ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Παρασκευή,17 Απριλίου 2020
Jacob Burckhard
ΤΟΜΟΣ 1ος
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΣ
– ΙΙ –
Η ΠΟΛΗ ΣΤΗΝ
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΗΣ ΕΞΈΛΙΞΗ
8. Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΚΤΟΣ ΑΘΗΝΩΝ
Η ισονομία όλων τών ελευθέρων
ανθρώπων, η τελευταία δυνατή μορφή πολιτεύματος, πέρα από την οποία η
αρχαιότητα, αν εξαιρέσουμε τη μοναρχία, δεν μπορούσε να εξελιχθεί, καθίσταται
μετά το τέλος τού 6ου αιώνα, ένας
γενικά κυρίαρχος και φυσικός σκοπός τού
ελληνικού βίου. Η πόλη υπήρξε από
την αρχή η ενσάρκωση της απόλυτης δύναμης απέναντι σε κάθε άτομο· υπήρχαν αυτοί
που κυβερνούν και αυτοί που υπακούουν. Αλλά η εξαιρετικά υψηλή εκτίμηση
του Κράτους ήταν αυτή που ώθησε ακριβώς τούς υπηκόους τoυ
στην πλήρη συμμετοχή τους στη διοίκησή
του, και έτσι κατακτήθηκε το ιερό. Περιγράψαμε
προηγουμένως πώς ο εκ των έσω εκφυλισμός
τών αριστοκρατικών καθεστώτων, και το γεγονός ότι τα προνόμια των
πλουσίων δεν έπαιξαν καθαυτά καθοριστικό ρόλο στην τιμοκρατία, συνεισέφεραν σ’
αυτή την εξέλιξη· αλλά και η τυραννία προετοίμασε το έδαφος για τη δημοκρατία,
στον βαθμό που εξοικείωσε τους πληθυσμούς με μιαν απότομη αποκοπή από κάποιο
παρελθόν, με μιαν άσκηση πραγματιστικής εξουσίας, και επειδή ισχυρίστηκε σε
αρκετές περιπτώσεις, ότι υπερασπίζεται τα δικαιώματα της πλειοψηφίας.
Αναμφίβολη ήταν επίσης και η συνεισφορά τής διάδοσης του καθεστώτος τής
δουλείας· όσο περισσότερο κρατούσε η πόλη τούς δούλους στο περιθώριο, τόσο
αυξάνονταν οι φιλοδοξίες τών ελεύθερων πολιτών που ζούσαν υπό την κηδεμονία
της, ακόμη κι αν ήταν τεχνίτες ή κωπηλάτες· το μεγάλο ποσοστό δούλων
τροφοδότησε δηλαδή τις φιλοδοξίες κυριαρχίας όλων τών ελευθέρων πολιτών. Η
δημιουργία τέλος πολλών νέων συνταγμάτων για τις αποικίες εξοικείωσε, όπως
είδαμε, τους Έλληνες με την ιδέα ότι θα μπορούσαν να προσφέρουν έναν νέο τρόπο
ύπαρξης στο Κράτος, ή να μεταμορφώσουν κατά τη βούλησή τους το ήδη υπάρχον· βίωναν την ιδιαίτερη ικανοποίηση της
δημιουργίας αυτού που θα γινόταν, με την προσωπική τους συμμετοχή, η θρησκεία και η θεότητά τους. Οι αναταραχές
που είχαν άλλοτε προκληθεί στις αριστοκρατίες και τις τιμοκρατίες, είχαν
γεννήσει την ανάγκη ύπαρξης ενός μοναδικού ηγέτη, με υψηλή αποστολή, ενός
«νομοθέτη», σαν τον Σόλωνα, ή ενός μεγάλου αριθμού «μεταρρυθμιστών», που θα
τους προσκαλούσαν από μια σεβαστή και φιλική πόλη· οι κάτοικοι της Μιλήτου, που
καταστράφηκε περί τα μέσα τού 6ου αιώνα, ανέτρεξαν στους κατοίκους
τής Πάρου, εκ των οποίων οι πλέον επιφανείς πολίτες έσπευσαν να τους βοηθήσουν,
όχι τόσο για να εκπονήσουν ένα νέο Σύνταγμα, όσο υποδεικνύοντάς τους τούς κατάλληλους για τη διακυβέρνηση της πόλης Μιλήσιους, στους οποίους οι υπόλοιποι πολίτες θα έπρεπε να
υπακούσουν. Η δημοκρατία αναδύθηκε, αντιθέτως, αυθόρμητα και χωρίς να
μεσολαβήσει κανενός είδους Συμβούλιο, μέσα από αιματηρές συχνά εξεγέρσεις
ενάντια σε αριστοκρατικά είτε τυραννικά καθεστώτα, και επιβλήθηκε με διάφορους
τρόπους. Όταν χρειάστηκαν αργότερα κάποιου είδους νομοθέτες, επρόκειτο στην
πραγματικότητα για συντάκτες τού ποινικού και αστικού απλώς δικαίου, οι οποίοι
επιθυμούσαν μάλλον παρά ήλπιζαν, παρότι τιμήθηκαν μετά θάνατον ως ήρωες και τους αφιερώθηκαν ακόμα και
αγάλματα, να τιμήσουν την υπάρχουσα νομοθεσία.
Η δημοκρατική αυτή επανάσταση δεν είχε
μόνον πολιτικά κίνητρα, αλλά και οικονομικά. Ακόμη κι αν παραλείψουμε τις
πολυάριθμες περιπτώσεις δολοφονίας αριστοκρατών, την παράδοση των θυγατέρων
τους σε άνδρες τού λαού, τη διανομή τών γαιών τους επίσης στον λαό, την ακύρωση
των τίτλων ιδιοκτησίας τους, και λάβουμε μόνον υπόψη τις περιπτώσεις Κρατών που
τους έδωσαν τη δυνατότητα να παραμείνουν ως απλοί πολίτες, δεν σταμάτησαν και
εκεί να τους παρενοχλούν και να τους φορολογούν ως εύπορους πολίτες, ενώ τούς
είχαν αφαιρέσει όλα τα πλεονεκτήματα και τις τιμές που τους παρείχε η
προηγούμενη εξουσία τους. Διώχθηκαν δε και αργότερα κατά καιρούς οι πλούσιοι,
είτε είχαν ευγενική καταγωγή είτε όχι, ως αντιλαϊκή τάξη που κατηγορήθηκε για
ολιγαρχικά φρονήματα και προθέσεις. Τα πραγματικά όμως πολιτικά φρονήματα δεν
είχαν πλέον καμιάν αξία· υπήρχαν πλούσιοι δημοκράτες στη Μίλητο, από τούς
οποίους σφαγιάστηκαν 300 τον αριθμό από
ολιγαρχικούς, όταν βρέθηκε ο Λύσανδρος στην περιοχή· έσφαξαν δε αλλού οι
δημοκράτες εκείνους που είχαν περιουσία, χωρίς την παρουσία κανενός ίχνους
δημοκρατίας.
Αρχή τής διακυβέρνησης που επικράτησε στο
εξής, δεν ήταν πλέον η παράδοση που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, ή ακόμη και
η θρησκεία που είχε συμβάλει στην εδραίωσή της, αλλά αυτό που αποκαλείται γενικό συμφέρον, το οποίο αναγκαστικά
μεταλλάσσεται ή και επιλέγεται κατά βούληση· αυτό όμως το
γενικό συμφέρον κατέστη έννοια ισότιμη με την ισότητα. Το κορυφαίο ωστόσο
εργαλείο που διέθετε η κυβέρνηση, η πηγή για τα μέτρα που επέβαλε, καθώς και η
πηγή τού δικαίου, ο πραγματικός κυβερνήτης, υπήρξε η καθολική ψηφοφορία, υπό
την αποτελεσματική καθοδήγηση των πολιτικών δημαγωγών. Και η καινούργια αυτή κατάσταση κατέλαβε όλον τον χώρο
που περιελάμβανε άλλοτε οτιδήποτε ήταν ιερό: τους θεούς τής πόλης, τα μνημεία,
τους τάφους τών προγόνων, ολόκληρη την παλαιά κοινωνία και τις αρετές της. Και
ο καθένας έπρεπε να επιλέξει μέσα απ’ την ψυχή του, ανάλογα και με τη
τοποθέτησή του, αν θα αποδεχόταν ή όχι αυτήν την κατάσταση ως πόλη του. Αρκετοί ήταν εκείνοι που διαφώνησαν απ’
έξω, ενώ εκείνοι που διαφώνησαν μέσα απ’ την πόλη ήταν συνήθως άνθρωποι που
είχαν κάτι να χάσουν. Οι δημοκράτες «αγαπούσαν» απ’ τη δική τους πλευρά την
πόλη τους μόνο στον βαθμό που αυτή ήταν δημοκρατική, αποποιούμενοι οτιδήποτε ανήκε στην παλαιά εποχή. Και οι δυό
πλευρές συμφωνούσαν στο να πολεμήσουν εναντίον τής πατρίδας τους απ’ έξω, με
ξένη δηλ. βοήθεια, και να την υποτάξουν· φαίνεται δε εδώ καθαρά ο
συσχετισμός ανάμεσα στις διαμάχες τών
διαφόρων πόλεων και τις εσωτερικές ανατροπές.
Η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στη Ρώμη και
τις ελληνικές πόλεις είναι ότι στη Ρώμη οι πλούσιοι πολίτες ανέπτυξαν μιαν
εντελώς διαφορετική μορφή αντίστασης. Στην Ελλάδα όμως ξεκίνησε, απ’ τη στιγμή
που κυριάρχησε η ισότητα και δεν υπήρχε πλέον ανάγκη να αγωνιστεί κανείς για
αρχές και δικαιώματα, ο πόλεμος ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, σε αρκετές
πόλεις αμέσως μόλις εγκαταστάθηκε η δημοκρατία, και σε άλλες ύστερα από μια
μεγαλύτερη ή μικρότερη περίοδο μετριοπαθούς διακυβέρνησης.
Γεγονός είναι ότι στους παλαιότερους
χρόνους, όταν την εξουσία ασκούσαν οι μεγάλες οικογένειες, η μιζέρια ήταν
άγνωστη. Η ισότητα των δικαιωμάτων ήταν αυτή που ανέδειξε
πραγματικά την οικονομική ανισότητα. Η αποκατάσταση της
ανισότητας μέσω τής εργασίας (που θα εκτελούσε ο φτωχός για τον πλούσιο) ήταν
αδύνατη εξαιτίας τής απέχθειας για κάθε είδους τέχνη. Ο φτωχός συνειδητοποιούσε
ότι διέθετε, διαθέτοντας τώρα ψήφους, επίσης και πλούτο. Στην Αθήνα, και
πιθανότατα και αλλού, αμειβόταν κατ’ αρχήν για την παρουσία του στη συνέλευση
του λαού και στο δικαστήριο, ενώ μπορούσε να πουλήσει επίσης την ψήφο του,
κυρίως με την ιδιότητα του δικαστή, να αναθέσει στους πλούσιους όλα τα είδη τών
λειτουργιών και να επιβάλλει κατασχέσεις (συμπεριλαμβανομένης και της εξορίας),
καταπατώντας κάθε έννοια δικαίου, τη στιγμή που εκτός Αθηνών παρατηρήθηκε
κατάργηση των χρεών και μια γενική ανατροπή. Γιατί μετά τα πρώτα κέρδη, το
συναίσθημα της μιζέριας, δηλαδή τού φθόνου, ενισχύθηκε. Ο πλούτος έχασε τον ιερό χαρακτήρα του και ο καθένας υπολόγιζε τα
δικαιώματά του στη βάση τών υποθετικών
αναγκών του (δηλαδή τού φθόνου του).
Ενώ αρκούσε, για να πραγματοποιηθούν όλ’ αυτά, μια περιστασιακή πλειοψηφία.
Επαναστάσεις, αντεπαναστάσεις και καταλήψεις εξουσίας πραγματοποιούνται παντού,
ενώ κάθε υποταγή εξασφαλίζεται μόνο με τη βία, και συνοδεύεται πάντοτε από
επαναστατικές προθέσεις.
Ένα μεγάλο τμήμα από τις ερμηνείες που
προσφέρει ο Αριστοτέλης (Πολιτικά) αναφέρονται σ’ αυτήν την πάλη τών τάξεων. Ο οποίος
γράφει σε μιαν εποχή, όπου οι διάφορες μορφές τού Κράτους είχαν δοκιμαστεί στο
έπακρο, και αποδοκιμάζει ιδιαιτέρως τις ολιγαρχίες τών πλουσίων, που επεδίωκαν
μερικές φορές να επικρατήσουν, επωφελούμενοι
από την ιδιότητά τους περισσότερο από ό,τι ο λαός. Προσθέτει μάλιστα
απερίφραστα ότι πολλοί άνθρωποι έχουν όλοι μαζί μεγαλύτερη κατανόηση και
περισσότερες ικανότητες διοίκησης από ό,τι ο καθένας ξεχωριστά, αρκεί να μην
αποτελέσουν μάζα συμπεριφερόμενοι όπως οι δούλοι. Σχετικά με τη μετριοπαθή δημοκρατία, την οποία θεωρεί
ως την καλύτερη, αναγνωρίζει ότι δεν
εφαρμόστηκε ποτέ στην πράξη, και
λέει ότι γνωρίζει, πως κάθε μέτρο που αποβλέπει στο καλό είναι καταδικασμένο να
αποτύχει, επειδή εκείνοι που είναι σε θέση να ασκήσουν εξουσία δεν πείθονται να
το θέσουν σε εφαρμογή· επειδή ένας ουτοπιστής δεν
μπορεί να
σχεδιάσει επιθυμίες, ούτε ένας ονειροπόλος να ξεγελιέται με προσδοκίες. Ο
Αριστοτέλης σκιαγραφεί παρ’ όλ’ αυτά, εν μέρει με αδρές γραμμές, το ιδανικό
του, το σύνταγμα που ανταποκρίνεται στις
προτιμήσεις του, αναλύοντας και
προτείνοντας επιπλέον ορισμένες λύσεις για τα υπόλοιπα πολιτεύματα, ως προς τη
βελτίωσή τους. Αληθινοί πολίτες είναι, κατά τον Αριστοτέλη, μόνον όσοι
μπορούν να φέρουν όπλα· η συνέλευση του λαού θα πρέπει να συναθροίζεται
μόνο για τις εκλογές, τον οικονομικό έλεγχο, τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις
και τις σημαντικές αποφάσεις ως προς την ειρήνη και τον πόλεμο, να αποφασίζει
δε χωρίς συζητήσεις, με ένα ναι ή ένα όχι, και να παραπέμπει ό,τι δεν εγκρίνει
στις ανώτερες αρχές. Η διακυβέρνηση θα πρέπει να ανατίθεται στους επιλεγμένους
με ψηφοφορία ή κλήρο δικαστές. Η
δικαστική εξουσία θα πρέπει να περιοριστεί ως προς την άσκησή της και να
παραταθεί ως προ τη θητεία της, επειδή διαφθείρει, αν είναι σύντομη και με
εκτεταμένες εξουσίες, εκείνους που την ασκούν· θα πρέπει να μη συνοδεύεται
επίσης από κανένα οικονομικό όφελος, γιατί μόνον έτσι θα σταματήσουν οι
μη-πλούσιοι να τη διεκδικούν. Η ηγεσία
τού Κράτους ανατίθεται μ’ αυτόν τον τρόπο στους εύπορους και στα καλλιεργημένα
πνεύματα. Αλλά για να παραμείνει συμπαγής, κατά κάποιον τρόπο, η εξουσία τού
Κράτους, χρειάζεται να έχει συγκροτηθεί έτσι, ώστε αυτοί που συμμετέχουν να
είναι πολυπληθέστεροι από εκείνους που έχουν αποκλεισθεί.
Όσο ευτυχισμένοι κι αν είναι ωστόσο οι
άνθρωποι, δεν μπορούν να διατηρήσουν μια τέτοια κατάσταση, εφ’ όσον η απληστία στην οποία παραδίδονται δεν έχει,
από την ίδια της τη φύση, όρια· υπάρχουν βέβαια και οι «κακοί», των οποίων
η ιδιότητα να βλάπτουν είναι ισχυρότερη
από κάθε παιδεία· αυτοί θα πρέπει να περιοριστούν λοιπόν δια της βίας, κάτι που
είναι ωστόσο εφικτό μόνον αν βρίσκονται σε μιαν αδύναμη, κατά τα άλλα, θέση.
Γιατί η πραγματικότητα που αντικρίζει ο Αριστοτέλης γύρω του, η απόλυτη
δημοκρατία, συνιστά ως προς την πόλη ό,τι
και ο εκφυλισμός ως προς την ομαλότητα, και είναι αυτό ακριβώς το
σημείο αναφοράς που μας επιτρέπει να διακρίνουμε τις διαβαθμίσεις προς ένα κατώτερο επίπεδο.
Η άμεση δημοκρατία μπορεί να εφαρμοστεί,
όπως λέει ο Αριστοτέλης, μόνον όταν αφορά καλλιεργητές (γεωργούς), που δεν
έχουν την οικονομική δυνατότατα να συμμετέχουν συχνά σε συνελεύσεις και
αρκούνται να παρευρίσκονται στις εκλογές και τους οικονομικούς ελέγχους έτσι,
ώστε οι εύποροι να μπορούν να ασκούν τη διοίκηση με αμεροληψία και χωρίς
πιέσεις. Συμφέρει να διατηρηθεί η παλαιά νομοθεσία που απαγορεύει την κατοχή
γης πέρα από μια καθορισμένη έκταση, καθώς και την παραποίηση κλήρων. Όπου
υπάρχει μεγάλη συνάθροιση εμπόρων στην αγορά, η συνέλευση του λαού θα πρέπει να
φροντίζει ιδιαίτερα για τη συμμετοχή τού διεσπαρμένου στην επαρχία πληθυσμού. Όλα τα υπόλοιπα «είδη συνάθροισης» είναι επικίνδυνα, γιατί η
κυριαρχία τού λαού αποκτά έτσι υπερέχουσα
μορφή.
Η ελευθερία και η ισότητα δεν συνιστούν παρά μόνον ασυδοσία· οι τρείς
εξουσίες, νομοθετική, διοικητική και δικαστική, καταλήγουν στα χέρια της μάζας,
η οποία υποκαθιστά τον νόμο με τα λαϊκά
διατάγματα· ο λαός καθίσταται δεσποτικός μονάρχης, αποκτά ενιαία υπόσταση,
παρ’ ότι αποτελείται από ένα πλήθος ανθρώπων, και αντιστοιχεί με την τυραννία,
στον βαθμό που και τα δυό πολιτεύματα
συμπεριφέρονται ως απόλυτοι δυνάστες
απέναντι στους βέλτιστους πολίτες.
Τα διατάγματα του λαού ισοδυναμούν με τα διατάγματα ενός τυράννου· η δε
ιδιότητα του αυλοκόλακα αντιπροσωπεύεται στην απόλυτη δημοκρατία από τον δημαγωγό· ο δημαγωγός ωθεί τον λαό να
θέσει τις αποφάσεις του υπεράνω του νόμου και να αποκτήσει, με την αποδοχή τους από τη λαϊκή συνέλευση,
εξουσιαστική υπεροχή. Ένα βασικό χαρακτηριστικό αυτής τής δημοκρατίας είναι
το να αναθέτει τη δικαστική εξουσία με
κλήρο, καθιστώντας αριστοκρατική κάθε είδους εκλογική διαδικασία· ίσως το
Κράτος να μη μπορούσε να υπομείνει πλέον την εκλογική διαμάχη, τις κατά καιρούς
αντιπαραθέσεις φιλοδοξίας, και ίσως γι’
αυτόν τον λόγο η Ηραία επέλεξε την δια κλήρου εκλογή. Ο λαός επιθυμεί είτε να μη διοικείται, είτε να διοικείται δια της εναλλαγής· η θητεία τών δικαστών
και των άλλων λειτουργών είναι πλέον αμειβόμενη και όχι μια περιστασιακή, όπως
στο παρελθόν, προσφορά, από την οποία θα απαλλασσόταν κανείς ευχαρίστως για να
επιστρέψει στις προσωπικές του ασχολίες. Έτσι η θητεία τών δικαστών
περιορίστηκε στο ελάχιστο και όπου υπήρχε ακόμη δια βίου εκλογή καταργήθηκε ή
περιορίστηκε σε σημαντικό βαθμό, ενώ απαγορεύτηκε να ασκούν οι πολίτες το ίδιο
καθήκον για δεύτερη φορά, εκτός βέβαια από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις. Οι
δικαστές έχασαν σχεδόν τελείως την εξουσία τους πάνω στη συνέλευση του λαού, η
οποία αποφασίζει πλέον για τα πάντα, όπου όλοι συζητούν για τα πάντα, και όπου
αντί για ένα ναι ή ένα όχι, στις περιπτώσεις που αυτό θα ήταν αρκετό, τελούνται
ατέρμονες συζητήσεις, με το να κυριαρχούν οι πρωτοβουλίες, τα κίνητρα και οι
δυνατότητες για μια διαρκή, ει δυνατόν, διαβούλευση, δεδομένου ότι
παρευρίσκονται οι ίδιοι οι πολίτες, αν και με διαφορετικές κάθε φορά ιδιότητες,
μόνιμα στις ακροάσεις, αποτελώντας ένα σύνολο, μια ανάμειξη των πάντων,
κυρίαρχη στα πάντα. Ο αποτελούμενος από τεχνίτες, εμπόρους και ημερομίσθιους
εργάτες λαός, που πηγαινοέρχεται συνεχώς στην αγορά, είναι πρόθυμος να
συμμετέχει σε όλες τις συνελεύσεις. Όταν όμως το Κράτος δεν διέθετε τα
απαραίτητα κεφάλαια για να πληρωθεί αυτός ο λαός, ο ίδιος ο λαός παραχωρούσε
την εξουσία του στη Βουλή, για να την παραλάβει πάλι και να οικειοποιηθεί όλες
τις αποφάσεις, μόλις εμφανίζονταν τα αναγκαία κεφάλαια. Αυτός ο φαύλος κύκλος
κατέληγε στο να παρενοχλούνται, σε πολυπληθείς
κυρίως δημοκρατίες, ως εξής οι πλούσιοι και οι ευγενείς: αντί να περιοριστεί η
διάρκεια των συνελεύσεων και των ομιλιών τού λαού, συνέβη
ακριβώς το αντίθετο· ο λαός συνέστησε μια πολυπληθή μάζα που απαιτούσε να
πληρωθεί· και όπου η δημόσια περιουσία δεν επαρκούσε, στρέφονταν στους προνομιούχους,
είτε επιβάλλοντας φόρους, είτε κατάσχοντας τις περιουσίες τους με κριτήρια που
διατύπωναν στα αιτήματά τους οι δημαγωγοί. Ο Αριστοτέλης προσθέτει ότι αυτός
είναι και ο βασικός λόγος ανατροπής πολλών δημοκρατικών πολιτευμάτων. Γνωρίζει
τί σημαίνει για ένα Κράτος η ασφαλής κυριαρχία και προειδοποιεί ως εξής τούς
πολίτες: οι εύποροι, λέει, πρέπει να προστατεύονται, ακόμα και να απαλλάσσονται
από δαπανηρές ή άχρηστες χορηγίες, λαμπαδαρχίες κ. τ. λ., ενώ είναι επίσης
απαραίτητο να μην επωφελείται τουλάχιστον ο λαός από νόμιμες κατασχέσεις τής
περιουσίας τους, τις οποίες εισηγούνται οι δημαγωγοί, αλλά να αναγνωριστεί αυτή
ως ιερό αγαθό. Κανένα χρηματικό πλεόνασμα δεν θα πρέπει να διανέμεται στον λαό,
γιατί είναι σαν να χύνει κανείς νερό μέσα σε ένα «τρύπιο βαρέλι», αφού οι
δημαγωγοί δεν αποβλέπουν παρά στο προσωπικό τους συμφέρον και δεν θα διστάσουν να επανέλθουν με τις
ίδιες απαιτήσεις (( Σημ. τ. μετ.:
Διαχρονικά συμβαίνουν τα ίδια ακριβώς πράγματα. Και είτε «μαθαίνει» κανείς,
είτε δεν μαθαίνει και απλώς, συνεχώς «παθαίνει»…)) . Θα πρέπει εξάλλου να
υπάρχει φροντίδα και για το συμφέρον τών πλουσίων, ώστε να μην είναι στην
πλειοψηφία τους «υπερβολικά φτωχοί», προσφέροντάς τους κάποιες
«δραστηριότητες». Εδώ το ζήτημα αφορά στα πλεονάσματα, τα οποία δεν θα πρέπει
να συσσωρεύονται αλλά να καλύπτουν τις ανάγκες κάποιων ατόμων, είτε για να
αποκτήσουν ένα τμήμα καλλιεργήσιμης γης, είτε για το ξεκίνημα μιας εμπορικής
σταδιοδρομίας, και σ’ αυτό το ταμείο θα μπορούσαν να προσφέρουν ακριβώς οι
εύποροι, αντί για εκείνα που τους ζητούνται συνήθως για άχρηστες «λειτουργίες».
Υπό την προϋπόθεση βέβαια, ότι η μάζα που έχει συνηθίσει να χρηματοδοτείται,
δεν θα καταφύγει σε απειλές για να παρατείνει αυτό το καθεστώς, και δεν θα
απορρίψει με υπεροψία την ευημερία που της προσφέρεται ως αντάλλαγμα στην
εργασία. Στην ακραία δημοκρατία ανακαλύπτει τελικά ο Αριστοτέλης και κάποια
στοιχεία, που ανήκουν κανονικά στα τυραννικά καθεστώτα: την αναρχία τών
σκλάβων, των γυναικών και των παιδιών, και την ελευθερία να ζήσει ο καθένας όπως
επιθυμεί.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου