Τοῦ κ. Εὐλαλίου Θωμαΐδη, Θεολόγου
Στὸ παρὸν μας κείμενο θὰ ἐπικεντρωθοῦμε στὴν κατάδειξη ὁρισμένων αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τῆς χριστολογίας τοῦ J. Ratzinger ἤ, ἀλλιῶς, τοῦ πάπα Βενέδικτου XVI.
Προτοῦ, ὅμως, ἀσχοληθοῦμε μὲ τὴ χριστολογία J. Ratzinger, θὰ κάνουμε μία σύντομη ἀναφορὰ στὴν τριαδολογία του. Σύμφωνα μὲ τὸν πάπα Βενέδικτο XVI, ὁ Θεὸς τοῦ χριστιανισμοῦ δὲν ἀναφέρεται σὲ ἕνα θεὸ ποὺ θεωρεῖ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον τὸν ἑαυτό του, ὅπως ἐκεῖνος τοῦ Ἀριστοτέλη, ἀλλὰ σὲ ἕνα Θεὸ ποὺ βρίσκεται σὲ αἰώνιο διάλογο ὑποστάσεων [1], αὐτὸ ποὺ τόσο κοινότοπα καλεῖται στὶς μέρες μας ὡς ἀγαπητικὴ κοινωνία προσώπων. Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς δὲν εἶναι κάτι ἄλλο πέραν ἀπὸ ἕνα ἐμεῖς, τὸ ὁποῖο συνίσταται ἀπὸ τὸν Πατέρα / πηγαία ἀγάπη, τὸν Υἱὸ / παραληφθεῖσα ἀγάπη καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα / ἀμοιβαῖος σύνδεσμος τῆς δωριζόμενης καὶ τῆς παραληφθείσης ἀγάπης. Ἐν ἄλλαις λέξεσιν, ὁ Πατὴρ εἶναι ὁ χορηγός τῆς ἀγάπης, ἐκεῖνος ποὺ ἐγκαταλείπει τὸ κλείσιμο στὸν ἑαυτό του, γεννώντας τὸν Υἱό. Ὁ Πατήρ, λοιπόν, δωρίζει ὅλα ὅσα ἔχει στὸν Υἱό του. Ὁ Υἱός, μὲ τὴ σειρά του, εἶναι καθαρὴ δεκτικότητα, ἐκεῖνος ποὺ λαμβάνει τὸ ἀΐδιο δῶρο τῆς θείας οὐσίας καὶ τῶν θείων ἰδιωμάτων ἐκ τοῦ Πατρός. Ἐν ὀλίγοις, ὁ Υἱὸς δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ λήψη καὶ ἡ ἀγαπητικὴ ἐπιστροφὴ ὅλων ὅσα ἐξέλαβε ἐκ τοῦ Πατρὸς στὸν Πατέρα. Τέλος, ἡ πράξη τῆς ἀντίδοσης ἢ ἐπιστροφῆς ἐκείνων ποὺ ὁ Υἱὸς ἐξέλαβε ἀπὸ τὸν Πατέρα ταυτίζεται μὲ τὸ ἴδιο τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἁρμόζει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι γιὰ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει κανένα εἶδος ἀμοιβαιότητας, καθότι 1) ἡ ἀγάπη δὲν ταυτίζεται μὲ τὴ θεία οὐσία καὶ 2) ἡ ἀγάπη δὲν χρησιμοποιεῖται ἀπὸ κάθε πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος σύμφωνα μὲ τὸ προσωπικό του ἰδίωμα. Συνεπῶς, ἡ ἀγάπη εἶναι μία, δίχως νὰ εἶναι οὐσία, καθὼς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἄκτιστη φυσικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴν κτίση, καὶ μάλιστα μία ἀπὸ τὶς ἐκδηλώσεις της. Δυστυχῶς, ἡ ἀγαπητικὴ διαλογικὴ κοινωνία τῶν τριαδικῶν προσώπων ἔχει ὑποστηριχθεῖ καὶ ἀπὸ ὀρθόδοξους θεολόγους, ὅπως ὁ π. Ν. Λουδοβίκος [2].
Ὅπως εἴδαμε προηγουμένως, ὁ Υἱὸς χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸ κατηγόρημα λήψη, τουλάχιστον σύμφωνα μὲ τὸν J. Ratzinger. Ἡ λήψη αὐτὴ δηλώνει ὅτι ὁ Υἱὸς χαρακτηρίζεται ἀπὸ μία ἀνοικτότητα, ἡ ὁποία εἶναι πλήρης καὶ ὄχι μερική. Ὁ Υἱὸς ὑπάρχει μόνον ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ γιὰ τὸν Πατέρα. Ἡ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ μετάφραση τῆς ἀΐδιας ἀγαπητικῆς σχέσεως μεταξύ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ στὴν κτιστὴ πραγματικότητα. Ἔτσι, ὁ Υἱὸς μεταδίδει αὐτὴν τὴν ἀνοικτότητα ποὺ τὸν χαρακτηρίζει σὲ ἕνα ἄνθρωπο (φράση νεστοριανικὴ καθὼς ὁ ἕνας ἄνθρωπος σημαίνει μία ὑπόσταση) καὶ μέσῳ αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου στοὺς ὑπόλοιπους. Ὅπως ὁ Υἱὸς ὑπάρχει μόνο καὶ μόνο γιὰ καὶ ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἔτσι καὶ ὁ Ἰησοῦς ὑπάρχει μόνο καὶ μόνο ἀπὸ καὶ γιὰ τὸν Πατέρα. Ὁ Χριστός, λοιπόν, ἀποτελεῖ τὴν προέκταση τοῦ ἀϊδίου ἐνδοτριαδικοῦ διαλόγου πρὸς τὴν κτιστὴ πραγματικότητα, κατὰ τὸν J. Ratzinger πάντοτε.
Ὁ ἄνθρωπος μέσῳ τῶν θεολογικῶν ἀρετῶν ποὺ παρέχονται ἀπὸ τὴν κτιστὴ ἁγιαστικὴ χάρη, ἤτοι τὴν πίστη, τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀγάπη, μπορεῖ καὶ μετέχει στὴν ἴδια τὴ φυσικὴ υἱότητα τοῦ Χριστοῦ, πρᾶγμα ποὺ ἔχει καταδικαστεῖ ἀπὸ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο ὡς ἀρειανὴ προκείμενη. Παραθέτουμε ἀμέσως τὸ χωρίο στὸ ὁποῖο καθίσταται σαφὲς τὸ ἀδύνατον τῆς μετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου στὸ προσωπικὸ ἰδίωμα τοῦ Υἱοῦ: «Ἀκούοντες (οἱ Ἀρειανοὶ) γοῦν υἱοὺς χρηματίζοντας τοὺς ἀνθρώπους, ἐνόμισαν καὶ ἑαυτοὺς ἴσους εἶναι τοῦ ἀληθινοῦ καὶ φύσει Υἱοῦ· καὶ νῦν πάλιν ἀκούοντες τοῦ Σωτῆρος, Ἵνα ὦσιν ἕν, καθὼς καὶ ἡμεῖς, πλανῶσιν ἑαυτούς, καὶ θρασυνόμενοι νομίζουσιν οὕτως ἔσεσθαι ἑαυτούς, ὡς ἔστιν ὁ Υἱὸς ἐν τῷ Πατρί, καὶ ὁ Πατὴρ ἐν τῷ Υἱῶ· οὐχ ὁρῶντες τὸ ἐκ τῆς τοιαύτης οἰήσεως γενόμενον τοῦ πατρὸς αὐτῶν τοῦ διαβόλου πτῶμα» [3]. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος δὲν μετέχει στὴν ἀΐδια σχέση Πατρὸς καὶ υἱοῦ, ἀλλὰ στὴν ἄκτιστη θεία δόξα καὶ ἐνέργεια. Συνεπῶς, ὁ χάριτι υἱὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μετέχει τῆς θεοποιοῦ ἐνέργειας τῆς ἀκτίστου θεότητας [4] καὶ ὄχι ὅποιος φαντάζεται ὅτι μπορεῖ νὰ διεισδύει στὴν ἄρρητη σχέση τοῦ Πατρὸς πρὸς τὸν Υἱό.
Συνεχίζουμε τὴν ἔκθεση τῆς χριστολογίας τοῦ Ratzinger σχετικὰ μὲ τὴ θεώρηση τοῦ Χριστοῦ ὡς καθαρῆς ὑπουργίας ἢ λειτουργίας. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Χριστὸς ὑπάρχει μόνο γιὰ καὶ ἀπὸ τὸν Πατέρα σημαίνει ὅτι ὑπάρχει μόνο γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, καθότι ὁ Ἰησοῦς ταυτίζεται μὲ τὴν ἴδια του τὴν ἀποστολή. Ἔτσι, στὸ Χριστό, σύμφωνα μὲ τὸν J. Ratzinger, ὑπάρχει ταύτιση οὐσίας καὶ ὑπηρεσίας. Ὅμως, ἡ ἀνωτέρω διατύπωση ὁδηγεῖ στὴν αἱρετικὴ θεωρία τῆς ὑποταγῆς. Ὅπως μᾶς λέει ξεκάθαρα ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τὸ ἔργο τοῦ Υἱοῦ ὡς Θεοῦ δὲν εἶναι λειτουργικὸ ἢ ὑπουργικό, καθότι ἐνεργεῖ μὲ τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἐνέργεια ποὺ ἐνεργεῖ καὶ ὁ Πατήρ [5]. Ἀκόμη, ὁ Ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνὸς θὰ μᾶς πεῖ ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι δούλη, καθότι κατοικεῖ σὲ αὐτὴν ὅλο τὴ πλήρωμα τῆς θεότητας σὲ μία ἀπὸ τὶς ὑποστάσεις της σωματικῶς, ἀλλὰ λέγεται δούλη ἐξαιτίας τῆς δικῆς μας οἰκειώσεως [6] (ἐξ ὀνόματός μας). Συνεπῶς, ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ὑπουργὸς / ὑπηρέτης/ δοῦλος τόσο ὡς Θεὸς ὅσο καὶ ὡς ἄνθρωπος (γι’ αὐτὸ τὸ λόγο προσκυνοῦμε τὴ σάρκα τοῦ Λόγου).
Κλείνοντας τὸ παρὸν κείμενο θὰ ἀναφερθοῦμε στὴν σύγχυση τῶν φυσικῶν ἰδιωμάτων μὲ τὰ προσωπικὰ ποὺ ἐφαρμόζει ὁ Ratzinger, ὅταν ἀποδίδει τὴν ἐλευθερία στὸ πρόσωπο καὶ ὄχι στὴν οὐσία. Ὁ Ratzinger θὰ ἰσχυριστεῖ ὅτι στὸ Χριστὸ ἔχουμε σύγχυση τῶν δύο βουλήσεών του, ἤτοι τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρώπινης, ὄχι στὸ ἐπίπεδο τῆς οὐσίας ἢ φύσεως, ἀλλὰ στὸ ἐπίπεδο τῆς ἐλευθερίας, στὸ ἐπίπεδο τοῦ προσώπου [7]. Ἡ ἐλευθερία γιὰ τὸν Ratzinger θεμελιώνεται στὸ πρόσωπο, ἐνῶ διὰ τῆς φύσεως ἡ προσωπικὴ ἐλευθερία ἐκδιπλώνεται ἢ ἀναπτύσσεται. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχε μία ἐλευθερία, αὐτὴ τοῦ ἀκτίστου προσώπου του, τουλάχιστον κατὰ τὸν πάπα Βενέδικτο. Ὅμως, γιὰ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἐλευθερία, ἑρμηνευμένη ὡς αὐτεξούσιο καὶ βούληση ἢ θέληση, εἶναι ἰδιότητα τῆς φύσεως καὶ ὄχι τοῦ προσώπου [8]. Ἐὰν ἡ ἐλευθερία ἦταν προσωπική, τότε θὰ εἴχαμε τόσες ἐλευθερίες ὅσες ἀκριβῶς καὶ τὰ πρόσωπα. Ἀκόμη, ἐὰν ὁ Χριστὸς εἶχε μόνο θεϊκὴ ἐλευθερία, τότε δὲν θὰ θεράπευε τὴν ἀνθρώπινη, καθότι τὸ ἀπρόσληπτο θὰ ἦταν ἀθεράπευτο. Ὁ Χριστός, ὅμως, εἶχε δύο φύσεις, δύο βουλήσεις, δύο ἐνέργειες, δύο ἐλευθερίες καὶ ἕνα πρόσωπο ἢ ὑπόσταση αὐτὸ τοῦ Λόγου. Ὁποιαδήποτε ἄλλη χριστολογικὴ διατύπωση ποὺ ξεφεύγει ἀπὸ αὐτὴν ποὺ παραθέσαμε μόλις δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἀντιπατερικὴ καὶ ὡς ἐκ τούτου αἱρετική.
Σημειώσεις:
[1] J. Ratzinger, Introduzione al Cristianesimo. Lezioni sul Simbolo apostolico, Queriniana, Brescia 19868, p. 137-139.
[2] N. Loudovikos, Analogical Identities: The Creation of the Christian Self, Volume 2, Intermeaningfulness Self-Catholicization, Meta-Narcissism, and Christian Theology, Brepols Publishers, Turnhout / Belgium 2024, p. 18: Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἡ κοινοποίηση ἢ ἀλληλοδιάδοση (inter-giveness) τῆς οὐσίας εἶναι ἄρρηκτα συνυφασμένη μὲ τὸ filioque τῆς δυτικῆς θεολογικῆς παράδοσης (Πατὴρ – μόνο δίδων, Υἱὸς – λαμβάνων καὶ δίδων καὶ Ἅγ. Πνεῦμα – μόνο λαμβάνων = τρόποι ὕπαρξης τῆς ἀλληλοδιάδοσης τῆς οὐσίας), καὶ τοῦτο, διότι προϋποθέτει τὴ σύγχυση μεταξὺ τῶν τριῶν κυρίων κατηγορημάτων τοῦ ἀκτίστου ὄντος, αὐτῶν τῆς οὐσίας, τῆς ὑπόστασης καὶ τῆς ἐνέργειας. Τέλος, ἐντύπωση προκαλεῖ τὸ γεγονός, τουλάχιστο γιὰ ἕνα θεολόγο ποὺ πραγματεύεται τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅτι γιὰ τὴν ἐκ τοῦ Πατρὸς διάδοση (giveness) τῆς οὐσίας κάνει λόγο καὶ ὁ K. Rahner.
[3] Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Κατὰ Ἀρειανῶν Γ΄, PG 26, 360Α.
[4] Οἱ μοντέρνοι παπικοὶ κάνουν λόγο συχνὰ περὶ τοῦ ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς ἀκούγεται καὶ ἀπὸ τὰ στόματα διάφορων σύγχρονων ὀρθοδόξων. Ὅμως, ἡ ἀνωτέρω διατύπωση συγχέει τὴ δημιουργικὴ μὲ τὴ θεοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς. Ὅλοι μετέχουν στὴν πρώτη, εἴτε ἄθεοι εἴτε δαιμόνια, ἐνῶ στὴ δεύτερη ὄχι. Ἡ δεύτερη προϋποθέτει ἐνεργειακὴ ὅραση / θέα τοῦ Θεοῦ.
[5] Περὶ ὁμοουσίου, Λόγος ΙΑ, Migne PG 48, 880.
[6] Ἔκδοση ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, 65.
[7] J. Ratzinger, Punti di orientamento cristologico, Opera Omnia. Gesu di Nazaret. Scritti di cristologia, vol. 6/2. Libreria editrice vaticana, Citta del Vaticano 2015, p. 98.
[8] Γρηγόριος Νύσσης, Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 101D: «Πᾶσα δ’ ἐλευθερία μία τίς ἐστι τῇ φύσει καὶ πρὸς ἑαυτὴν οἰκείως ἔχει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου