Τρίτη 17 Ιουνίου 2025

To Περί Διδασκάλου (De Magistro) σύγγραμμα του ιερού Αυγουστίνου (6) - ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΔΙΝΟΠΟΥΛΟΥ - ΒΑΓΙΩΝΑ

Συνέχεια από: Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

 To Περί Διδασκάλου (De Magistro) σύγγραμμα του ιερού Αυγουστίνου


                                                              ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΔΙΝΟΠΟΥΛΟΥ - ΒΑΓΙΩΝΑ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΟΥ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ Α.Π.Θ.

ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Φώτιος Ιωαννίδης

Β΄ ΜΕΡΟΣ
ΙΙ. ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

3.Η ερμηνεία των σημείων: Ο εσωτερικός Διδάσκαλος 

Η πρώτη συζήτηση του Αυγουστίνου για την έννοια των σημείων εμφανίζεται στην αρχή του De Magistro. Αυτό το έργο, γραμμένο περίπου το 389, είναι ένας διάλογος μοναδικός και ιστορικός, όπως ισχυρίζεται ο Αυγουστίνος στις Εξομολογήσεις, μεταξύ αυτού και του γιου του, Αδεοδάτου. Μάλιστα, εξηγεί ο ίδιος, γιατί ασχολείται τόσο με τους κανόνες της Γραμματικής (Ulich, Educational Wisdom, pg. 149.).

Η έρευνα αυτή αφορά το νόημα των σημείων και των προφορικών λέξεων συγκεκριμένα, οι οποίες είναι οι πιο κοινές και οι πιο σημαντικές από τα σημεία. Γιατί χρησιμοποιούμε τα σημεία; Είναι μια ερώτηση που κάνει ο Αυγουστίνος για να ανοίξει τον διάλογο. Ο σκοπός των όσων λέγονται, μας έχουν πει, ότι είναι «είτε για να διδάξουμε είτε για να θυμίσουμε κάτι σε άλλους ή στους εαυτούς μας». [S. Augustini, De Magistro, PL 32, I 1, 1195: “…nec docere illum qui commemorat, non resisto tibi: et duas iam loquendi causas constituo, aut ut doceamus, aut ut commemoremus vel alios vel nosmetipsos;…” Απόδοση στα ελληνικά: «Δεν διαφωνώ μαζί σου στο ότι αυτός που ανακαλεί κάτι στη μνήμη δεν διδάσκει· και τώρα καθορίζω δύο αιτίες για τις οποίες μιλάμε: είτε για να διδάξουμε, είτε για να θυμίσουμε — σε άλλους ή και στον ίδιο μας τον εαυτό.»]

Άλλοι προφανείς σκοποί είναι να ρωτήσουμε κάτι για να μάθουμε, όλοι οι σκοποί μπορούν να τεθούν ως: για τις ερωτήσεις, δεν κάνουμε τίποτα άλλο από το να διδάσκουμε σε άλλους ανθρώπους αυτό που θέλουν να μάθουν. Αλλά υπάρχουν πιο σοβαρές αντιρρήσεις που πρέπει να απαντηθούν, οι απαντήσεις των οποίων δίνουν μια αίσθηση για το πόσο ευρύ είναι το φάσμα των λειτουργιών που θα πρέπει να αποδοθούν στο «υπενθυμίζοντας» και στη μνήμη. Έτσι, η ένσταση είναι ότι ο Χριστός δίδαξε τους μαθητές του να προσεύχονται με ένα σύνολο μορφών των λέξεων, ενώ ο Θεός δεν μπορεί να έχει την ανάγκη να διδαχθεί από τις επιθυμίες των ανθρώπων. Αυτή η δυσκολία λύνεται αν πούμε ότι ο Χριστός «δεν τους δίδαξε λέξεις αλλά πραγματικότητες μέσω των λέξεων». Έτσι είναι σαν να θυμίζει σε κάποιον να προσευχηθεί και γιατί πρέπει να προσευχόμαστε. Έτσι η ομιλία είναι μια υπενθύμιση στο νου, δεδομένου ότι η μνήμη στη οποία αποθηκεύονται τα λόγια, εξετάζοντάς τα, φέρνει στο νου την πραγματικότητα την ίδια που οι λέξεις είναι σημεία της (R. A. Markus, St. Augustine on Signs, pg. 66).

Στην συνέχεια το κοινό έδαφος στο οποίο προχωρά η έρευνα που άρχισε στο κεφάλαιο II για το τι σηματοδοτούν οι λέξεις. Το πρώτο μέρος του επιχειρήματος που επεκτείνεται στα επόμενα πέντε κεφάλαια και συνοψίζεται στο VIII αποσκοπεί στο να μας υποδείξει ότι τα σημεία είναι στοιχεία που αποσπούν την προσοχή του νου και τίποτα ως εκ τούτου δεν μπορεί να διδαχθεί χωρίς τα σημεία. Η έννοια του σημείου, τι αυτό σηματοδοτεί, μπορεί να αναπτυχθεί μέσω περισσοτέρων σημείων, όπως για μια λέξη δίνουμε συνώνυμα. Οι μόνες εξαιρέσεις σε αυτό το στάδιο του διαλόγου είναι οι λέξεις που παρουσιάζουν πράξεις, το νόημα των οποίων μπορεί να παρουσιαστεί εκτελώντας την πράξη. Ο Αδεοδάτος εδώ σωστά επισημαίνει πως δεν γίνεται να κατανοήσουμε μια λέξη χωρίς να έχουμε μια ένδειξη (πράξη) για να γίνει αυτό. Έτσι προτείνει ότι εκτός από την ομιλία, η διδασκαλία θα έπρεπε να έχει και άμεσα παραδείγματα. Αλλά δεδομένου ότι η ίδια ομιλία αποτελείται από σημεία, εξακολουθεί να μην υπάρχει κάτι που μπορεί να διδαχθεί χωρίς σημεία. Η δημιουργία αυτού του συμπεράσματος αποτελεί το επίκεντρο του πρώτου μέρους του έργου. Έτσι περνάμε στο δεύτερο μέρος του διαλόγου που ασχολείται με τα σημεία που αποτελούν ενδείξεις για άλλα σημεία (R. A. Markus, St. Augustine on Signs, pg. 66).
Το μέρος αυτό αρχίζει με την πολύ καθυστερημένη διάκριση μεταξύ της χρήσης και της αναφοράς, η διαφορά για παράδειγμα όταν αναφέρουμε τον «άνθρωπο» ως ουσιαστικό και όταν αναφέρουμε τον «άνθρωπο» σαν ον. Για να μπορέσουμε να κάνουμε αυτή την διάκριση θα πρέπει να παραμελήσουμε αυτό που λέει ο Αδεοδάτος, δηλαδή ότι «για ότι μιλάμε θα πρέπει να τα σηματοδοτούμε» και ότι «αυτό που βγαίνει από το στόμα του ομιλητή δεν είναι στην πραγματικότητα αυτό που σηματοδοτεί, αλλά είναι το σημείο εκείνο το οποίο σηματοδοτεί». Ο Αδεοδάτος συνεχίζει και αρνείται την δυνατότητα της διάκρισης των λέξεων μεταξύ της χρήσης και της αναφοράς τους και αναφέρει: «η εξαίρεση (σε αυτόν τον κανόνα) είναι όταν τα σημεία από μόνα τους σηματοδοτούν». Εκτός από αυτές τις εξαιρέσεις, γενικά, χρησιμοποιούμε τις λέξεις για να μιλήσουμε για πράγματα που αντιπροσωπεύουν με σκοπό να κερδίσουμε την γνώση την οποία προσφέρουν. Μάλιστα, όπως ισχυρίζεται το πρώτο κομμάτι της επιχειρηματολογίας, τίποτα δεν μπορεί να μαθευτεί χωρίς τα σημεία, ούτε τα πράγματα τα οποία μπορούν να μας φανερωθούν από τον δάσκαλο.

Τι συμβαίνει, λοιπόν, όταν κατά τη διάρκεια μιας συνομιλίας μια λέξη ή μια φράση δεν γίνεται κατανοητή;

Έτσι, όταν διάβασα τις λέξεις δεν έχουν αλλάξει τα «χαλαρά» τους, η λέξη «χαλαρά» δεν μου έδειξε τι πραγματικά σημαίνει. Αν είναι κάποιου είδους καλύμματα για το κεφάλι πως θα μπορούσα να καταλάβω τι είναι μην γνωρίζοντας τι είναι το «κεφάλι» ή το «κάλυμμα»; Αυτά τα γνώριζα πριν; Αλλά και πάλι η γνώση δεν αποκτήθηκε όταν άκουσα τις λέξεις αλλά όταν είδα από κοντά τα πράγματα που σημαίνουν. Το ίδιο έγινε όταν για πρώτη φορά ακούμε την λέξη σκουφάκι. Δεν ξέρουμε τι σημαίνει αλλά όταν επαναλαμβάνεται συνέχεια τότε μπορούμε να καταλάβουμε τι σημαίνει, βλέποντας κιόλας το αντικείμενο που προσδιορίζει. Οπότε είναι το σημείο που προσδιορίζεται από το πράγμα και όχι το πράγμα από το δεδομένο σημείο. Η αποτυχία στην επικοινωνία μπορεί να διορθωθεί με μια επεξήγηση της λέξης ή του σημείου που αποτυγχάνει να εξηγήσει τι σημαίνει στην πραγματικότητα. Αλλά όπως και το παράδειγμα του «χαλαρά ρούχα» μας δείχνει, πρέπει να υπάρξει μια εξήγηση και μια άμεση επαφή με το αντικείμενο που σηματοδοτεί για να γίνει κατανοητό. Στην επόμενη παράγραφο ο Αυγουστίνος γενικεύει το συμπέρασμα: «Αυτό που προσπαθώ να πείσω είναι ότι δεν μπορούμε να μάθουμε τίποτα από τα σημεία που ονομάζουμε λέξεις. Αντίθετα μαθαίνουμε την έννοια της λέξης, δηλαδή τη σημασία που κρύβεται πίσω από τον ήχο, μόνο αφού αναγνωρίσουμε τι πραγματικά σημαίνει.» Το να δείχνεις με το δάχτυλο υποστηρίζει ο Αυγουστίνος, δεν είναι ένα σημείο της πραγματικότητας που δείχνει ή της λέξης που εξηγείται, αλλά μάλλον είναι μόνο μια ένδειξη. «Με την βοήθειά του, να μας δείξουν κάτι που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε είτε το αντικείμενο είτε το σημείο για τη λέξη, γιατί το δάχτυλο δεν μου τα «δείχνει» (R. A. Markus, pg. 68).

Το συμπέρασμα ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε την έννοια των σημείων μην γνωρίζοντας την πραγματικότητα είναι απλώς ενδεικτικό και φαίνεται να αντιφάσκει με το συμπέρασμα του πρώτου μέρους του έργου, δηλαδή ότι χρειαζόμαστε σημεία για να μπορέσουμε να γνωρίσουμε πράγματα. Αλλά ο Αυγουστίνος θέλει αυτές οι θέσεις να ληφθούν σοβαρά υπόψη. Η θέση του είναι ότι καμία γνώση δεν μπορεί να αποκτηθεί ή να γνωστοποιηθεί: «Για να μπορούμε να γνωρίζουμε τη σημασία των σημείων, πρέπει να γνωρίζουμε τα πράγματα στα οποία αναφέρονται. Από την άλλη πλευρά πρέπει να βασιστούμε στις λέξεις και στα σημεία των δασκάλων για να λάβουμε την άμεση εμπειρία από αυτά τα πράγματα» (S. Augustini, De Magistro, PL 32, X, 35, 1215.). Η αξία των λέξεων συνίσταται στην προσφορά τους για το πώς βλέπουμε τα πράγματα. Αυτά δεν εμφανίζονται σε εμάς για τις γνώσεις μας». «Αν ξέρουμε (το νόημα των λέξεων μαζί με αυτά που σημαίνουν) μήπως θυμόμαστε αντί να μαθαίνουμε; Αν όμως δεν γνωρίζουμε ούτε μπορούμε να θυμηθούμε, τότε ίσως χρειαστεί να ρωτήσουμε». [S. Augustini, De Magistro, PL 32, XI 36, 1215: “Ηactenus verba valuerunt, quibus ut plurimum tribuam, admonent tantum, ut quaeramus res, non exhibent, ut norimus. Is me autem aliquid docet, qui vel oculis uel ulli corporis sensui, vel ipsi etiam menti praebet ea quae cognoscere volo.” Απόδοση στα ελληνικά: «Μέχρι αυτό το σημείο τα λόγια έχουν ισχύ — και παρόλο που τους αποδίδω μεγάλη αξία, το μόνο που κάνουν είναι να μας προτρέπουν να αναζητούμε τα πράγματα· δεν τα παρουσιάζουν, ώστε να τα γνωρίσουμε. Εκείνος όμως με διδάσκει πραγματικά, που προσφέρει στα μάτια ή σε κάποια αίσθηση του σώματος ή ακόμη και στην ίδια τη διάνοια εκείνα που επιθυμώ να γνωρίσω.»]

Οι εκπαιδευτικοί (άνθρωποι) από την μία μπορούν να μας διδάξουν τις έννοιες των λέξεων αλλά και των σημείων καθώς και την εμπειρία, αλλά από την άλλη πλευρά μας δίνουν ωμή αλήθεια (τροφή). Μόνο ο Εσωτερικός Διδάσκαλος, ο οποίος είναι ο Χριστός που κατοικεί στο μυαλό, μπορεί να μας διδάξει με την εμφάνιση στο μυαλό μας την πραγματικότητα και παρέχοντας μας γλώσσα για την κατανόησή της. Αυτός είναι η πηγή των αντικειμένων αλλά και το φως για να τα δούμε και να τα κατανοήσουμε. Αυτός είναι ο δάσκαλος του οποίου η δραστηριότητα προϋποθέτει την μάθηση από όλους μας. Τα υπόλοιπα τρία κεφάλαια αφιερώνονται για να μας αποδείξουν την ύπαρξη αυτού του Εσωτερικού Διδασκάλου και πως Αυτός είναι πηγή των πάντων, είναι η αλήθεια και η γνώση, είναι το αόρατο φως που φωτίζει τα ορατά πράγματα, αυτά που μπορεί να φαίνονται προφανή για εμάς, στο βαθμό που είμαστε σε θέση να τα αντιληφθούμε (R. A. Markus, St. Augustine on Signs) .
Αυτή η συζήτηση των σημείων, στα χέρια του Αυγουστίνου και μέσα από μια μεταφυσική ματιά, γίνεται μια βάση για το δόγμα και όσα λέγονται γύρω από αυτόν. Ο σκοπός του έργου, όπως μας λέει ο ίδιος στο τέλος της ζωής του, ήταν να μας δείξει ότι «δεν υπάρχει δάσκαλος να διδάξει στο άνθρωπο την γνώση αλλά ο Θεός μπορεί, σύμφωνα με την διδασκαλία του Ευαγγελίου «ένας είναι ο δάσκαλος, ο Χριστός»( 108 R. A. Markus, St. Augustine on Signs). Ο Αυγουστίνος συμπεραίνει από το επιχείρημα του διαλόγου ότι τίποτα έξω από το μυαλό δεν μπορεί να θεωρηθεί πηγή γνώσης. Ούτε η συζήτηση για τα σημεία ούτε οι «δείκτες» μπορούν να δώσουν γνώση χωρίς αυτό που έχει ονομάσει ο E. Gilson «απαραβίαστος αυθορμητισμός» του μυαλού(Moran, Revelation, Religious Education, pg. 269-283).
Στο De Magistro ο Αυγουστίνος αρκείται στο να κάνει μια βραχεία εξέταση σε αυτό που αποκαλείται αυθορμητισμός και το κάνει επικαλούμενος την αγαπημένη του θεωρία σε μια από τις μορφές της, στο κρίσιμο σημείο. Μια περαιτέρω διερεύνηση τον έφερε αντιμέτωπο με την ανεπάρκεια μιας θεωρίας της γλώσσας, όπως είναι σε αυτό το έργο, και όπως λειτουργεί παράλληλα με την εμπειρία.

Υπάρχει πράγματι μια υπόδειξη μιας άλλης γλωσσικής έκφρασης, η άσκηση της οποίας μπορεί να είχε οδηγήσει τον Αυγουστίνο να αμφισβητήσει την επάρκεια της εικόνας που προκύπτει εμμέσως από το υπόλοιπο του διαλόγου. Αυτή είναι η πρόταση που ισχυρίζεται ότι ορισμένα σημεία, γλωσσικά ή των χεριών, μπορεί να είναι σημεία ένδειξης και όχι με σημαινόμενα αντικείμενα. Σε αυτή την πρόταση, ένα σύστημα σημείων μπορεί να περιέχει από μόνο του την υπόδειξη (intentio) αντικειμένων, για τα οποία ο Αυγουστίνος δεν μπόρεσε να βρει θέση στην γλώσσα. Αλλά αυτή η υπόδειξη δεν είναι ανεπτυγμένη, διότι, όπως λέει ο Αυγουστίνος με αφορμή την πρόταση αυτή, που δεν αναφέρεται ακριβώς στο λόγο που, όπως λέει ο ίδιος, τονίζει ότι αυτό είναι μόνο ένα σημάδι της ένδειξης και όχι πράγματα που αναφέρονται. Η περαιτέρω ανάπτυξη μιας τέτοιας πρότασης θα έχει σπάσει το φράγμα μεταξύ των σημείων και σηματοδότησης, η αμοιβαία εξωτερικότητα η μία στην γλώσσα και η άλλη στην εμπειρία, συνδέονται μόνο με συμβατικά σημειολογικούς κανόνες. Όμως, επικαλούμενος την ερμηνευτική δραστηριότητα του Εσωτερικού Διδασκάλου, ο Αυγουστίνος ήταν σε θέση να ξεφύγει από τις δυσκολίες αυτής της θεώρησης της γλώσσας και αισθάνθηκε να απαλλάσσεται από την υποβολή σε περαιτέρω έλεγχο.

H συζήτηση στο Περί Διδασκάλου καταλήγει τελικά στο συμπέρασμα ότι, αν και η λειτουργία του δασκάλου είναι πιο περιορισμένη από ό,τι συχνά υποτίθεται, ωστόσο είναι ακόμη σημαντική. Παρόλο που ο δάσκαλος δεν μπορεί ευθέως να μεταδώσει γνώση στους μαθητές, μπορεί να τους παρακινήσει να διδαχθούν από μόνοι τους· μπορεί να το προκαλέσει μόνο αν θέτει τους μαθητές σε άμεση επαφή με τα πράγματα που θέλει να γνωρίσουν. Με άλλα λόγια, η διδασκαλία επιτυγχάνεται όχι μιλώντας αλλά δείχνοντας τα ίδια τα πράγματα.

Εκφράζοντας με ευαίσθητο και ελκυστικό λόγο τις ιδέες που έχει κοινωνήσει ο ίδιος ύστερα από δική του προσωπική προσπάθεια κατανόησης, ο δάσκαλος μπορεί να αφυπνίσει το μαθητή να «διδάξει» τον ίδιο τον εαυτό του· αυτό από μόνο του είναι ένα σημαντικό αποτέλεσμα των προσπαθειών του δασκάλου. Εντούτοις, εάν ο μαθητής πράγματι κατανοήσει την αλήθεια, η αιτία της μάθησης δεν βρίσκεται στα λόγια του δασκάλου αλλά στην επίμονη προσπάθεια της σκέψης του διδασκόμενου (S. Augustini, De Magistro, PL 32, XII, 40, 1217).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ


Ο Αυγουστίνος, βαθειά επηρεασμένος από τη νεοπλατωνική φιλοσοφία, τη χρησιμοποιεί διαφορετικά, για να δώσει μια χριστιανική ερμηνεία του κόσμου. Η αφετηρία του δεν ήταν η φιλοσοφική ηρεμία των Νεοπλατωνικών, αλλά ο πόθος του Χριστιανού να προσεγγίσει το Δημιουργό του. Παρακινήθηκε από τις προϋποθέσεις της Χριστιανικής πίστης, τις οποίες δεν επιδίωκε να αποδείξει αλλά να τις κατανοήσει, ώστε να τις κατανοήσουν και οι άλλοι. Αυτό σηματοδοτεί μια διαφορά στην προσέγγιση από μια αυστηρά φιλοσοφική έρευνα και ο ιερός Πατέρας σ’ αυτό, όπως και σε τόσα πολλά άλλα, προσφέρει ένα νέο θεμελιώδες έργο για τη Χριστιανική σκέψη.

Η γνώση, κατά την άποψη του Αυγουστίνου, μπορεί να προέρχεται μόνο από την πίστη. Προτού κάποιος αναζητήσει να γνωρίσει οτιδήποτε, πρέπει να πιστεύει ότι αυτό υπάρχει. Θα πρέπει να είναι μια ιδέα στο νου. Αυτό συμβαδίζει με τη Νεοπλατωνική άποψη αναφορικά με τη γνώση. Ακόμη, αυτό είναι μόνο ένα στοιχείο της άποψής του, καθώς η ίδια η επιθυμία να γνωρίζεις προϋποθέτει μια κατάσταση του νου, αγάπη για αλήθεια, και αυτό είναι ένα σημάδι χάρης, της αγάπης του Θεού μέσα μας. Μόνο με τη χάρη του Θεού μπορούμε να θέλουμε να γνωρίζουμε και να πιστεύουμε. Το να γνωρίζουμε την αλήθεια απαιτεί πνευματική διαύγεια· αλλά μια τέτοια διαύγεια συνεπάγεται ένα ολόκληρο τρόπο ζωής: την αναζήτηση της μακαριότητας την οποία μονάχα η χάρη μπορεί να φέρει. Πριν την κατανόηση, λοιπόν, πρέπει να υπάρχει αρετή. Χωρίς σωστές πράξεις δεν μπορεί να υπάρχει ορθή σκέψη. Για τον ιερό Αυγουστίνο, η χάρη είναι η γέφυρα μεταξύ κτιστού και θείου. Είναι το μέσον με το οποίο ο άνθρωπος έρχεται σε κοινωνία με το Θεό, γίνεται τέκνο Του και ακολουθεί το δρόμο Του.

Η αφετηρία, λοιπόν, για γνώση βρίσκεται στις σκέψεις μας. Αυτό παραμένει σταθερό, ακόμη κι αν δε γνωρίζουμε τίποτε άλλο. Από αυτή τη στοιχειώδη επίγνωση της ύπαρξής μας μέσω του στοχασμού οδηγούμαστε στην επίγνωση βέβαιων ιδεών της ψυχής. Αυτές, σε αντίθεση με τα ρευστά αντικείμενα του πραγματικού κόσμου, παραμένουν σταθερές και καθολικές: αριθμοί, χρώματα, καλοσύνη, ύπαρξη είναι όλα έννοιες που κατέχουμε ανεξάρτητες από εξωτερικές συνθήκες, που μας βοηθούν να διατυπώνουμε νόμους. Τέτοιες αλήθειες είναι κοινές σε όλους τους ανθρώπους· είναι αιώνιες και αμετάβλητες, που υπερβαίνουν όχι μόνο τον υλικό κόσμο, αλλά και τις εμπειρίες μας. Είναι σημεία μιας ύψιστης Αλήθειας, την οποία ονομάζουμε Θεό. Είναι ο «εσωτερικός διδάσκαλος», το φως που φωτίζει την αλήθεια στην ψυχή μας.

Γιατὶ ὁ λόγος ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ γνώση τῶν θείων εἶναι διπλή· ἡ σχετική, ποὺ βρίσκεται μόνο στὸ λόγο καὶ στὶς ἔννοιες καὶ ποὺ δὲν ἔχει κατὰ τὴν πράξη μὲ τὴν πείρα αἴσθηση ἐκείνου ποὺ ἔγινε γνωστὸ καὶ ποὺ μ᾿ αὐτὴν οἰκονομοῦμε τὴν παρούσα ζωή· καὶ ἡ πραγματικὴ ἀληθινὴ γνώση, ποὺ μὲ τὴν πείρα μόνο κατὰ τὴν πράξη χωρὶς λόγο καὶ ἔννοιες παρέχει ὅλη τὴν αἴσθηση ἐκείνου ποὺ ἔγινε γνωστὸ, μετέχοντάς το κατὰ χάρη, καὶ μὲ αὐτὴ τὴ γνώση ὑποδεχόμαστε κατὰ τὴ μελλοντικὴ κατάπαυση τὴν πάνω ἀπὸ τὴ φύση θέωση ποὺ πραγματοποιεῖται ἀδιάκοπαΚαὶ ἡ σχετικὴ βέβαια γνώση, ἐπειδὴ βρίσκεται στὸ λόγο καὶ στὶς ἔννοιες, λένε ὅτι κινεῖ τὴν ἐπιθυμία πρὸς τὴν μεθεκτικὴ κατὰ τὴν πράξη γνώση. ᾿Ενῶ ἡ γνώση μὲ τὴν ἐνέργεια ποὺ ἀπὸ τὴν πείρα καὶ μὲ μέθεξη αὐτοῦ ποὺ ἔγινε γνωστὸ παρέχει τὴν αἴσθηση, ἀπωθεῖ τὴ γνώση ποὺ βρίσκεται στὸ λόγο καὶ τὶς ἔννοιες.
Γιατὶ εἶναι ἀδύνατο, λένε οἱ σοφοί, νὰ συνυπάρχουν ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ λόγος περὶ Θεοῦ ἢ ἡ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ νόηση γι᾿ Αὐτόν. Καὶ λόγο περὶ Θεοῦ ἀποκαλῶ τὴν γνωστικὴ θεωρία γι᾿ αὐτὸν ποὺ ἀναλογεῖ στὰ ὄντα, αἴσθηση τὴν μεθεκτικὴ πείρα τῶν πέρα ἀπὸ τὴ φύση ἀγαθῶν, καὶ νόηση τὴν ἁπλὴ καὶ ἑνιαία γνώση περὶ Θεοῦ μέσῳ τῶν ὄντων. Τὸ ἴδιο ἴσως μπορεῖ νὰ διαπιστωθεῖ καὶ σὲ κάθε ἄλλο πράγμα, ἂν ἡ ἐμπειρία αὐτοῦ τοῦ πράγματος σταματᾶ τὸ λόγο γι᾿ αὐτὸν καὶ ἡ αἴσθηση αὐτοῦ τοῦ πράγματος κάνει ἀργὴ τὴν νόηση περὶ αὐτοῦ. Πείρα λέγω τὴν ἴδια τὴ γνώση ἀπὸ τὴν ἐνέργεια, ποὺ πραγματοποιεῖται ἔπειτα ἀπὸ κάθε λόγο, καὶ αἴσθηση, τὴν ἴδια τὴ μέθεξη αὐτοῦ ποὺ ἔγινε γνωστὸ καὶ ποὺ ἐκδηλώνεται ἔπειτα ἀπὸ ὅλη τὴ νοητικὴ διαδικασία. Κι ἴσως αὐτὸ διδάσκει μυστικὰ ὁ μέγας ᾿Απόστολος λέγοντας, «εἴτε προφητεῖες εἶναι θὰ καταργηθοῦν, εἴτε ὁμιλίες σὲ διάφορες γλῶσσες θὰ πάψουν, εἴτε γνώσεις θὰ καταργηθοῦν»5, ἐννοώντας ὁλοφάνερα γιὰ τὴ γνώση ποὺ βρίσκεται στὸ λόγο καὶ στὶς ἔννοιες.
(῾Αγίου Μαξίμου ῾Ομολογητοῦ, Πρὸς Θαλάσσιον Περὶ Διαφόρων ᾿Απόρων τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, ᾿Ερώτησις Ξʹ. Τὸ ἀρχαῖο κείμενο: PG τ. 90, στλ. 620Β-625Β. Νεοελληνικὴ ἀπόδοσις: Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καὶ ᾿Ασκητικῶν, Ε.Π.Ε. τ. 14Γ, σελ. 186-195, Θεσσαλονίκη 1992)
Καὶ ἡ σχετικὴ βέβαια γνώση, ἐπειδὴ βρίσκεται στὸ λόγο καὶ στὶς ἔννοιες, λένε ὅτι κινεῖ τὴν ἐπιθυμία πρὸς τὴν μεθεκτικὴ κατὰ τὴν πράξη γνώση.
Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ. Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ.
ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ. ΤΟ ΒΑΘΥΤΕΡΟ ΝΟΗΜΑ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ.
[Κόσμος. Δεν υπάρχει άνθρωπος. Γι'αυτό και η Δυτική απομίμηση του Ελληνικού πολιτισμού ονομάστηκε Civilization και ο μέτοχός της Κύριος. Οπλισμένος με την ηθική μάσκα της υποκρισίας, αλλά χωρίς παιδεία, χωρίς μόρφωση, χωρίς ωρίμανση του εσωτερικού τής καρδίας άνθρωπο, χωρίς τόκο εν καλώ, που του δίνει το δικαίωμα μετοχής στο θέατρο του παραλόγου που παίζεται στις Δυτικές κοινωνίες και κρύβει μετά βίας την άγρια επιδίωξη του κέρδους. Έμαθαν ανάποδα το μάθημα τού Απ.Παύλου. Ο οποίος οδηγήθηκε στον Θεό, συνειδητοποιώντας ότι άλλα θέλει και άλλα κάνει. Ακολουθώντας τον δρόμο που χάραξε ο Αυγουστίνος, κατήργησε αυτά που θέλει ο έσω της καρδίας άνθρωπος, ο Δαυίδ, το αιώνιο παιδί της φιλοσοφίας, και κάνει ελεύθερα αυτά που ποθεί να κάνει ο έξω άνθρωπος, ο παθητικός, ο Γολιάθ. Ξεγελώντας εαυτόν και αλλήλους με την εσωτερικότητα του Αυγουστίνου! Ας δούμε ξανά πώς την ορίζει; Σταμάτησε την ορμή τής εξωτερικεύσεως τού πόθου για δράση ή πραγματοποίηση, και την ορμή αυτή εσωτερίκευσέ την. Εκεί θα διυλιστεί και θα γίνει στοχασμός, το θεμέλιο της αυτοκυριαρχίας, της ατομικότητος, του προσώπου Η ΑΛΑΘΗΤΗ ΣΚΕΨΗ. Τους αδύναμους διανοητικά τούς οδηγεί σήμερα στην στέρηση, αλλά την διορθώνει η ψυχολογία. Ο μοντέρνος άνθρωπος. Ο κενολόγος].
Η ΑΠΟΨΗ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: