Κυριακή 15 Μαρτίου 2020

ΠΡΟΣ ΑΚΙΝΔΥΝΟΝ - ΛΟΓΟΣ ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΟΣ ΤΡΙΤΟΣ (17)

ΠΡΟΣ ΑΚΙΝΔΥΝΟΝ ΛΟΓΟΣ ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΟΣ ΤΡΙΤΟΣ

ΠΡΟΣ ΤΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΙΩΣ ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ


Συνέχεια από: Σάββατο, 14 Μαρτίου 2020

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17
Στη συνέχεια άλλη ρήσις του Ακίνδυνου, δια του ελέγχου της οποίας αναφαίνεται πάλι άκτιστο το θείο φως, ενώ αυτός φαίνεται να εξουθενώνει πολυειδώς και τα συγγράμματα των θείων πατέρων μας και να τα λέγει φανερώς αδόκιμα

64. Αλλ’ αυτός που αναίρεσε με αυτόν τον τρόπο την μια θεότητα (διότι χωρίς την κατάλληλη λαμπρότητα, δηλαδή υπεριδρυμένη των κτιστών, δεν θα μπορούσε να υπάρχει θεία και αρχίφωτη φύσις, αλλ’ ούτε άκτιστη φύση χωρίς άκτιστη λαμπρότης), αυτός λοιπόν που αναίρεσε τη μια θεότητα και την διαίρεσε σε δύο, και μάλιστα σε τέτοια δύο που να μην είναι δυνατό να συνέλθουν σε ένα (διότι από κτιστή και άκτιστη θεότητα δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει μια θεότητα)∙ αυτός που ετόλμησε να πράξει τούτο μάλλον δε που το έπαθε αθλίως, λέγει, «για να μην πάθουμε τούτο, είναι γνώρισμα ευσεβούς και ακίνδυνης ευλαβείας ν’ αφήνουμε ανεξέταστο το φως πού έλαμψε στο Θαβώρ σε ανερμήνευτο μυστήριο».

65. Παρατηρήσατε την ευλάβεια του Ακινδύνου, αν και ούτε αυτήν δεν την τηρεί στη συνέχεια∙ παρατηρήσατε όμως το προσωπείο τούτο της ευλαβείας και το ευσεβές σέβας του. Δεν είναι τίποτε άλλο παρά ψεύδος και άπατη (φενακισμός), ενέδρα και καταδρομή πάλι κρυφή και πράγματι ανευλαβής κατά του Θεού και των άγιων. Διότι δεν έχει λησμονήσει την τέχνη εαυτού και των λόγων του, ούτε τα στολίσματα και την ολέθρια διπλόη (διπλή κίνηση), ώστε με την υπόκριση ανυψώσεως να καθαιρεί το θείο και με την πλαστή ευσέβεια ν’ αναιρεί την ευσέβεια. Γι’ αυτό κι’ εδώ στο σχηματισμό του λόγου και στα ονόματα παρατηρείται πολλή ευλάβεια προς το φως. Λέγει «είναι μυστήριο ανερμήνευτο, ανεξερεύνητο»∙ και ο φόβος, επικρεμάμενος και ανατεινόμενος από εκεί σαν κοπτερό ξίφος, και το ακίνδυνο της ακρίβειας προσαρτημένο και προτεινόμενο από εδώ σαν δέλεαρ. Άραγε λοιπόν, άνθρωπε, εκείνο το φως, που ωράθηκε από τους κορυφαίους αποστόλους σε μυστήριο ανερμήνευτο και μη επιδεχόμενο καθόλου πολυπραγμοσύνη, είναι κτίσμα; Διότι τούτο διακηρύσσεις εσύ αδιάντροπα τόσο στους προηγουμένους όσο και στους έπειτα λόγους. Πώς όμως είναι μυστήριο ανερμήνευτο η θέα του κτιστού φωτός, και μάλιστα όχι μόνο για μάς, αλλά και για τους άγιους και τους αποστόλους και τους προκρίτους των αποστόλων;

66. Αλλά δεν είναι ούτε κτιστό ούτε άκτιστο, πράγμα που είναι και τούτο δικός σου λόγος και δόγμα, μάλλον δε και γράμμα, ενός ανθρώπου που θέλει με κάθε τρόπο να ξεφύγει την πίστη στο άκτιστο; Επομένως δεν είναι μόνο φάσμα ανυπόστατο, όπως κακώς εδόξασε ο Βαρλαάμ, αλλά ούτε υπάρχει καν κατά την άποψή σου τέτοιο φώς ούτε εφάνηκε ποτέ. Και τί λέγω ότι ποτέ δεν υπήρξε ούτε εφάνηκε; Διότι τέτοιο φώς δεν είναι δυνατό ούτε κατά διάνοια να αναπλάσουμε, αφού ο επώνυμος της θεολογίας Γρηγόριος λέγει, ότι «κάτι ενδιάμεσο μεταξύ κτιστού και άκτιστου δεν θα μπορούσαν να αναπλάσουν ούτε οι πλάσσοντες τους τραγελάφους». Ομολόγησε λοιπόν τούτο, ότι το φώς εκείνο είναι πράγματι άκτιστο, βγάζοντας τα πολύμορφα προσωπεία και τις απάτες, το να νομίζεις και να λέγεις ότι δεν είναι καθ’ εαυτό αλλά ομωνύμως άκτιστο, να θέτεις μερικές φορές σε απόκρυφο μέρος των λογισμών την δυσσεβή προσθήκη, να προφέρεις δε δολίως προς εξαπάτηση των ακροατών την χωρίς υποκρισία και πονηρή περιέργεια ευσέβεια, την οποία σαν να υποδύεσαι εσύ τώρα επισκιάζεις το σαθρό της δοξασίας σου, όταν δεν συνδιαλέγεσαι με τους γνησίους μύστες σου∙ διότι είναι των αδυνάτων να είναι κτιστό το φως εκείνο ή κανένα από τα δύο (ούτε κτιστό ούτε άκτιστο).

67. Αφού λοιπόν συμφωνήσεις κατά τούτο με την αλήθεια και μ’ εμάς, άφησε τα άλλα ανεξερεύνητα (απολυπραγμόνητα) σε ανερμήνευτο μυστήριο. Πώς εθεάθηκε από τους συνοδούς (συνανεβαίνοντες), ενώ ήταν άκτιστο; Πώς δεν εθεάθηκε και από τους μύστες που είχαν παραμείνει στην υπώρεια (στους πρόποδες) του όρους, αφού έλαμψε περισσότερο από τον ήλιο; Πώς δεν αποτέφρωσε μαζί με τους ορώντες και το σύμπαν, αφού φλόγιζε κατά τέτοιον τρόπο; Πώς δεν τύφλωσε τους οφθαλμούς των ορώντων, αφού επέλαμψε πέρα από τα μέτρα εκείνων, ενώ παρέλυσε τον τόνο της ψυχής και του σώματος, ώστε να πέσουν πρηνείς, αν και ήταν άυλο φώς, όπως μπορεί ν’ αντιληφθούμε από τα έργα και όπως διδασκόμαστε από τη Γραφή; Διατηρώντας λοιπόν αυτά τα πράγματα με ιερή ευλάβεια ανεξερεύνητα, κράτα τον θαυμασμό (το θαύμα) στα απόρρητα της διανοίας, παραμερίζοντάς τα όλα και υποτάσσοντας τον εαυτό σου με πίστη στην εξουσία και δύναμη του Πνεύματος.

68. Η δική σου όμως ευλαβής και ακίνδυνη εισήγηση ποια είναι τώρα; Ν’ αφήνουμε ανεξερεύνητο (απολυπραγμόνητο) εκείνο το φώς, για να μην νομίσουμε ότι η λαμπρότης της φύσεώς του προσυπάρχει φυσικώς στο Θεό κι’ έτσι να την θεωρήσουμε άκτιστη, αλλά να πεισθούμε από σένα ότι είναι κτιστή κι’ έτσι να την διαχωρίσουμε από την μια και άκτιστη θεότητα. Αλλά εμείς, ώ σοφέ σύμβουλε της απωλείας, τούτο το γνωρίζομε και το πιστεύομε απολυπραγμόνητα, μυημένοι από τους θείους πατέρες· διότι λέγει ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, «ο Υιός γεννημένος ανάρχως από τον Πατέρα έχει άναρχη την φυσική ακτίνα της θεότητος και δεν προσέλαβε ύστερα το είναι ούτε τη δόξα ακόμη∙ και η δόξα της θεότητος γίνεται και δόξα τού σώματος». Επομένως η ευλάβεια σου δεν είναι ακίνδυνη ευλάβεια, είναι απιστία και απείθεια και πρόξενος του μεγίστου κινδύνου, ενώ ψευδώς κατηγορείς εμάς για πολυπραγμοσύνη. Επιπλέον υβρίζεις τους αγίους του Θεού ότι από πολυπραγμοσύνη χαρακτήρισαν άναρχο εκείνο το φως, παρασύρεις δε τους πολλούς αρπάζοντάς τους παραπλανητικώς, και αποσπώντας τους από τη σωτήρια πειθώ προς τους αγίους τους ετοιμάζεις ευχερώς να είναι ακατάρτιστοι στα θεία, πείθοντάς τους δολίως για να τούς υπαγάγεις εύκολα στους νεωτερισμούς σου.

69. Ότι δε τούτος (ο Ακίνδυνος) δεν θεωρεί ούτε τους αγίους αξιόπιστους και όσους νομίζουν ότι πρέπει να πιστεύουμε σε όλες τις θεολογίες τους τούς θεωρεί ότι εκτρέπονται από την ασφαλή πίστη στο θεό (αφού τάχα εκείνοι βάλλουν πέρα από το στόχο)· τούτο λοιπόν, ότι οι Πατέρες, μη υπολογίζοντας καλά την Αλήθεια στέλλουν τις ρίψεις μακρότερα και πλανούν τις γνώμες των ορώντων σ’ αυτούς πιστώς, το εξαγγέλλει τούτος στους φοιτητές του που θεωρεί γνησίους, από τους όποιους ακούσαμε κι’ εμείς, αφού μερικοί το ανακοίνωσαν σε πολλά μέρη, ενώ ομιλώντας στους άλλους το κρύπτει κάτω από τα δόντια του υποκρινόμενος το αντίθετο. Στα συγγράμματά του δε δεν το θέτει πολύ φανερά, αλλά ύπουλα, και σ’ όλη την έκταση του ποιήματος το επεξεργάζεται, άλλοτε με το να υποδηλώνει ότι γράφουν αντιφατικά προς εαυτόν και αλλήλους, άλλοτε με το να επισημαίνει ότι παρέχουν όχι μικρές αφορμές για μεγάλα άτοπα, σε όσους πείθονται στα κείμενά τους∙ άλλοτε με το να προβάλλουν τις απόψεις εκείνων σαν δικές μας και να τις αναιρούν.

70. Αλλά παρ’ ολίγο θα μου διέφευγε ότι αυτός και φανερά το γράφει και πολύ φανερά το προβάλλει∙ διότι λίγο παραπάνω προέτρεπε γράφοντας, ότι δεν πρέπει να προσέχουμε στα εγκώμια που έχουν συνταχθεί από τους άγιους για τη θεία μεταμόρφωση ούτε να δεχόμαστε τα λεγόμενα από αυτούς περί του φωτός της μεταμορφώσεως του Κυρίου, αποκηρύττοντας φανερώς τα συναγόμενα από όσα λέγουν εκείνοι. Εξ άλλου παρερμηνεύοντας τα Κεφάλαια του σεπτού Μαξίμου, στα οποία λέγει άναρχα όλα τα θεωρούμενα ουσιωδώς γύρω από τον Θεό, σε άλλα σημεία των λόγων του και τραβώντας τα προς τη δική του δοξασία, μόλις είδε ότι αυτά αντίκεινται φανερά σε τούτην (διότι αυτός ένα άναρχο δέχεται, την ουσία του Θεού, ο δε θείος Μάξιμος λέγει άναρχα και τα φυσικώς θεωρούμενα γύρω από αυτήν, κι’ έτσι δέχεται ένα άναρχον, τον ίδιο τον Θεό, αναγνωρίζοντάς τον καθ' όλα άναρχον, αλλά μη διαιρώντας τον σε άκτιστη φύσιν και κτιστές δυνάμεις)∙ μόλις λοιπόν είδε ο Ακίνδυνος ότι αυτά ήσαν αντίθετα σε τούτο ολοφάνερα, εκτράπηκε σε άλλα εφευρήματα∙ έπειτα τόλμησε να ειπεί και τούτο, ότι «είναι καταφανές ότι πολλά παρατηρούνται στα συγγράμματα των ιερών πατέρων που απεδοκίμασαν οι θείες σύνοδοι και οι έπειτα από εκείνους θεοειδείς πατέρες».


71. Τί παράτολμη και βλάσφημη γλώσσα! Τί από τα συγγράμματα του θείου Μαξίμου και των πριν απ’ αυτόν μεγάλων και των μετά απ’ αυτόν ομοφρόνων με αυτόν και με εκείνους, και μάλιστα περί θεότητος και κτιστού και άκτιστου απεδοκίμασαν οι μετά από εκείνους θεοειδείς, έκτος αν ως θεοειδείς πατέρες εννοεί τον Βαρλαάμ και τον εαυτό του; Σ’ εκείνα λοιπόν χαρακτηρίζει φανερά εσφαλμένη τη θεολογία των άγιων, ενώ εδώ το θέμα περί του θειοτάτου φωτός, το οποίο σε μερικά σημεία των θεωριών του σεπτού Μαξίμου διατυπώνεται καλώς, αυτός το πολυεξετάζει, και μάλιστα πολύ κακώς, αυτός που προ ολίγου απαγόρευσε να πολυεξετάζουμε περί του φωτός τούτου τελείως, και υποδεικνύει ότι οι άγιοι εναντιώνονται ο ένας προς τον άλλον, διότι φρονεί ότι μερικοί, όπως αυτός ενόμισε, δεν λέγουν ότι το φώς εκείνο είναι λαμπρότης του Θεού. Ως προς αυτό με τη βοήθεια τού φωτός της αληθείας θα τον ελέγξουμε στους κατοπινούς Περί φωτός λόγους ότι είναι λαμπρότατος ψεύτης.



Δεν υπάρχουν σχόλια: