάσταση (γράφημα). Δυστυχώς όμως, κυρίως λόγω της μείωσης των εισαγωγών εξαιτίας της εσωτερικής υποτίμησης – αφού ο αποψιλωμένος παραγωγικός ιστός της χώρας δεν επιτρέπει σημαντική αύξηση των εξαγωγών, ειδικά επειδή το μεγαλύτερο μέρος τους κατευθύνεται στην Ευρώπη, οπότε δεν βοηθάει το κοινό νόμισμα (ουσιαστικά ούτε τη μείωση των εισαγωγών).
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη των εξαγωγών της Ελλάδας (μπλε επιφάνεια, αριστερή κάθετος), σε σχέση με τις εισαγωγές (διακεκομμένη γραμμή, δεξιά κάθετος).
Εν τούτοις, το βασικότερο πρόβλημα όσον αφορά το εθνικό νόμισμα είναι το δημόσιο χρέος – το οποίο με την υπογραφή του PSI δεν μπορεί να μετατραπεί σε δραχμές, έχει υποθηκευτεί η δημόσια περιουσία, ενώ όλες οι κυβερνήσεις το έχουν αναγνωρίσει – πιστοποιώντας επί πλέον την υποχρέωση της ολοσχερούς αποπληρωμής του. Ως εκ τούτου, στην περίπτωση υιοθέτησης της δραχμής, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα ήταν στα 356 δις σε συνάλλαγμα (ευρώ), άρα στο 190% του ΑΕΠ της – ενώ τυχόν υποτίμηση της, η οποία θα ήταν νομοτελειακή αλλά και επιθυμητή, θα αύξανε ανάλογα το χρέος της σε όρους εθνικού νομίσματος.
Με δεδομένο όμως το ότι, η βασική αιτία της χρεοκοπίας μίας χώρας δεν είναι τόσο το δημόσιο χρέος της, όσο το εξωτερικό, ενώ οι περισσότερες πτωχεύουν όταν υπερβεί το 50% του ΑΕΠ τους μη διαθέτοντας τα απαιτούμενα συναλλαγματικά αποθέματα, η Ελλάδα θα πτώχευε σε χρόνο μηδέν – ενώ φυσικά κανένας δεν επιλέγει ένα χρεοκοπημένο κράτος για τις διακοπές (τουρισμός) ή/και τις επενδύσεις του. Όσον αφορά τους ισχυρισμούς περί μονομερούς διαγραφής, χωρίς σοβαρότατες συνέπειες για τη χώρα, δεν νομίζουμε ότι έχει νόημα να ασχοληθεί κανείς – ενώ με δραχμή το δημόσιο χρέος δεν θα έπρεπε να είναι πάνω από το 60% του ΑΕΠ για να έχει ελπίδες η Ελλάδα, άρα θα όφειλαν να διαγραφούν πάνω από 200 δις €.
Ένα επόμενο πρόβλημα είναι το ότι, για να αυξήσει ένα κράτος τις εξαγωγές του, καθώς επίσης για να μειώσει τις εισαγωγές του χωρίς να λιμοκτονήσει ο πληθυσμός του, χρειάζεται έναν υγιή παραγωγικό ιστό – ο οποίος θα δημιουργούταν μεν αναγκαστικά με τη δραχμή, αλλά θα απαιτούσε χρόνο που δεν έχει η οικονομία μας στη διάθεση της.
Ένα τρίτο θα ήταν ο πληθωρισμός, αφού οι τιμές θα αυξάνονταν λόγω της ανόδου των τιμών εκείνων των προϊόντων που θα ήταν υποχρεωμένη να εισάγει η χώρα – όπως συνέβη στην πολύ ισχυρότερη Ρωσία το 2014, όπου το ρούβλι κατέρρευσε και οι φτωχότεροι Ρώσοι βίωσαν οδυνηρές καταστάσεις. Ένα τέταρτο η νομοτελειακή πτώση του ΑΕΠ τουλάχιστον το πρώτο έτος – όπου ένα κράτος που έχει ήδη χάσει το 25% του ΑΕΠ του, όπως η Ελλάδα, ασφαλώς δεν θα είχε τη δυνατότητα να επιβιώσει.
Πόσο μάλλον όταν το ιδιωτικό μη εξυπηρετούμενο χρέος έχει ήδη εκτοξευθεί στα ύψη, ενώ οι τράπεζες θεωρούνται ουσιαστικά χρεοκοπημένες – όπου τυχόν εθνικοποίηση τους θα απαιτούσε την εκτύπωση χρημάτων από το κράτος, ειδικά εάν συνοδευόταν από διαγραφές ιδιωτικών χρεών, οπότε ξανά την άνοδο του πληθωρισμού. Φυσικά υπάρχουν πολύ περισσότερα προβλήματα, όπως αυτά που αναφέραμε στο κείμενο μας «Τα ερωτηματικά της δραχμής» – γεγονός που τεκμηριώνει πως η Ελλάδα είναι δυστυχώς εγκλωβισμένη στο ευρώ, οπότε δεν έχουν νόημα οι συζητήσεις που δεν το αποδέχονται και δεν αναζητούν ρεαλιστικές λύσεις.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν βέβαια πως είμαστε υπέρ του ευρώ ή ότι δεν συμφωνούμε στο ότι, χωρίς μία εθνική νομισματική πολιτική δεν είναι εύκολη η έξοδος της χώρας μας από την κρίση – αλλά πως πριν από κάθε τι άλλο θα έπρεπε να επιλυθεί το πρόβλημα του χρέους, ενώ εάν επιλεχθεί η χρεοκοπία, όπως πιστεύουμε ότι θα έπρεπε, θα ήταν ασφαλέστερη εντός της Ευρωζώνης παρά εκτός, τουλάχιστον σε πρώτο στάδιο.
Η άλλη όψη του νομίσματος
Περαιτέρω στη Γερμανία, αναφέραμε πως το πλεόνασμα των 261 δις € που είχε το 2016 σημαίνει ότι, η γερμανική οικονομία δαπάνησε 261 δις € λιγότερα χρήματα από ότι παρήγαγε – ενώ τα χρήματα αυτά δεν χάθηκαν προφανώς, αλλά εξοικονομήθηκαν και τοποθετήθηκαν στο εξωτερικό.
Η χώρα έχει λοιπόν ένα μη ισορροπημένο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, το οποίο σημαίνει ταυτόχρονα πως είναι ανάλογα μη ισορροπημένο το κεφαλαιακό της ισοζύγιο – αφού όταν ένα κράτος εξάγει περισσότερα από όσα εισάγει, τότε αποταμιεύονται πιο πολλά χρήματα από όσα δαπανώνται. Υπενθυμίζουμε εδώ πως το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μίας χώρας, μετρούμενο από το εμπορικό ισοζύγιο αγαθών, υπηρεσιών, καθαρών εισοδημάτων και μεταβιβαστικών πληρωμών εξωτερικού, είναι ίσο με τις εθνικές αποταμιεύσεις μείον τις εγχώριες επενδύσεις.
Οι αποταμιεύσεις τώρα αυτές, οι οποίες δεν επενδύονται εντός της Γερμανίας, οδηγούνται νομοτελειακά στο εξωτερικό μέσω των τραπεζών, αναζητώντας κερδοφόρες τοποθετήσεις –είτε ως κλασσικές επενδύσεις στην πραγματική οικονομία άλλων κρατών, είτε με άλλες μορφές. Σύμφωνα όμως με έναν πρόσφατο υπολογισμό (πηγή), τα συνολικά σωρευτικά πλεονάσματα της Γερμανίας έως το 2016 ήταν της τάξης των 2,4 τρις €. Εν τούτοις, τα σωρευτικά περιουσιακά στοιχεία της χώρας στο εξωτερικό έως το τρίτο τρίμηνο του 2016 ήταν μόλις 1,59 τρις € (στο γράφημα 350 το σωρευτικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας με τη μαύρη καμπύλη και η καθαρή θέση της στο εξωτερικό με τη γαλάζια σε δις € – η διαφορά με τη μωβ γραμμή).
Η αρνητική διαφορά των δύο παραπάνω ήταν 744 δις € – ποσόν που αφορά κατά το Γερμανό ερευνητή αγαθά και υπηρεσίες που εξήχθηκαν στο εξωτερικό, χωρίς να υπάρχουν αντίστοιχες απαιτήσεις. Επομένως τα 744 δις € χάθηκαν, οπότε η Γερμανία δεν είναι κερδισμένη από τα γιγαντιαία πλεονάσματα που παράγει, αλλά ο μεγάλος χαμένος. Χωρίς να γνωρίζουμε εάν έχει συνυπολογίσει τις απαιτήσεις της Γερμανίας στο σύστημα Target 2 της ΕΚΤ, οι οποίες είναι στο ίδιο περίπου ύψος, οι πιο πολλοί οικονομολόγοι της Γερμανίας θεωρούν πως τα πλεονάσματα της είναι υπερβολικά υψηλά – προκαλώντας κεφαλαιακές ζημίες στην ίδια, καθώς επίσης μεγάλα προβλήματα στις υπόλοιπες χώρες, αφού τα πλεονάσματα του ενός είναι ελλείμματα του άλλου.
Ως εκ τούτου πιστεύουν πως θα πρέπει να μειωθούν (πηγή) – αναζητώντας τον καλύτερο τρόπο, με τον οποίο θα μπορούσε να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Από την άλλη πλευρά όμως αρκετοί υποψιάζονται πως πρόκειται μόνο για την παραπλάνηση των άλλων κρατών που ζημιώνονται από τα πλεονάσματα της Γερμανίας – αφού διαπιστώνουν πως η χώρα χρησιμοποιεί τα πλεονάσματα της για την εξαγορά επιχειρήσεων και ακίνητης περιουσίας σε άλλα κράτη, ειδικά σε εκείνα που έχουν χρεοκοπήσει και τα αναγκάζει να πουλούν σε εξευτελιστικές τιμές τα πάγια περιουσιακά τους στοιχεία, με απώτερο στόχο την οικονομική κατοχή τους.
Με απλά λόγια, έναντι χαρτονομισμάτων χωρίς αντίκρισμα που η Γερμανία κερδίζει από τα ίδια τα κράτη εξάγοντας τους εμπορεύματα, μεταξύ άλλων χρηματίζοντας τους πολιτικούς τους (ανάλυση), εξαγοράζει τις επιχειρήσεις τους – όπως συνέβαινε παλαιότερα με το χρυσό, όπου κατέληγε πάντοτε στα θησαυροφυλάκια των πλεονασματικών κρατών. Άλλωστε σήμερα τα δύο μεγαλύτερα πλεονασματικά κράτη, η Γερμανία και η Κίνα, εξαγοράζουν ότι βρουν – όπως στο παράδειγμα της Πορτογαλίας, η οποία έχει λεηλατηθεί τόσο από τη Γερμανία, όσο και από την Κίνα (ανάλυση: Το ευρωπαϊκό monopoly), με επόμενη την Ελλάδα.
Η αιτία των πλεονασμάτων
Περαιτέρω, σύμφωνα με έρευνες, ο λόγος της δημιουργίας πλεονασμάτων είναι η συνολική κοινωνική μετατόπιση του βάρους από την εργασία στο κεφάλαιο – δηλαδή, η μείωση των εισοδημάτων των εργαζομένων, ως ποσοστό επί του συνολικού ΑΕΠ της χώρας (πηγή).
Αυτό συμβαίνει βέβαια σε όλα τα κράτη, κυρίως στα ανεπτυγμένα – ενώ οφείλεται ξεκάθαρα στην άνοδο του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος με τη βοήθεια της παγκοσμιοποίησης αποδυνάμωσε τους εργαζομένους και ενίσχυσε τις επιχειρήσεις. Ειδικά στη Γερμανία οι μισθοί διατηρούνται κάτω από την παραγωγικότητα των εργαζομένων σταθερά μετά το 2000, όπου υιοθετήθηκε η ατζέντα 2010 – με αποτέλεσμα η αδύναμη εγχώρια κατανάλωση να οδηγεί στον περιορισμό των εισαγωγών, καθώς επίσης στη μείωση της ζήτησης για προϊόντα που δεν διαπραγματεύονται διεθνώς (ερμηνεία), με αρνητικές συνέπειες για την αγορά εργασίας και τις τιμές.
Σε κάθε περίπτωση, η μετατόπιση του βάρους από την εργασία στο κεφάλαιο θα μπορούσε να είναι η αιτία της διεξαγωγής σχετικά πολύ λίγων επενδύσεων εντός της Γερμανίας. Πόσο μάλλον όταν μία άλλη μελέτη τεκμηριώνει πως σε χώρες, στις οποίες δεν έχει μειωθεί το ποσοστό των εισοδημάτων των εργαζομένων επί του συνολικού ΑΕΠ, αλλά, αντίθετα, έχει αυξηθεί ελαφρά, όπως στην Ιταλία και στη Γαλλία, διεξάγονται περισσότερες επενδύσεις – κάτι που όμως προκαλεί την αύξηση του εργατικού κόστους ανά μονάδα προϊόντος, οπότε μειώνει την ανταγωνιστικότητα τους.
Υπάρχουν τώρα ενδείξεις (πηγή), σύμφωνα με τις οποίες οι περισσότερες επενδύσεις οδηγούν στην αύξηση της παραγωγικότητας, οπότε στη βιώσιμη άνοδο των μισθών των εργαζομένων, χωρίς να προκαλείται ανεργία – άρα δημιουργείται μέσω αυτών πλούτος που ωφελεί το σύνολο μίας κοινωνίας.
Όταν όμως μια μεγάλη χώρα, όπως η Γερμανία, εφαρμόζει ακριβώς τα αντίθετα από τους εταίρους της, προσπαθώντας να τους απομυζήσει, καθώς επίσης να τους κατακτήσει οικονομικά, αδιαφορώντας ταυτόχρονα για την ευημερία των Πολιτών της, τότε δεν έχει μάθει τίποτα από την ιστορία της – αφού κάτι σχετικά παρόμοιο είχε υιοθετήσει το ναζιστικό καθεστώς.
Συμπερασματικά πάντως, οι υψηλότερες επενδύσεις μειώνουν την ανισορροπία μεταξύ της αποταμίευσης και της επένδυσης – ενώ, μέσω της αύξησης των μισθών των εργαζομένων, οδηγούν στην άνοδο της ζήτησης και του ΑΕΠ, οπότε των εσόδων του δημοσίου χωρίς την επιβολή υπερβολικών φόρων.
Το να απαιτεί όμως κανείς την αύξηση της ανταγωνιστικότητας μίας οικονομίας, όπως της ελληνικής, μόνο μέσω της μείωσης των μισθών, χωρίς τη διενέργεια δηλαδή επενδύσεων, είτε είναι ψυχοπαθές, είτε έχει μία εντελώς διαφορετική σκοπιμότητα –όπως θα ήταν η καταστροφή της οικονομίας για να λεηλατηθεί ευκολότερα η χώρα.
Επίλογος
Η Ελλάδα πρέπει να αντιδράσει στη λεηλασία της, σταματώντας τις ιδιωτικοποιήσεις σε εξευτελιστικές τιμές – κυρίως όμως να παράγει πλούτο, αυξάνοντας τις εξαγωγές της. Για να μπορέσει βέβαια να τα καταφέρει, θα πρέπει η όποια κυβέρνηση της να δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις – μεταξύ άλλων μειώνοντας τη φορολογία των εξαγωγικών και παραγωγικών επιχειρήσεων, εάν όχι όλων, καθώς επίσης βελτιώνοντας το επιχειρηματικό πλαίσιο, έτσι ώστε να είναι λειτουργικό και αποτελεσματικό.
Βασίλης Βιλιάρδος27 Απριλίου 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου