Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

Χρήστος Γιανναράς - ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (40)

Συνέχεια από: Τρίτη 10 Ιουνίου 2025

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΣΗΜΕΡΑ

§ 12. Ὁ θεσμὸς τῆς πενταρχίας σήμερα (4η συνέχεια)

Χωρὶς ἄλλο, ἡ κρίση τῆς θεολογικῆς αὐτοσυνειδησίας τῶν Ὀρθοδόξων στὰ ὅρια τοῦ τρόπου ζωῆς ποὺ ἐπιβάλλει καθολικά ὁ δυτικός πολιτισμός, συντηρεῖ καὶ τὴν ὀξύτητα τοῦ προβλήματος τῆς ἑνότητας τῶν «κατὰ τὴν οἰκουμένην» ᾿Ορθόδοξων Ἐκκλησιῶν. Μέσα σὲ αὐτὴ τὴν κρίση ὁ ρόλος καὶ ἡ εὐθύνη τοῦ πρωτόθρονου Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως γιὰ τὴ διάσωση τῆς ἀλήθειας τῆς ἑνότητας (καὶ ὄχι ἁπλῶς τῶν τυπικῶν γνωρισμάτων της) ἀποδείχνεται καὶ πάλι ἀναγκαῖα πρωταρχικός. Εἶναι ἡ μοναδική δυνατότητα ἔγκυρης καὶ ὑπεύθυνης ἀνάσχεσης τῶν ριζοσπαστικῶν τάσεων μιᾶς ἀπολυτοποιημένης αὐτοκεφαλίας ποὺ ὁδηγοῦν τὴν ἑνότητα τῶν Ὀρθοδό ξων σὲ προτεσταντικοῦ τύπου κατατεμαχισμό.

Καὶ αὐτὴ ἡ δυνατότητα έγκυρης καὶ ὑπεύθυνης ἀνάσχεσης τῶν διασπαστικῶν τάσεων εἶναι, σήμερα πια, στὴν περίπτωση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μιὰ κοσμικά τελείως ἀδύναμη δυνατότητα, στερημένη ἀπὸ πολιτικές κατοχυρώσεις, ἀριθμητικὴ ὑπεροχὴ καὶ ἀντικειμενικούς τρόπους ἐπιβολῆς. Γι' αὐτὸ καὶ εἶναι μιὰ καθαρὰ ἐκκλησιαστική δυνατότητα, δείγμα ἐκείνης τῆς δύναμης ποὺ ἐνσαρκώνει ἡ Ἐκκλησία καὶ ποὺ εἶναι ἡ δύναμη τοῦ σταυροῦ, ἡ δύναμη που «τελειοῦται ἐν ἀσθενείᾳ». Ὅσο ἡ ἔσχατη κοσμικὴ ἀδυναμία καὶ ἐξασθένιση τοῦ πρωτόθρονου Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀποδείχνεται δύναμη συνεκτικὴ καὶ ἑνοποιὸς τῶν Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν, θὰ εἶναι σαφέστατη καὶ ἱστορικὰ μαρτυρημένη ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν ὀρθόδοξη ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὶς ἐκκοσμικευμένες ή αἱρετικὲς ἀλλοιώσεις της.

᾿Αλλὰ οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπαναπαυθοῦμε στη σταυρικὴ αὐτὴ εὐθύνη τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινούπολης. Χρέος καὶ στόχος μας (χρέος ζωῆς καὶ στόχος ἐλπίδας) δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὴ δυναμικὴ ἐπανεύρεση τῆς ἱεραρχικῆς ἑνοείδειας τοῦ τρόπου λειτουργίας καὶ ἱεραρχικῆς ἄρθρωσης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας τρόπου ποὺ φανερώθηκε στὴν πράξη τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ποὺ ὁ θεσμὸς τῆς Πενταρχίας ἀποτέλεσε τὴν ἱστορική του σάρκα.

Οπωσδήποτε αὐτὴ ἡ ἐπανεύρεση δὲν μεθοδεύεται ὀρθολογικά. Η μόνη συγκεκριμένη προπαρασκευή εἶναι ἡ θεολογική εγρήγορση καὶ εὐαισθησία γιὰ τὸν ἀδιάκοπο ἀποκλεισμὸ ἀλλότριων ἐπιδράσεων στὰ κριτήρια καὶ τὴν πράξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐνότητας. Γι' αὐτὸ καὶ συμπτώματα ὅπως ἡ θεσμοποίηση τῶν τιτουλαρίων Ἐπι σκόπων, στὴν ὁποία ἀφετηριακά συνοψίσαμε τὴν κρίση το τῶν ἀνατολικῶν Πατριαρχείων, πρέπει νὰ συνειδητοποιηθῆ καὶ νὰ φανερωθῆ πόσο εἶναι θεολογικὰ ἐπώδυνη – σταυρικὸς ἱστορικὸς συμβιβασμὸς γιὰ τὴν ἐνεργὸ ἐπιβίωση, μέσα στὴν ἀλήθεια τῆς ἱεραρχικῆς ἑνότητας, πρεσβυγενῶν Ἐκκλησιῶν ποὺ ἀπόμειναν δίχως πλήρωμα. Ἡ «ἐπιτελικὴ» ὀργάνωση τῶν Πατριαρχείων μὲ τιτουλάριους Μητροπολίτες ἐπικεφαλῆς εἰδικῶν γραφείων καὶ ἐπιτροπῶν, ἀποκομμένους ἀπὸ τὴ διαποίμανση καὶ τὴ ζωὴ τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, εἶναι δυνατὸ νὰ καταλήγη σὲ μιὰ βατικάνεια ἀντίληψη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας. Καὶ βατικάνεια ἀντίληψη σημαίνει αὐτονόμηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης ἀπὸ τὴν ἀλήθεια ποὺ σαρκώνει ἡ Ἐκκλησία, σημαίνει τὸν Ἐπίσκοπο ἀνώτατο ὑπάλληλο ἢ ἄρχοντα ἑνὸς συμβατικοῦ θρησκευτικοῦ θεσμοῦ γραφειοκρατικὰ ὀργανωμένου.

Ἡ θεολογικὴ ἐγρήγορση καὶ εὐαισθησία εἶναι κάτι ἐλάχιστο καὶ μέγιστο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀναστήση καὶ ζωογονήση τὴν ἱεραρχικὴ λειτουργία τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων τῆς ᾿Ανατολῆς, ἴσως «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ». Αἰῶνες ὁλόκληροι ἱστορικῶν δυσχερειῶν φαίνεται νὰ ὁδήγησαν τὴν ᾿Ανατολὴ σὲ μιὰ νοοτροπία θεολογικῆς ἀνευθυνότητας καὶ στὴ μετάθεση ὅλων τῶν φροντίδων στὸ πρωτόθρονο Οικουμενικό Πατριαρχεῖο. Γιὰ νὰ φτάσουμε σήμερα στὴν εἰκόνα ποὺ ἐμφανίζουν Πατριαρχεῖα, μὲ εὐάριθμη στελέχωση κληρικῶν καὶ ἀριθμητικὰ ἀκμαῖες Συνόδους, καὶ ποὺ ἐκπροσωποῦνται θεολογικά, τόσο στὴν οἰκουμενική κίνηση ὅσο καὶ στὶς διορθόδοξες συναντήσεις, κυρίως ἀπὸ ἐναλλασσόμένους Καθηγητές τῶν ἑλλαδικῶν Πανεπιστημίων. Καὶ οἱ ἐναλλασσόμενοι Καθηγητὲς δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐκπροσωπήσουν τὴν ἀμεσότητα τῆς Παράδοσης καὶ τὴ συνέχεια τῆς ἐμπειρίας τῶν πρεσβυγενῶν αὐτῶν θρόνων. Εἶναι ἐκπληκτικὸ τὸ πῶς διαχωρίζονται οἱ θεολογικὲς ἀπὸ τὶς διοικητικὲς εὐθύνες τῶν Ἐπισκόπων – καὶ ἐπιμένουμε οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ θεωροῦμε τοὺς Ἐπισκόπους τῆς «Μητρὸς τῶν Ἐκκλησιῶν, ῾Αγίας Σιών» ἁπλῶς σὰν φύλακες ἱερῶν τόπων καὶ προσκυνημάτων, σὰν τυπικοὺς ἐπόπτες ἑνὸς θρησκευτικοῦ μουσείου, ἄσχετους μὲ τὴν ἀγωνία ἢ τὴν ἐλπίδα ζωῆς καὶ σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων.

Ἡ θεολογικὴ ἐγρήγορση καὶ εὐαισθησία τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων τῆς ᾿Ανατολῆς δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀγνοήση τὴν πρόσθετη εὐθύνη ποὺ ἐπιβάλλει ἡ ἑλληνικότητά τους. Αὐτὴ ἡ ἑλληνικότητα δὲν εἶναι γεωγραφική οὔτε τυπικά ἱστορικὴ διάσταση· εἶναι στάση ζωῆς καὶ δυνατότητα γιὰ τὴ φανέρωση τῆς ἀλήθειας, εἶναι ἡ ἑλληνικότητα-χάρισμα καὶ ὄχι φυλετική ἢ ἑθνικιστική καύχηση.

Ἡ ἑλληνικότητα ἀποτέλεσε τὴν ἱστορικὴ σάρκα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ᾿Ορθοδοξίας, τη συγκεκριμένη ὑπόσταση τοῦ θεολογικοῦ λόγου στις γραπτὲς καὶ λειτουργικὲς καὶ ποιητικὲς καὶ εἰκαστικὲς φανερώσεις του. Καὶ αὐτὸ ὄχι ἀπὸ συμπτωματικὲς ἀφορμὲς – ὅπως δὲν εἶναι συμπτωματική γιὰ ἕνα μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ «ἐξ Ἑβραίων», στὰ συγκεκριμένα ἱστορικά πλαίσια τοῦ Ἰσραήλ. Ὑπάρχει μιὰ ἱστορική δυνατότητα χαρισμένη στὸν Ἑλληνισμὸ ποὺ τὸν χαρακτηρίζει σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἱστορικῆς του πορείας καὶ συνθέτει μιὰ διαχρονικὴ ἑνότητα τῶν ἐπιμέρους φάσεων τῆς πολιτιστικῆς του ἐξελιξης - ἀπὸ τοὺς Προσωκρατικούς καὶ τὸν Πλάτωνα, ὡς τοὺς βυζαντινούς Πατέρες καὶ ὡς τοὺς ἁγιογράφους καὶ τοὺς λαϊκοὺς ἀρχιτέκτονες τῆς τουρκοκρατίας. Αὐτὴ ἡ δυνατότητα ποὺ χαρακτηρίζει τὸν Ἑλληνισμὸ ἐκφράζεται μὲ μιὰ στάση ζωῆς, εἶναι ἕνας τρόπος ὑπέρβασης τοῦ περιορισμοῦ τῆς ἀλήθειας σὲ ἔννοιες καὶ σχηματικὲς ἀναλογίες, ἕνα ξεπέρασμα τοῦ γράμματος καὶ τῶν αἰσθητῶν ἢ νοητῶν εἰδώλων· τελικὰ ἕνας τρόπος γιὰ νὰ ὑποδηλωθῆ τὸ «ἐπέκεινα τῆς οὐσίας».

Ἡ ἱστορικὴ δυνατότητα ἡ χαρισμένη στὸν Ἑλληνισμὸ ἦταν πάντοτε νὰ ἀναδείχνη τὸν δυναμικό χαρακτήρα τῆς ἀλήθειας, δηλαδὴ νὰ διατυπώνη τὴν ἀλήθεια μὲ τρόπο ποὺ ἐπιτρέπει τὴ δυναμική, προσωπική προσέγγισή της, πέρα («ἐπέκεινα») ἀπὸ τὴν ἀναπόφευκτη ἀντικειμενικότητα τῆς οὐσίας, εἴτε ὡς συλλογιστικής κατηγορίας εἴτε ὡς ὁρισμοῦ. Ὁ ἑλληνικός λόγος, γραπτὸς ἢ εἰκαστικός, ἦταν πάντοτε μιὰ πρόκληση δυναμικῆς μετοχῆς στὴν ἀλήθεια, ποτὲ δὲν ἐξαντλοῦσε τὴν ἀλήθεια στὰ ἀντικειμενικὰ ὅρια τῶν διατυπώσεων. Γι' αὐτὸ καὶ ἦταν πάντοτε καθολικὸς καὶ οἰκουμενικὸς ὁ ἑλληνικὸς λόγος, εἴτε τὴν ἀρχαία σοφία ἐξέφραζε εἴτε τὴ χριστιανικὴ ἀποκάλυψη. Γιατὶ ἡ καθολικότητα εἶναι μιὰ στάση ἀπέναντι στὴν ἀλήθεια, ἕνας τρόπος έκφρασης ποὺ ἐπιτρέπει τὴν ἐμπειρία τῆς ἀλήθειας ἀπὸ ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο, ὄχι μόνο ἀπὸ τὴ σκέψη ἢ τὸ συναίσθημα.

Ὁ Ἑλληνισμός ζῆ ἐνεργητικὰ καὶ δυναμικά καὶ μεταμορφώνει τὴν Ἱστορία, ὅταν ἀρνεῖται τὴ φυλετική του ὑπόσταση, ὅταν πεθαίνει σὰν Ιστορικὸ σχῆμα, γιὰ νὰ ζήση στὶς διαστάσεις τῆς πνευματικής του καθολικότητας. Ὅ,τι ὀνόμασαν οἱ δυτικοὶ «Βυζάντιο», εἶναι ὁ θρίαμβος τῆς ἑλληνικῆς καθολικότητας, ἕνας θρίαμβος σταυρικός. Η γεωγραφικὰ καὶ κρατικὰ ἀνύπαρκτη Ελλάδα ἔδωσε τὴν ἱστορική της σάρκα στὴν «κατὰ τὴν οἰκουμένην» καθολικὴ Ἐκκλησία. Καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴ σάρκωση προέκυψε ἕνας πολιτισμός, ποὺ ἀντιπροσωπεύει δυνατότητες ζωῆς πάντοτε ἐπίκαιρες. Ἡ ὀρθόδοξη λατρεία, οἱ ὅροι τῶν Συνόδων ἢ οἱ Εἰκόνες, εἶναι συγκεκριμένες φανερώσεις τῆς ἑλληνικῆς καθολικότητας, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἑλληνικότητα έχει οὐσιαστικά αὐθυπερβαθῆ, ἔχει ἀρνηθή τη φυλετική, συχνά καὶ τὴ γλωσσική της ὑπόσταση.

Στὸ ποσοστὸ λοιπὸν ποὺ τὰ ἑλληνικὰ Πατριαρχεῖα τῆς ᾿Ανατολῆς διατηροῦν καὶ ἐνσαρκώνουν τὴν ἑλληνικὴ καθολικότητα, εἶναι ἀπὸ μόνα τους καὶ πέρα ἀπὸ κάθε ἀμφισβήτηση τὰ ζωτικά κέντρα τῆς οἰκουμενικῆς ἑνότητας τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ ἔχουν τὸ προβάδισμα ἀνάμεσα στὶς Ορθόδοξες Ἐκκλησίες, γιατὶ ἀποτελοῦν ἐγγύηση τῆς καθολικότητας καὶ οἰκουμενικότητας τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἂν ὅμως ἀρνηθοῦν καὶ ἀπεμπολήσουν τὸ οὐσιαστικὸ αὐτὸ ἱστορικό τους προνόμιο γιὰ χάρη πολιτικῶν, ἐθνικιστικῶν καὶ φυλετικῶν σκοπιμοτήτων (ὅπως τὸ ἔκανε ἡ ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία μὲ τὸ νὰ κηρυχθῆ «αὐτοκέφαλη» τὸ 1833), τότε ὅλοι οἱ ἱστορικοί τους τίτλοι καὶ οἱ διπλωματικὲς δραστηριότητες δὲν ἐπαρκοῦν γιὰ τὴν ἐξασφάλιση ἑνὸς τιμητικοῦ προβαδίσματος – ποὺ στὴν περίπτωση αὐτὴ θὰ εἶναι καὶ δίχως πιὰ περιεχόμενο.

ΣΧΟΛΙΟ:
Ὁ ἑλληνικός λόγος, γραπτὸς ἢ εἰκαστικός, ἦταν πάντοτε μιὰ πρόκληση δυναμικῆς μετοχῆς στὴν ἀλήθεια, ποτὲ δὲν ἐξαντλοῦσε τὴν ἀλήθεια στὰ ἀντικειμενικὰ ὅρια τῶν διατυπώσεων."

ΤΟ ΜΕΓΑ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ. ΕΙΝΑΙ"τελικὰ ἕνας τρόπος γιὰ νὰ ὑποδηλωθῆ τὸ «ἐπέκεινα τῆς οὐσίας»" ΠΩΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ ΑΥΤΟΣ Ο ΛΟΓΟΣ, ΑΥΤΟΣ Ο ΤΟΚΟΣ ΕΝ ΚΑΛΩ;


 Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ᾿ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶ.

Α Κορ. 4,15        ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα.

Α Κορ. 4,16        παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε.


 δοκῶ γάρ ὅτι ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις.

Α Κορ. 4,10        ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι.

Α Κορ. 4,11        ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν

Α Κορ. 4,12        καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα,

Α Κορ. 4,13        βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι.


AYΤΟΣ Ο ΛΟΓΟΣ ΧΑΘΗΚΕ, Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ. Η ΜΑΘΗΤΕΙΑ. ΟΧΙ Η ΣΠΟΥΔΗ. Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ  ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΙΗΣΟΥ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: