Ὁ Arthur Koestler, γνωστός
συγγραφέας, ἔγραψε, τήν πιό ἐπιτυχημένη, νομίζω, σκέψι γιά τήν προσευχή: Ὁ Θεός «ξέχασε» νά βάλη τό
ἀκουστικό στή θέσι του. Ἡ τηλεφωνική ἐγκατάστασι τοῦ οὐρανοῦ δέν καταρρέει ποτέ. Ὅποτε
θέλει ὁ πιστός, ἀνοίγει τήν καρδιά καί τό στόμα του καί ὁ Θεός εἶναι στό ἄλλο
ἄκρο τῆς γραμμῆς.
Γράφει ὁ Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Πάλευε συνεχῶς νά συγκεντρώνης τό νοῦ
σου πού σκορπίζεται σέ ρεμβασμούς. Ὁ Θεός δέν ζητᾶ ἀπό τούς ὑποτακτικούς τοῦ
Κοινοβίου (ὅπως ἀπό τούς ἡσυχαστές) προσευχή
ἀρρέμβαστη. Γι᾽ αὐτό νά μήν ἀθυμῆς, ἐπειδή κλέπτεται ὁ νοῦς σου.
Ἀντίθετα νά εὐθυμῆς πού πάντοτε τόν ἐπαναφέρεις.
Ἄλλωστε, μόνο στούς ἀγγέλους παρατηρεῖται τό… νά μήν κλέπτεται ὁ νοῦς τους».
—Κάνουμε προσευχή γέροντα καί ὁ νοῦς μας
φεύγει ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ, γιατί;
—Διότι εἶναι προσευχή χωρίς πόνο! Γιά νά προσευχηθοῦμε μέ
τήν καρδιά, πρέπει νά πονέσουμε. Ὅπως ὅταν κτυπήσουμε στό χέρι ἤ κάπου ἀλλοῦ
μαζεύεται ὁ νοῦς μας στό σημεῖο ὅπου πονᾶμε, ἔτσι γιά νά μαζευθῆ ὁ νοῦς στήν
καρδιά πρέπει νά πονέση ἡ καρδιά.
—Πῶς μποροῦμε νά διατηρούμασθε σ᾽ αὐτή τήν κατάστασι ὅταν
δέν ἔχουμε κάποιο πρόβλημα, κάποιο πόνο;
—Νά κάνουμε τόν πόνο τοῦ ἄλλου δικό μας! Πρέπει ν᾽
ἀγαπήσουμε τόν ἄλλο, νά τόν πονέσουμε, γιά νά μπορέσουμε νά προσευχηθοῦμε γι᾽
αὐτόν. Νά βγοῦμε σιγά-σιγά ἀπό τόν ἑαυτό μας καί νά ἀρχίσουμε ν᾽ ἀγαπᾶμε, νά
πονᾶμε καί τούς ἄλλους ἀνθρώπους, τήν οἰκογένειά μας πρῶτα καί ὕστερα τήν
μεγάλη οἰκογένεια τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Θεοῦ».
«Τά βράδυα προσπαθοῦν τά ταγκαλάκια νά μοῦ γκρεμίσουν τήν
καλύβα. Κτυποῦν μέ κορμούς ἐπάνω ἀπ᾽ τή λαμαρίνα κι ἐγώ τότε ψέλνω ἀπό κάτω:
“Τόν Σταυρόν σου προσκυνοῦμεν Δέσποτα καί τήν ἁγίαν σου Ἀνάστασιν ὑμνοῦμεν καί
δοξάζομεν” καί πανικόβλητα φεύγουν».
«Ἡ προσευχή εἶναι τό πιό δυνατό ὅπλο ἀπ᾽ ὅλα. Ἄν βοηθάω ἤ
ἐλευθερώνω ἕνα φυλακισμένο, δέν κάνω καί πολλά πράγματα. Ἡ προσευχή τόν σώζει
ὄχι μόνο γι᾽ αὐτή τή ζωή, ἀλλά καί γιά τήν αἰώνια. Δέν εἶναι δουλειά τοῦ
μοναχοῦ νά ἐπισκέπτεται τούς ἀρρώστους, ἀλλά νά προσεύχεται γιά τήν ψυχή τους.
Στήν Ἐκκλησία ὑπάρχουν καί ἐκεῖνοι πού φροντίζουν τούς ἀρρώστους καί ἐκεῖνοι
πού τούς συμπαραστέκονται. Ὁ μοναχός, ὅμως, εἶναι διαφορετικό πρᾶγμα. Μά ποιός
εἶναι περισσότερο φυλακισμένος ἀπ᾽ τούς νεκρούς πού βρίσκονται στόν Ἅδη καί δέν
μποροῦν πιά νά κάνουν τίποτε γιά νά μετανοήσουν; Ἐμεῖς, ὅμως, μποροῦμε νά τούς
σώσουμε. Πρέπει νά προσευχώμασθε καί νά κάνουμε μετάνοιες γιά τούς νεκρούς! Τό
ἴδιο καί γιά τούς ζωντανούς. Μόνο ἡ προσευχή μπορεῖ νά ἀναγκάση τό Θεό νά
ἐπέμβη μέ τό ζόρι σέ μερικές καταστάσεις. Ὁ Θεός σέβεται τήν ἐλευθερία τοῦ
ἀνθρώπου. Διαφορετικά ὁ διάβολος θά τοῦ ἔλεγε, “Αἴ, γιατί λειτουργεῖς μ᾽ αὐτό
τόν τρόπο;”. Ἀντίθετα, ὅταν ἕνας χριστιανός προσεύχεται, ἀναγκάζει τό Θεό νά
ἐπέμβη μέ τή βία, ἀκόμα καί ἐνάντια στήν ἐλευθερία αὐτοῦ τοῦ ταλαίπωρου πού ζῆ
μέσα στήν ἁμαρτία!».
Ἰδού καί ὁ Βίος τῆς 15χρονης Ἁγ. Ἑλένης τῆς
Σινωπίτιδος: «Ἦταν τά χρόνια τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς, 18ος αἰώνας. Κάποια μέρα ἡ
μητέρα της ἔστειλε τήν Ἑλένη νά ἀγοράση νήματα. Στόν δρόμο τήν εἶδε ὁ
Οὐκούζογλου πασᾶς, διοικητής τῆς Σινώπης. Ἡ ὡραιότητά της διέγειρε τίς σαρκικές
του ἐπιθυμίες. Τυφλωμένος πιά δέν σκεπτόταν, παρά πῶς θά τήν πάρη στό χαρέμι
του. Καί ἀφοῦ εἶχε ἐξουσία, διέταξε νά τοῦ τήν πᾶνε.
Καί πράγματι. Τοῦρκοι τήν ἅρπαξαν καί τήν ἐπῆγαν. Καί ὁ
πασᾶς; Προσπαθεῖ νά κάνη τήν ἐπιθυμία του. Ἀλλά δέν τό καταφέρνει! Γιατί; Μιά
ἀόρατη δύναμι τόν ἐμπόδιζε. Ἕνα ἀόρατο τεῖχος προστάτευε τήν Ἑλένη. Ἦταν τό
τεῖχος τῆς προσευχῆς. Ἡ Ἑλένη προσευχόταν συνεχῶς. Ἔλεγε τόν ἑξάψαλμο. Τόν εἶχε
μάθει στό σχολεῖο. Ἀπό τόν δάσκαλο-θεῖο της.
Ὅμως, ὁ πασᾶς δέν ἀπελπίσθηκε. Τήν κράτησε στό σπίτι του.
Μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά τά κατάφερνε ἀργότερα. Ἀλλά ἡ Ἑλένη ἐκμεταλλεύθηκε κάποια
εὐκαιρία καί δραπέτευσε. Καί γύρισε στούς γονεῖς της.
Ὁ πασᾶς, ὅταν τὄμαθε, ἔγινε ἔξω φρενῶν. Κάλεσε, λοιπόν,
τή Δημογεροντία τῶν Ἑλλήνων καί ἀπείλησε γενική σφαγή, ἄν δέν τοῦ πᾶνε τήν
Ἑλένη. Τότε ἡ Δημογεροντία συνῆλθε σέ σύσκεψι στό ἑλληνικό σχολεῖο τῆς Σινώπης
καί κάλεσε καί τόν πατέρα τοῦ κοριτσιοῦ. Ξεσπώντας σέ λυγμούς, ὁ τραγικός
πατέρας ἀναγκάζεται νά δεχθῆ νά παραδώση τήν κόρη του στόν πασᾶ. Καί ἀφοῦ, σάν
νέος Ἀβραάμ, τήν ἐνίσχυσε μέ τήν εὐχή του καί τό ἀήττητο ὅπλο τῆς προσευχῆς,
τήν παρέδωσε στόν ἀγαρηνό, γιά νά προσφέρη τόν ἑαυτό της θυσία, ὄχι στίς
ἀσελγεῖς ὀρέξεις τοῦ τυράννου, ἀλλά στό Χριστό.
Ὁ πασᾶς προσπάθησε πάλι νά χορτάση τήν ἐπιθυμία του. Ἀλλά
καί πάλι ἀπέτυχε. Ὁ φύλακας ἄγγελος τῆς ἁγίας τόν ἐμπόδισε. Γιατί ἡ Ἑλένη
προσευχόταν ἀσταμάτητα. Ἐπανελάμβανε συνεχῶς τόν ἑξάψαλμο. Μέ αὐτό τό ὅπλο ἡ
μικρή κοπέλλα, ἡ 15χρονη ἁγία Ἑλένη, ἀχρήστευσε τίς νάρκες τοῦ ἐχθροῦ.
Πῶς νά τήν “σηκώση” τέτοια ἀποτυχία ἕνας σαρκολάτρης
ἄνθρωπος καί μάλιστα πασᾶς; Ὀργισμένος διέταξε νά τή βασανίσουν καί νά τή
θανατώσουν. Τῆς ἔμπηξαν δύο καρφιά στό κεφάλι καί τήν ἀποκεφάλισαν. Ἔτσι ἡ
Ἑλένη, μέ μοναδικό ὅπλο τήν προσευχή, ξέφυγε τήν πιό δύσκολη παγίδα τοῦ
διαβόλου. Ἡ ψυχή της ἐλεύθερη ἀπό κάθε μολυσμό ἀνέβηκε στήν βασιλεία τοῦ
Κυρίου.
Τό
ἱερό καί πάνσεπτο λείψανό της τό ἔβαλαν μέσα σ᾽ ἕνα σάκκο. Καί τό ἔρριξαν στή
θάλασσα. Ἀλλά δέν βυθίσθηκε. Ἐπέπλεε. Καί ἕνα γλυκύτατο φῶς κατέβαινε ἀπό τόν
οὐρανό καί τό φώτιζε. Τό φῶς τό εἶδαν καί οἱ Τοῦρκοι καί ἄρχισαν νά φωνάζουν: “Ἡ
γκιαούρισσα καίγεται!”. Πῶς νά καταλάβουν, τί φῶς ἦταν ἐκεῖνο, ἄνθρωποι
ἀκόλαστοι; Μετά ἀπό λίγες ἡμέρες τό ἀνέλκυσε ἕνα ἑλληνικό πλοῖο, πού εἶχε
ἀγκυροβολήσει ἐκεῖ κοντά. Ὁ φύλακας τοῦ πλοίου εἶδε νά ἔρχεται ἀπό τόν πυθμένα
τῆς θάλασσας φῶς. Καί νόμισε ὅτι θά εἶναι χρυσάφι. Καί… δέν ἔπεσε ἔξω! Ἦταν
κάτι πολυτιμότερο.
Ἡ ἁγία κάρα τῆς Παρθενομάρτυρος Ἑλένης τῆς Σινωπίτιδος
φυλάσσεται σήμερα στόν Ἱερό Ναό Ἁγίας Μαρίνης Ἄνω Τούμπας στή Θεσσαλονίκη.
Εὐωδιάζει καί θαυματουργεῖ. Ἡ μνήμη της ἑορτάζεται τήν 1η Νοεμβρίου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου